Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Μετανάστες, «πολιτισμός» και ταξική ενότητα



Στις συζητήσεις που γίνονται στο εσωτερικό της αριστεράς σχετικά με το «μεταναστευτικό ζήτημα» μπορεί κανείς ν” ακούσει ή να διαβάσει ένα πολύ διαδεδομένο πια προβληματισμό, ο οποίος συνήθως περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες της αφομοίωσης, της ένταξης ή της ενσωμάτωσης των μεταναστών• έννοιες οι οποίες φυσικά σηματοδοτούν διαφορετικές οι κάθε μια τους κατευθύνσεις πολιτικών πρακτικών, στα πλαίσια όμως μιας βασικής παραδοχής: οι μετανάστες αποτελούν ένα υλικό, το οποίο θα πρέπει να μεταπλαστεί για να μπορέσει να προσαρμοστεί στον κορμό της ελληνικής κοινωνίας ή του ελληνικού εργατικού κινήματος. Οι μετανάστες θα πρέπει να μεταπλαστούν, για να αποκτήσουν κοινά χαρακτηριστικά με το ελληνικό εργατικό κίνημα, έτσι ώστε να μπορέσουν να γίνουν τμήμα του. Θα πρέπει να γνωρίσουν τις παραδόσεις του και την ιστορία του, τον πολιτισμό του, τη γλώσσα του και φυσικά τους τρόπους οργάνωσής του και λειτουργίας του. Μ” αυτό τον τρόπο θα μπορέσουν οι μετανάστες να συμπεριληφθούν στη διαδικασία συγκρότησης της ελληνικής εργατικής τάξης (μία διαδικασία η οποία συντελείται διαρκώς).

Αυτός ο προβληματισμός και το σύνολο των απαντήσεων που προκύπτουν, έρχονται συνήθως σε σύγκρουση με την θεωρία της πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Η θεωρία της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, αποτελεί και αυτή μια πρόταση για ένα συγκεκριμένο τρόπο ενσωμάτωσης ή ένταξης των μεταναστών: Ανθρώπινες κοινότητες διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων, μπορούν να συνυπάρξουν, σεβόμενη η μια την άλλη. Η κοινωνία μπορεί να συγκροτηθεί αποτελούμενη από διάφορες και διαφορετικές εθνικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές κτλ. οργανώσεις της «κοινωνίας των πολιτών». Και το ίδιο το εργατικό κίνημα ενδεχομένως θα μπορούσε να συγκροτηθεί με έναν ανάλογο τρόπο.

Το εντυπωσιακό είναι ότι ακόμα κι όταν αυτή η συζήτηση διεξάγεται μέσα στην αριστερά (ακόμα και στην μαρξιστική αριστερά), οι πιο συνηθισμένες έννοιες που χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστεί το πρόβλημα και οι λύσεις του, είναι ο «πολιτισμός», η «κουλτούρα» και άλλες έννοιες με παρόμοιο περιεχόμενο. Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι απουσιάζει παντελώς η έννοια «ιδεολογία». Οι μετανάστες και οι ντόπιοι εργάτες έχουν κουλτούρα ή πολιτισμό, δεν έχουν όμως ιδεολογία. Είναι αυτόματοι τελεστές τελετουργικών συμπεριφορών, αλλά το κεφάλι τους είναι άδειο.

Η σχέση των δύο προσεγγίσεων, περισσότερο από αντιθετική, είναι συμμετρική.

 

Πολυπολιτισμικότητα

Η θεωρία της πολυπολιτισμικότητας υποτίθεται ότι προτείνει μια δημοκρατική αντιμετώπιση των διαφορών και των σχέσεων μεταξύ των πολιτισμών, έχει όμως μια σειρά από σοβαρά προβλήματα.

Το πρώτο είναι, ότι η πολυπολιτισμική θεωρία κάνει ό,τι ακριβώς και ο ρατσισμός: εργαλειοποιεί και ανάγει σε μέθοδο διαμόρφωσης κοινωνικών ταυτοτήτων, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά (κι απ” αυτή την άποψη η πολυπολιτισμική θεωρία αποτελεί έναν ρατσισμό με ανθρώπινο πρόσωπο) και ακόμα χειρότερα: κατασκευάζει πολιτισμικές διαφορές ακόμα και εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτε άλλο από το αντίθετο, δηλαδή πολιτισμική ομοιομορφία.

Το δεύτερο είναι ότι με την αναγωγή του πολιτισμού σε βασικό κριτήριο κοινωνικής οργάνωσης, η πολυπολιτισμική θεωρία υποτιμά το γεγονός ότι η κοινωνική οργάνωση αποτελεί πάντοτε αποτέλεσμα ταξικών συσχετισμών και πεδίο ταξικού ανταγωνισμού. Έτσι, σε μια κοινωνία η οποία αποτελείται από πολιτισμικές κοινότητες που συνυπάρχουν η μία δίπλα στην άλλη, θα πρέπει να υπάρχει «κάποιος» που εγγυάται τη σταθερότητα αυτής της οργάνωσης, κάποιος ο οποίος έχει την εξουσία να επιβάλει κανόνες συνύπαρξης στις διάφορες πολιτισμικές κοινότητες. Θα πρέπει επίσης να τις αναγκάσει να αποβάλουν εκείνα τα πολιτιστικά τους χαρακτηριστικά, που έρχονται σε σύγκρουση με τους κανόνες συνύπαρξης. Θα πρέπει δηλαδή να τους επιβάλει κάποιους άλλους πολιτιστικούς κανόνες συμπεριφοράς. Η εξουσία αυτή παίρνει λοιπόν την μορφή ενός πολιτισμού ανώτερου από τους άλλους πολιτισμούς, ενός πολιτισμού που υποτάσσει άλλους πολιτισμούς. Και αυτός ο πολιτισμός δεν μπορεί να είναι άλλος από τον πολιτισμό της κυρίαρχης τάξης σε κάθε συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό.

Ένα άλλο πρόβλημα της πολυπολιτισμικής θεωρίας είναι ότι παραβλέπει τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις που αναπτύσσονται μέσα σε κάθε επιμέρους πολιτιστική κοινότητα, καθώς και τα στοιχεία που μπορούν να ενοποιούν τμήματα της μιας κοινότητας με τμήματα των άλλων κοινοτήτων. Καθώς για την πολυπολιτισμική θεωρία ο πολιτισμός ανάγεται σε εργαλείο της κοινωνικής οργάνωσης αποτελεί ένα όριο το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν οι φορείς του.

Δεν μπορούμε επίσης να δεχτούμε αβασάνιστα την κεντρική έννοια της πολυπολιτισμικής θεωρίας, δηλαδή τον «πολιτισμό». Γιατί στην πραγματικότητα με δυσκολία θα μπορούσαμε να διακρίνουμε σήμερα αμιγείς πολιτισμούς και ενδεχομένως θα ήταν πιο ορθό να μιλάμε για έναν παγκόσμιο πολιτισμό (κυρίως από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά) ο οποίος συναρθρώνεται με ένα διεθνοποιημένο τρόπο παραγωγής και αποκτά τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά από τις διαφορετικές οικονομικοπολιτικές και ιστορικές συνθήκες στις διάφορες περιοχές του κόσμου. Όμως ακόμα και αυτές οι διαφορές, αντιστοιχούν ή προσομοιάζουν με τις διαφορές που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του κάθε ιδιαίτερου πολιτισμού των μεμονωμένων χωρών ή ενός συνόλου χωρών.

Τέλος, δεν μπορεί να συμβιβάζεται με καμιά προοδευτική τοποθέτηση η αποδοχή των καθυστερημένων και αντιδραστικών χαρακτηριστικών που ενυπάρχουν σε όλα τα πολιτιστικά υποσύνολα.

Παρ” όλ” αυτά όμως θα πρέπει να επιμείνουμε, ότι η διαφωνία με την θεωρία της πολυπολιτισμικότητας, δεν πρέπει να μας οδηγεί στην υποτίμηση μιας σειράς ζητημάτων, τα οποία συνήθως αποδίδουμε με τον όρο πολιτιστικά χαρακτηριστικά ή πολιτιστικά δικαιώματα. Το πρόβλημα της θεωρίας αυτής είναι ότι δεν μας παρέχει ένα επαρκές πλαίσιο κατανόησης και πάλης για αυτά ακριβώς τα δικαιώματα. Εάν το βασικό οργανωτικό μοντέλο για την ένταξη των μεταναστευτικών κοινοτήτων είναι ο πολιτισμός, τότε δεν υπάρχει η δυνατότητα για ένα κοινό αγώνα ανθρώπων διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων, αφού δεν μπορούν να υπάρξουν κοινές κινηματικές δομές και αντιλήψεις. Ή ακόμα χειρότερα, ο αγώνας για πολιτιστικά δικαιώματα, καθώς δεν έχει ένα κοινά αποδεκτό από όλους πολιτιστικό πεδίο για να διεξαχθεί, δεν μπορεί να εκδηλωθεί με καμιά άλλη μορφή, παρά μόνο ως «σύγκρουση των πολιτισμών». Στην πραγματικότητα αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο κατανοούν τους αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και το ρατσισμό οι νεοφιλελεύθεροι διανοούμενοι.

 

Θεωρίες ένταξης και ενσωμάτωσης

Συνήθως η κριτική που γίνεται μέσα στην αριστερά εναντίον της θεωρίας της πολυπολιτισμικότητας, στοχεύει ακριβώς σ” αυτή την αδυναμία. Το πρόβλημα όμως που υπάρχει με αυτή την κριτική ή τις κριτικές, είναι ότι συνήθως μετατοπίζουν απλώς τους όρους μιας προβληματικής προσέγγισης, χωρίς να διαφοροποιούνται από τις βασικές της παραδοχές. Συνήθως μέσα στην αριστερά, η συζήτηση για την ενότητα μεταναστών και ντόπιων εργατών δεν υπερβαίνει το όριο που δημιουργείται με την αβασάνιστη χρήση του όρου «πολιτισμός». Η διαφορά είναι ότι σ” αυτή την περίπτωση, οι μετανάστες θα πρέπει να βοηθηθούν για να ενταχθούν σε ένα πολιτισμό, κοινό με αυτόν των ελλήνων εργατών, προκειμένου να σφυρηλατηθεί η ταξική ενότητα ολόκληρης της εργατικής τάξης. Γιατί (και σ” αυτό ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει;) αν η εργατική τάξη δεν μπορεί να επικοινωνεί μέσα από έναν κοινό πολιτισμικό κώδικα επικοινωνίας, πώς θα μπορέσει να αγωνιστεί ενιαία;

Εάν θέσουμε έτσι το ζήτημα μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιες συμπερασματικές βεβαιότητες, αποφεύγοντας να δούμε τις παγίδες του προβλήματος στις οποίες μοιραία θα πέσουμε. Η άποψη αυτή επί της ουσίας αναπαράγει την αστική αντίληψη, ότι ο πολιτισμός είναι ένα πολιτικά και ταξικά ουδέτερο πεδίο, στο οποίο υπάρχουν αγαθά (πολιτιστικά αγαθά ή πολιτιστικό κεφάλαιο) για όποιους μπορούν να το κατακτήσουν. Αδυνατεί να κατανοήσει, ότι ο πολιτισμός κατασκευάζεται και τα προϊόντα του νοηματοδοτούνται ως πολιτιστικά προϊόντα, στα πλαίσια πάντοτε ενός συγκεκριμένου ταξικού συσχετισμού, τον οποίο αντανακλούν και αναπαράγουν. Για τους εκμεταλλευόμενους, ο πολιτισμός είναι ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί το σύστημα της εκμετάλλευσης. Δύο είναι οι βασικές λειτουργίες του πολιτιστικού πεδίου: η πρώτη λειτουργία του είναι να αποκρύπτει τις ταξικές διαιρέσεις και η δεύτερη να τις αναπαράγει και να τις οργανώνει.

 

Πολιτισμός και κυρίαρχη ιδεολογία

Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λογοτεχνία. Το γιατί ένα γραπτό κείμενο εντάσσεται στο corpus των λογοτεχνικών κειμένων, ενώ ένα άλλο απορρίπτεται, υποτίθεται ότι εξαρτάται από ιδιότητες οι οποίες είναι εγγενείς στο ίδιο το κείμενο και από τις οποίες διαμορφώνονται οι κανόνες αξιολόγησης και ιεράρχησης των λογοτεχνικών κειμένων. Τους κανόνες αυτούς, οι οποίοι υποτίθεται ότι είναι υπεριστορικοί και υπερταξικοί, μπορεί κανείς να τους κατανοήσει μόνο εάν έχει κάποιες ειδικές ικανότητες (είναι έξυπνος, είναι καλλιεργημένος, διαθέτει δημιουργική φαντασία κτλ). Οι εξηγήσει αυτές συγκαλύπτουν μια διαδικασία η οποία είναι συνεχής και εντατική στις σύγχρονες κοινωνίες και με την οποία κάποιοι ειδικοί (οι «οργανικοί διανοούμενοι» όπως τους είχε χαρακτηρίσει ο Γκράμσι) αναλαμβάνουν να προσδιορίζουν και να επαναπροσδιορίζουν τα κριτήρια με τα οποία ένα έργο αξιολογείται ως λογοτεχνικό ενώ ένα άλλο απαξιώνεται. Με τη διαδικασία αυτή επαναξιολογούνται και τα έργα του παρελθόντος και εντάσσονται έτσι στο λογοτεχνικό corpus ή απορρίπτονται. Οι ειδικοί αυτοί, μέσα στα εργαστήριά τους (Πανεπιστήμια, Ακαδημίες, εκδοτικούς οίκους) κρίνουν τα γραπτά κείμενα και συγκροτούν ένα σύστημα ιεράρχησής τους. Έτσι, μ” αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι ένα κείμενο είναι λογοτεχνικό επειδή από μόνο του φέρει μια αξία που το καθιστά λογοτεχνικό. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για φετιχισμό του λογοτεχνικού έργου, κατ” αναλογία με τον «φετιχισμό του εμπορεύματος», μια λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής με την οποία αποκρύπτεται η εκμεταλλευτική διαδικασία παραγωγής των εμπορευμάτων στον καπιταλισμό. Μ” αυτό τον τρόπο το λογοτεχνικό έργο ως σύνολο (όχι μόνο το περιεχόμενό του) γίνεται φορέας μιας αναμφισβήτητης αλήθειας, η οποία αρθρώνεται πάνω από τους ταξικούς διαχωρισμούς για να τους καταστήσει αδιαφανείς.

Θα συνεχίσουμε με το ίδιο παράδειγμα για να κατανοήσουμε τη δεύτερη λειτουργία του πολιτιστικού πεδίου. Τα λογοτεχνικά έργα ταξινομούνται και ιεραρχούνται ως ανώτερα και κατώτερα (μεγάλης ή μικρής αισθητικής αξίας) με βάσει κάποια κριτήρια τα οποία κατασκευάζονται από τους οργανικούς διανοούμενους (πανεπιστημιακούς καθηγητές, κριτικούς της λογοτεχνίας). Όμως ένα λογοτεχνικό έργο είναι τέτοιο, μόνο όταν μπορεί να παρουσιαστεί σε ένα αναγνωστικό κοινό και να αναγνωριστεί ως τέτοιο. Άρα λοιπόν απαραίτητη προϋπόθεση γι” αυτό είναι να αποκτήσει το κοινό την ικανότητα να κατανοεί τα συνεχώς μεταβαλλόμενα λογοτεχνικά κριτήρια, για να μπορεί να καταναλώσει το λογοτεχνικό προϊόν. Φυσικά η ικανότητα αυτή διαμορφώνεται μέσα από τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Στην πραγματικότητα αυτό που γίνεται (όσον αφορά στη λογοτεχνία) είναι να ταυτίζονται οι βαθμίδες της εκπαίδευση με τις βαθμίδες αξιολόγησης και ιεράρχησης των λογοτεχνικών έργων. Αυτοί και αυτές που φτάνουν στις υψηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες αποκτούν και την ικανότητα να κατανοούν και τα υψηλότερα από άποψη αισθητικής λογοτεχνικά δημιουργήματα. Αυτοί και αυτές που μένουν στις κατώτερες βαθμίδες, μπορούν να κατανοήσουν μόνο τα κατώτερα λογοτεχνικά προϊόντα, ή ακόμα και τα γραπτά τα οποία οι ειδικοί έχουν απορρίψει ή τα έχουν χαρακτηρίσει «κακή» λογοτεχνία. Όμως – και δεν χρειάζεται να αναπτύξουμε επιχειρηματολογία γι” αυτό – οι εκπαιδευτικές βαθμίδες δεν ανταποκρίνονται μόνο στις ταξικές βαθμίδες της κοινωνίας, άλλα επιπλέον τις αναπαράγουν. Μέσα από την εκπαίδευση τα άτομα εκπαιδεύονται στους κοινωνικούς ρόλους που θα παίξουν αύριο. Συνήθως τα παιδιά των εργατών μαθαίνουν να γίνονται εργάτες, τα παιδιά των καπιταλιστών μαθαίνουν να γίνονται καπιταλιστές. Κυρίως όμως, παράγεται ένα ολόκληρο στρώμα εκπαιδευμένων ατόμων, ικανά να στελεχώσουν τις διάφορες βαθμίδες της παραγωγικής διαδικασίας. Η υποτιθέμενη εξισωτική και αξιοκρατική λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, μπορεί να συσκοτίζει τον ταξικό ρόλο της εκπαίδευσης, εντούτοις δεν τον καταργεί.

Σύμφωνα με την αστική αντίληψη για τον πολιτισμό, οι πνευματικές ικανότητες των εργατών τους επιτρέπουν να κατανοούν μόνο φτηνές εκδόσεις του περιπτέρου: αστυνομικές και δακρύβρεχτες ιστορίες. Όχι μόνο αδυνατούν να κατανοήσουν/καταναλώσουν τα προϊόντα υψηλής αισθητικής αξίας επειδή είναι κοινωνικά κατώτεροι, αλλά είναι κοινωνικά κατώτεροι επειδή δεν είναι ικανοί να τα κατανοήσουν.

Το πολιτιστικό πεδίο λοιπόν αναπαράγει τις ταξικές διακρίσεις ιδεολογικά και πρακτικά. Έτσι όμως το πολιτιστικό πεδίο καθίσταται το ίδιο ένα πεδίο στο οποίο διεξάγεται η ταξική πάλη, έστω και συγκαλυμμένα. Εάν υπάρχει ένας πολιτισμός, με τον οποίο οι άρχουσες τάξεις οργανώνουν την ιδεολογική (πολιτιστική) τους ηγεμονία και την κυριαρχία τους, υπάρχει και ένας πολιτισμός που παράγεται στις συνθήκες καταπίεσης των υποτελών τάξεων και ο οποίος μπορεί να προσδιορίζεται ταυτόχρονα, από την αποδοχή της καταπίεσης και από την αντίσταση των καταπιεσμένων. Εξάλλου και οι κυρίαρχες πολιτιστικές αξίες καθορίζονται από τον συνεχή επαναπροσδιορισμό των πολιτιστικών κριτηρίων, με τρόπο τέτοιο, ώστε συνεχώς να καθίσταται δυνατό, να ενσωματώνονται στο corpus των υψηλών πολιτιστικών προϊόντων, τα πολιτιστικά προϊόντα που δημιουργούν τμήματα των κατώτερων τάξεων.

 

Η θέση του Λένιν για τον πολιτισμό

Το πρόβλημα του πολιτισμού είχε κεντρική θέση στη συζήτηση μεταξύ των σοσιαλδημοκρατών, στις αρχές του αιώνα, στη διαμάχη τους για το εθνικό ζήτημα. Η σοσιαλδημοκρατία της Αυστροουγγαρίας είχε τοποθετηθεί υπέρ των δικαιωμάτων των εθνοτήτων της αυτοκρατορίας να μπορούν να αναπτύξουν χωρίς εμπόδια τον δικό τους πολιτισμό και να αντισταθούν σε κάθε διαδικασία «αφομοιωτισμού» από τον κυρίαρχο πολιτισμό, στα πλαίσια όμως ενός ενιαίου κρατικού μορφώματος. Ο Λένιν αντιτάχθηκε σ” αυτή την άποψη επιχειρώντας να καταστήσει σαφή την ταξική διάσταση του πολιτισμού και να προτείνει ένα διαφορετικό πλαίσιο σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών εθνοτικών/πολιτιστικών μειονοτήτων. Για τον Λένιν το βασικό δεν ήταν η υπεράσπιση του δικαιώματος της πολιτιστικής αυτονομίας, αλλά το δικαίωμα της πολιτικής ανεξαρτησίας (δηλαδή της απόσχισης). Η βασική επιδίωξη των σοσιαλδημοκρατών, κατά τον Λένιν, θα έπρεπε να ήταν, όχι η αντίσταση στην αφομοίωση, αλλά η διαμόρφωση ενός κοινού – για όλους τους καταπιεσμένους – πολιτιστικού πεδίου, το οποίο θα συντίθεται από εκείνα τα ιδιαίτερα πολιτιστικά στοιχεία, που μπορούν να συμβάλουν στον αγώνα τους για χειραφέτηση και τα οποία είναι κοινά σε όλους τους πολιτισμούς:

«Σε κάθε εθνικό πολιτισμό υπάρχουν, έστω και μη αναπτυγμένα, στοιχεία δημοκρατικού και σοσιαλιστικού πολιτισμού, γιατί σε κάθε έθνος υπάρχει η εργαζόμενη και εκμεταλλευόμενη μάζα, της οποίας οι συνθήκες ζωής γεννούν αναπόφευκτα τη δημοκρατική και τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Σε κάθε έθνος όμως υπάρχει και αστικός πολιτισμός (και στις περισσότερες περιπτώσεις και μαυροεκατονταρχίτικος και κληρικαλικός πολιτισμός) και μάλιστα όχι ως απλά “στοιχεία” του πολιτισμού, αλλά σαν κυρίαρχος πολιτισμός. Γι” αυτό ο “εθνικός πολιτισμός” γενικά είναι πολιτισμός των τσιφλικάδων, των παπάδων, της αστικής τάξης. Τη θεμελιακή αυτή αλήθεια, στοιχειώδη για κάθε μαρξιστή, ο μπουντιστής την άφησε στην πάντα και “μας ξεκούφανε” με τα κούφια λόγια του, δηλαδή στην πράξη, αντί ν” αποκαλύψει και να εξηγήσει στον αναγνώστη το ταξικό βάραθρο, το σκέπασε. Στην πράξη ο μπουντιστής ενήργησε σαν αστός που έχει κάθε συμφέρον να καλλιεργεί την πίστη σ” ένα εξωταξικό εθνικό πολιτισμό.

Διατυπώνοντας το σύνθημα του “διεθνικού πολιτισμού του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος” παίρνουμε από τον κάθε εθνικό πολιτισμό μόνο τα δημοκρατικά και σοσιαλιστικά του στοιχεία, τα παίρνουμε μόνο και αποκλειστικά σαν αντίβαρο στον αστικό πολιτισμό, στον αστικό εθνικισμό κάθε έθνους. Κανένας δημοκράτης και πολύ περισσότερο κανένας μαρξιστής δεν αρνείται την ισοτιμία των γλωσσών ή την ανάγκη να αντιπαλεύει ο καθένας στη μητρική του γλώσσα τη “δική του” αστική τάξη, να προπαγανδίζει σ” αυτή τη γλώσσα τις αντικληρικαλικές ή αντιαστικές ιδέες στο “δικό του” αγρότη και μικροαστό• […]

Το ζήτημα είναι, αν επιτρέπεται στους μαρξιστές να βάζουν άμεσα ή έμμεσα το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού ή πρέπει υποχρεωτικά να προπαγανδίζουν ενάντια σ” αυτό σε όλες τις γλώσσες το σύνθημα του διεθνισμού των εργατών, “προσαρμοζόμενοι” σ” όλες τις τοπικές και εθνικές ιδιομορφίες.

[…] Ο εθνικός πολιτισμός της αστικής τάξης είναι γεγονός […]. Ο επιθετικός αστικός εθνικισμός αποκτηνώνει, αποβλακώνει και διαιρεί τους εργάτες, για να τους σέρνει στο άρμα της αστικής τάξης -αυτό είναι το βασικό γεγονός της σύγχρονης πραγματικότητας.

Όποιος θέλει να υπηρετεί το προλεταριάτο, έχει χρέος να συνενώνει τους εργάτες όλων των εθνών και να παλεύει σταθερά ενάντια στον αστικό εθνικισμό και το “δικό” του και τον ξένο. Όποιος υπερασπίζει το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού, αυτός ανήκει στους εθνικιστές μικροαστούς κι όχι στους μαρξιστές.

Ο εβραϊκός εθνικός πολιτισμός είναι σύνθημα των ραβίνων και των αστών, σύνθημα των εχθρών μας. Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία στον εβραϊκό πολιτισμό και σε όλη την ιστορία των Εβραίων. Από τα 10 1/2 εκατομμύρια των Εβραίων όλου του κόσμου λίγο περισσότεροι από τους μισούς ζουν στη Γαλικία και στη Ρωσία, χώρες καθυστερημένες και μισοβάρβαρες, που τους κρατούν με τη βία σε κατάσταση κάστας. Οι άλλοι μισοί ζουν στον πολιτισμένο κόσμο, όπου δεν υπάρχει διαχωρισμός των Εβραίων σε κάστα. Εκεί εκδηλώθηκαν ξεκάθαρα τα μεγάλα, τα παγκόσμια- προοδευτικά χαρακτηριστικά του εβραϊκού πολιτισμού: ο διεθνισμός του, η συμπάθεια του για τα πρωτοπόρα κινήματα της εποχής (το ποσοστό των Εβραίων που συμμετέχουν στα δημοκρατικά και προλεταριακά κινήματα είναι παντού μεγαλύτερο από το ποσοστό των Εβραίων στο σύνολο του πληθυσμού γενικά).

Όποιος βάζει άμεσα ή έμμεσα το σύνθημα του εβραϊκού “εθνικού πολιτισμού” (όσο αγαθές κι αν είναι οι προθέσεις του), είναι εχθρός του προλεταριάτου, οπαδός του παλιού και του πνεύματος της κάστας μέσα στους Εβραίους, συνεργός των ραβίνων και των αστών. Και αντίθετα οι εβραίοι-μαρξιστές, που συγχωνεύονται μέσα στις διεθνείς μαρξιστικές οργανώσεις με τους Ρώσους, τους Λιθουανούς, τους Ουκρανούς και άλλους εργάτες και συνεισφέρουν (και ρωσικά και εβραϊκά) στη δημιουργία του διεθνούς πολιτισμού του εργατικού κινήματος, οι Εβραίοι αυτοί – σε πείσμα του σεπαρατισμού της Μπουντ – συνεχίζουν τις καλύτερες παραδόσεις των Εβραίων, παλεύοντας ενάντια στο σύνθημα του “εθνικού πολιτισμού”.» (Λένιν, Κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα, Πρόγκρες 1986)

Για το Λένιν η αφομοίωση των πολιτισμών είναι μια αντιδραστική διαδικασία, όταν αποτελεί προσπάθεια της άρχουσας τάξης να εμποδίσει τη χειραφέτηση των εθνοτήτων. Όμως ως τάση του καπιταλισμού έχει και προοδευτικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα πρέπει να εκμεταλλευτούν οι επαναστάτες για να συνενώσουν όλους τους καταπιεσμένους σε μια κοινή χειραφετητική προσπάθεια.

«Ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός γνωρίζει δυο ιστορικές τάσεις στο εθνικό ζήτημα. Η πρώτη: ξύπνημα της εθνικής ζωής και των εθνικών κινημάτων, πάλη ενάντια σε κάθε εθνικό ζυγό, δημιουργία εθνικών κρατών. Η δεύτερη: ανάπτυξη και επιταχυνόμενη σύσφιξη των κάθε λογής σχέσεων ανάμεσα στα έθνη, σπάσιμο των εθνικών φραγμών, δημιουργία της διεθνούς ενότητας του κεφαλαίου, της οικονομικής ζωής γενικά, της πολιτικής, της επιστήμης κ.τ.λ.

Και οι δυο τάσεις αποτελούν παγκόσμιο νόμο του καπιταλισμού. Η πρώτη επικρατεί στην αρχή της ανάπτυξης του, η δεύτερη χαρακτηρίζει τον ώριμο καπιταλισμό, που πάει να μετατραπεί σε σοσιαλιστική κοινωνία. Το πρόγραμμα των μαρξιστών στο εθνικό ζήτημα παίρνει υπόψη και τις δυο αυτές τάσεις, υπερασπίζοντας, πρώτο, την ισοτιμία των εθνών και των γλωσσών, το απαράδεκτο οποιωνδήποτε προνομίων στον τομέα αυτό (καθώς και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, που θα το εξετάσουμε ιδιαίτερα παρακάτω) και, δεύτερο, την αρχή του διεθνισμού και της ανειρήνευτης πάλης ενάντια στη μόλυνση του προλεταριάτου με τον αστικό εθνικισμό, ακόμη και τον πιο ραφιναρισμένο». (Λένιν, ο.π.)

Η προσεκτικές διατυπώσεις, δείχνουν ότι ο Λένιν αναγνώριζε ότι οι δύο αυτές τάσεις μπορούσαν να συνυπάρχουν. Οι παρεμβάσεις του για το εθνικό ζήτημα προσπαθούν να δείξουν κυρίως αυτό. Ότι παρά το γεγονός ότι ο καπιταλισμός έφτασε στο στάδιο του ιμπεριαλισμού οι δύο αυτές τάσεις εξακολουθούν να εκδηλώνονται ταυτόχρονα και γι” αυτό οι επαναστάτες θα έπρεπε να διεξάγουν έναν διπλό αγώνα: υποστηρίζοντας όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα των εθνοτήτων (ακόμα και το δικαίωμά τους να ανεξαρτητοποιηθούν) και παλεύοντας για τη διατήρηση της ταξικής ενότητας των εργατών διαφορετικών εθνοτήτων.

Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την επιχειρηματολογία και τα συμπεράσματα του Λένιν για να σκεφτούμε για το «μεταναστευτικό ζήτημα» (κατ” αναλογία με το «εθνικό ζήτημα»)1.

 

Μετανάστες και πολιτισμός

Σήμερα (σε σχέση με την εποχή που έγραφε ο Λένιν αυτό το άρθρο, το 1913), η δεύτερη τάση που εντοπίζει ο Λένιν έχει προχωρήσει σε αφάνταστα μεγαλύτερο βαθμό. Η ικανότητα να επικοινωνούν οι άνθρωποι μέσα από κοινά αναγνωρίσιμους κώδικες, έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο σημείο, που να αντιστρέφει τη σχέση αιτίας – αποτελέσματος που αναφέρει ο Λένιν. Οι σύγχρονες μεταναστεύσεις δεν οδηγούν μόνο στην διαμόρφωση μιας κοινής πολιτιστικής γλώσσας, αλλά πολύ περισσότερο, συμβαίνουν ακριβώς επειδή υπάρχει η δυνατότητα της πολιτιστικής επικοινωνίας. Εντούτοις, σε κάθε ιδιαίτερο κοινωνικό σχηματισμό μπορεί να αναπτύσσονται ιδιαίτερες πολιτιστικές εκδοχές, οι οποίες συχνά αποτελούν τα στοιχεία της κατασκευής των εθνικών ή και θρησκευτικών «φαντασιακών κοινοτήτων». Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των πολιτισμικών κατασκευών, είναι ότι ενώ αναπτύσσονται με τρόπο σχεδόν απαράλλαχτο σε κάθε χώρα, με ισχυρές επιρροές μεταξύ τους και με μορφές των οποίων οι διαφορές είναι επουσιώδεις, εντυπώνουν στη συνείδηση των φορέων τους, την πεποίθηση της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας: το ελληνικό έθνος είναι διαφορετικό από το τουρκικό έθνος, παρ” όλο που τα κριτήρια που ορίζουν αυτή τη διαφορά είναι εντελώς όμοια. Ένας Τούρκος και ένας Έλληνας θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν μιλώντας για τα έθνη τους, αμφισβητώντας ή συμφωνώντας ο ένας με τα επιχειρήματα του άλλου, χωρίς να χρειάζονται πολιτιστικό λεξικό (στη συζήτησή τους θα μπορούσε να μπει κι ένας Μεξικανός κι ένας Σενεγαλέζος). Αυτός είναι ο πολιτισμός με τον οποίο αναπαράγεται η ιδεολογική ηγεμονία και η κυριαρχία της αστικής τάξης σε βάρος των εργαζόμενων μαζών.

Ταυτόχρονα σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό διαμορφώνονται και πολιτιστικά στοιχεία, ως αποτέλεσμα της καταπίεσης και της αντίστασης στην καταπίεση. Οι ομοιότητες που μπορούμε να εντοπίσουμε μεταξύ των διαφόρων εκδοχών του πολιτισμού με τον οποίο κυριαρχεί η άρχουσα τάξη σε κάθε χώρα, υπάρχουν και μεταξύ των πολιτιστικών στοιχείων που αναπτύσσονται μεταξύ των κυριαρχούμενων και τα οποία αντανακλούν είτε την αποδοχή της αστικής κυριαρχίας, είτε την αμφισβήτησή της, είτε ταυτόχρονα και τα δύο, σε αναλογίες που καθορίζονται από τον ταξικό συσχετισμό. Οι ομοιότητες αυτές μπορεί να προκύπτουν είτε από άμεσες επιρροές, είτε να προκύπτουν μέσα από μία διαδικασία «παράλληλης εξέλιξης» (βιολογικός όρος που περιγράφει τη διαμόρφωση κοινών χαρακτηριστικών δύο διαφορετικών ειδών, τα οποία έχουν βρεθεί κάτω από παρόμοιες συνθήκες). Ένας εργάτης που ζει στο Πακιστάν ή την Ινδία θα μπορούσε να παρακολουθήσει το βράδυ στην τηλεόραση τις ειδήσεις που αναφέρονται στις απεργίες στην Ελλάδα. Θα ακούσει ότι τα συνδικάτα διαφωνούν με την οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης, ότι οι μισθοί και οι συντάξεις περικόπτονται και θα δει ενδεχομένως και κάποιες εικόνες με συγκρούσεις από τις απεργιακές διαδηλώσεις. Κάθε μια από τις λέξεις με τα πλάγια γράμματα έχει την ακριβή της μετάφραση στα Ουρντού, στα Χίντι και τα Μπενγκάλι και δεν θα είναι ξένη στον εργάτη που μιλάει μια απ” αυτές τις γλώσσες, καθώς πολλά και σημαντικά από τα καθημερινά του βιώματα, διαμορφώνονται στα πλαίσια σχέσεων παραγωγής, οι οποίες είναι κοινές (στην ινδική υποήπειρο και στην Ελλάδα) και τους έχουν αναγκάσει αρκετές φορές να αντιδράσουν με τον τρόπο που βλέπουν στην τηλεόραση να αντιδρούν οι έλληνες εργάτες. Ο πολιτιστικός του κόσμος θα διαμορφωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, ακριβώς από αυτά τα στοιχεία, από τα οποία διαμορφώνεται ο ταξικός συσχετισμός σε ολόκληρο το σύγχρονο κόσμο. Ακόμα κι αν είναι φανατικός αναγνώστης του Κορανίου ή των Βεδών, δεν θα δυσκολευτεί να κατανοήσει τα κίνητρα του απεργού τον οποίο βλέπει να δέρνει η αστυνομία και ο οποίος με τη σειρά του δεν αποκλείεται να είναι φανατικός αναγνώστης του Ευαγγελίου. Και το πιθανότερο είναι ότι ο πακιστανός ή ο ινδός εργάτης αυθορμήτως θα ταυτιστεί με τον έλληνα απεργό και όχι με τον αστυνόμο.

Άρα λοιπόν οι δυνατότητες πολιτιστικής επικοινωνίας αναπτύσσονται ταυτόχρονα σε δύο άξονες: Ένα κάθετο, που διαπερνά τις κοινωνικές τάξεις ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού και η λειτουργία του οποίου είναι να υποτάσσει στην αστική πολιτιστική ηγεμονία το σύνολο των πολιτιστικών στοιχείων των κατώτερων τάξεων. Και ένα οριζόντιο, ο οποίος γεφυρώνει τις πολιτιστικές διαφορές που δημιουργεί ο πρώτος.

Από αυτή την άποψη η προοπτική της χειραφέτησης της εργατικής τάξης στην Ελλάδα σήμερα εξαρτάται και από την ικανότητά της να απορρίψει τους κοινούς πολιτιστικούς κώδικες που υπάρχουν ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους εργάτες, δηλαδή να αρνηθεί τον εθνικό πολιτισμό. Και ταυτόχρονα να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός εργατικού πολιτισμού, που θα συντίθεται από τις παραδόσεις χειραφέτησης και από τα πολιτιστικά στοιχείων που συνδέονται μ” αυτές τις παραδόσεις, κοινές μεταξύ των εργατών ολόκληρου του κόσμου. Κυρίως αυτές τις παραδόσεις αντίστασης και αυτά τα πολιτιστικά στοιχεία, φορείς των οποίων είναι οι μετανάστες εργάτες στην Ελλάδα. Η δυνατότητα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα να συγκρουστεί αποτελεσματικά με την αστική της τάξη δεν προϋποθέτει να μετατοπιστούν πολιτιστικά οι μετανάστες εργάτες προς τον ελληνικό πολιτισμό, ό,τι και να σημαίνει αυτός ο όρος, αλλά να μετατοπιστούν οι έλληνες εργάτες προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός ενιαίου πολιτισμού της κοινής αντίστασης και της εργατικής δημοκρατίας, ελλήνων και μεταναστών εργατών• ενός πολιτισμού που θα συμπεριλαμβάνει δηλαδή και στοιχεία των ιδιαίτερων πολιτισμικών παραδόσεων των μεταναστών εργατών.

Θα πρέπει να είναι σαφές, ότι το κρίσιμο βήμα σε αυτή τη διαδικασία πρέπει να γίνει από τους έλληνες εργάτες. Πρώτον, γιατί οι μετανάστες εργάτες βρίσκονται έτσι κι αλλιώς σε μια πολιτιστική μετατόπιση που χαλαρώνει την εξάρτησή τους από τον ηγεμονικό αστικό πολιτισμό της χώρας στην οποία διαπλάστηκαν ως υποκείμενα μιας ιδιαίτερης πολιτιστικής εκδοχής. Δεύτερον, επειδή οι μετανάστες είναι θύματα και μιας πολιτιστικής καταπίεσης, με την οποία συνήθως συναρθρώνεται η οικονομική υπερεκμετάλλευση που υφίστανται. Αντιθέτως, οι έλληνες εργάτες είναι οι φορείς του κυρίαρχου αστικού πολιτισμού τον οποίο η αστική τάξη χρησιμοποιεί για την καταπίεση των μεταναστών.

 

Μετανάστες και θρησκευτική ελευθερία

Βασική λοιπόν προϋπόθεση για την (πολιτική και ιδεολογική/πολιτιστική) ενότητα της εργατικής τάξης, είναι η υπεράσπιση και εκείνων των δικαιωμάτων των μεταναστών, τα οποία εγγράφονται στη σφαίρα του πολιτιστικού. Για παράδειγμα, οι ντόπιοι εργάτες θα πρέπει να αποκτήσουν την ταξική ωριμότητα, ώστε να κατανοούν ότι η υπεράσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας των μουσουλμάνων εργατών στην Ελλάδα, αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την υπέρβαση των θρησκευτικών διακρίσεων μεταξύ της εργατικής τάξης. Το ζήτημα της θρησκείας είναι πολύ σημαντικό, όχι όμως επειδή αποτελεί παντού και πάντοτε ένα σημαντικό πολιτιστικό στοιχείο των μεταναστευτικών κοινοτήτων, αλλά για έναν τελείως διαφορετικό λόγο: επειδή συνήθως οι ιδεολογικοί μηχανισμοί των δυτικών χριστιανικών κοινωνιών κατασκευάζουν και χρησιμοποιούν το θρησκευτικό στοιχείο της διαφοράς, όταν αντιμετωπίζουν μετανάστες προερχόμενους από μουσουλμανικές χώρες.

Το κράτος με τους μηχανισμούς του επιχειρεί να εντάξει τους μετανάστες στην παραγωγική διαδικασία, μετατοπίζοντας προς όφελος του κεφαλαίου τον ταξικό συσχετισμό μεταξύ εργάτη και κεφαλαιοκράτη, χωρίς όμως αυτή η μετατόπιση να γίνεται αντιληπτή από το σύνολο της εργατικής τάξης, ή ακόμα και στην περίπτωση που γίνεται αντιληπτή, να μπορεί να δικαιολογηθεί με κάποια στοιχεία, τα οποία συνθέτουν μια διαφορά στη βάση της οποίας να μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογική η μεγαλύτερη εκμετάλλευση των μεταναστών εργατών. Το στοιχείο της θρησκείας, όταν οι αντικειμενικές συνθήκες το επιτρέπουν (κυρίαρχη θρησκεία στις χώρες καταγωγής), μπορεί να εξελιχθεί στο πιο χρήσιμο ιδεολογικό και πολιτικό εργαλείο οργάνωσης της καταπίεσης των μεταναστών αλλά και συγκάλυψης/δικαιολόγησης αυτής της καταπίεσης απέναντι στην ντόπια εργατική τάξη. Η παρατήρηση αυτή γίνεται επειδή ακόμα και μεταξύ προοδευτικών ανθρώπων, επικρατούν αντιλήψεις που θεωρούν τους μετανάστες που προέρχονται από μουσουλμανικές χώρες, θρησκόληπτους, πολιτικά καθυστερημένους και αντιδραστικούς, ενώ στην πραγματικότητα όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν τα στοιχεία των δυτικών αρχουσών τάξεων και των δυτικών κρατών, τα οποία αποκρύπτονται από τα μάτια των προοδευτικών, με το να εμφανίζονται ως τα βασικά χαρακτηριστικά των μουσουλμανικών μεταναστευτικών κοινοτήτων. Με αυτό τον τρόπο, ακόμα και κράτη όπως η Ελλάδα (ακραία περίπτωση ευρωπαϊκού κράτους, στο οποίο η παρέμβαση της εκκλησίας γίνεται με τρόπο απροκάλυπτο σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό) μπορούν να εμφανίζονται ως φορείς δημοκρατικών και ανεξίθρησκων αξιών, τις οποίες προσπαθούν να διαφυλάξουν από τους μουσουλμάνους που υποτίθεται ότι τις αρνούνται. Έτσι λοιπόν η θρησκευτική καταπίεση των μουσουλμάνων εργατών, η οποία συναρθρώνεται με την οικονομική τους εκμετάλλευση, αλλά και ταυτόχρονα εγγυάται την διατήρηση του χριστιανικού χαρακτήρα του ελληνικού κράτους (και το ίδιο συμβαίνει και με το γαλλικό κράτος, ή το γερμανικό, ή το σουηδικό κτλ), εμφανίζεται ως προσπάθεια διαφύλαξης της θρησκευτικής ελευθερίας. Και αντιστρόφως: το αίτημα των μουσουλμάνων για θρησκευτική ελευθερία, μπορεί να εμφανίζεται ως «ισλαμικός φονταμενταλισμός» και έτσι να απορρίπτεται.

Η εργατική τάξη και οι οργανώσεις της θα πρέπει να κατανοήσουν ότι εάν οι μουσουλμάνοι μετανάστες δεν έχουν τις ίδιες θρησκευτικές ελευθερίες με τους χριστιανούς εργάτες (και κυρίως τους πιστούς της ορθοδοξίας, της πιο ευνοημένης από το ελληνικό κράτος θρησκείας) τότε κάθε έκκληση για ταξική ενότητα και για υπέρβαση των θρησκευτικών διαφορών, θα είναι απλώς υποκρισία και έτσι θα την αντιλαμβάνονται οι μουσουλμάνοι μετανάστες• κάθε άρνηση υπεράσπισης των θρησκευτικών δικαιωμάτων «αλλό»θρησκων εργατών, τη στιγμή που οι ορθόδοξοι εργάτες έχουν απόλυτη θρησκευτική ελευθερία, θα είναι μία υπηρεσία που θα προσφέρει η «ελληνική» εργατική τάξη στα «δικά της» αφεντικά, ακόμα και όταν θα συνοδεύεται από μία υποκριτική καταδίκη «όλων των θρησκειών».

 

Το πρόβλημα της γλώσσας

Πολύ πιο κρίσιμο είναι το ζήτημα της γλώσσας. Η ενότητα της εργατικής τάξης προϋποθέτει την ικανότητα των εργατών να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους χωρίς το εμπόδιο της (διαφορετικής) γλώσσας. Ως εκ τούτου, η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας για μετανάστες (δωρεάν και για όλους) θα έπρεπε να αποτελεί μια βασική υπηρεσία των οργανώσεων της εργατικής τάξης και μία βασική απαίτηση από το κράτος. Ωστόσο το ζήτημα της γλώσσας είναι πιο περίπλοκο. Συνήθως όταν επιχειρούμε να σκεφτούμε το πρόβλημα των γλωσσικών διαφορών, σκεφτόμαστε με βάση ένα συγκεκριμένο μοντέλο (το μοντέλο: οι ξένοι μαθαίνουν ελληνικά), σαν αυτό να είναι το μόνο δυνατό και κυρίως σαν να είναι ταξικά και πολιτικά ουδέτερο.

Η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα σύνολο από κώδικες επικοινωνίας οι οποίοι εύκολα θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με άλλους. Η γλώσσα κατέχει μια κεντρική θέση σε κάθε διαδικασία συγκρότησης ιδεολογικών συστημάτων και γι” αυτό και το γλωσσικό πρόβλημα αποτελεί μία από τις βασικές παραμέτρους σε όλες σχεδόν τις διαδικασίες διαμόρφωσης συλλογικών εθνικών ταυτοτήτων (ας σκεφτούμε, για παράδειγμα τη σημασία του «γλωσσικού ζητήματος», το οποίο αποτέλεσε πεδίο σφοδρών αντιπαραθέσεων στην Ελλάδα, για περισσότερο από εκατό χρόνια). Η γλώσσα είναι λοιπόν και ένα πεδίο στο οποίο αποτυπώνεται και αναπαράγεται μια κυριαρχία και ταυτόχρονα μπορεί να είναι και το πεδίο αμφισβήτησης αυτής της κυριαρχίας.

Η κυρίαρχη σε ένα κοινωνικό σχηματισμό γλώσσα, είναι η γλώσσα της άρχουσας τάξης• όχι απαραιτήτως η γλώσσα που μιλάνε τα μέλη της άρχουσας τάξης, αλλά η γλώσσα την οποία «μιλάει» το κράτος της άρχουσας τάξης (επίσημα κείμενα, διαταγές, εκπαίδευση, λόγοι που εκφωνούνται κτλ.), δηλαδή η γλώσσα στην οποία και με την οποία η άρχουσα τάξη οργανώνει την κυριαρχία της. Η κυρίαρχη γλώσσα δεν είναι λοιπόν ένα αθώο σύστημα επικοινωνίας, αλλά ένα σύστημα που οργανώνει την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων στα πλαίσια των κοινωνικών ιεραρχήσεων. Η κυρίαρχη γλώσσα βάζει το κάθε άτομο που την μιλάει στη «θέση του». Γι” αυτό και ο βαθμός γνώσης της κυρίαρχης γλώσσας συνδέεται με τις δυνατότητες αναρρίχησης στην κοινωνική ιεραρχία ή αντιστοιχεί στην κοινωνική βαθμίδα που κατέχει κάποιος. Αντιστρόφως, η ελλιπής γνώση της κυρίαρχης γλώσσας αποτελεί μία από τις διαδικασίες στέρησης της δυνατότητας κοινωνικής ανόδου. Έτσι λοιπόν, η γλώσσα λειτουργεί όχι μόνο ως ένα μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται ή δεν επιτυγχάνεται η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, αλλά και ως ένας τόπος στον οποίο μπορεί να εκφραστεί η επιθυμία για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και η ματαίωση αυτής της επιθυμίας. Κατά συνέπεια λοιπόν, οι μετανάστες (δηλαδή εκείνο το τμήμα της κοινωνίας του οποίου οι γνώσεις της κυρίαρχης γλώσσας βρίσκονται στο χειρότερο/χαμηλότερο επίπεδο), είναι καταδικασμένοι να παραμένουν και στο χειρότερο/χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης. Είναι όχι μόνο εκτός κοινωνίας, αλλά και εκτός γλώσσας.

Ταυτόχρονα ή εξαιτίας αυτής της κοινωνικής υποβάθμισης των μεταναστών επειδή «δεν ξέρουν» τη γλώσσα, αναπτύσσεται και μια άλλη μέθοδος καταπίεσης και πάλι σε σχέση με τη γλώσσα, αλλά με αντίθετη αυτή τη φορά ροπή. Σ” αυτή την περίπτωση, απαιτείται από τον μετανάστη, όχι μόνο να μιλάει την ελληνική γλώσσα για να γίνει αποδεκτός, αλλά και να μην μιλάει ή ακόμα και να ξεχάσει την δική του γλώσσα. Η πιο συνηθισμένη εκδήλωση αυτής της μορφής βίας, είναι η αλλαγή των ονομάτων των μεταναστών, για να μπορούν υποτίθεται να τα προφέρουν πιο εύκολα οι Έλληνες εργοδότες. Πχ. ο Μουχάμαντ «γίνεται» Γιάννης. Αυτή η αλλαγή των ονομάτων, όσο βίαιη κι αν είναι (καθώς στερεί από τον μετανάστη ένα βασικό χαρακτηριστικό της υποκειμενικότητάς του, το όνομά του), έχει ταυτόχρονα και μια διάσταση εμπαιγμού και χλευασμού. Υπενθυμίζει στον μετανάστη, ότι είναι αναγκασμένος να στερηθεί την δική του γλώσσα, χωρίς να αποκτήσει ποτέ την ικανότητα και χωρίς να του αναγνωριστεί ποτέ το δικαίωμα πρόσβασης στην κυρίαρχη γλώσσα. Ο Μουχάμαντ μπορεί να αποκαλείται Γιάννης, δεν είναι όμως Γιάννης.

Η κυρίαρχη γλώσσα συνιστά λοιπόν ένα κανονιστικό γλωσσικό μοντέλο, το οποίο οι φορείς του καλούνται να διαφυλάξουν από κάθε «αλλοίωση». Οι κίνδυνοι «αλλοίωσης» της γλώσσας προέρχονται από διάφορες κατευθύνσεις. Μπορεί να είναι η νεολαία, η οποία μαστίζεται από «λεξιπενία», «παραποιεί» και «εκχυδαΐζει» την ελληνική γλώσσα και χρησιμοποιεί αγγλικές λέξεις στο λεξιλόγιό της, μπορεί να είναι διάφορες «περιθωριακές» ομάδες, που χρησιμοποιούν μεταξύ τους μία ιδιαίτερη, μη αποδεκτή εκδοχή της ελληνικής γλώσσας, αλλά είναι σίγουρα και οι μετανάστες, οι οποίοι απειλούν να γενικεύσουν το λάθος τρόπο ομιλίας των ελληνικών και να μεταφέρουν εντός της ελληνικής γλώσσας λέξεις των δικών τους γλωσσών.

Αυτός ο φόβος της «αλλοίωσης» ή της «παρακμής» της ελληνικής γλώσσας αποτελεί την αντανάκλαση του φόβου της κοινωνικής αλλαγής. Όπως αναφέρει η Άννα Φραγγουδάκη στο βιβλίο της Γλώσσα και ιδεολογία:

«Ο μύθος αυτός [σύμφωνα με τον οποίο «υπάρχει ένα είδος σταδιακής πορείας της ανθρωπότητας προς τη γλωσσική καθαρότητα»] έχει εμφανιστεί πολλές φορές στην ιστορία, με στόχο συχνά αόρατο ακόμα και ασυνείδητο την υπεράσπιση των προνομίων που κατέχουν ορισμένες κοινωνικές ομάδες και τα οποία απειλούν κοινωνικές αλλαγές που εκφράζονται σε γλωσσικές αλλαγές» Φραγγουδάκη Άννα, Γλώσσα και Ιδεολογία. Κοινωνιολογική προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας, εκδόσεις Οδυσσέας 1987, σελ. 32).

Οι «αλλοιώσεις» της γλώσσας, αποτελούν πραγματικές ή εν δυνάμει αμφισβητήσεις του συστήματος κυριαρχίας που εκφράζεται και αναπαράγεται μέσα από τη γλώσσα. Και αντιστρόφως: η υπεράσπιση της γλωσσικής καθαρότητας, αποτελεί ταυτόχρονα και μία υπεράσπιση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.

Γι” αυτό και η αριστερά θα πρέπει να απορρίψει τα κανονιστικά γλωσσικά μοντέλα με την ίδια ένταση με την οποία (θα πρέπει να) απορρίπτεται κάθε κανονιστικό μοντέλο. Ταξική ενότητα δεν σημαίνει γλωσσική ομοιομορφία και εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε τα παραδείγματα της γλωσσικής ποικιλομορφίας των εφημερίδων, των περιοδικών και των προκηρύξεων των Μπολσεβίκων, των IWW ή της Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης – εργατικές οργανώσεις που συνδέθηκαν με κορυφαίες στιγμές εργατικής ενότητας. Η γνώση της κυρίαρχης γλώσσας αποτελεί ένα βασικό βήμα για την ικανότητα των μεταναστών να κατανοούν την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας στην οποία βρίσκονται. Όμως αυτό δεν συνεπάγεται, ούτε ότι πρέπει να πάψουν να μιλάνε τη δική τους γλώσσα, ούτε ότι η επικοινωνία της εργατικής τάξης πρέπει να γίνεται αποκλειστικά και μόνο σε μία γλώσσα (και μάλιστα στην κυρίαρχη γλώσσα – στην ελληνική στη συγκεκριμένη περίπτωση). Η επικοινωνία με την οποία θα μπορέσει να επιτευχθεί η ταξική ενότητα μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της εργατικής τάξης, δεν αποτελεί μόνο μία αυθόρμητη διαδικασία που συντελείται μεταξύ ατόμων. Είναι κυρίως μία πολιτική διαδικασία, που πραγματοποιείται και επιτυγχάνεται μέσα από την παραγωγή γραπτού και προφορικού λόγου, με ομιλίες, εφημερίδες, προκηρύξεις ή ακόμα και με το διαδίκτυο. Το πεδίο στο οποίο παράγονται αυτοί οι λόγοι, είναι οι πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις της εργατικής τάξης και οι συλλογικές της διαδικασίες (πχ. οι γενικές συνελεύσεις). Γι” αυτό και θα έπρεπε, τα έντυπα και οι προκηρύξεις που βγάζουν τα κόμματα της εργατικής τάξης και τα συνδικάτα, να είναι πολύγλωσσα, γραμμένα και στις γλώσσες που μιλάνε οι περισσότεροι μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα. Φυσικά και θα πρέπει να απαιτούμε σχολεία δωρεάν εκμάθησης ελληνικών για μετανάστες και ελεύθερη πρόσβαση όλων των παιδιών των μεταναστών στην εκπαίδευση, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να απαιτούμε να μπορούν τα παιδιά των μεταναστών να διδάσκονται σε όλες τις βαθμίδες τις εκπαίδευσης στη γλώσσα των γονιών τους.

Δηλαδή θα πρέπει να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε τις δυνατότητες της γλωσσικής επικοινωνίας με έναν όσο γίνεται πιο δημοκρατικό τρόπο, απαλλαγμένο από κάθε καταπίεση.

 

Η θέση του Λένιν για τη γλώσσα

Ο Λένιν προβληματίστηκε πάνω σ” αυτό το ζήτημα και προσπάθησε να σκεφτεί ρεαλιστικά εναλλακτικά μοντέλα γλωσσικής επικοινωνίας. Αποκήρυξε ως αντιδραστική και σοβινιστική την άποψη ότι «σ” ένα τόσο τεράστιο κράτος, όπως η Ρωσία, πρέπει να υπάρχει μια και μόνη παγκρατική γλώσσα και ότι τέτια γλώσσα… μπορεί να είναι μόνο η ρωσική» (Λένιν, ο.π.). Κατά την άποψή του, για την επιτυχία της πορείας εκδημοκρατισμού της Ρωσίας απαραίτητη προϋπόθεση ήταν, όχι να κυριαρχήσει η ρωσική γλώσσα (δηλαδή η γλώσσα της κυρίαρχης εθνότητας, όπως υποστήριζαν οι φιλελεύθεροι), αλλά να μπει «τέρμα στα κάθε λογής προνόμια όσο το δυνατό πιο γρήγορα, όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένα, όσο το δυνατό πιο αποφασιστικά» (Λένιν, ο.π.). Έτσι οι διάφοροι πληθυσμοί της χώρας θα μπορούσαν όχι μόνο να επιλέξουν ελεύθερα, ανάλογα με τις οικονομικές και πολιτικές αναγκαιότητες, την κοινή γλώσσα που θα χρησιμοποιούσαν, αλλά θα μπορούσαν να επικοινωνούν μεταξύ τους μιλώντας και κατανοώντας ο ένας τη γλώσσα του άλλου:

«Αν καταργηθούν τα διάφορα προνόμια, αν σταματήσει η επιβολή της μιας γλώσσας, τότε όλοι οι Σλάβοι θα μάθουν εύκολα και γρήγορα να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο και δε θα τους τρομάζει η “φοβερή” σκέψη ότι στην κοινή Βουλή θα εκφωνούνται λόγοι σε διαφορετικές γλώσσες. Και οι ανάγκες των οικονομικών συναλλαγών θα καθορίσουν μόνες τους τη γλώσσα της δοσμένης χώρας, γλώσσα που συμφέρει να την ξέρει η πλειοψηφία προς όφελος των εμπορικών σχέσεων. Και ο καθορισμός αυτός θα γίνει με τόσο μεγαλύτερη σταθερότητα, όσο πιο εθελοντικά θα τον δεχτεί ο πληθυσμός των διαφόρων εθνών, θα πραγματοποιηθεί τόσο πιο γρήγορα και πλατιά, όσο πιο συνεπής θα είναι ο δημοκρατισμός και όσο πιο γρήγορη θα είναι, χάρη στο γεγονός αυτό, η ανάπτυξη του καπιταλισμού». (Λένιν, ο.π.)

Το μοντέλο που προτείνει ο Λένιν επιχειρεί να ενσωματώσει και να επιλύσει μία αντίφαση που προκύπτει από την ύπαρξη δύο διαφορετικών τάσεων στην εξέλιξη της οργάνωσης της γλώσσας στο εσωτερικό μιας χώρας: την τάση που σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται από την καπιταλιστική ανάπτυξη, η οποία καθιστά αναγκαία την ύπαρξη μιας ενιαίας γλώσσας, στην οποία να πραγματοποιούνται οι εμπορικές συναλλαγές• και την τάση της κάθε εθνοτικής-γλωσσικής κοινότητας, να διατηρήσει την δική της γλώσσα, σαν άμυνα ενάντια στην εθνικιστική καταπίεση που υφίσταται από την αστική τάξη και το κράτος της κυρίαρχης εθνότητας. Εδώ θα πρέπει παρεκβατικά να επισημανθεί, ότι ο Λένιν στις αναλύσεις του για το εθνικό ζήτημα αποφεύγει συστηματικά κάθε αναγωγή του πολιτικού στο οικονομικό και κάθε γραμμική συσχέτισή τους. Για παράδειγμα, επιμένει στο ζήτημα, ότι οι μαρξιστές δεν πρέπει να συγχέουν την πολιτική με την οικονομική εξάρτηση μιας χώρας, μια διάκριση στην οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό η άποψή του για το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεσή τους. Στο ζήτημα της γλώσσας αναγνωρίζει ότι οι αναγκαιότητες της καπιταλιστικής ανάπτυξης επιβάλουν μια ενιαία γλώσσα σε ολόκληρη την επικράτεια, εντούτοις όμως προσπαθεί να αφαιρέσει από αυτές τις αναγκαιότητες το στοιχείο του πολιτικού εξαναγκασμού. «Το πρόγραμμα της εργατικής δημοκρατίας στο εθνικό ζήτημα [πρέπει να] είναι: κανένα απολύτως προνόμιο σε κανένα έθνος και για καμιά γλώσσα» (Λένιν, ο.π.). Οι λαοί θα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα – δηλαδή σε συνθήκες δημοκρατίας – ποια γλώσσα θα χρησιμοποιηθεί ως η κοινή γλώσσα των οικονομικών συναλλαγών. Όμως στο πολιτικό επίπεδο θα πρέπει η κάθε εθνική/γλωσσική μειονότητα να έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την δική της γλώσσα, όχι μόνο στις εσωτερικές της υποθέσεις, αλλά και στις πολιτικές της σχέσεις με το κράτος και με τις άλλες εθνικές/γλωσσικές μειονότητες. Ο Λένιν αναφέρει το παράδειγμα της Ελβετίας, για να αποδείξει ότι μια τέτοια δημοκρατική ρύθμιση του προβλήματος της ύπαρξης διαφορετικών γλωσσών, μπορεί να επιλυθεί ακόμα και σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας:

«Η μικρή Ελβετία δε χάνει, αλλά κερδίζει από το γεγονός ότι δεν έχει μια παγκρατική γλώσσα έχει ούτε λίγο ούτε πολύ τρεις: τη γερμανική, τη γαλλική και την ιταλική. Στην Ελβετία τα 70% του πληθυσμού είναι Γερμανοί (στη Ρωσία τα 43% είναι Μεγαλορώσοι), τα 22% Γάλλοι (στη Ρωσία τα 17% Ουκρανοί), τα 7% Ιταλοί (στη Ρωσία τα 6% Πολωνοί και τα 41/2% Λευκορώσοι). Αν οι Ιταλοί της Ελβετίας μιλούν συχνά γαλλικά στην κοινή Βουλή, αυτό δεν το κάνουν κάτω από το βούρδουλα κάποιου βάρβαρου αστυνομικού νόμου (τέτιος νόμος στην Ελβετία δεν υπάρχει), αλλά, απλούστατα, επειδή οι πολιτισμένοι πολίτες ενός δημοκρατικού κράτους προτιμούν οι ίδιοι να μιλούν μια γλώσσα κατανοητή από την πλειονότητα. Η γαλλική γλώσσα δεν προκαλεί μίσος στους Ιταλούς, επειδή είναι γλώσσα ενός ελεύθερου, πολιτισμένου έθνους, γλώσσα που δεν την επιβάλλουν με αποτροπιαστικά αστυνομικά μέτρα» (Λένιν, ο.π.).

[…]

«Στην Ελβετία υπάρχουν τρεις κρατικές γλώσσες, τα νομοσχέδια όμως όταν υποβάλλονται σε δημοψήφισμα, δημοσιεύονται σε πέντε γλώσσες, δηλαδή εκτός από τις τρεις κρατικές και σε δυο “ρωμανικές” διαλέκτους. Τις δυο αυτές διαλέκτους σύμφωνα με την απογραφή του 1900 τις μιλούν στην Ελβετία 38.651 κάτοικοι σε σύνολο 3.315.443, δηλαδή λίγο περισσότερο από τον ένα στους εκατό. Στο στρατό στους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς “παραχωρείται η πιο πλατιά ελευθερία να απευθύνονται στους στρατιώτες στη μητρική τους γλώσσα”. Στα καντόνια Γκραουμπιούντεν και Βάλις (το καθένα έχει λίγο περισσότερο από εκατό χιλιάδες κατοίκους) και οι δυο διάλεκτοι είναι απόλυτα ισότιμες» (Λένιν, ο.π.).

Ο Λένιν φυσικά δεν πίστευε, ότι οι ευρωπαϊκές αστικές δημοκρατίες είναι περισσότερο δημοκρατικές από το ρωσικό απολυταρχικό κράτος, απέναντι στις εθνικές μειονότητες. Γνωρίζει ότι η Ελβετία αποτελεί μια θετική εξαίρεση την οποία το εργατικό κίνημα πρέπει να χρησιμοποιήσει για να διαμορφώσει ένα δικό του μοντέλο δημοκρατικής διαχείρισης των εθνικών ζητημάτων, ένα πρόγραμμα με βάση το οποίο θα έπρεπε να αγωνιστεί για να υπάρξει ένα δημοκρατικό σύνταγμα (μετά την ανατροπή του απολυταρχικού κράτους) που θα προστατεύει τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων:

«Στο μεταξύ, αν υπήρχε στο σύνταγμα του κράτους ένας βασικός νόμος, σύμφωνα με τον οποίο θα θεωρούνταν άκυρο κάθε μέτρο που παραβιάζει τα δικαιώματα της μειονότητας, τότε ο κάθε πολίτης θα μπορούσε να ζητήσει την ακύρωση μιας εντολής, που δε θα επέτρεπε, λογουχάρη, να προσλαμβάνονται με έξοδα του κράτους ιδιαίτεροι δάσκαλοι της εβραϊκής γλώσσας, της εβραϊκής ιστορίας κ.τ.λ. ή να παραχωρείται ένα κρατικό κτίριο για να γίνονται μαθήματα στα παιδιά των Εβραίων, των Αρμένηδων, των Ρουμάνων, ακόμη και σε ένα μόνο παιδί Γεωργιανού. Πάντως, δεν είναι καθόλου αδύνατο να ικανοποιηθούν όλες οι λογικές και δίκαιες επιθυμίες των εθνικών μειονοτήτων με βάση την αρχή της ισοτιμίας και κανείς δε θα πει ότι η προπαγάνδα της ισοτιμίας είναι επιζήμια» (Λένιν, ο.π.).

 

Συμπερασματικά

Μια κλασσική πια αλλά αναποτελεσματική αντιρατσιστική γραμμή άμυνας, ήταν ότι ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα δεν κινδυνεύουν από τους μετανάστες. Απέναντι στα επιχειρήματα και τις επιθέσεις των ρατσιστών που υποστηρίζουν ότι η παρουσία αλλόγλωσσων και αλλόθρησκων πληθυσμών θα επιφέρει αλλαγές στον πολιτιστικό και γλωσσικό χάρτη της ελληνικής επικράτειας, οι αντιρατσιστές προσπαθούσαν να πείσουν, ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η παρουσία των μεταναστών είναι σχεδόν… άυλη• ότι δεν θα έχει καμιά συνέπεια και ότι, όχι μόνο δεν μπορούν να προκαλέσουν καμιά αλλαγή, αλλά ακόμα κι αν κάποιοι αλλάξουν, αυτοί θα είναι οι μετανάστες, οι οποίοι θα γίνουν έλληνες, καθώς θα «μετέχουν» της ελληνικής παιδείας. Αυτό το αντιρατσιστικό επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε τόσο από τους οπαδούς της πολυπολιτισμικότητας, όσο και από τους αντιρατσιστές αντιπάλους της. Στην πραγματικότητα και οι δύο συμφωνούν ότι η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός δεν πρέπει να «αλλοιωθούν».

Ίσως να έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να αναγνωρίσουμε ότι η ρατσιστική κινδυνολογία για τη γλώσσα και τον πολιτισμό έχει μεγάλη δόση αλήθειας και ότι γι” αυτό ακριβώς αποτελεί μία δυνατή υπεράσπιση των μεταναστών. Η παρουσία των μεταναστών εργατών δημιουργεί μία σοβαρή πίεση προς την «ελληνική» εργατική τάξη, για να μετακινηθεί και ενδεχομένως να αμφισβητήσει τα πολιτιστικά και γλωσσικά κανονιστικά μοντέλα, με τα οποία είναι συνυφασμένη η εκμετάλλευση και η καταπίεση που βιώνει και η ίδια. Μέχρι στιγμής, οι συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις και ομαδοποιήσεις της εργατικής τάξης, ή αυτές που αναφέρονται στην εργατική τάξη, αποδείχτηκαν ανίκανες να αξιοποιήσουν δημιουργικά αυτή την πίεση και να συμβάλουν ιδεολογικά και πολιτικά στην ανάδειξη μιας ταξικής εργατικής ταυτότητας, η οποία θα κυριαρχεί, εμπεριέχοντας και προστατεύοντας τις ιδιαίτερες πολιτιστικές, θρησκευτικές και γλωσσικές ταυτότητες. Όμως η παρουσία των μεταναστών έχει θέσει το ερώτημα, όσο και αν η απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να δοθεί μόνο από τους μετανάστες. Από την απάντηση όμως που θα δοθεί, θα εξαρτηθεί η δυνατότητα χειραφέτησης ολόκληρης της εργατικής τάξης στην Ελλάδα.

Αν η απάντηση που θα δοθεί, θα αντιλαμβάνεται την εργατική τάξη ως τον γνήσιο φορέα των ελληνικών πολιτιστικών αξιών, τις οποίες θα πρέπει να αποδεχτούν και οι μετανάστες, τότε σε αυτή την περίπτωση η ήττα της εργατικής τάξης είναι δεδομένη, γιατί δεν θα έχει καταφέρει να αναπτύξει την ικανότητά της να αντιλαμβάνεται την κοινωνική πραγματικότητα με ερμηνευτικά εργαλεία διαφορετικά από αυτά που της επιβάλει η αστική τάξη.

Εάν αντίθετα οι έλληνες εργάτες υποστηρίξουν τα δικαιώματα όλων των εθνικών τμημάτων της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, τότε θα μπορέσουν να ξεκολλήσουν από το βούρκο του ελληνικού πολιτισμού και των ελληνικών παραδόσεων, για να οικοδομήσουν έναν εργατικό πολιτισμό της αλληλεγγύης και της αντίστασης, ο οποίος θα ενσωματώνει και θα συνθέτει τα καλύτερα στοιχεία του παγκόσμιου πολιτισμού στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης της τάξης των εργατών.

Κώστας Κούσιαντας

1. Για το θέμα που διαπραγματεύομαι θεωρώ ότι δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική διαφορά μεταξύ της κατάστασης του μετανάστη και της κατάστασης του μειονοτικού.

Share

Category: Εσωτερικά



Αφήστε μήνυμα