Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Η αντιρατσιστική πάλη για την υπεράσπιση της κατάληψης του Παλιού Εφετείου από μετανάστες



Το γνωρίζω… έχουν περάσει αρκετές μέρες.

Ωστόσο χρειαζόμουν αυτό το διάστημα για να κατασταλάξουν κάποιες πρώτες σκέψεις. Και λέω “πρώτες σκέψεις” γιατί, έτσι και αλλιώς, οι μετανάστες, οι αγώνες τους και το κίνημα συμπαράστασης σ’ αυτούς, θα μας απασχολούν διαρκώς.

Θα καταθέσω, λοιπόν, εδώ μερικές σκέψεις-απόψεις για την κινητοποίηση των “αγανακτισμένων πολιτών” και των φασιστών με αφορμή την κατάληψη του εφετείου από μετανάστες (κυρίως από την περιοχή Μαγκρέπ – Αλγερία, Μαρόκο, Τυνησία) αλλά και από άλλες μουσουλμανικές χώρες (Ιράν, Πακιστάν, Ιράκ, Αφγανιστάν κτλ.).

Το «παλιό Εφετείο» είναι ένα κτήριο (ιδιοκτησίας του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα), όπου στεγάζονταν το Εφετείο Αθηνών μέχρι το 2001, πριν μεταφερθεί στη Αλεξάνδρας. Έκτοτε στο κτήριο έβρισκαν καταφύγιο άστεγοι και χρήστες, αλλά από το 2006 άρχισαν να μένουνε και μετανάστες. Από το 2008 οι μετανάστες αυξήθηκαν, φτάνοντας σήμερα τα 500 με 600 άτομα.

Ο Δήμος και οι αρμόδιες υπηρεσίες έχουν κόψει την υδροδότηση και ηλεκτροδότηση του κτηρίου, με αποτέλεσμα οι συνθήκες διαβίωσης σ’ αυτό να γίνουν άθλιες.

Οι προσπάθειες του κράτους να διώξει τους μετανάστες από το κτήριο έχουν αρχίσει από παλιότερα. Στο παρελθόν η αστυνομία είχε εκκενώσει το κτήριο μέσα στο οποίο (τότε) βρίσκονταν Ιρανοί πολιτικοί πρόσφυγες, οικογένειες από το Σουδάν (με μικρά παιδιά) και Αφγανοί. Το Φεβρουάριο του 2008 η Νομαρχία, ύστερα από σχετικές καταγγελίες, ζήτησε από το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα τη λήψη μέτρων για την απολύμανση του χώρου.

Στις 27 Απριλίου η αστυνομία τοιχοκόλλησε ανακοίνωση με την οποία απαιτούσε την άμεση εκκένωση του παλιού Εφετείου χωρίς να υπάρχει καμιά πρόβλεψη για το μέλλον των ανθρώπων που ζουν μέσα σ’ αυτό. Μεταναστευτικές και ανθρωπιστικές οργανώσεις πρότειναν στον αντιδήμαρχο Σκιαδά τη μετατροπή του κτηρίου σε κέντρο προσωρινής στέγασης αστέγων, μεταναστών και προσφύγων. Ο Δήμος Αθηναίων όμως απέρριψε την πρόταση.

Ταυτόχρονα με τους σχεδιασμούς της αστυνομίας άρχισε να διαμορφώνεται και μια άλλη «λύση του προβλήματος», εναλλακτική ή συμπληρωματική της αστυνομικής επιχείρησης: η λύση της «κινητοποίησης πολιτών». Κατά τα πρότυπα λοιπόν της «επιτροπής πολιτών» εναντίον των προσφύγων στον Άγιο Παντελεήμονα (και πιθανόν και από τους ίδιους δράστες), συγκροτήθηκε ένα σχήμα με το όνομα: «Επιτροπές Πολιτών για την Απελευθέρωση της Χώρας από τους Αλλοδαπούς Εισβολείς», το οποίο κάλεσε σε συγκέντρωση στην Ομόνοια στις 9 Μάη.
Τα συνθήματα και οι στόχοι του καλέσματος έχουν καθαρά την πολιτική σφραγίδα του χρυσαυγίτικου και ακροδεξιού χώρου που διεκδικεί την “ακομμάτιστη” δράση όλων των Ελλήνων για ένα “κοινό πρόβλημα”.

Αντιρατσιστική κινητοποίηση

Ο τρόπος με τον οποίο οι οργανωμένες δυνάμεις του αντιρατσιστικού κινήματος προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της συντονισμένης επίθεσης (από αστυνομία και Χρυσή Αυγή) εναντίον των μεταναστών ήταν μάλλον προβληματικός. Στην πραγματικότητα επαναλήφθηκε η λογική των ξεχωριστών συγκεντρώσεων και πορειών, χωρίς να υπάρξει εξ αρχής έστω μια προσπάθεια συντονισμού της δράσης.

Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά (μεταξύ των οποίων και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ) καλούσε σε συγκέντρωση στην Ομόνοια δυο ώρες πριν από το ραντεβού των φασιστών. Απευθύνθηκε και στις οργανώσεις του ΡΙΖΑ για συνδιοργάνωση, αλλά δεν υπήρξε συμφωνία.

Όμως οι φασίστες μαζί με την αστυνομία κινήθηκαν πρώτοι και κατέλαβαν τον χώρο της πλατείας. Έτσι το ραντεβού της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς μετατωπίστηκε στην πλατεία Κοτζιά. Από την πλατεία Κοτζιά βάδησε προς την Ομόνοια από την Σταδίου και στα Χαυτεία η αστυνομία ακινητοποίησε την πορεία.

Ο αναρχικός χώρος καλούσε σε συγκέντρωση στην πλατεία Κάνιγκος, όμως η αστυνομία τους επιτέθηκε και διέλυσε την συγκέντρωσή τους πριν προλάβουν να ξεκινήσουν. Έτσι δεν κατάφεραν να παίξουν κανένα ρόλο στα γεγονότα που ακολούθησαν.
Οργανώσεις του ΡΙΖΑ και το Δικτυο συγκεντρώθηκαν στο Εφετείο για να εμποδίσουν επίθεση των φασιστών στους μετανάστες.

Το πρόβλημα που δημιουργούσε η διάσπαση των δυνάμεων προέκυπτε απ’ το γεγονός ότι στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο στόχοι που έπρεπε να εξυπηρετηθούν ταυτόχρονα: να προστατευτούν οι μετανάστες και να εμποδιστούν οι φασίστες να μαζικοποιήσουν την συγκέντρωσή τους και να παρελάσουν στους δρόμους της Αθήνας, αλλά και να προστατευτούν οι μετανάστες του Εφετείου.
Και οι δύο στόχοι δεν αξιολογήθηκαν όπως έπρεπε από τις οργανώσεις που έκαναν τις ξεχωριστές συγκεντρώσεις. Η Αντικαπιταλιστική Αρισυερά υποτίμησε την ανάγκη προστασίας του Εφετείου και το ΡΙΖΑ υποτίμησε τόσο το πρόβλημα της νομιμοποίησης των φασιστών να παρελαύνουν ελεύθερα, όσο και το γεγονός της συνεργασίας των φασιστών με την αστυνομία. Θεώρησαν ότι η αστυνομία θα εμπόδιζε τους φασίστες να επιτεθούν στο Εφετείο.

Μετά την επίθεση που πραγματοποίησαν από κοινού αστυνομία και Χρυσή Αυγή, ένα κομμάτι της συγκέντρωσης του ΡΙΖΑ αποκλείστηκε μέσα στο Εφετείο και μαζί με τους μετανάστες κατότθωσαν να αποκρούσουν τις προσπάθειες που έκαναν οι Χρυσαυγίτες να σπάσουν τις πόρτες και να μπουν στο κτίριο.

Ο κόσμος της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που βρίσκονταν στα Χαυτεία, όταν έγινε γνωστή η επίθεση στο Εφετείο κατάφερε να φτάσει πάνω στην Ομόνοια και να έρθει σε συντονισμό με τα μέλη του ΡΙΖΑ που βρίσκονταν, ένα τμήμα τους μέσα στο Εφετείο και ένα άλλο στην Μενάνδρου.

Έτσι με την παρουσία της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην Ομόνοια, και με την απόφασή της να μην διαλυθεί μέχρι να σταματήσει η επίθεση στο Εφετείο, άσκησε πίεση στην αστυνομία με αποτέλεσμα να περιοριστεί η δράσει των φασιστών. Και από αυτή την άποψη ο ρόλος της ήταν καθοριστικός. Κατάφερε να κρατήσει εγκλωβισμένους τους φασίστες, εμποδίζοντάς τους να πραγματοποιήσουν μια διαδήλωση-παρέλαση, αποτρέποντας την μαζικοποίησή τους και ανγκάζοντας την αστυνομία να λύσει την πολιορκεία του Εφετείου.

Όμως και ο ρόλος των οργανώσεων του ΡΙΖΑ ήταν βασικός καθώς υπερασπίστηκαν το Εφετείο και έδωσαν πολιτική κάλυψη στην δράση των ίδιων των μεταναστών.

…κάποιες συμπερασματικές σκέψεις για τα γεγονότα:

Πίσω από το κάλεσμα συγκέντρωσης των «Επιτροπών Πολιτών για την Απελευθέρωση της Χώρας από τους Αλλοδαπούς Εισβολής» δεν βρίσκεται μόνο η Χρυσή Αυγή. Επίσης δεν πρόκειται για μια φασιστική συγκέντρωση, όπως αυτές των τελευταίων χρόνων που επιχειρεί να πραγματοποιήσει αυτός ο χώρος για να μπορεί να εμφανίζεται στο δρόμο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μία νέα πολιτική κατάσταση, η οποία βρίσκεται ακόμα στα αρχικά της (πειραματικά) στάδια και η οποία διαμορφώνεται με την περιπλοκή και τη συνδυασμένη δράση πολλών παραγόντων, εκ των οποίων ένας μόνο είναι η Χρυσή Αυγή. Για να την κατανοήσουμε λοιπόν θα πρέπει να πάρουμε υπ’ όψη μας αυτή την περιπλοκότητα.
Αρχίζοντας από το γενικό (το οποίο βέβαια από μόνο του δεν εξηγεί πολλά πράγματα) θα λέγαμε ότι η οικονομική κρίση ωθεί τους κρατικούς μηχανισμούς (πολιτικούς, ιδεολογικούς και κατασταλτικούς) να εντείνουν τις προσπάθειες δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων. Καλλιεργείται η εντύπωση, ότι η ανεργία θα μειωθεί αν φύγουν οι «ξένοι που μας παίρνουν τις δουλειές». Επιπλέον επιχειρείται να διαμορφωθεί ένα κλίμα εθνικής συναίνεσης απέναντι σ’ έναν εσωτερικό εθνικό εχθρό, απ’ τον οποίο πηγάζουν μια σειρά από κινδύνους: τρομοκρατία, εγκληματικότητα, ανεργία, μεταδοτικές ασθένειες, υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης κτλ. Έτσι η δυσαρέσκεια και η απόγνωση ευρύτερων κομματιών της κοινωνίας που πλήττονται από την κρίση, θα διοχετευθεί προς τους «ξένους».

Ταυτόχρονα όμως επιχειρείται μια ένταση του ελέγχου και της τρομοκράτησης των μεταναστών, με σκοπό περιοριστούν οι όποιες δυνατότητες τους να μπορούν να διαπραγματεύονται τα εργασιακά τους δικαιώματα. Και μ’ αυτή την έννοια, ο αντιμεταναστευτικός ρατσισμός επιχειρεί να διαμορφώσει και μια πραγματική πρόταση αντιμετώπισης των συνεπειών της οικονομικής κρίσης για τη μεσαία και μικρή επιχείρηση, στην οποία κυρίως δουλεύουν οι μετανάστες, αλλά και σε κάποιους βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, όπως είναι η οικοδομή και ο αγροτικός τομέας. Η απεργία των μεταναστών στη Μανωλάδα, η συμμετοχή των νέων μεταναστών στην εξέγερση του Δεκέμβρη, η συνδικαλιστική δράση της Κωνσταντίνας Κούνεβα (και πολλές άλλες συλλογικές δράσεις μεταναστών, όπως είναι οι αθέατες απεργίες που γίνονται στις αγροτικές περιοχές για την αύξηση του μεροκάματου) καθιστούν ορατό για το αστικό κράτος τον κίνδυνο της συλλογικής δράσης και διεκδίκησης των μεταναστών, οι οποίοι αποτελούν το 14% των εργαζομένων στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά μετά την μαζική προσέλευση μεταναστών στην Ελλάδα στις αρχές του ’90, υπάρχει για την αστική τάξη ο κίνδυνος μιας αντιστροφής της κατεύθυνσης των επιρροών μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών εργαζομένων: όχι μόνο να επηρεάζονται οι μετανάστες από την οργανωμένη δράση των Ελλήνων εργαζομένων, αλλά η δράση των μεταναστών να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για τους Έλληνες εργαζόμενους και την «ελληνική» νεολαία.

Η αστική τάξη είδε τις μέρες του Δεκέμβρη να επαναλαμβάνεται στην Ελλάδα η εξέγερση των γαλλικών προαστίων, αλλά με έναν τρόπο πολύ πιο πολιτικό και επικίνδυνο για την ίδια. Στην Ελλάδα ήταν το σύνολο της νεολαίας που εξεγέρθηκε ακολουθώντας πρακτικές, που υποτίθεται ότι προσιδιάζουν σε «περιθωριακά» νεολαιΐστικα κομμάτια της κοινωνίας (όπως οι νέοι των γαλλικών προαστίων). Η εξέγερση του Δεκέμβρη άφησε πίσω της μια διεύρυνση και ένταση της ριζοσπαστικοποίησης (κυρίως της νεολαίας) και μια μεγάλη σειρά αναβαθμισμένων δράσεων αντίστασης: η συμβολική σημασία που είχε η κατάληψη της ΓΣΕΕ, το συνδικαλιστικό κίνημα αλληλεγγύης στην Κωνσταντίνα Κούνεβα και οι επιτυχημένες μορφές συνδικαλιστικής δράσης –μη ελεγχόμενης και σε αντιπαράθεση με τις γραφειοκρατικές και συμβιβασμένες ηγεσίες της ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΕΚΑ.

Επίσης ο Δεκέμβρης γέννησε και άφησε πίσω του ένα κίνημα από κοινωνικές δράσεις, με πιο χαρακτηριστικές την κατάληψη δημοσίων χώρων και την λειτουργία τους από τμήματα των τοπικών κοινωνιών. Οι καταλήψεις αυτές, που δεν περιορίζονται πια σε λίγα παρατημένα και απόμερα κτήρια, ελεγχόμενα από ομάδες αντιεξουσιαστών, αλλά πραγματοποιούνται σε κεντρικά δημόσια ή ιδιωτικά κτήρια, σε πάρκα και πλατείες, συσπειρώνουν μεγάλα κομμάτια των τοπικών κοινωνιών για τη λειτουργία τους και την υπεράσπισή τους. Πρόκειται για ένα κίνημα που υπερβαίνει την ως τώρα περιορισμένη δυναμική που αναπτύσσονταν γύρω από τα προβλήματα πόλης. Σε αυτό το κίνημα καταλήψεων και διαχείρισης χώρων εντάσσεται αντικειμενικά και η κατάληψη του κτηρίου της Σωκράτους από τους μαγκρεμπιανούς μετανάστες.

Η επίθεση εναντίον του Παλιού Εφετείου, έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό και αυτή την σημασία: η κυβέρνηση θα είχε καταγράψει στο ενεργητικό της μια επιτυχημένη (την πρώτη) αντικατάληψη, σύμφωνα με το πνεύμα του Σανιδά…  Ο στόχος μάλλον τους φαινόταν εύκολος: ποιος θα ενδιαφερόταν για τους μαγκρεμπιανούς; Δεν ήταν πολιτικό κίνημα, δεν ήταν παιδιά των Ελλήνων που καταλαμβάνουν το πανεπιστήμιο ζητώντας λεφτά για την παιδεία… ήταν κάποιοι «ξένοι», χωρίς καμιά νομική υπόσταση και προστασία, οι οποίοι “ευθύνονται για την ανεργία”, “την αύξηση της εγκληματικότητας, την μετάδοση ασθενειών και την αλλοίωση του πολιτισμού και της γλώσσας” («στην Ομόνοια δεν ακούς πια ελληνικά»). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το θέμα «έπαιξε» στα κανάλια και τις εφημερίδες αρκετές μέρες πριν.

Μια «δυναμική επίλυση του προβλήματος των μεταναστών» της Ομόνοιας, που θα έπαιρνε μάλιστα τη μορφή της «λαϊκής αντίδρασης», ήταν κάτι που θα ενίσχυε, τόσο την εικόνα της κυβέρνησης όσο και του συνεργάτη της (του ΛΑΟΣ) στα μάτια του κόσμου της Δεξιάς.

Όμως ούτε η ΝΔ διαθέτει έναν μηχανισμό και οργανώσεις βάσης που να μπορεί να κινητοποιεί για τραμπούκικες επιθέσεις (όπως παλιότερα, την εποχή της δολοφονίας του Τεμπονέρα), ούτε το ΛΑΟΣ έχει καταφέρει να στήσει ομάδες κρούσης, κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών ακροδεξιών κομμάτων.

Για την ΝΔ, το ρόλο της καταστολής τον παίζουν πια αποκλειστικά οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους. Μηχανισμοί, που κάποιες φορές, μπορεί να επεκτείνονται εκτός των «θεσμικών» ορίων (για να γίνονται πιο αποτελεσματικοί) με τη συνεργασία της Χρυσής Αυγής και των «αγανακτισμένων πολιτών». Η λειτουργία αυτού του τύπου δίνει την δυνατότητα στους κατασταλτικούς μηχανισμούς να διεκπεραιώνουν «βρομοδουλειές» χωρίς να «λερώνουν τα χέρια τους», χωρίς δηλαδή να υπερβούν κάποια όρια νομιμότητας που δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στα μάτια της «κοινής γνώμης».

Το ΛΑΟΣ από την άλλη διεκδικεί να εμφανίζεται ως ο ιδεολογικός εκφραστής του κατασταλτικού μηχανισμού να δικαιολογεί τον τρόπο λειτουργίας του και να τον εκπροσωπεί πολιτικά. Ως εκ τούτου (και προς το παρόν τουλάχιστον) δεν έχει συγκροτήσει ομάδες πολιτικής δράσης, στα πρότυπα κάποιων ευρωπαϊκών ακροδεξιών κομμάτων, αλλά και στα πρότυπα των ομάδων δράσης της ΝΔ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 (Ρέιντζερς και Κένταυροι). Το ΛΑΟΣ «περιορίζεται» να πιέζει την κυβέρνηση και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς για περισσότερη δράση, να δικαιολογεί την κρατική βία, αλλά και να εμφανίζεται ως απολογητής της «εξωθεσμικής» βίας ομάδων ¨αγανακτισμένων πολιτών».

Για όλα τα παραπάνω προβλήματα, η λύση της  συγκρότησης «Επιτροπών Πολιτών…» φάνηκε η καταλληλότερη. Ο τίτλος μπορούσε να δημιουργήσει σύγχυση (Επιτροπές κατοίκων, πολιτών, αγώνα κτλ., είναι προοδευτικές συσπειρώσεις), υπονοούσε μαζικότητα (πολλές επιτροπές), απέκρυπτε, όχι το ρατσιστικό σκοπό της συγκρότησης, αλλά το πολιτικό ποιόν αυτών που την συγκρότησαν. Μια τέτοια κίνηση μπορούσε να στηριχθεί από τμήματα της βάσης της δεξιάς, χωρίς υποτίθεται τον κίνδυνο, να χρεωθούν ρατσιστικές συμπεριφορές, μπορούσε επίσης να προβληθεί υπαινικτικά ή και ανοικτά από τον δεξιό τύπο.

Ήταν όμως σαφές (φάνηκε στις 9 Μάη) ότι το επιχειρησιακό κομμάτι αυτής της προσπάθειας μπορούσε να αναλάβει μόνο η ομάδα «αγανακτισμένων πολιτών» της Χρυσής Αυγής, με τη συνδρομή της αστυνομίας.

Ένας άλλος παράγοντας στη διαμόρφωση ενός κλίματος επιθετικού ρατσισμού εναντίον των μεταναστών, είναι οι επιδιώξεις και η πολιτική του δημάρχου Αθήνας. Από τα γεγονότα στο πάρκο της Κυψέλης, φάνηκε πως είναι κι αυτός διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει, όχι μόνο τα ΜΑΤ, αλλά και ομάδες ακροδεξιών για να επιλύσει τα «προβλήματα» του Δήμου του, ένα εκ των οποίων είναι και οι μετανάστες.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι στις 9 Μάη ο απολογισμός ήταν θετικός για το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα. Αποφεύχθηκε μια κατάληξη, όπως αυτή στις 2 Φλεβάρη, όταν φασίστες μαζί με την αστυνομία διέλυσαν την αντιφασιστική συγκέντρωση με δακρυγόνα και μαχαιρώματα. Αντίθετα, οι ίδιοι οι φασίστες απομονώθηκαν πάνω στην Ομόνοια και η συγκέντρωσή τους δεν κατάφερε να πάρει τα χαρακτηριστικά ενός μαζικού συλλαλητηρίου, όπου θα κατέβαιναν «απλοί» δεξιοί που διακατέχονται από ρατσιστικές αντιλήψεις, απ’ τις οποίες όμως δεν περνούν υπό άλλες συνθήκες στην ανοιχτή ρατσιστική δράση. Απέτυχαν επίσης να πραγματοποιήσουν έναν στόχο, που φαίνεται ότι ήταν κοινός (άσχετα με τον βαθμό συνεργασίας και συμφωνίας ως προς τους τρόπους υλοποίησής του) ανάμεσα σε φασίστες της Χρυσής Αυγής, το δήμαρχο της Αθήνας, την κυβέρνηση και το ΛΑΟΣ: να διώξουν τους μετανάστες από το Εφετείο και να επιδείξουν μια αποφασιστικότητα, όσον αφορά στην επίλυση του «προβλήματος των μεταναστών».

Οι φασίστες ηττήθηκαν πολιτικά και όχι στρατιωτικά. Το ζήτημα της ήττας των φασιστών στο επίπεδο της άμεσης και φυσικής αντιπαράθεσης μαζί τους, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να τεθεί εκ των πραγμάτων στις 9 Μάη και αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με τον «φόβο της σύγκρουσης» (η κατηγορία των αναρχικών για την αριστερά), ούτε με την αριθμητική υπεροχή των φασιστών απέναντι στους αντιφασίστες. Πρόκειται μάλλον για το ακριβώς αντίθετο: οι φασίστες ήταν τόσοι λίγοι, που οι ίδιοι δεν τολμούσαν να επιχειρήσουν μια στρατιωτικού τύπου αντιπαράθεση με τους αριστερούς και τους μετανάστες. Εάν δεν προστατεύονταν και δεν συνεργάζονταν με έναν πολύ μεγάλο αριθμό αστυνομικών δυνάμεων, δεν θα εμφανίζονταν καν στην Ομόνοια και πολύ περισσότερο δεν θα επιχειρούσαν επίθεση στο Εφετείο. Άρα εκ των πραγμάτων, κάθε προσπάθεια για βίαιη σύγκρουση δεν θα ήταν με τους φασίστες αλλά με την αστυνομία, η οποία έτσι θα μπορούσε πολύ εύκολα να διαλύσει της αντιφασιστικές συγκεντρώσεις και να επιτρέψει (να βοηθήσει) τους φασίστες να δράσουν ανενόχλητοι εναντίον των μεταναστών.

Κώστας Κ.

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Αφήστε μήνυμα