Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Οι «indignados» και το Σύνταγμα ως η φάρσα της πλατείας Ταχρίρ



Μετά την επιτυχία των εξεγέρσεων στην Τυνησία και την Αίγυπτο να ανατρέψουν τα δικτατορικά καθεστώτα, ξεκίνησε στα καθ’ ημάς μία ολόκληρη συζήτηση για τη μεταφορά του παραδείγματος της πλατείας Ταχρίρ του Καϊρου στην ελληνική πολιτική πρακτική. Υπήρξαν μάλιστα και  εκκλήσεις από μεριά πολιτικών δυνάμεων και προσώπων, όπως ο Αλέκος Αλαβάνος, να μετατραπεί η πλατεία Συντάγματος σε πλατεία Ταχρίρ, με τον κόσμο να παραμένει εκεί και μετά το τέλος της πορείας που συνόδευσε τη γενική απεργία της 15ης του Φλεβάρη. Όπως έδειξε η εμπειρία όμως οι εκκλήσεις έπεσαν στο κενό και αντί να μετατραπεί το Σύνταγμα σε Ταχρίρ μάλλον συνέβη το αντίθετο.

Ωστόσο, μετά την έναρξη του κινήματος της Puerta del Sol στη Μαδρίτη, που επικαλείται ως έμπνευση τις αραβικές εξεγέρσεις και ειδικότερα το παράδειγμα των ειρηνικών μαζικών συγκεντρώσεων στην πλατεία Ταχρίρ, η συζήτηση αναζωπυρώθηκε και εδώ, ενώ είχαμε και την πρώτη προσπάθεια χθες να μιμηθεί το παράδειγμα της Ισπανίας, με την οργάνωση συγκεντρώσεων σε μία σειρά πόλεις της επικράτειας. Η προσπάθεια αυτή εμφανίζει μία σειρά θιασώτες και οπαδούς, από το Σκάι και το Βήμα, μέχρι τμήματα της αριστερά και της αναρχίας.

Σε τι συνίσταται όμως το παράδειγμα της πλατείας Ταχρίρ που τείνει να μετατραπεί σε ιδεότυπο επιτυχημένης πολιτικής δράσης από ποικίλες μερίδες του εγχώριου πολιτικού φάσματος; Τι νοήματα επιχειρείται να προσκολληθούν στο όνομα »Ταχρίρ» ώστε να αξιοποιηθεί στον εγχώριο πολιτικό ανταγωνισμό; Αυτό που πρώτα και κύρια μεταφέρεται στην Ελλάδα από την εμπειρία της πλατείας του Καΐρου είναι ο υποτιθέμενος ειρηνικός- μη βίαιος χαρακτήρας των συγκεντρώσεων εκεί. Επίσης ο κατά κόρον αδιαμεσολάβητος από πολιτικά κόμματα τρόπος οργάνωσης τους. Η δε αυτή οργάνωση ήταν περισσότερο αποτέλεσμα αυθόρμητων και οριζόντιων προσπαθειών χιλιάδων ανθρώπων μέσα από ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το facebook και το twitter. Τέλος στο επίπεδο του πολιτικού περιεχομένου τα βασικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο συγκεκριμένο κίνημα είναι δύο. Ένα αρνητικό, το »φτάνει πια» που αποτυπώνει την υπερχειλισμένη αντίδραση στην υπάρχουσα κατάσταση και ένα ένα θετικό: »δημοκρατία», που εκφράζει τη συγκεκριμένη στόχευση. Ωστόσο και τα δύο εμφανίζονται εξαρχής ως ηγεμονικά, με την έννοια πως απαντούν σε μία πανθομολογούμενη έλλειψη και ένα all inconclusive πρόταγμα που αγκαλιάζει την μεγάλη πλειοψηφία χωρίς να δημιουργεί »αχρείαστες» διαιρέσεις στο εσωτερικό του λαού. Αυτά λοιπόν είναι τα σημαινόμενα που επισυνάπτονται στο σημαίνον Ταχρίρ στην προσπάθεια να μεταφερθεί στην εγχώρια πολιτική συζήτηση.

Πόσο όμως αντέχει αυτή η πρόσληψη της Ταχρίρ σε μία στοιχειώδη πραγματολογική εξέταση της αιγυπτιακής (και τυνησιακής) εξέγερσης; Και πόσο στέκει μία τέτοια σύγκριση με την ελληνική πραγματικότητα; Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Η αιγυπτιακή εξέγερση ούτε αυθόρμητη και αδιαμεσολάβητη ήταν ούτε μη βίαιη. Δεν ήταν αυθόρμητη διότι συνέβη ύστερα από 10 χρόνια κινηματικής και πολιτικής Άνοιξης της αιγυπτιακής κοινωνίας η οποία αφορούσε πολλά και αλληλοεπικαλυπτόμενα πεδία. Από το κίνημα συμπαράστασης της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα το 2000, το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα κατά του πολέμου στο Ιράκ το 2003, τις μαζικές και άγριες απεργίες από το 2006 και μετά, πολλές από τις οποίες νικηφόρες, μέχρι ένα ισχυρό κίνημα νεολαίας με πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα που ξεπήδησε ακριβώς ως συμπαράσταση στις εργατικές απεργίες και κατά της καταστολής που υπέστησαν. Το κίνημα αυτό δημιούργησε και τη δική του δομή, »Το κίνημα της 6ης του Απρίλη», που ήταν και αυτό που κάλεσε την πρώτη συγκέντρωση στην πλατεία Ταχρίρ. Το διαδίκτυο έπαιξε βοηθητικό ρόλο, στη διευκόλυνση της οργάνωσης των κινητοποιήσεων, ουδέποτε όμως υποκατέστησε τις πραγματικές κινηματικές δομές και την ουσιαστική ιδεολογική και πολιτική προπαρασκευή που είχε γίνει όλα αυτά τα χρόνια. Τέλος είναι λάθος επίσης πως οι συγκεντρώσεις είχαν εχθρική ή έστω επιφυλακτική στάση απέναντι στα κόμματα. Σημαντικός κόμβος για την εξέλιξη του κινήματος υπήρξε η ολόθερμη συμμετοχή των Αδελφών Μουσουλμάνων, του μόνου μαζικού κόμματος που επιβίωσε της καταστολής του καθεστώτος, συμμετοχή που βέβαια καλωσορίστηκε ιδιαίτερα από τους διαδηλωτές.

Όλα τα παραπάνω βέβαια επιμελώς αποκρύπτονται από τη συζήτηση εδώ για να οδηγηθούμε στη θέση περί της προκλήσεως ενός συμβάντος εκ του μηδενός, για να ενισχυθεί μία τάση αντιπολιτικής, η εχθρότητα απέναντι στα κόμματα και κατ’ επέκτασιν τις θέσεις τους, για να επιστρέψουμε σε  μία προ της Πτώσης αρχή όπου όλα ήταν ειρηνικά και όμορφα, μέχρι να έρθουν τα κόμματα με τον ξύλινο λόγο τους και την ατελέσφορη ή και επικίνδυνη πρακτική τους, να τα διαταράξουν. Υποβαθμίζεται έτσι η πολιτική συζήτηση και εξαφανίζονται μία σειρά πολιτικά κεκτημένα των αγώνων δεκαετιών.. Αν μπορεί να υπάρξει κάτι από το τίποτα, τότε ποιος ο λόγος όλων αυτών των συζητήσεων για στρατηγικές, αιτήματα, τακτικές και μορφές δράσης;

Ας περάσουμε τώρα στον ειρηνικό – μη βίαιο χαρακτήρα των αιγυπτιακών κινητοποιήσεων. Αυτό είναι ίσως το κεντρικό στοιχείο της αφήγησης που συγκροτεί τον ιδεότυπο »Ταχρίρ» . Μαθαίνουμε λοιπόν πως αυτό που εξασφάλισε τη μαζικότητα και την επιτυχία των αιγυπτιακών διαδηλώσεων είναι η μέχρι τέλους παθητική, μη βίαιη διάσταση τους, ο σεβασμός της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, η μη παρακώλυση της ομαλής λειτουργίας της οικονομίας και κοινωνίας. Όλα αυτά βέβαια, εμμέσως πλην σαφώς, αντιπαραβάλλονται με τον αναποτελεσματικό και αδιέξοδο χαρακτήρα των εγχώριων κινητοποιήσεων, όπως οι απεργίες, οι καταλήψεις και οι διαδηλώσεις. Η επιφανειακή αυτή προσέγγιση των διαδηλώσεων της πλατείας του Καΐρου λέει περισσότερα εξαιτίας αυτών που αποκρύπτει, παρά με αυτά που ρητά διατυπώνει. Διότι μπορεί για τα ευρωπαϊκά και ελληνικά δεδομένα η δράση των Αιγυπτίων να ήταν παθητική και μη βίαιη (ειρηνική παρουσία σε μία πλατεία), για το αιγυπτιακό καθεστώς όμως συνιστούσαν μία μέγιστη επιθετική κίνηση που υπονόμευε άμεσα την εξουσία του. Σε δικτατορικά καθεστώτα που απαγορεύουν ή περιστέλλουν δραστικά, με φυσική καταστολή, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και την ελεύθερη πολιτική έκφραση, κινήσεις που αμφισβητούν αυτή την απαγόρευση, όπως οι συγκεντρώσεις στην Ταχριρ, μόνο με την ύπαρξη τους και δευτερευόντως με τα αιτήματα τους (που στην Αίγυπτο ήταν σαφώς αντικαθεστωτικά), εκλαμβάνονται και ορθά ως μέγιστες απειλές. Ταυτόχρονα, σε καθεστώτα που στηρίζουν τη κυριαρχία τους στην καταστολή και στη διάλυση κάθε αντιπολίτευσης εν τη γενέσει της είναι αποφασιστικής σημασίας, από τη σκοπιά των αντιπολιτευόμενων, να σπάσει το φράγμα του φόβου και καταστεί εφικτό να υπάρξει μία κρίσιμη μάζα ανθρώπων που θα αντέξει την καταστολή και θα επιτρέψει σε μεγαλύτερες μάζες να κατέβουν στους δρόμους. Το τελευταίο με τη σειρά του αποτελεί αποτελεί και το ποιοτικό άλμα που εν πολλοίς αχρηστεύει τις κατασταλτικές δυνατότητες του αστυνομικού κράτους.

Όπως βλέπουμε λοιπόν, μία συγκεκριμένη μορφή δράσης (μαζικές ειρηνικές συγκεντρώσεις) σε ένα δεδομένο συγκείμενο σαν και αυτό της Αιγύπτου, ενός διδακτορικού κράτους δηλαδή, μπορεί να αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα. Τι σχέση όμως μπορεί να έχει αυτό με την ελληνική πραγματικότητα όπου το δικαίωμα των συναθροίσεων είναι ελεύθερο και όπου σύμφωνα με την αστυνομία το περασμένο χρόνο έγιναν 900 συγκεντρώσεις στο κέντρο της Αθήνας, από πολύ μαζικές έως ελάχιστα; Επίσης δεν είναι καθόλου αλήθεια πως οι αιγυπτιακές διαδηλώσεις ήταν εξολοκλήρου μη βίαιες, αντίθετα οι διαδηλωτές χρησιμοποίησαν αρκετή βία κάθε φορά που οι αστυνομία ή πληρωμένοι και μη οπαδοί του Μουμπαρακ προσπάθησαν να τους διαλύσουν. Αμυντική μεν αλλά βία δε. Αν θέλαμε λοιπόν να κάνουμε τη σύγκριση με την Ελλάδα, μία καλύτερη αναλογία θα ήταν αυτή της Κερατέας, όπου οι κάτοικοι κατέλαβαν την περιοχή τους για να εμποδίσουν την κατασκευή ΧΥΤΑ, ασκώντας αμυντική βία κάθε φορά που η αστυνομία προσπαθούσε να τους διαλύσει. Όμως οι κάτοικοι της Κερατέας δεν επιβραβεύονται από τα εγχώρια μίντια, αντίθετα λοιδορούνται ως »300 χούλιγκανς».

Όμως ακόμη και στην περίπτωση της Αιγύπτου και της Τυνησίας δεν πρέπει να υπερτονιστεί ο ρόλος των πολυήμερων, ειρηνικών συγκεντρώσεων στην πτώση του Μουμπάρακ και του Μπεν Άλι. Οι κινητοποιήσεις αυτές υπήρξαν ιδιαίτερασημαντικές αλλά από μόνες τους δεν θα ήταν αρκετές για να προκαλέσουν την πτώση των δικτατόρων. Αντίθετα αυτό που έπαιξε καταλυτικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη ήταν κάτι που οι εδώ εγχώριοι υμνητές της πλατείας Ταχρίρ προσπαθούν επιμελώς να το ξεχάσουν. Ποιο είναι αυτό; μα η παράλυση της οικονομίας βέβαια. Η Αίγυπτος και η Τυνησία είναι δύο χώρες που η οικονομία τους στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό. Η παρατεταμένη, αστάθεια, η συνεχόμενη βία και καταστολή, το συνεχές κλείσιμο των καταστημάτων, είτε λόγω των διαδηλώσεων είτε λόγω της συμμετοχής των ιδιοκτητών σε αυτές, παρέλυσαν την τουριστική βιομηχανία με αποτέλεσμα η οικονομία και οι αιγυπτιακές επιχειρήσεις και το κράτος να χάνουν δισεκατομμύρια δολάρια. Ταυτόχρονα τις τελευταίες μέρες των κινητοποίησεων άρχισαν να εξαπλώνονται μαζικές απεργίες στις ιδιωτικές και μη βιομηχανίες, πολλές από τις οποίες ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικές, φτάνοντας μέχρι το σημείο της εκδίωξης των διευθυντών από τα εργοστάσια και την κατάληψης τους από τους εργάτες. Ήταν αυτές οι εξελίξεις που έπεισαν το στρατό και την αστική τάξη που μέχρι τότε επέμεναν να στηρίζουν τον Μουμπάρακ (και τον Μπεν Άλι), να τους εγκαταλείψουν και να δρομολογήσουν έναν ελεγχόμενο εκδημοκρατισμό. Βλέπουμε λοιπόν πως όλες εκείνες οι μορφές πάλης που εδώ παρουσιάζονται ως αναποτελεσματικές )απεργίες, παράλυση της οικονομίας κλπ) είναι αυτές που σε τελική ανάλυση οδήγησαν στη νίκη τα κινήματα της Αιγύπτου και της Τυνησίας.

Τέλος λίγα λόγια για το πολιτικό περιεχόμενο της πλατείας Ταχρίρ, έτσι όπως αναμορφώνεται βέβαια για να παρουσιαστεί στην εγχώρια πραγματικότητα ως οδηγός αποτελεσματικής πολιτικής δράσης. Όπως επισημάναμε πιο πάνω, αυτό συνίσταται στη σημασία του να εκφραστεί η αγανάκτηση: να κατέβει ο κόσμος στους δρόμους και να εκφράσει ειρηνικά τη δυσαρέσκεια του. Και στην επίκληση της δημοκρατίας γενικά, απέναντι στους διεφθαρμένους πολιτικούς, τους ανεξέλεγκτους τραπεζίτες, τα αναποτελεσματικά κόμματα κ.ο.κ. Πράγματι, δε μπορεί να αρνηθεί κανείς πως αυτό που παρακίνησε τα εκατομμύρια των Αιγυπτίων και Τυνήσιων να κατέβουν στους δρόμους ήταν μία ειλικρινής αγανάκτηση και μία συσσωρευμένη δυσαρέσκεια από την καταπίεση που υφίστανται. Ωστόσο οι πηγές αυτής της καταπίεσης δεν ήταν κοινές για όλους όσους κινητοποιήθηκαν ούτε και η έκταση της. Διαφορετικά λοιπόν τα αίτια της καταπίεσης των Αιγυπτίων εργατών από τα μεσοστρώματα του Καΐρου, των ανέργων από τις θρησκευτικές μειονότητες, των δημοσίων υπαλλήλων από των γυναικών. Υπήρχε βέβαια μία προφανής κοινότητα , αυτή της έλλειψης πολιτικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων η οποία όμως είναι νόμιμο να ισχυριστούμε πως βιωνόταν διαφορετικά από τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, ανάλογα με τη σχετική τους ισχύ στην αιγυπτιακή κοινωνία. Επίσης είναι σίγουρο πως υπήρξε μία αλληλόεπικάλυψη που σχετίζεται με τις πολλαπλές ιδιότητες πολλών από τους συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις (πχ άνεργη χριστιανή γυναίκα ή μικρομεσαίος έμπορος μέλος των Αδελφών Μουσουλμάνων κλπ). Απεδείχθη όμως πως όλες αυτές οι διαφορετικής ποιότητας και έκτασης, δυσαρέσκειες κατέστη δυνατόν να εκδηλωθούν στο ίδιο χώρο και χρόνο και να συμπυκνωθούν σε ένα σύνθημα: »δημοκρατία» έτσι όπως εξειδικεύονταν στο: »κάτω ο Μουμπάρακ» . Στην περίπτωση λοιπόν της Αιγύπτου (και Τυνησίας) η δημοκρατία (η πολυκομματική κοινοβουλευτική δημοκρατία βέβαια) μετατράπηκε σε κύριο αδειανό σημαίνον που σταθεροποιούσε στο σημείο διαρραφής το νόημα των επιπλέοντων σημαινόντων όπως, ελευθερία, δικαιώματα, εργασία, αυξήσεις, θρησκευτική ελευθερία κλπ. που συμπύκνωναν τη δυσαρέσκεια των διαφορετικών υποκείμενων που απάρτιζαν το κίνημα.

Χωρίς εδώ να είμαστε σε θέση να κάνουμε μία διεξοδική ανάλυση για το πως το αστικό- δημοκρατικό πρόταγμα κατάφερε να ηγεμονεύσει στις αραβικές εξεγέρσεις αρκεί να επισημάνουμε πως στις συγκεκριμένες περιπτώσεις η πάλη ενάντια στο οποιοδήποτε κακώς κείμενο της κοινωνίας, όπως τη φτώχεια, την ανεργία, την θρησκευτική καταπίεση, την απουσία δικαιωμάτων, προσέκρουε πάνω στον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος, την απουσία καναλιών πολιτικής διαμεσολάβησης με αποτέλεσμα να πολιτικοποιείται και να γενικεύεται σχεδόν αυτόματα. Η ικανοποίηση του οποιουδήποτε »μερικού» αιτήματος προϋπέθετε τη συνολική πολιτειακή αλλαγή. Αυτό έγινε πιο εμφανές μετά την πτώση των δικτατόρων και την δρομολόγηση εκλογών. Η μεγάλη  κοινωνική και πολιτική συμμαχία που πραγματοποίησε την εξέγερση έσπασε και οι κινητοποιήσεις απομαζικοποιήθηκαν. Οι διαδηλώσεις για πιο βαθύ και γρήγορο εκδημοκρατισμό συνεχίστηκαν βέβαια, όπως και οι μία σειρά απεργίες και δράσεις. Όμως αυτές ξαναπέκτησαν τον μερικό και αποσπασματικό χαρακτήρα τους, με αποτέλεσμα να δοθεί η ευκαιρία στη μεταβατική χούντα που διοικεί αυτή τη στιγμή την Αίγυπτο και την Τυνησία, να τις αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά μέσω της καταστολής.. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως πίσω από τα αιτήματα των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που αποτέλεσαν το αιγυπτιακό και τυνησιακό κίνημα δεν υποκρύπτονταν διαφορετικά υλικά συμφέροντα. Αυτό που θέλουμε να αναδείξουμε εδώ είναι πως στη δεδομένη συγκυρία τα διαφορετικά αυτά αιτήματα των ξεχωριστών κοινωνικών ομάδων και τάξεων κατέστη δυνατό να νοηματοδοτηθούν από το σημαίνον (κοινοβουλευτική) δημοκρατία και να ξεδιπλωθούν κυρίως μέσα από την πάλη για την πραγματοποίηση της.

Με βάση τα παραπάνω, ας επιχειρήσουμε τώρα να επιστρέψουμε στο ερώτημα κατά πόσο το σχήμα: αυθόρμητη, μαζική ειρηνική διαμαρτυρία με στόχο τη δημοκρατία (γαρνιρισμένη βέβαια με κατηγορίες εναντίων των διεφθαρμένων πολιτικών, των αναποτελεσματικών κομμάτων κλπ) που επιχειρούν οι προπαγανδιστές της πλατείας Ταχρίρ και αυτής της Puerta del Sol, στην Ελλάδα, μπορεί να λειτουργήσει με τον τρόπο που φαντασιώνονται πως λειτούργησε στην Αίγυπτο και την Τυνησία. Μπορεί λοιπόν η οργανωμένη από το facebook καθιστική διαμαρτυρία στο Σύνταγμα και σε άλλες πλατείες ανά την επικράτεια, με αίτημα μία αφηρημένη (πραγματική, μη διεφθαρμένη κοκ) δημοκρατία να προκαλέσει μία τόσο μεγάλης έκτασης πολιτική αλλαγή όπως στην Αίγυπτο; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει να επικεντρώσουμε στα δεδομένα της ελληνικής κρίσης, διότι μπορεί στην Αίγυπτο και την Τυνησία το σημαίνον δημοκρατία να συνέδεσε και να να συμπύκνωσε τα επιμέρους αιτήματα και δυσαρέσκειες των ξεχωριστών κοινωνικών ομάδων, αναδυόμενο ως αυτό που απουσιάζει και το σημαίνον αυτής της απουσίας, στην περίπτωση της Ελλάδας όμως είναι απίθανο να επιτελέσει αυτό το ρόλο. Αυτό συμβαίνει γιατί ο πυρήνας της ελληνικής κρίση δεν είναι η δυσλειτουργία των θεσμών ή »έλλειψη» δημοκρατίας. Το αντίθετο θα λέγαμε, η κρίση έδειξε πως στην Ελλάδα οι θεσμοί και η δημοκρατία λειτουργούν άψογα παίζοντας τέλεια το ρόλο τους στο να φυσικοποιούν και αποπολιτικοποιούν το πεδίο της οικονομίας, στο οποίο εντοπίζεται και η ελληνική κρίση, αποκρύπτοντας πως εκεί καμία δημοκρατία δεν υφίσταται ούτε επιτρέπεται. Δεν μπορείς άλλωστε να αποφασίσεις δημοκρατικά στο αν ισχύει ο νόμος της βαρύτητας. Στην Ελλάδα όλες οι δυσαρεστημένες κοινωνικές ομάδες ή και πρόσωπα μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα την αγανάκτηση τους διαδηλώνοντας όσο θέλουν και φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούν, όπως αποδεικνύει και η πληθώρα διαμαρτυριών τον τελευταίο χρόνο. Βέβαια δεν υπάρχει κανένας να τους ακούσει  από τη στιγμή που η οικονομία έχει μετατραπεί σε φυσική αναγκαιότητα που εκφράζεται αποκλειστικά μέσα από τα αλλεπάλληλα μνημόνια. Σε αυτό συμφωνούν η πλειοψηφία των κομμάτων, εκτός από το ΚΚΕ που διαφωνεί αλλά δεν παρουσιάζει καμία συγκεκριμένη εναλλακτική και το ΣΥΝ που επίσης διαφωνεί αλλά παρουσιάζει όλες τις πιθανές εναλλακτικές, δηλαδή πάλι καμία. Αν λοιπόν στην Αίγυπτο και την Τυνησία η απουσία της πολυκομματικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας συνιστούσε ένα πρώτο αλλά ανυπέρβλητο εμπόδιο για το ξεδίπλωμα και την επίτευξη των λαϊκών διεκδικήσεων, στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο: η ύπαρξη αυτής της δημοκρατίας είναι το ανυπέρβλητο εμπόδιο  πάνω στο οποίο πέφτει ο κόσμος στην προσπάθεια του να συνειδητοποιήσει την πηγή των προβλημάτων του για να μπορέσει να τα επιλύσει..

Ολοκληρώνοντας το παραπάνω συλλογισμό είμαστε τώρα σε θέση να απαντήσουμε κατά πόσο οι επίδοξοι μιμητές της πλατείας Ταχρίρ και της Puerta del Sol κομίζουν την λύση για το χειμαζόμενο ελληνικό κίνημα. Ένα σχήμα λοιπόν που υποδεικνύει ως υπαίτιους για την κρίση κάποιους διεφθαρμένους πολιτικούς και τραπεζίτες και ως απάντηση σε αυτή τη διεκδίκηση μία αφηρημένη, υπερταξική δημοκρατία. Και ως αποτελεσματική μορφή δράσης τις ειρηνικές καθιστικές διαμαρτυρίες που κανένα πρόβλημα δεν δημιουργούν στο κράτος και τα αφεντικά, όχι μόνο λύση δεν μπορεί να είναι, αντίθετα συνιστά μέρος του προβλήματος.

Εδώ θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως αυτό το περιεχόμενο και αυτή η μορφή δράσης έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν σε ένα πλατύτερο κόσμο από αυτόν που συμμετέχει κανονικά στις παραδοσιακές διαμαρτυρίες, γεγονός που είναι αντικειμενικά θετικό. Αυτός ο ισχυρισμός θα είχε μία βάση ένα χρόνο πίσω, πριν την έκρηξη της ταξικής πάλης που συνόδεψε την υπογραφή του πρώτου μνημονίου. Πριν επίσης από όλη αυτή τη συζήτηση που διεξάγεται στην ελληνική κοινωνία για τα αίτια της οικονομικής κρίσης, το ταξικό περιεχόμενο του χρέους και του ευρώ, τον αντιδραστικό χαρακτήρα της ελληνικής δημοκρατίας. Αυτή η συζήτηση και οι κινητοποιήσεις δεν αφορούσαν μόνο τους συνήθεις ύποπτους του χώρου της αριστεράς και της αναρχίας, άλλα επεκτάθηκε σε μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων, όπως αποδεικνύουν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις. Η προσπάθεια λοιπόν όσων φιλοδοξούν να παράξουν και εδώ μία Ταχρίρ ή Puerta del Sol, παρακάμπτει όλη αυτή την εμπειρία και τα συμπεράσματα της και υποβαθμίζει σε ένα αρκετά χαμηλότερο επίπεδο δράσης και πολιτικής συνειδητοποίησης, όχι από αυτό που φαντασιώνεται η αριστερά αλλά από αυτό που είχε κατακτηθεί από τις μαζικές δράσεις του τελευταίου χρόνου. Αναγκαστικά λοιπόν και σε ένα χαμηλότερο επίπεδο αποτελεσματικότητας. Γιατί τι παραπάνω θα πετύχουν οι μαζικές καθιστικές διαμαρτυρίες, όσες μέρες και αν κρατήσουν, εκεί που απέτυχαν οι 9 γενικές απεργίες, οι δυναμικές διαδηλώσεις πολλών δεκάδων χιλιάδων, οι καταλήψεις κλπ. Όλες αυτές οι δράσεις δεν απέτυχαν επειδή δεν ήταν αρκετά μαζικές ή επειδή ήταν πολύ »αριστερίστικες» αλλά επειδή δεν κατάφεραν να μετουσιωθούν σε μία εναλλακτική πολιτική πρόταση και δύναμη που να διεκδικεί να τις ολοκληρώσει προτείνοντας μία διαφορετική κυβέρνηση – εξουσία.

Αν όμως το κίνημα της ελληνικής Ταχρίρ δεν διεκδικεί να πετύχει εκεί που πιο ριζοσπαστικές και αρκετά μαζικές δράσεις απέτυχαν, σε τι αποσκοπεί; Στο να διαχειριστεί το τραύμα αυτής της αποτυχίας βέβαια, κατασκευάζοντας ένα φετίχ στο οποίο θα κατευθυνθεί η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια και θα εκφραστεί ακίνδυνα, ικανοποιώντας την ανάγκη της ψυχικής και πολιτικής εκτόνωσης. Οι διαμαρτυρίες αυτές συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν λογίζονται ως μέσα για την επίτευξη ενός στόχου: την αλλαγή της αντιλαϊκής πολιτικής, αλλά ως αυτοσκοπός. Γι αυτό και η έμφαση δίνεται στο να πραγματοποιηθούν αυτές οι διαμαρτυρίες, να είναι μαζικές, να είναι ειρηνικές, να είναι περιεκτικές ώστε να μην αφήνουν κανέναν απέξω. Οποιαδήποτε προσπάθεια να προσδιορισθούν στόχοι μη αυτοαναφορικοί και μορφές πάλης πιο αποτελεσματικές συναντά την άμεση κατηγορία για σεχταρισμό και εμμονή σε αποτυχημένες πρακτικές της »ξύλινης» αριστεράς. Ως τέτοιες λοιπόν παρουσιάζονται και από τα ποικιλώνυμα μίντια, ως ένα event, πανηγυρικό, πολιτισμένο, ευρωπαϊκό.

Αυτή η πραγματικότητα δυστυχώς έφτασε να αγγίζει και τμήματα της αριστεράς και της αναρχίας που μετατράπηκαν σε ενθουσιώδεις υποστηρικτές αυτών των μορφών δράσης αποφεύγοντας να κάνουν στοιχειώδη πολιτική ανάλυση. Ο ίδιος μηχανισμός του φετιχισμού βρίσκεται εν λειτουργία και εδώ με μία μικρή διαφοροποίηση που συνίσταται στο σχήμα: οτιδήποτε δεν θυμίζει την αποτυχημένη μέχρι τώρα πρακτική του κινήματος και της αριστεράς είναι καλό. Όποιος προσπαθήσει να αναδείξει προβλήματα και ανεπάρκειες αυτής της »νέας» μορφής δράσης χαρακτηρίζεται παλαιοαριστερός και καταγγέλλεται για πρωτογονισμό.

Βέβαια υπάρχει και εκείνο το τμήμα του χώρου που αναγνωρίζει τα προβλήματα και τα όρια του εν λόγω κινήματος, διατηρώντας επιφυλάξεις, υποστηρίζει όμως πως η αριστερά πρέπει να δοκιμάσει μία κριτική εμπλοκή, αναγνωρίζοντας το ως πεδίο δράσης και συζήτησης με ένα ευρύτερο ακροατήριο. Σε αντίθεση με το ΚΚΕ που ενώ αναδεικνύει μία σειρά προβλήματα που το χαρακτηρίζουν, καταγγέλλει και αποχωρεί. Η τοποθέτηση αυτή είναι ομολογουμένως η πιο σωστή αλλά πρέπει να υπάρχει συναίσθηση των ορίων της δυνατότητας της να επηρεάσει και να διαμορφώσει το συγκεκριμένο κίνημα. Από τη στιγμή που η ίδια αυτή η μορφή δράσης συνιστά μία μετατόπιση- υπεραναπλήρωση της αδυναμίας να επιτευχθεί πραγματική αλλαγή, οποιαδήποτε προσπάθεια να αποσπασθεί η προσήλωση από το φετίχ σε κάτι άλλο αναμένεται να συναντήσει έντονη αντίσταση. Όταν δεν μπορώ να έχω τη Charlize Theron μπορεί να μου αρκεί μία γόβα της. Εάν πείσω τον εαυτό μου πως εξαρχής αυτό που ήθελα ήταν η γόβα, τότε η Charlize μπορεί να εξαφανιστεί εντελώς από την εικόνα και αν προσπαθήσεις να μου πάρεις τη γόβα, κινδυνεύεις να βρεθείς με αυτή καρφωμένη στο κεφάλι….

Ολοκληρώνοντας ,δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ορισμένα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Η κυβέρνηση ανακοινώνει το τριετές, μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας, εξαγγέλλει μία νέα φοροεπιδρομή, περικοπές και ιδιωτικοποιήσεις. Ταυτόχρονα τα στελέχη της επαναφέρουν συνεχώς τον μπαμπούλα της χρεοκοπίας, ενώ η Μαρία Δαμανάκη, εμφανώς σκόπιμα, »διαρρέει» πως στα ευρωπαϊκά επιτελεία συζητιέται η αποπομπή της Ελλάδας από την ΟΝΕ. Η στόχευση όλων αυτών είναι προφανής, η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει ένα κλίμα πανικού προκειμένου να παραλύσει τις αντιδράσεις απέναντι στα νέα μέτρα και να διευκολύνει την αποδοχή τους. Την ίδια στιγμή δεν προγραμματίζεται καμία κινητοποίηση από τη ΓΣΕΕ ή από άλλα συνδικάτα ενώ ο χώρος πανηγυρίζει για το πολύχρωμο, φρέσκο, all inclusive, κίνημα των Ελλήνων indignados. To Σκαί και τα άλλα αστικά μίντια επιχαίρουν γιατί επιτέλους έγινε και στην Ελλάδα μία πολιτισμένη, ευρωπαϊκή διαμαρτυρία, μακριά από μολότοφ, πέτρες και συγκρούσεις και η Αυγή, η εφημερίδα του ΣΥΝ, του κατεξοχήν εν Ελλάδι εκπροσώπου του επιλεκτικού υλισμού και του διαλεκτικού οπορτουνισμού, κατεβαίνει με πρωτοσέλιδο »Δημοκρατία» What a wonderful world…

Σε μία επίσκεψη του στο Λονδίνο το 2003, λίγο μετά την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ, ο George Bush, ρωτήθηκε στη συνέντευξη τύπου να σχολιάσει τις μαζικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου που έγιναν στην Βρετανία. Η απάντηση του ήταν ιδιαίτερα οξυδερκής: »Βλέπετε, ακριβώς γι αυτό κάναμε τον πόλεμο στο Ιράκ, για να μπορούν και οι Ιρακινοί να διαδηλώνουν ελεύθερα, όποτε διαφωνούν με την κυβέρνηση τους, όπως γίνεται και εδώ». Η χαρακτηριστική αποτυχία των αντιπολεμικών διαδηλώσεων, παρά τη μαζικότητα τους ,να αποτρέψουν τον πόλεμο, οδήγησε το Ζίζεκ να ισχυριστεί πως η πραγματική λειτουργία τους ήταν κατά κάποιο τρόπο να τους κάνουν όλους να αισθανθούν καλά. Οι διαδηλωτές εξέφρασαν ηχηρά την αντίθεση στον πόλεμο, οι κυβερνήσεις επέτρεψαν αυτές τις διαμαρτυρίες να εκφραστούν ελεύθερα και ο πόλεμος… έγινε. Άλλωστε στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Ελπίζω ειλικρινά η εμφάνιση των Ελλήνων »indignados» να μην υποδηλώνει πως έχουμε φτάσει και εμείς στο ίδιο σημείο.

Smirnoff

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στον Radical Desire και στον ΠαραλληλοΓράφο.

Share

Category: Εσωτερικά



Σχόλια (6)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η Lotte λέει:

    Φίλε, εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, συμφωνώ απόλυτα με το συμπέρασμα. Έχεις ένα λάθος στοιχείο, μόνο, που αλλοιώνει την καλή εικόνα του συνόλου: Οι αδελφοί μουσουλμάνοι σε καμιά περίπτωση δεν υποστήριξαν ολόθερμα την εξέγερση στην αίγυπτο. Ενεπλάκησαν μετά την 4η μέρα, μην μπορώντας να αγνοήσουν τη λαϊκή κινητοποιήση.

  2. Ο/Η freedom λέει:

    Στο σύνολο της η ελληνική κοινωνία δεν ειναι έτοιμη να αναλάβει την ευθύνη,στη προτροπή της αριστεράς, να αυτοργανωθεί,να δημιουργήσει ενα «παράλληλο οικονομικό συμπαν» στη καρδιά ενος καπιταλιστικού συστήματος.Χρειάζονται ατελείωτες συζητήσεις, ιδέες,προτασεις, πρωτοβουλίες και δεν υπαρχει ο απαιτουμενος χρόνος και οχι μόνο.Η μονη αντίδραση που καθίσταται εφικτή ειναι στην ανατροπή του πολιτικού κατεστημένου.Η πολιτική πρωτοβουλία του αριστερού χώρου,παντα ενωτικά,πρεπει ν’αρπάξει την ευκαιρία του πολιτικού προβλήματος.

  3. Ο/Η Sverdlov λέει:

    Kαι ο Πρετεντέρης με τους Αγανακτίστας…

    «ΜΟΥ ΑΡΕΣΑΝ οι πλατείες της Τετάρτης. Καλόκαρδες, ανοιχτές, νεανικές, απλοϊκές, ακοµµάτιστες, ειρηνικές και κυρίως γεµάτες. ∆ιαδήλωσαν, φώναξαν, βρέθηκαν, χειροκρότησαν, αποδοκίµασαν και στο τέλος οι ίδιοι οι διαδηλωτές καθάρισαν το οδόστρωµα. Αγανακτισµένοι. Και πολιτισµένοι.

    ΜΟΥ ΑΡΕΣΑΝ αυτές οι πλατείες. Χωρίς τον επαγγελµατισµό, την εχθρότητα και τηµοχθηρότητα των διαδηλώσεωνπου ξέραµε έως τώρα. Χωρίς επαγγελµατίεςσυνδικαλιστές κι αριστερούς κοµµατάρχες. Χωρίς ντουντούκες και πλακάτ. Χωρίςπροκατασκευασµένα και βλακώδη συνθήµατα αλλά µε χιούµορ,διάθεση, θα µπορούσα να προσθέσω και κέφι.

    ΠΟΣΟΙ ΗΤΑΝ; Πιστέψτε µε, δεν έχει καµία σηµασία. Το γεγονός είναι ότι βρέθηκαν εκεί. Και, κυρίως, ότι απέδειξαν πως η κοινωνική δράση στην Ελλάδα, ακόµη κι η διαµαρτυρία ή η αµφισβήτηση, µπορεί να εκδηλωθεί χωρίς τους λόχους του ΠΑΜΕ, χωρίς τα κρατικοδίαιτα συνδικάτα, χωρίς την ξύλινη αργκό του Τσίπρα, χωρίς κουκουλοφόρους, επεισόδια και µολότοφ.

    ∆ΙΟΤΙ ΑΥΤΟΙ που κυρίως αποδοκιµάστηκαν από τιςπλατείες είναι εκείνοι που κατέστησανπεριττοί. Εκείνοι που εδώ και χρόνια έχουν οικειοποιηθεί τις πλατείες µας και τις διαµαρτυρίες µας και τις διαδηλώσεις µας, ακόµη και την αγανάκτησή µας. ΚΑΙ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ήδη από την εποµένη των συγκεντρώσεων καµώνονται ότι ψιχαλίζει και χειροκροτούν «το κίνηµα των αγανακτισµένων» – ελπίζοντας προφανώς να το ιππεύσουν…

    ΤΕΤΑΡΤΗ ΒΡΑ∆Υ, µια διαδήλωση της ΓΕΝΟΠ -∆ΕΗ συγκλίνει και αυτή στο Σύνταγµα. Προσπαθούν να ενωθούν µε τους «Αγανακτισµένους».

    - Είµαστε κι εµείς εργαζόµενοι. Αγωνιζόµαστε για φτηνό ρεύµα, ισχυρίζεται προς τους συγκεντρωµένους ένας πονηρός συνδικαλιστής. ∆ΕΝ ΠΕΙΘΕΙ ΚΑΝΕΝΑΝ. Κι ένας ψηλός µε µακριά µαλλιά του το πετάει κατάµουτρα:

    - ∆εν είµαστε το ίδιο. Υπάρχουν εργαζόµενοι κι εργαζόµενοι… ΕΤΣΙ, Η ΓΕΝΟΠ – ∆ΕΗ παρέµεινε διακριτικά στοκάτω µέρος της πλατείας.

    ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ υποδεικνύει τον κίνδυνο. ∆ιότι από σήµερα, ήδη από χθες, δεκάδες πονηροί και επιτήδειοι θα προσπαθήσουν να βάλουν και τη φάτσα τους στη φωτογραφία. Να δείξουν ότι όλο αυτό το αυθόρµητο και ακαθοδήγητο κίνηµα εκπορεύεται από τις τάξεις τους ή βαδίζει στην κάλπητους. Να του κολλήσουν τις πολιτικές και ιδεολογικές ταµπέλες τους.

    ΥΠΟΨΙΑΖΟΜΑΙ ότι οι πλατείες έχουν καταλάβει τιπαίζεται, τι τις απειλεί και τι κινδυνεύει να τις ακυρώσει. Κι ελπίζω ότι θα διατηρήσουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικάπου τις κατέστησαν και µαζικές και ζωντανές και καινούργιες.

    ∆ΙΟΤΙ ΑΝ ΕΓΚΛΩΒΙΣΤΟΥΝ στον παλαιοκοµµατισµό που την Τετάρτη αποδοκίµασανδεν είναι µόνοότι θα κάνουνεκ των πραγµάτων ένα βήµα πίσω. Ούτε ότι θα ακυρώσουν την πρωτοτυπία τους και την εµβέλειά τους. Είναι ότι επιπλέον θα χάσουν και το χιούµορ τους.»

    http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=136&artID=4632861

  4. Ο/Η Μια απαντηση λέει:

    Από πολλές απόψεις, η περίπτωση των διαδηλώσεων στο Σύνταγμα που καλέστηκαν μέσω φέισμπουκ κτλ, είναι αρκετά απλή. Τόσο απλή που δεν θα χρειαζόταν να πει κανείς τίποτα περισσότερο από το να την περιγράψει. Φυσικά κάθε περιγραφεί αποτελεί και μια ερμηνεία και έχοντας αυτό το πράγμα υπ’ όψη μου προχωρώ σε μία περιγραφή της:

    Σε μια περίοδο που η κυβέρνηση ετοιμάζει νέα μέτρα εναντίον των εργαζομένων, ενώ την ίδια στιγμή και περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν, όλος ο κόσμος έχει κατανοήσει ότι αυτά δεν θα οδηγήσουν στην σωτηρία της “οικονομίας μας” και ότι η οικονομική καταστροφή της “χώρας μας” είναι σχεδόν βέβαιη, σε αυτή λοιπόν τη συγκυρία, δεν έχει υπάρξει από την πλευρά του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος (ΓΣΕΕ κτλ) καμιά απάντηση. Είμαστε όμως κάτι περισσότερο από σίγουροι ότι όλος ο κόσμος της εργασίας θα ήθελε να υπάρξει απάντηση.

    Το άλλο δεδομένο που έχουμε για να περιγράψουμε – ερμηνεύσουμε αυτές τις συγκεντρώσεις, είναι οι πολύ μεγάλες εμπειρίες ταξικής σύγκρουσης του κινήματος στην Ελλάδα, έστω κι αν αυτές δεν είχαν την παραμικρή σχεδόν επιτυχία. Υπάρχουν στην Ελλάδα πολλοί άνθρωποι οι οποίοι -με τον δικό του ο καθένας τρόπο- έχουν αφομοιώσει πτυχές αυτής της εμπειρίας, έχουν βγάλει κάποια συμπεράσματα. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι τα συμπεράσματα τα οποία έβγαλαν δεν είναι -τουλάχιστον προς το παρόν- ότι θα πρέπει να κάτσουν ήσυχοι μέχρι να περάσει η καταιγίδα…

    Ένα τρίτο δεδομένο είναι ότι οι εξεγέρσεις στον Αραβικό κόσμο έχουν προκαλέσει εντύπωση στους εργαζόμενους και στους νέους στην Ελλάδα και πιθανόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ιδιαίτερα η περίπτωση της Αιγύπτου, δηλαδή μια εξέγερση επιτυχημένη, σε ένα πρώτο της στάδιο, (ανέτρεψε ένα καθεστώς), που συνέβη σε μια πολύ μεγάλη χώρα. Η επιτυχία της Αιγυπτιακής εξέγερσης υποβάλλει το ερώτημα: εάν τα κατάφεραν αυτοί, τότε γιατί όχι κι εμείς;

    Έχοντας αυτά ως δεδομένα, τότε η συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος δεν έχει κανένα μυστήριο που θα πρέπει να αναλύσουμε, ή τουλάχιστον τα μυστήριά της έχουν την ίδια ποιότητα με τα μυστήρια και των υπόλοιπων συγκεντρώσεων που έχουν γίνει στην Ελλάδα γι’ αυτούς τους στόχους.

    Φυσικά υπάρχουν σημαντικές διαφορές με τις απεργιακές συγκεντρώσεις που έχουν γίνει ενάντια στο μνημόνιο και η μεγαλύτερή τους διαφορά δεν είναι ότι από τη μια έχουμε απεργία και από την άλλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας χωρίς απεργία. Η μεγάλη τους διαφορά είναι ο τρόπος με τον οποίο εκκλήθει ο κόσμος να κατέβει στη συγκέντρωση. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σενάρια συνωμοσίας της άρχουσας τάξης και των επιτελείων της ή των μηχανισμών της, οι οποίοι υποτίθεται ότι αποφάσισαν, για να αποθαρρύνουν τον κόσμο από το να κατεβαίνει σε συγκεντρώσεις, να καλούν οι ίδιοι συγκεντρώσεις, βάζοντας μάλιστα το στόχο να κάνουμε το Σύνταγμα Ταχρίρ (δηλαδή να ανατρέψουν την κυβέρνηση) σε μια περίοδο που το μόνο πράγμα που δεν θέλει η κυβέρνηση είναι να βλέπει κόσμο στο δρόμο (και γι’ αυτό άλλωστε δεν έχει κάνει τίποτα και η ΓΣΣΕ).

    Αλλά κι αυτό το μυστήριο μπορεί να λυθεί εάν παρατήσουμε την μεταφυσική και χρησιμοποιήσουμε τη λογική. Ας σκεφτούμε: ποιοι ήταν αυτοί που κατέβηκαν στις συγκεντρώσεις της πλατείας Συντάγματος; Φυσικά υπήρχε ένα μεγάλο κομμάτι (αρκετές χιλιάδες) από τον κόσμο που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζεται οργανωτικά με το κίνημα. Άνθρωποι πολιτικών οργανώσεων και σωματεία. Υπήρχε ταυτόχρονα πολύς κόσμος ο οποίος είχε κατέβει σε όλες τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις της χρονιάς που μας πέρασε. Εκτός από αυτούς και αυτές, τη μεγαλύτερη μάζα των συγκεντρωμένων αποτελούσαν νέοι και νέες εργαζόμενοι και εργαζόμενες σε δουλειές γραφείου. Αυτό το κομμάτι της συγκέντρωσης είναι που έλειπε από τις απεργιακές κινητοποιήσεις της περασμένης χρονιάς, κυρίως επειδή είναι αυτό το κομμάτι εργαζόμενων που δεν μπορεί να κάνει απεργία (όπως εξάλλου και οι νέοι εργάτες σε χειρωνακτικές εργασίες και οι μετανάστες). Ένα από τα χαρακτηριστικά της κατάστασης που βιώνουν, οι νέοι κυρίως, εργαζόμενοι, είναι η απουσία κάθε συνδικαλιστικής οργάνωσης. Αυτό το κενό με κάποιον τρόπο θα πρέπει να καλυφθεί, όταν αυτός ο κόσμος πιέζεται ασφυκτικά και σε ατομικό επίπεδο θέλει να αντιδράσει. Αυτό που θα πρέπει να κάνει φυσικά, είναι να φτιάξει συνδικάτα, μετά να φτιάξει το επαναστατικό κόμμα, μετά να κάνει επανάσταση, μετά να φτιάξει σοβιέτ και στο τέλος να φτιάξει και τον κομμουνισμό. Πολλές φορές όμως δεν το βλέπει έτσι και δεν προλαβαίνει να τα κάνει όλα αυτά προκειμένου να εκφράσει άμεσα την διαμαρτυρία του. Συνήθως αρχίζει την αντίδρασή του χρησιμοποιώντας κάποια από τα εργαλεία (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που έχει στη διάθεσή του. Για παράδειγμα οι μετανάστες είναι πολύ πιθανόν πριν φτιάξουν συνδικάτα, να αρχίσουν να κινούνται με κέντρο τις υπάρχουσες μεταναστευτικές δικτυώσεις. Δεν ξέρω τι μπορούν να βρουν οι Έλληνες νέοι χειρώνακτες εργάτες, αλλά οι νέοι εργαζόμενοι γραφείων έχουν ένα εργαλείο για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και να επιτύχουν ένα πρώτο στοιχειώδες επίπεδο οργάνωσης, να συμφωνήσουν δηλαδή σε ένα κοινό ραντεβού συγκέντρωσης. Αυτό το εργαλείο είναι το ίντερνετ. Αυτό έγινε και στις αραβικές εξεγέρσεις, αλλά ας μην πηγαίνουμε “μακρυά”. Το ίδιο έγινε και στην εξέγερση του Δεκέμβρη. Τόσο απλά είναι τα πράγματα.

    Βέβαια είναι ένας τέτοιος τρόπος επικοινωνίας που δεν δίνει τη δυνατότητα να γίνουν πραγματικά δημοκρατικές συζητήσεις για τον προσδιορισμό των μορφών πάλης, τους στόχους τα συνθήματα κτλ. – αυτό είναι σαφές. Αλλά είναι επίσης σαφές – ή θα πρέπει να είναι – ότι όλα αυτά τα ζητήματα μπορούν να συζητιούνται και να διαμορφώνονται μόνο όταν κατεβαίνει ο κόσμος στο δρόμο, μαζί με τον συνάδερφό του, μαζί με άλλους σαν κι αυτόν.

    Σε αυτές τις συγκεντρώσεις υπήρχε μια δυσπιστία για την αριστερά κι αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο για τις απεργιακές συγκεντρώσεις. Αλλά ακόμα κι αυτό ενδεχομένως, μπορεί να έχει μια απλή εξήγηση. Όπως ανάφερα πιο πάνω, σε αυτές τις διαδηλώσεις συμμετείχαν κυρίως νέοι σε δουλειές γραφείου, δηλαδή κόσμος ο οποίος δεν έχει συναντήσει πουθενά την αριστερά (και το οργανωμένο εργατικό κίνημα που σχετίζεται αντικειμενικά με την αριστερά), κατά τη διάρκεια της εργασιακής του καθημερινότητας. Η αριστερά και το οργανωμένο εργατικό κίνημα δεν έχουν προσπαθήσει (η απαισιόδοξη οπτική) ή έχουν μόλις αρχίσει να προσπαθούν (αισιόδοξη οπτική) να στηρίξουν αυτό το στρώμα της εργατικής τάξης, για να οργανωθεί. Είναι φυσικό λοιπόν να μην την εμπιστεύεται. Αλλά ας μην υπερβάλουμε. Αυτός ο κόσμος δεν είναι ούτε δεξιός, ούτε έχει κατέβει από το φεγγάρι. Είναι κόσμος που αρχίζει να πολιτικοποιείται κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, αλλά με γρήγορους ρυθμούς. Αυτή η διαδικασία θα έχει και τις αντιφάσεις (δε έχουν μόνο οι αριστεροί αντιφάσεις).

    Οι διακηρυγμένοι στόχοι με τους οποίους και για τους οποίους γίνονται αυτές οι κινητοποιήσεις, έχουν θεωρηθεί πολύ λίγοι για την περίοδο που διανύουμε. Όσοι το ισχυρίζονται αυτό μοιάζει σαν να πιστεύουν ότι βρισκόμαστε εν μέσω ενός πολύ μεγάλου κινήματος το οποίο έχει θέσει κάποιους στόχους ριζοσπαστικούς και έρχονται αυτοί της πλατείας Συντάγματος να το τραβήξουν πίσω και να του βάλουν φρένο. Στην πραγματικότητα (όσο κι αν αυτό που θα πω θα φανεί πολύ “εξουσιαστικό”) τους κινηματικούς στόχους δεν τους διατυπώνει ο κόσμος στις πλατείες και στις διαδηλώσεις. Οι κινηματικοί στόχοι και τα προγράμματα πάλης, προκύπτουν μέσα από το κίνημα και αυτοί οι οποίοι θα πρέπει να αναλάβουν να τους δώσουν συγκεκριμένη πολιτική μορφή, να τα διατυπώσουν δηλαδή με μορφή συγκεκριμένων αιτημάτων, είναι οι πολιτικές και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις του κινήματος (μηδέ των αναρχικών εξαιρουμένων, κι αυτοί με τον τρόπο τους κάνουν ότι κάνουν όλες οι πολιτικές οργανώσεις σε όλο το κόσμο, από τότε που υπάρχει πολιτική). Εάν σε κάποια περίπτωση, η ανεπάρκεια των οργανώσεων να κάνουν αυτό το πράγμα γίνει αντιληπτή από το κίνημα, τότε συνήθως τις εγκαταλείπει και φτιάχνει καινούριες. Οι μάζες δεν κατεβαίνουν στο δρόμο έχοντας μια ενιαία βούληση ή συνείδηση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο επίπεδο της οργάνωσης του κόσμου, από σωματεία πολιτικές οργανώσεις και οργανώσεις μάχης (συμβούλια κτλ). Κι αυτό ισχύει και για τις απεργιακές συγκεντρώσεις.

    Είναι πραγματικά εντυπωσιακή όμως η ευκολία με την οποία ξεπερνάμε την συνειδητή σύγκριση και αναφορά που γίνεται από τους συγκεντρωμένους στην πλατεία Ταχρίρ. Υποτίθεται πως όλοι αυτοί που δηλώνουν ότι κατεβαίνουν στο Σύνταγμα εμπνεόμενοι από το παράδειγμα της Αιγυπτιακής εξέγερσης, δεν ξέρουν τι έγινε στην πλατεία Ταχρίρ. Πως θεωρούν ότι στην Ταχρίρ έγιναν ειρηνικές συγκεντρώσεις κτλ.

    Για να μην μπερδευτούμε με άσκοπες συζητήσεις περί του τρόπου με τον οποίο ο κόσμος προσλαμβάνει μία είδηση ή πολλές ειδήσεις, ας προσπαθούμε να δούμε τι εντύπωση σχημάτισε ο κόσμος στην Ελλάδα για τα γεγονότα στην Αίγυπτο, παρακολουθώντας την πηγή από την οποία προέκυψε αυτή η γνώση, δηλαδή τις εφημερίδες και τα κανάλια. Οι πηγές ενημέρωσης δεν έδωσαν ποτέ στον κόσμο την εντύπωση ότι στην πλατεία Ταχρίρ κατέβηκαν ένα πρωί τα ζευγαράκια να πιουν καφέ (τσάι μάλλον το οποίο προτιμάνε οι Άραβες) και ο Μπουμπάρακ έπεσε από τον τρόμο του, μπροστά στην μαζικότητα της Κυριακάτικης εξόδου των νεαρών ζευγαριών. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο: τα ΜΜΕ υπερέβαλαν στην παρουσίαση της καταστολής, αποκρύπτοντας τα ζητήματα που είναι ακόμα πιο ουσιαστικά σε μια εξέγερση. Την αυτοοργάνωση των μαζών, την ανάδειξη νέων και την ενίσχυση παλιότερων οργανώσεων του κινήματος κτλ. Θα μπορούσε μάλιστα κάποιος κακοπροαίρετος να σκεφτεί ότι τα ΜΜΕ υπερέβαλαν στην παρουσίαση της καταστολής, όχι για να εμπνεύσουν τον κόσμο ώστε να κάνει το ίδιο, αλλά για να τον φοβίσουν: “σκεφτόσαστε εξεγέρσεις για να φύγει το Μνημόνιο; οι εξεγέρσεις όμως έχουν νεκρούς. Θα σας σφάξουν άμα κατεβείτε και καταλάβετε τις πλατείες κτλ”.

    Προβληματικό στοιχείο των εξ αριστερών κριτικών που γίνονται γι’ αυτές τις συγκεντρώσεις, είναι και το γεγονός ότι σε αυτές τις κριτικές απαξιώνεται η επιθυμία του κόσμου για περισσότερη δημοκρατία. Δεν θα μπορούσα να δω σε αυτές τις κριτικές τίποτα περισσότερο από την παλιά καλή σταλινική άποψη, της εποχής της τρίτης περιόδου. Θα ήθελα μόνο να σημειώσω ότι το αίτημα της δημοκρατίας είναι ή θα πρέπει να είναι, κεντρικό σε κάθε μαζική κινητοποίηση. Θα πρέπει να είμαστε λιγάκι προσεχτικοί και να έχουμε πάντα στο μυαλό μας, ότι άλλο πράγμα εννοούν οι μάζες όταν μιλάνε για δημοκρατία και άλλο πράγμα οι από πάνω. Το αίτημα για δημοκρατία, μπορεί να δώσει πολιτικά χαρακτηριστικά στις κινητοποιήσεις που γίνονται για οικονομικά ζητήματα. Στην πραγματικότητα αυτοί που συγκεντρώνονται στην πλατεία Συντάγματος είναι μάλλον πιο προοδευτικοί από τον αρθρογράφο του παραπάνω άρθρου, ο οποίος πιστεύει ότι η εργατική τάξη θα πρέπει να διεκδικεί μόνον οικονομικά αιτήματα.

    Για τις μάζες και κυρίως για την εργατική τάξη, η δημοκρατία δεν είναι (ή δεν είναι κυρίως) το κοινοβούλιο, οι (δημοκρατικοί) θεσμοί του κράτους, τα ΜΜΕ, η ελεύθερη αγορά και το δικαίωμα του καπιταλιστή στην ιδιοκτησία του. Για τις εργατικές μάζες η δημοκρατία είναι το δικαίωμά τους να αμφισβητούν τα νομικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της αστικής τάξης, να συγκροτούν τις δικές τους οργανώσεις για να αγωνίζονται για τα ταξικά τους συμφέροντα τους, κτλ. Όταν οι εργατικές μάζες ζητάνε δημοκρατία, ζητάνε αυτά τα πράγματα και όχι να έχει το κάθε απόβρασμα το δικαίωμα να μπορεί να πάει στις εκλογές για να εκλέξει φασίστα αντιπρόσωπο. Σήμερα, που τα δημοκρατικά δικαιώματα των από κάτω καταργούνται, δεν είναι μόνο φυσικό, αλλά και επιβεβλημένο να υπάρχει το αίτημα για δημοκρατία.

    Και ένα τελευταίο:

    Στον τίτλο του άρθρου χρησιμοπιείται ο ο όρος φάρσα, ως χαρακτηρισμός του κινήματος. Αποτελεί την φάρσα της Ταχρίρ. Φυσικά πρόκειται για έμμεση αναφορά στην γνωστή φράση του Μαρξ ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα παρουσιάζονται δύο φορές…. τη μια φορά σαν τραγωδία την άλλη σαν φάρσα. Η φράση αυτή δεν έχει μεγαλύτερη αξία από την ανοησία ενός αργόσχολου κριτικού θεατρικών παραστάσεων του 19ου αιώνα, αν δεν διαβάσουμε και λίγο παρακάτω στο κείμενο του Μαρξ. Ο Μαρξ εξηγεί ότι ο μόνος τρόπος που έχουν οι μάζες για να κατανοήσουν την ιστορία που διαμορφώνουν (για να καταλάβουν δηλαδή αυτό που κάνουν, “κάτω από συνθήκες που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν”) είναι να την εξηγήσουν με την ιδεολογική και πολιτική γλώσσα που έχουν μάθει, καθώς ακόμα δεν έχουν προλάβει να διαμορφώσουν μια νέα γλώσσα, με την οποία να κατανοούν αυτό που κάνουν. Και στο κείμενο του Μαρξ υπάρχει το εξής παράδοξο (παράδοξο για όσους διαβάζουν μόνο τις τέσσερις πρώτες γραμμές της 18ης Μπρυμαίρ): τα γεγονότα που αναφέρει ο Μαρξ ως φάρσες προηγούμενων κοσμοϊστορικών γεγονότων, είναι πολύ μεγαλύτερης ιστορικής αξίας και πολύ μεγαλύτερου τραγικού βάθους από αυτό που κάποιος θα έσπευδε αβασάνιστα να θεωρήσει ως το αυθεντικό πρωτότυπό τους: ο Μαρξ αναφέρει τον Λούθηρο ως τη φάρσα του αποστόλου Παύλου, αναφέρει τη Γαλλική επανάσταση ως τη φάρσα ιστορικών στιγμιοτύπων της ρωμαϊκής ιστορίας (ο Βρούτος, οι Γράκχοι κτλ) και τις επαναστάσεις του 1848 ως τη φάρσα της Γαλλικής επανάστασης. Σε όλες αυτές της περιπτώσεις, η φάρσα ήταν πολύ πιο σημαντική από το πρωτότυπο, όπως και να το δει κανείς. Το μόνο συμπέρασμα που έχουμε το δικαίωμα να εξάγουμε από αυτές τις διατυπώσεις του Μαρξ, είναι ότι όταν έχουμε φάρσα, τότε έχουμε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός πολύ μεγαλύτερης ιστορικής τραγικότητας από αυτό που αναπαρίσταται. Ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, για να είναι κοσμοϊστορικό (και άρα και τραγικό) θα πρέπει να είναι ή φάρσα ενός προηγούμενου.

    Ξέρουμε από την αρχαία τραγωδία ότι το στοιχείο της φάρσας είναι συνυφασμένο με την τραγωδία, αποτελεί ένα από τα στοιχεία του μηχανισμού με τον οποίο αρθρώνεται το τραγικό. Στην αρχαία τραγωδία το στοιχείο αυτό ονομάζεται τραγική ειρωνεία. Στο λόγο και στις πράξεις των ηρώων, ο θεατής ο οποίος παρακολουθεί το έργο γνωρίζοντας εκ των προτέρων την υπόθεση, εντοπίζει μια σειρά από υπαινιγμούς της τραγικής αλήθειας που αγνοούν οι ήρωες για τον εαυτό τους και τις πράξεις τους. Όμως μόνο οι ήρωες μπορούν να “παίξουν” στο έργο, να είναι δηλαδή τραγικοί, οι θεατές είναι απλώς θεατές.

    Οι συγκεντρώσεις της πλατείας συντάγματος δυστυχώς δεν είναι η φάρσα της Αιγυπτιακής εξέγερσης, μακάρι να ήταν. Εδώ έχουμε να κάνουμε απλώς με την διαμαρτυρία ενός στρώματος της εργαζόμενης νεολαίας, το οποίο για πρώτη φορά βγήκε μαζικά στο δρόμο. Τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο. Δεν έχουμε ούτε ανάδειξη νέων υποκειμένων ούτε ανάδειξη νέων μορφών δράσης, έχουμε όμως μία ένδειξη ότι μέσα στην ελληνική κοινωνία κυοφορούνται διαδικασίες, οι οποίες εάν βρουν τον κατάλληλο τρόπο έκφρασης, θα μπορέσουν να οδηγήσουν σε μία δυναμική επανάκαμψη του κινήματος και σε ενίσχυση της αριστεράς.

    Όσον αφορά στην εκτίμηση του Ζίζεκ για τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις, το μόνο που έχω να πω, είναι ότι δεν είναι και τόσο καλό να παπαγαλίζουμε την κάθε ανοησία που έχει εκστομίσει (βασικά για λόγους εντυπωσιασμού) ο κάθε μικροαστός διανοούμενος, όσο σοφός κι αν είναι αυτός, και κυρίως δεν χρειάζεται να αναπαράγουμε τις γνώμες του για το κίνημα, από τη στιγμή που δεν έχει την παραμικρή σχέση με αυτό. Είναι πολύ πιο υγιή τα κριτήρια και τα συμπεράσματα που διαμόρφωσες εσύ από τη συμμετοχή σου στις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, παρά η άποψη κάποιου που έμαθε ότι έγιναν διαδηλώσεις τις επόμενες μέρες από τις εφημερίδες, και παρ’ όλ’ αυτά, έχει το θράσος να φαντασιώνεται για τον εαυτό του ότι στηλιτεύει τα στραβά του κινήματος για να το φέρει στην ίσια γραμμή (κάτι σαν τους κριτές του Ισραήλ).

  5. Ο/Η Sverdlov λέει:

    προς Ο/Η Μια απαντηση

    Τι να πρωτοσχολιάσω στην απάντηση σου. Κατηγορούμαι μεταξύ άλλων για σεχταρισμό, μεταφυσική προσέγγιση, τριτοπεριοδικό σταλινισμό, αντιδημοκρατική λογική, οικονομισμό, παπαγαλία μικροαστών διανούμενων.Θα είχε νόημα να απαντήσω σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς αν αναφέρονταν σε πράγματα που γράφω στο κείμενο και θέσεις που πραγματικά υποστηρίζω. Αλλά εσύ δεν απαντάς σε αυτά που γράφω, αλλά κατασκευάζεις μία καρικατούρα αποδίδοντας τη σε μένα, την οποία μετά την καταρρίπτεις πανηγυρικά συγχαιρωντας τον εαυτό σου για την περήφανη νίκη που κατήγαγες

    Σε κάθε περίπτωση θα προσπαθησω να εξηγήσω μία τελευταιά φορά με τι ακριβώς καταπιάνεται το κείμενο.
    Η παραπάνω ανάλυση δεν (τονίζω το δεν) αναφέρεται στον κόσμο που κατεβαίνει στις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα, παρά μόνο έμμεσα, σε δεύτερο επίπεδο. Η άποψη μου, την οποία και αναφέρω στο άρθρο αλλά επέλεξες να την αγνοήσεις, είναι αυτή της κριτικής αλλά ενεργητικής εμπλοκής. Το κείμενο καταπιάνεται με το πως επιχειρήτααι να διαμορφωθεί και να αξιοποιηθεί πολιτικά και ιδεολογικά το συγκεκριμένο κίνημα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους και ένα τμήμα της λεγόμενης »ανανεωτικής» αριστεράς και διανόησης. Είναι μία ανάλυση του ιδεολογικού λόγου περί «ελληνικής ταχρίρ» και όχι βέβαια μία μομφή προς τον κόσμο που συμμετέχει στις διασδηλώσεις. Είναι επίσης μία κριτική σε ένα τμήμα του χώρου που με μία αφέλεια και πολιτική παραζάλη τείνει να τις μετρέψει στο νέο επαναστατικό υποκείμενο. Αυτή δεν είναι νέα τάση, αλλά την έχουμε δει να ξεπηδάει κάθε φορά που προκύπτει ένα νέο κίνημα. Υιοθετείται μία «αποκλυψιακή» λογική που μας θέλει να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι το ριζικά νέο όπου τα μέχρι τώρα θεωρητικά μας εργαλεία είναι ανίκανα να το ερμηνεύσουν.

    Η αφήγηση λοιπόν που συγκροτεί, κατά την άποψη μου, ο κυρίαρχος λόγος για το «νέο κίνημα» στηρίζεται στα παρκάτω σημεία:
    Μαζικότητα- επιτυχία των συγκεντρώσεων σε αντίστιξη με την αποτυχία των παραδοσιάκων μορφών δράσης που σχετίζονται με την αριστερά και τα συνδικάτα. Εχουμε λοιπόν μία πρώτη σαφή πολιτική τοποθέτηση.

    Σε τι συνίσταται αυτή η επιτυχία και κατεπέκταση η αποτυχία των «παραδοσιακών» μορφών δράσης;
    Σε δύο πράγματα:

    Το ένα αφορά αυτό που φαίνεται (το τονίζω το φαίνεται) και προβάλλεται ως πολιτικός λόγος των διαδηλώσεων. Ένα μίγμα επίκλησης σε μία αφηρημένη δημοκρατία, αντιπολιτικής, ηθικολογίας, καταγγελίας γενικά των τραπεζιτών, επίκλησης σε ανθρώπινα δικαιώματα κ.ο.κ. Ένα, με λίγα λόγια, μεταπολιτικό λόγο, ο οποίος όμως εμφανίζεται από τους «λάτρεις» του «νέου» κινήματος, ως το νέο κομμουνιστικό μανιφέστο που αντιπαραβάλλεται με τον «ξύλινο» λόγο της ελληνικής αριστεράς ή ένα μέρος της τουλάχιστον. Ως ξύλινος λόγος βέβαια αναγνωρίζονται όλες οι αναφορές στον ταξικό- αντιλαϊκό χαρακτήρα των εφαρμοσμένων πολιτικών, του κράτους, της ΕΕ και γενικά ότιδήποτε εστιάζει σε έννοιες όπως ταξικοί ανταγωνισμοί, πολιτική εξουσία, εκμετάλλευση κλπ κλπ

    Το δεύτερο σχετίζεται με τις μορφές δράσης του ισπανικού κινήματος: ειρηνικές- μη βίαιες καταλήψεις πλατειών που δεν διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας.*** Σε αντιπαράθεση πάντα με τις βίαιες, κοστοβόρες κινητοποιήσεις στην Ελλάδα, όπως απεργίες, διαδηλώσεις που συγκρούονται με την αστυνομία, κλείσιμο δρόμων, καταλήψεις κυβερνητικών κτιρίων. Οι τελευταίες εκτός από οικονομικά και κοινωνικά επιζήμιες είναι και αναποτελεσματικές διότι φοβίζουν και στέλνουν τον κόσμο σπίτι του. (δες παραπάνω το χαρακτηριστικό άρθρο του Πρετεντέρη).

    Αυτά στηλιτεύει το κείμενο και όχι τους αντιφατικούς αλλά πραγματικούς λόγους και την ειλικρινή αγανάκτηση που οδήγησαν τον κόσμο στο δρόμο. Σε αυτό το σημείο, στην ίδια αφήγηση μπαίνει και η πλατεία Ταχρίρ. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι τι προβάλεται από την Ταχρίρ από τον κυρίαρχο λόγο. Αυτό εκκινά όπως λές από την επιτυχία των διαδηλώσεων της Ταχρίρ να ανατρέψουν μία κυβέρνηση. Η επιτυχία όμως κατ΄αυτούς δεν βρίσκεται στην αποφαστιστικότητα των αιγυπτίων να πεθάνουν για το στόχο τους, αλλά στο μαζικό ειρηνικό χαρακτήρα των συγκεντρώσεων και στο πλουραλιστικο δημοκρατικό πρόταγμα. Η βία ήταν αποτέλεσμα, εννοεί η ίδια αφήγηση λόγω του δικτατορικού χαρακτήρα του καθεστώτος. Σε αντιπαράθεση στην Ελλάδα η βία προκύπτει από τον λάθος και αδιέξοδο τρόπο που γίνονταν μέχρι τώρα οι διαμαρτυρίες.

    Από την ίδια οπτική προσεγγίζω και την αφήγηση περί «δημοκρατίας», από τη σκοπιά των ιδεολογικών μηχανισμών και όχι βέβαια από τη μεριά των διαδηλωτών, για τους οποίους μπορώ να φανταστώ πως αυτο που εννοούν είναι να έχουν λόγο στις αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή τους. Λέω φαντάζομαι διότι δεν έχω τη δυνατότητα να εμφανίζομαι ως ο απόλυτος ερμηνευτής της πραγματικής συνείδησης των μαζών, ΄μία ιδιότητα που φαίνεται τη διεκδικείς αποκλειστικά για τον εαυτό σου.

    όμως επιμένω στο ζήτημα της δημοκρατίας από άλλη σκοπιά. Ενώ καταννοώ την ουσιαστική διάθεση του κόσμου για δημοκρατία αναγωνρίζω και τη συνειδητή προσπάθεια που γίνεται να διοχετευτεί αυτή η διάθεση αυστηρά σε κοινοβουλευτικά κανάλια, να επικεντρώσει στη δυσλειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας την ίδια στιγμή που αποκαλύπτεται (και η αριστερά οφείλει να επικεντρώσει εκει) ο χαρακτήρας της αστικής δημοκρατίας ως δικτατορίας του κεφαλαίου. Αυτό δεν είναι απλό, η συσχέτση της δημοκρατίας με το κοινοβούλιο είναι από τα ζητήματα που ιστορικά εστίασε η μαρξική παράδοση, από τον Μαρξ και το φετιχισμό των κεφφαλαιακών σχέσων, τη Λούξεμπουργκ που αναγνώριζε ώς ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην πολτική συνειδητοποίηση του προλεταριάτου το κοινοβούλιο, μέχρι τον Αλτουσέρ και την αναλυση του για τον πολιτικό ιδολογικό μηχανισμό του κράτους. Είναι πεποίθιση μου πως ένα από τα βασικά μας καθήκντα σε αυτή την περίοδο είναι να υπονομεύσουμε την κοινοβουλευτική ιδεολογία και όχι να την ενισχύσουμε όμως πχ ο Τσίπρας, η συγκυρία είναι ευνοϊκή. Τώρα αν εσύ στα παραπάνω βλέπεις κάποια αποστροφή προς τη δημακρατία και οικονομισμό από τη μεριά μου, δεν μπορώ να κάνω κάτι, οι επεξηγηματικές δυνατότητες μου έχουν και όρια.

    Επιλέγω να αναφερθώ σε όλα αυτά για έναν επιπλέον λόγο, διότι πιστεύω πως στοιχεία τους ενυπάρχουν και στις ιδεολογίες των ανθρώπων που κινητοποιούνται και πως θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά. Δεν το κάνω όμως με πρόθεση να καταγγείλω αυτόν τον κόσμο και να αποχωρήσω, αλλά με στόχο να αναδειχθούν και να αντιπαρατεθούν αυ΄τα τα στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας στη δυναμική και το χώρο πολιτικής συζήτηση ςκαι ιδεολογικάης αντιπαράθεσης που δημιουργούν οι κινητοποιήσεις. και για έναν επιπλέον λόγο, όπως αναφέρω σε σχόλιο μου στο radicaldesire:

    «Εδώ και δύο μέρες, με αφορμή τις αναρτήσεις για το νέο κίνημα, τόσο ο Αντώνης όσο και εγώ δεχόμαστε μία κριτική[1] επειδή… κάνουμε κριτική. Ενώ έχουμε πολλές φορές δηλώσει ρητά πως δεν απορρίπτουμε συλλήβδην τις κινητοποιήσεις, αντίθετα προτείνουμε μία κριτική εμπλοκή, φαίνεται πως αυτό δεν αρκεί, αντίθετα απαιτείται εμμέσως πλην σαφώς μία ολοκληρωτική και ανευ όρων υποστήριξη. Αυτή η τοποθέτηση που εκφέρεται μαλιστα από τους υμνητές του νέου κινήματος που υποτίθεται ενσαρκώνει το φρέσκο, «από τα κάτω», αδιαμεσολάβητο, δυναμικό, πλουραλιστικό, μη ξύλινο, κάθε άλλο παρά νέα είναι στην αριστερά· αντίθετα θυμίζει εκείνη την αριστερά (σταλινική – σταλινίζουσα)[2] την οποία υποτίθεται το νέο κίνημα στέλνει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ίσως τελικά αυτό το νέο να μην είναι και τόσο νέο αλλά παλαιό κρασί σε νέες μποτίλιες.

    Προωθείται έτσι μία λογική που μπορεί να συνοψιστεί ως βολονταριστικός κινηματισμός που υποτιμάει την ανάγκη της υπομονετικής και πολιτικής διαπαιδαγώγησης (βέβαια και αυτή η αντίληψη είναι πολύ παλιά). Εδώ εμφανίζεται μία αντίφαση: από τη μία αναγνωρίζεται πως ο αφηρημένος και ασαφής πολιτικός λόγος και η δεδομένη μορφή δράσης, είναι αποτέλεσμα της ιδεολογικής ηγεμονίας του αστισμού και της δραματικής υποχώρησης και περιθωριοποίησης των αριστερών ιδεών, με αποτέλεσμα μόνο έτσι να μπορούσε να κινητοποιηθεί αυτός ο κόσμος. Από την άλλη όμως αυτή η σε γενικές γραμμές σωστή παραδοχή εξαφανίζεται όταν περνάμε στο στάδιο των εκτιμήσεων για τις δυνατότητες της αριστεράς να επηρεάσει και να διαμορφώσει τις κινητοποιήσεις. Σε αυτό το σημείο ξεπηδάει ένας υπερβολικός ενθουσιασμός που λίγο-πολύ υποστηρίζει πως είναι αρκετό που αυτός κόσμος βγήκε στους δρόμους και αντικειμενικά η κίνηση του είναι προς τη δική μας κατεύθυνση.

    Εμείς αυτό που προσπαθήσαμε να αναδείξουμε είναι πως επειδή ακριβώς οι κινητοποιήσεις αυτές εκκινούν από τόσο χαμηλή βάση, αφενός θέλουν πολύ σκληρή προσπάθεια στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο ώστε να αποκτήσουν ένα χαρακτήρα πραγματικά επικίνδυνο για την κυβέρνηση[3] και άρα πρέπει να διαυγαστούν οι ιδεολογικές και πρακτικές αντιφάσεις που τις διαπερνούν. Αφετέρου, να καταδειχτεί η συστηματική προσπάθεια των ιδεολογικών μηχανισμών να «ακινητοποιήσουν» το κίνημα σε ένα επίπεδο που θα είναι ταυτόχρονα ακίνδυνο και θα επιτελεί τη λειτουργία μίας κάποιας πολιτικής και ψυχικής εκτόνωσης όσων συμμετέχουν. Η βασική στρατηγική είναι να αντικειμενοποιηθούν και να «παγώσουν» εκείνα τα χαρακτηριστικά που υποτίθεται αποτελούν την ουσία των κινητοποιήσεων και διασφαλίζουν την επιτυχία. Αυτά δεν είναι άλλα από την εμμονή στη συγκεκριμένη μορφή (ειρηνική μαζική παρουσία σε πλατείες) και ένα πολιτικό λόγο αντικομματικό, κατά των πολιτικών γενικά, με αφηρημένες επικλήσης σε μία κάποια δημοκρατία (πραγματική, αυτόνομη κλπ).

    Τώρα, από προσωπική εμπειρία αλλά και συζητήσεις με αναρχικούς και αριστερούς φίλους φαίνεται πως έχει αρχίσει να σχηματοποιείται ένας διαχωρισμός στις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα. Στο πάνω μέρος, που βρίσκεται η πλειοψηφία, επικρατεί μία χαλαρή, πανηγυρική διάθεση, ένα εθνικό κιτς κλίμα και σημάδια χαμηλής πολιτικοποίησης. Αντίθετα στο κάτω μέρος της πλατείας μαζεύεται μία μειοψηφία μεν, αλλά μαζική, που κάνει τις συνελεύσεις και σοβαρές πολιτικές συζητήσεις. Εκεί συμμετέχουν πολλά μέλη της αριστεράς και της αναρχίας, και γενικά ο κόσμος φαίνεται να έχει μία μικρότερη ή μεγαλύτερη επαφή με το χώρο και την πολιτική. Το θέμα είναι πως αυτά τα δύο μέρη δεν φαίνεται να επικοινωνούν ιδιαίτερα. Οι πάνω δεν εκδηλώνουν κάποια επιθυμία να συμμετάσχουν στη συνέλευση και ο προβληματισμός των κάτω δεν φαίνεται να αγγίζει τους πάνω. Δεν ισχυρίζομαι πως αυτός ο διαχωρισμός είναι απόλυτος ή τετελεσμένο γεγονός, απλά αναδεικνύω τις δυσκολίες του να ξεπεραστεί το παρόν πολιτικό επίπεδο που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία.

    Τέλος, χθες σε μία συζήτηση που είχα με φίλους, όχι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένους, που συμμετείχαν την πρώτη μέρα στο συγκέντρωση, αποκόμισα την εξής εντύπωση. Ενώ ήταν ενθουσιασμένες με το κίνημα και τη δική τους παρουσία εκεί, όταν προσπάθησα να επιχειρηματολογήσω, αναγναγωρίζοντας τα θετικά, πως χρείαζεται μία εμβάθυνση του πολιτικού λόγου και μία όξυνση των μορφών δράσης, προκειμένου να έχουν οι κινητοποιήσεις αποτέλεσμα, έπεσα σε τοίχο. Η αντίδραση ήταν πως η σημασία των διαδηλώσεων ήταν η συμμετοχή του κόσμου σε αυτές και οι βιωματικές αλλαγές που θα του προκαλέσουν. Εάν γίνει προσπάθεια να συγκεκριμενοποιηθεί η πολιτική στόχευση και να αλλάξει η μορφή δράσης, αυτό θα αποθαρρύνει τον κόσμο από το να συμμετέχει. Υπήρχε δηλαδή μία εμφανής φετιχοποίηση του παρόντος σταδίου των κινητοποιήσεων, η προσέγγιση τους ως life changing βιωματική εμπειρία και όχι ως εργαλείο για την επίτευξη ενός πολιτικού σκοπού. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως αυτό εξαντλεί το γενικό κλίμα, όμως είναι ενδεικτικό των αντιλήψεων που υπάρχουν και θεωρώ πως ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε σε αυτό το μπλογκ, τις τελευταίες μέρες επί του θέματος, με βοήθησε στο να ανταποκριθώ καλύτερα στη συζήτηση.»

    Τέλος ο όρος φάρσα δεν αναφέρονταν στο κείμενο του Μαρξ αλλά στη φάρσα- παρωδία της πλατείας Ταχριρ που προσπαθεί να οικοδομήσει ο κυρίαρχος λόγος.

  6. Ο/Η DRAKAKIS MANOLIS λέει:

    Πολύ φοβάμαι ότι μ’ αυτά και με κείνα, η αριστερά θα μείνει και πάλι στο περιθώριο των γεγονότων.
    Τούτο μας ξυνίζει το άλλο μας βρωμάει…Αμάν πια ! Βαρέθηκα τις περισπούδαστες αναλύσεις και τις αφ υψηλού θεωρήσεις.
    Η αριστερά, αντί να κάθεται στη γωνιά και να πυροβολεί αυτά τα νέα παιδιά που βγήκαν στους δρόμους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – αδιάφορο -, για να καταγγείλλουν το μνημόνιο και τα κυβερνητικά μέτρα,θα έπρεπε να είναι εκεί από την πρώτη στιγμή.
    Οι άνθρωποι του συστήματος πάντως είναι εκεί…
    Παρακολουθώντας τις » αριστερές » αναλύσεις αυτές τις μέρες θυμήθηκα ότι το ΚΚΕ είχε αποκαλέσει «300 προβοκάτορες» αυτούς που είχαν καταλάβει το Πολυτεχνείο το 1973. Κατόπιν σύρθυκε πίσω από τις εξελίξεις.
    Ότι δεν καπελωμένο από το ΚΚΕ ή τις άλλες «συνεπείς» αριστερές δυνάμεις και «ταξικά» συνδικάτα, είναι τουλάχιστον ύποτο…
    Πότε επι τέλους θα βάλουμε μυαλό , πότε;

Αφήστε μήνυμα