Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Χρηματοπιστωτικός τομέας και η λεγόμενη χρηματιστικοποίηση



Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 διαρκώς επιδεινώνεται και οι αναπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού είναι στα πρόθυρα (αν δεν βρίσκονται ήδη…) μιας διπλής (double- dip) ύφεσης. Η «μεγαλύτερη οικονομική κρίση από τη δεκαετία του 1930» εξακολουθεί να είναι εδώ και μάλιστα με τέτοια ένταση ώστε ο πολυδιαφημισμένος Nouriel Roubini να αναρωτιέται (ασφαλώς, ρητορικά μόνο, δυστυχώς) αν «Είναι καταδικασμένος ο καπιταλισμός;»:

«Μέχρι πέρσι οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής θα μπορούσαν να τραβήξουν έναν άσο από το μανίκι για να αναθερμάνουν τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και να κάνουν την οικονομία να ανακάμψει. Έχουν δοκιμαστεί σχεδόν τα πάντα: πακέτα δημοσιονομικής τόνωσης, μηδενισμός σχεδόν των επιτοκίων, δύο γύροι «ποσοτικής χαλάρωσης», διαχωρισμός των επισφαλών δανείων από τα «υγιή», και τρισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν για σχέδια διάσωσης και παροχή ρευστότητας προς τις τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Πλέον δεν έχουν μείνει άλλοι άσσοι».[1]

Απελπισία; Όχι δα!

Όσο ακόμα οι… «από κάτω», οι εργαζόμενοι, δεν έχουν αναπτύξει την αυτοπεποίθηση ότι είναι δυνατόν ένας «άλλος κόσμος», ένας κοινωνικός σχηματισμός που θα βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των ίδιων των εργαζομένων, πάντοτε οι καπιταλιστές θα βρίσκουν, με κάποιο τρόπο, τη διέξοδο από την οικονομική κρίση: αρχικά θα την φορτώνουν στις πλάτες των εργαζόμενων και… βλέπουμε!

Όσο για τις αιτίες αυτής της οικονομικής κρίσης οι απολογητές του συστήματος τις αποδίδουν όχι στον ίδιο τον καπιταλισμό αλλά στις… «στρεβλώσεις» του (όπως άλλωστε έκαναν και για όλες τις οικονομικές κρίσεις που προηγήθηκαν στην ιστορία του καπιταλισμού). Για παράδειγμα, η οικονομική κρίση αποδίδεται στα «λάθη των γραφειοκρατών του κράτους» (δαγκώνοντας έτσι το χέρι που διάσωσε τους καπιταλιστές από το γκρεμό που βρέθηκαν το 2008).[2]

Ολοένα και περισσότερο, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει στοχοποιηθεί ως κυρίως υπεύθυνη για την κρίση η λεγόμενη «χρηματιστικοποίηση» των οικονομιών των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.

Η έκρηξη της πίστωσης και συνακόλουθα η συσσώρευση των χρεών κυβερνήσεων, επιχειρήσεων και νοικοκυριών στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού, η συσσώρευση δηλαδή δημόσιων και ιδιωτικών χρεών, επέφερε τη γενικότερη γιγάντωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός νέου ιδεολογήματος -ή μάλλον, επανέφερε ένα παλιό ως νέο:

Υπάρχει ένα «χρηματοπιστωτικό τέρας», που το ενσαρκώνουν οι διαβόητοι «κερδοσκόποι», διαφορετικό από το «παραγωγικό κεφάλαιο», που απομυζά τόσο τους εργαζόμενους όσο και τους καπιταλιστές που δραστηριοποιούνται στην «πραγματική σφαίρα της παραγωγής».

Στο τέλος, το επιμύθιο του ιδεολογήματος, είναι ότι οι «ραντιέρηδες»[3] και όχι ο καπιταλισμός είναι υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση. Μια εξαιρετικά βολική στοχοποίηση «ενόχων» για το σύστημα και τους πολιτικούς του εκφραστές. Δεν ευθύνεται ο καπιταλισμός γενικά, αλλά οι «στρεβλώσεις» του μέσω των «κερδοσκόπων».

Στην Αριστερά (και στην [πάλαι ποτέ] αριστερή πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας), η άνοδος του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει οδηγήσει σε αναβίωση των παλιών αναλύσεων του Χόμπσον, του Χίλφερντινγκ και του Κάουτσκι για τους «χρηματιστές» και το «χρηματιστικό κεφάλαιο», σαν δυνάμεις που έχουν διακριτά και ανταγωνιστικά συμφέροντα από εκείνα του λεγόμενου «παραγωγικού κεφαλαίου». Η γαλλική οργάνωση ΑΤΤΑC, ήδη από τη δεκαετία του 1990, είχε ως κεντρικό στόχο την πάλη «ενάντια στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία», όχι ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό. Κεντρικό της αίτημα ήταν η επιβολή του «Φόρου Τόμπιν» στις διασυνοριακές χρηματοπιστωτικές ροές. Υποτίθεται, κάτι τέτοιο θα απέτρεπε τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις.

 

Χρηματοπιστωτικό και παραγωγικό κεφάλαιο

Είναι αλήθεια ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας μεγεθύνθηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να διαδραματίζει ένα ρόλο που δεν είχε ποτέ στο παρελθόν στην ιστορία του καπιταλισμού. Το 2004 η χρηματιστηριακή αποτίμηση της αξίας των εταιρειών του συγκεκριμένου τομέα έφτανε το 29% της αξίας των μη-χρηματοπιστωτικών, δηλαδή είχε τετραπλασιαστεί μέσα σε 25 χρόνια. Η αναλογία των κερδών των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων προς τα κέρδη των μη-χρηματοπιστωτικών, είχε αυξηθεί από μόλις 6% στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και της δεκαετίας του 1960, σε περίπου 26% το 2001.[4]

Τα παραπάνω μοιάζουν να επιβεβαιώνουν τη μετατόπιση της δυναμικής του συστήματος από την παραγωγή και τις επενδύσεις στην (απλή) κερδοσκοπία.

Ωστόσο, η άποψη ότι υπάρχουν δυο εντελώς αποκομμένα μεταξύ τους τμήματα του κεφαλαίου -το χρηματοπιστωτικό και το παραγωγικό- είναι τελείως αβάσιμη. Πολλά σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν είναι μόνο πιστωτές αλλά και δανειζόμενοι, αφού εμπλέκονται στη «μεσολάβηση» ανάμεσα σε πιστωτές και δανειολήπτες. Επιπλέον, οι βιομηχανικοί όμιλοι, δεν δανείζονται μόνο αλλά και δανείζουν επίσης. Συσσωρεύουν πλεονάσματα ανάμεσα σε περιόδους νέων επενδύσεων, τα οποία και δανείζουν με επιτόκιο. Επίσης, δίνουν πίστωση και στους χονδρέμπορους που αγοράζουν το προϊόν τους. Το βιομηχανικό κεφάλαιο αναλαμβάνει κάποιες από τις ιδιότητες του χρηματοπιστωτικού. Όπως επισημαίνει ο Κώστας Λαπαβίτσας:

«Εισόδημα με τη μορφή τόκου τείνει επίσης να συρρέει και στα χέρια των καπιταλιστών της βιομηχανίας και του εμπορίου, και δεν μπορεί να είναι το αποκλειστικό θεμέλιο μιας κοινωνικής ομάδας».[5]

Η σημερινή μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας, στενά συνδεδεμένης με τις εξελίξεις στον παραγωγικό πυρήνα του συστήματος. Η προϊστορία της γιγάντωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα βρίσκεται στη δεκαετία του 1960 και ήταν το προϊόν της μακρόσυρτης οικονομικής μεγέθυνσης που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και της διεθνοποίησης του κεφαλαίου:

«Η πρώτη μεγάλη ανάπτυξη του στη δεκαετία του 1960 ήταν αποτέλεσμα της αύξησης του παγκοσμίου εμπορίου και των επενδύσεων που δημιούργησε δεξαμενές χρηματοδότησης (το λεγόμενο «ευρωχρήμα»), οι οποίες είχαν ξεφύγει από τον έλεγχο των εθνικών κυβερνήσεων. Το επόμενο μεγάλο βήμα στην ανάπτυξη αυτού του τομέα ήρθε με την ανακύκλωση μέσω του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ των εσόδων από τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, που είχαν εκτοξευτεί στα ύψη. Τα έσοδα αυτά ήταν προϊόν της διογκούμενης εξάρτησης του δυτικοευρωπαϊκού παραγωγικού κεφαλαίου από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής.

[…]

Το διεθνές παραγωγικό κεφάλαιο με τη σειρά του άνοιγε νέες προοπτικές για τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Η επιτυχής διείσδυση της ιαπωνικής αυτοκινητοβιομηχανίας στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 70, έστρωσε το δρόμο για τη ροή ιαπωνικής χρηματοδότησης σε παραγωγικές επενδύσεις (εργοστάσια αυτοκινήτων) και για την κερδοσκοπία με τα ακίνητα στις ΗΠΑ. Και οι ροές πόρων και εμπορευμάτων στο εσωτερικό των πολυεθνικών εταιρειών παρείχαν τους αγωγούς μέσα από τους οποίους οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές μπορούσαν, αν ήταν αναγκαίο, να ξεφύγουν από τον έλεγχο των κυβερνήσεων”.[6]

 

Χρηματοπιστωτικός τομέας

και οικονομική κρίση

Επομένως, όσο η κερδοφορία ήταν σε ικανοποιητικό επίπεδο υπήρχε ένας όλο και αυξανόμενος όγκος της υπεραξίας που είχε πραγματοποιηθεί και αναζητούσε ευκαιρίες για φρέσκιες, κερδοφόρες επενδύσεις. Αυτό σήμαινε την παράλληλη ανάπτυξη τόσο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου όσο και του παραγωγικού (νοούμενων ως δυο διακριτών οικονομικών δραστηριοτήτων).

Οι δυο αυτοί τομείς καπιταλιστικής συσσώρευσης αλληλοεξαρτώνται και στο επίπεδο της παραγωγής. Η δεκαετία του 1990 έφερε την εκτόξευση των επενδύσεων στις τηλεπικοινωνίες. Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ οι δαπάνες για τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό έφτασαν τα 4.000 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτά τα χρήματα συγκεντρώθηκαν από επιχειρήσεις, τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έβλεπαν την τότε εκρηκτική ανάπτυξη του ιντερνέτ ως την κότα με τα χρυσά αυγά. Η έκρηξη των επενδύσεων στις τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις οδήγησε τελικά στην υπερσυσσώρευση στον κλάδο και τελικά στην υπερπαραγωγή:

 «Αν τα έξι δισεκατομμύρια του πληθυσμού της γης μιλούσαν συνεχώς, χωρίς διακοπή στο τηλέφωνο για όλη την επόμενη χρονιά, η δυνητική ικανότητα θα μπορούσε να μεταδώσει το σύνολο των συνομιλιών τους μέσα σε λίγες ώρες… Μόνο το 1% ή 2% των οπτικών ινών που είναι θαμμένες στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική έχουν τεθεί σε λειτουργία».[7]

 Επομένως, το πρόβλημα δεν ήταν η «χρηματιστικοποίηση» αλλά η εγγενής άναρχη παραγωγή στον καπιταλισμό που γεννά την υπερσυσσώρευση και τις οικονομικές κρίσεις. Η τάση για κερδοσκοπία (και αυτή εγγενής στο σύστημα) ενισχύθηκε όταν γινόταν ολοένα και πιο εμφανές (προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990) ότι λόγω του αυξανόμενου παγκόσμια ανταγωνισμού το σύστημα όδευε σε υπερσυσσώρευση και οι κερδοφόρες παραγωγικές επενδυτικές ευκαιρίες δεν ήσαν όσες στο παρελθόν.

Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα αύξησε την αστάθεια του παγκόσμιου συστήματος, όμως, δεν την προκάλεσε. Με τη σειρά της, η ενίσχυση της αστάθειας (το γεγονός δηλαδή ότι δεν υπήρχαν πλέον επαρκείς κερδοφόρες παραγωγικές ευκαιρίες) ενθάρρυνε τις παραγωγικές εταιρείες να αναζητούν κερδοσκοπικά κέρδη:

«Πολλοί βιομηχανικοί όμιλοι άρχισαν να αντιμετωπίζουν την ενασχόληση με το χρηματοπιστωτικό τομέα ως μια κερδοφόρα δραστηριότητα. Στη δεκαετία του 1990, τόσο η Ford όσο και η General Motors στράφηκαν σε τέτοιες δραστηριότητες όπως “lesasing, ασφάλειες, ενοικιάσεις αυτοκινήτων”, ούτως ώστε “κατά τη διάρκεια της οικονομικής άνθησης του 1995-98, το 1/3 των κερδών του ομίλου της Ford προερχόταν από την παροχή υπηρεσιών”. Το περιοδικό Economist αναφερόμενο στη μεγαλύτερη εταιρεία στον τομέα μεταποίησης των ΗΠΑ, την General Electric, έγραψε ότι “τα κέρδη [της] αυξάνονταν με, μπορούμε να πούμε, προβλέψιμη συνέπεια… κάνοντας δυνατή την τακτοποίηση κάθε απρόβλεπτης αβαρίας με την πώληση στοιχείων του ενεργητικού του εμφανώς αδιαφανούς χρηματοπιστωτικού βραχίονα της εταιρείας, της GE Capital”, η οποία ήταν υπεύθυνη για “το 40% των εσόδων της General Electric”».[8]

Παρά την εύκολη στοχοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα (για να απενοχοποιηθεί η συνολική λειτουργία του καπιταλισμού), η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα λειτούργησε αρχικά «αντικυκλικά», δηλαδή καθυστέρησε την εμφάνιση της ύφεσης. Σε φυσιολογικές συνθήκες, ο συνδυασμός ενός χαμηλού επιπέδου επενδύσεων και μιας πτωτικής πορείας πραγματικών μισθών (ένα γεγονός που εμφανίζεται με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε όλες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες) θα είχε ως αποτέλεσμα οικονομική ύφεση. Ο παράγοντας που απέτρεψε αυτήν την εξέλιξη ήταν ακριβώς ο δανεισμός των καταναλωτών μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο εν λόγω δανεισμός δημιούργησε ζήτηση για την οικοδομή και για μια σειρά βιομηχανίες καταναλωτικών ειδών -και δια μέσου αυτών, για τη βαριά βιομηχανία και για πρώτες ύλες- που διαφορετικά δεν θα υπήρχαν. Το τίμημα, ασφαλώς, ήταν ότι η αποφυγή μιας βαθιάς ύφεσης (μέχρι το ξέσπασμα τελικά της οικονομικής κρίσης το 2008) εξαρτιόταν από «φούσκες», κάτι που έχει πολύ πετυχημένα περιγραφεί ως «ιδιωτικοποιημένος κεϊνσιανισμός».

Επομένως, ήταν η συνολική λειτουργία του συστήματος (τυφλός ανταγωνισμός που οδηγεί σε κρίσεις υπερσυσσώρευσης τον καπιταλισμό) που οδήγησε στην κερδοσκοπία και την κρίση, όχι κάποιος μυστήριος και ανεξέλεγκτος «χρηματοπιστωτικός τομέας».

 

Χρηματοπιστωτικός τομέας

και νεοφιλελευθερισμός

Όταν ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008, πολλοί προέβλεψαν το τέλος της «ασύδοτης διεθνοποίησης των χρηματαγορών», αλλά, και το ίδιου του νεοφιλελεύθερου μοντέλου.

Η συνέχεια διέψευσε αυτές τις προβλέψεις: η κρίση έγινε το έναυσμα για ακόμα μεγαλύτερη εφαρμογή νεοφιλελεύθερων μέτρων (ιδιωτικοποιήσεις, απολύσεις, «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις). Πλέον οι χρηματαγορές επιβάλλουν τις θέσεις τους στις κυβερνήσεις για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς (στην Ε.Ε. με την πρόταση του γαλλογερμανικού άξονα για συνταγματική κατοχύρωση ενός ορίου κρατικού δανεισμού) και, ακόμα, μη διστάζοντας να υποβαθμίσουν την πιστοληπτική θέση και των ίδιων των ΗΠΑ. Τα κράτη βρίσκονται υπό τον καθολικό έλεγχο «των αγορών» και υπάγονται, ανεξαρτήτως ισχύος, στη νεοφιλελεύθερη πειθαρχία. Εάν τα κράτη δεν είναι «υπάκουα», οι αγορές επιφυλάσσουν ποινές: αλλαγή στην τιμολόγηση του χρέους και διαφυγή κεφαλαίων.

Αυτή η ενίσχυση των χρηματαγορών, παρά την κρίση, χρειάζεται εξήγηση.

Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο επιβλήθηκε από τους καπιταλιστές σε παγκόσμια κλίμακα από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και εξακολουθεί να αποτελεί μονόδρομο για την άρχουσα τάξη. Η «απελευθέρωση» του χρηματοπιστωτικού τομέα απετέλεσε, από την αρχή, τον καθοριστικό παράγοντα για την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού –δηλαδή, την κατεδάφιση του «κοινωνικού κράτους», το τσάκισμα της δύναμης των συνδικάτων, της πτώσης των μισθών μέσω της μαζικοποίησης της ανεργίας, των ιδιωτικοποιήσεων:

«Πρώτον, κεντρικό και ρητά διακηρυγμένο στόχο [του νεοφιλελευθερισμού] αποτέλεσε η «απορρύθμιση» της αγοράς εργασίας ως μέσο όχι μόνο για τη μείωση της ισχύος των μισθωτών να διεκδικούν αυξήσεις μισθών και καλύτερους όρους εργασίας, αλλά και για την πιο εύκολη υποταγή τους στη λογική του κεφαλαίου εντός και εκτός εργασίας. Για την επίτευξη του στόχου αυτού χρειάστηκαν κατασταλτικές μέθοδοι αλλά και οι μονεταριστικές πολιτικές καταπολέμησης του πληθωρισμού, στο βαθμό που οδήγησαν σε σημαντική αύξηση της ανεργίας (ως εφεδρικού στρατού που διαρκώς θα διαβρώνει τις αντιστάσεις των εργαζομένων). Την ίδια στιγμή ο ίδιος στόχος υπηρετήθηκε και με το όπλο της πειθάρχησης και στοίχισης της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων και των κρατών που προωθούν οι νεοφιλελεύθερες χρηματαγορές […]. Εδώ πρέπει κανείς να σημειώσει ότι οι μονεταριστικές πολιτικές που ευνόησαν την αύξηση των επιτοκίων στις αρχές της δεκαετίας του 1980, εκτός από τη σημαντική αύξηση στα επίπεδα της ανεργίας, είχαν επίσης ως αποτέλεσμα να σχηματιστεί μια σημαντική σφαίρα επένδυσης διεθνών κεφαλαίων: τα αυξημένα χρέη των κρατών.

Δεύτερον, και από μια πλευρά συνέχεια του πρώτου, η ελεύθερη κινητικότητα των κεφαλαίων και το υπόλοιπο νεοφιλελεύθερο σύνολο ρύθμισης της χρηματοπιστωτικής σφαίρας (εξωτραπεζική χρηματοδότηση, ανάπτυξη διαφοροποιημένων διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών κ.λπ.) αποτελούν βασική συνθήκη για την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου και του «εξωπορισμού» (outsourcing), δηλαδή της έκθεσης στον (διεθνή) ανταγωνισμό, ώστε ν’ απαξιωθούν τα μη επαρκώς αξιοποιούμενα (δηλαδή μη ανταγωνιστικά) κεφάλαια […]. Αυτά τα στοιχεία αποτέλεσαν μηχανισμούς πειθάρχησης της εργασίας στις ανάγκες της κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης και συνέχισης της συσσώρευσης.

[…]

Τα εργατικά συνδικάτα και γενικότερα ο κόσμος της εργασίας βίωσε αυτά τα αποτελέσματα ως απώλεια διαπραγματευτικών θέσεων. Το επιχείρημα ήταν και είναι απλό: Δεχτείτε ό,τι προτείνουμε αλλιώς η επιχείρηση θα χάσει τις δυνατότητες χρηματοδότησης της, θα δημιουργηθούν αμφιβολίες για την κερδοφορία της και θα κινδυνεύει ή να εξαγοραστεί με απώλεια θέσεων εργασίας ή ν’ αναδιαρθρώσει την αλυσίδα παραγωγής και να μεταφέρει τμήμα της αλυσίδας σε άλλες χώρες. Δεν είναι λίγες οι αναλύσεις που επισημαίνουν ότι το δεύτερο αποτέλεσε περισσότερο απειλή παρά «πράξη».

Τρίτον, η ιδιωτικοποίηση τομέων κρατικής δραστηριότητας και η αλλαγή της σύνθεσης των κρατικών δραστηριοτήτων. Η διεύρυνση των χώρων τοποθέτησης ατομικών κεφαλαίων αποτελεί κεντρικό, επίσης, στοιχείο του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν σημαντική δραστηριότητα-αποτέλεσμα που δημιουργεί η ίδια η διεύρυνση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Και αυτό το στοιχείο έχει αποτελέσματα στη μισθωτή εργασία. Το ελάχιστο αποτέλεσμα είναι η ανάγκη αυξημένης χρηματοδότησης των «ατομικών» αναγκών, εφόσον δωρεάν παροχές αντικαθίστανται διαρκώς μ’ εμπορεύματα που έχουν τιμή ή που περνάνε στον έλεγχο ενός ατομικού κεφαλαίου, όταν αλλάξει ο τρόπος τιμολόγησης. Επομένως, δημιουργείται η βάση για την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών τα οποία έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, ταυτόχρονα με τη δυνατότητα των τραπεζών να έχουν διείσδυση, όταν απαιτείται, σε νέα τμήματα αγοράς όπως π.χ. τα φοιτητικά δάνεια, τα δάνεια «δεύτερης» κατηγορίας (sub-primes) σε μετανάστες και επισφαλώς εργαζόμενους κ.λπ.

[…]

Τέταρτον, η οικοδόμηση συναίνεσης στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα στηρίχτηκε στη δυνατότητα πρόσβασης των μισθωτών στον φτηνό δανεισμό για τη χρηματοδότηση καταναλωτικών, στεγαστικών ή άλλων δαπανών, όπως επίσης και στη συμμετοχή τους σ’ αυτό το παγκόσμιο κυνήγι απόδοσης (από τις πιο προφανείς διαδικασίες τέτοιας συμμετοχής είναι τα ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία ή τα αμοιβαία κεφάλαια), έτσι ώστε να υπάρχει αυξημένο εισόδημα που υποκαθιστά με καλύτερο τρόπο την απόσυρση του κράτους από τη χρηματοδότηση καθολικών συστημάτων ασφάλισης, υγείας, σπουδών, κοινωνικών υπηρεσιών κ.λπ. Επομένως, η διερεύνηση δυνητικών δανειοληπτών, δηλαδή η ενσωμάτωση στο πιστωτικό σύστημα ευρύτερων ομάδων πληθυσμού, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της απληστίας των τραπεζών και των πάσης φύσεων επενδυτών αλλά επιταγή της ίδιας της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης».[9] [Οι υπογραμμίσεις δικές μου –ΑΚ]

Επομένως, η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ταυτίζεται με τις γενικότερες οικονομικές και ταξικές επιλογές του κεφαλαίου και όχι κάποιων «άπληστων κερδοσκόπων και ραντιέρηδων».

 

Οικονομική κρίση

και το βάθεμα των αντιθέσεων

Ωστόσο, η σημερινή κρίση αποκαλύπτει τις αντιφάσεις και τα προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί στη διάρκεια αυτών των (χοντρικά μιλώντας) τριάντα χρόνων. Το μοντέλο των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, της μόνιμα υψηλής ανεργίας ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης (που ελάχιστα την κάλυπτε η μερική και «μαύρη» απασχόληση) και της κατανάλωσης μέσω αυξανόμενης πίστωσης και υπερχρέωσης έφτασε στο τέλος του. Η υπερχρέωση κρατών και νοικοκυριών είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου όλων των αντιθέσεων που έχουν συσσωρευτεί.

Οι καπιταλιστές και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι κατανοούν ότι το μέγεθος της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι τέτοιο που χρειάζονται νέες επείγουσες παρεμβάσεις, νέες ρυθμίσεις για να συνεχίσει να υπάρχει ο καπιταλισμός. Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά. Στην ιστορία του ο καπιταλισμός έχει επανειλημμένα περάσει από διάφορα στάδια που έχουν μεταβάλλει τον τρόπο λειτουργίας του χωρίς ωστόσο να θίξουν την ουσία του (από το laissez-faire του 19ου αιώνα, στον ιμπεριαλισμό, στην κρατική παρέμβαση και τον κεϊνσιανισμό μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).

Οι καθυστερήσεις και η αμφιθυμία των πολιτικών διαχειριστών του συστήματος οφείλεται στο γεγονός ότι οι όποιες νέες ρυθμίσεις δεν θα πρέπει να θίξουν τα όσια και τα ιερά του σύγχρονου καπιταλισμού:

Το διεθνή χαρακτήρα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, «το βάθεμα των αγορών» -που σημαίνει βάθεμα του ανταγωνισμού με μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις. Και ασφαλώς, μεγαλύτερη συμπίεση του κόσμου της εργασίας, μαζικοποίηση του στρατού των ανέργων ώστε να εξασφαλιστεί μέσω της εργασιακής τρομοκρατίας μια αναγκαστική κοινωνική συναίνεση-υποταγή. Όλα αυτά αποτελούν απαράβατους όρους κάθε νέας ρύθμισης με βάση τη σημερινή στρατηγική του κεφα­λαίου. Αποτελούν στρατηγικές επιλογές χωρίς εναλλακτικό σχέ­διο.

Τα παραπάνω είναι η αιτία που στη χώρα που έχει πληγεί περισσότερο από την κρίση στην ευρωζώνη, στην Ελλάδα, επιβάλλονται, τόσο από την ίδια την ελληνική άρχουσα τάξη όσο και από τους διεθνείς οργανισμούς του κεφαλαίου, στρατηγικές «εξόδου από τα κρίση» που βαθαίνουν το νεοφιλελευθερισμό αντί να τον περιορίζουν. Μέτρα δηλαδή, που βαθαίνουν την οικονομική κρίση και επομένως βοηθούν στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και το τσάκισμα των εργατικών αντιστάσεων μέσω της μαζικοποίησης της ανεργίας.

Η αποφασιστική προσήλωση της άρχουσας τάξης σε αυτήν την πολιτική φαίνεται και από την αταλάντευτη στάση των πολιτικών της διαχειριστών.

Οι (χρυσο)πουλημένοι «δημοσιογράφοι»-γκαιμπελίσκοι των ΜΜΕ περιέγραφαν την κυβέρνηση Παπανδρέου-Βενιζέλου ως μια κυβέρνηση που δεν «τολμά τις μεγάλες αλλαγές λόγω πολιτικού κόστους» -υπονοώντας ότι δεν έπαιρνε μέχρι πρόσφατα ακόμα πιο σκληρά νεοφιλελεύθερα μέτρα, κυρίως μαζικές αποκρατικοποιήσεις με συνοπτικές διαδικασίες και απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Αυτή η «κατηγορία» γινόταν την ίδια στιγμή που οι χρηματιστηριακοί δείκτες βυθίζονταν και συνεχίζουν να βυθίζονται! Με άλλα λόγια, οι γκαιμπελίσκοι των ΜΜΕ κατηγορούσαν την κυβέρνηση ότι δεν ξεπουλά τη δημόσια περιουσία για ένα κομμάτι ψωμί ρίχνοντας στην ανεργία χιλιάδες εργαζόμενους εν μέσω οξύτατης οικονομικής κρίσης! Αλλά, ασφαλώς, με συνέπεια τα ΜΜΕ κάνουν τη δουλειά τους: ψεύδονται και συσκοτίζουν την αλήθεια έναντι αδρής αμοιβής.

Η αλήθεια είναι:

Αν έχει κάτι αποδείξει η κυβέρνηση ΓΑΠ-Βενιζέλου, είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι μπροστά στην υπεράσπιση των στρατηγικών συμφερόντων του ελληνικού κεφαλαίου, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν δίστασε προ κανενός «μικροκομματικού συμφέροντος». Πέρασε τα πιο σκληρά νεοφιλελεύθερα μέτρα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, που καμιά κυβέρνηση σε ολόκληρο τον κόσμο ουδέποτε έχει τολμήσει να περάσει. Οι εξαγγελίες σαρωτικών αποκρατικοποιήσεων και μαζικών απολύσεων δημόσιων υπαλλήλων από τον Βενιζέλο στις 6/9 (όπως και το ολοκληρωτικό άνοιγμα των λεγόμενων «κλειστών επαγγελμάτων») επιβεβαιώνουν την αποφασιστικότητα με την οποία πορεύονται οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου.

Το κόστος για την κυβέρνηση, και το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα, είναι βαρύτατο: έχουν χτυπηθεί οικονομικά όλα τα παραδοσιακά εκλογικά στηρίγματα του κόμματος (εργαζόμενοι, μικρομεσαία στρώματα) σε τέτοιο βαθμό ώστε, σύμφωνα με έρευνα της VPRC:

«Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται πλέον κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού. Η σημερινή του εικόνα δείχνει ουσιαστικά το τέλος του ισχυρού μεταπολιτευτικού πολιτικού και οργανωτικού μηχανισμού. Το ποσοστό συσπείρωσης των προηγούμενων ψηφοφόρων του στις εκλογές του 2009 βρίσκεται μόλις στο 30%, ποσοστό που ιστορικά είναι ίδιον των κομμάτων που βρίσκονταν ένα βήμα πριν την οριστική τους διάλυση (ΠΟΛΑΝ, ΔΗΚΚΙ)».[10]

Με απλά λόγια, η κομματική ηγεσία του ΠΑΣΟΚ είναι διατεθειμένη να διακινδυνεύσει το ίδιο το πολιτικό μέλλον του κόμματος εξυπηρετώντας τα ταξικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Για να αποδειχθεί πόσο ρηχές ήταν οι δήθεν βαθυστόχαστες «αναλύσεις» περί «μικροκομματικών συμφερόντων». Το πραγματικό «κόμμα» της άρχουσας τάξης είναι το ίδιο το κράτος. Οι κατά καιρούς πολιτικοί διαχειριστές του αντιλαμβάνονται, με πλήρη διαύγεια, τα ταξικά συμφέροντα των καπιταλιστών και τα εξυπηρετούν, αν χρειάζεται, ακόμα και σε σύγκρουση με τους κομματικούς τους μηχανισμούς.

Μπροστά σε αυτήν την άκαμπτη ταξική αποφασιστικότητα της άρχουσας τάξης και των πολιτικών της εκφραστών, ο κόσμος της εργασίας έχει μόνο μια επιλογή: να βαθύνει και αυτός από την πλευρά του την αντιπαράθεση με το κεφάλαιο. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν η Αριστερά και οι ανατρεπτικές δυνάμεις θέσουν με καθαρότητα τα ταξικά επίδικα της περιόδου για τον κόσμο της εργασίας. Και αυτά δεν μπορεί παρά να είναι: κρατικοποιήσεις τραπεζών και επιχειρήσεων χωρίς αποζημιώσεις, επιβολή ελέγχων και περιορισμών στην κίνηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, παύση πληρωμών για το δημόσιο χρέος, ρήξη με την Ε.Ε. και τις νεοφιλελεύθερες επιταγές της -πράγμα που σημαίνει ότι η Αριστερά θα πρέπει να θέσει το ζήτημα της εξόδου από την Ε.Ε. και το ευρώ.

Άγγελος Καλοδούκας

 


[3]Ραντιέρης < από τη γαλλική λέξη rentier (fr)> ραντιέρης, αρσενικό, εισοδηματίας.

Η λέξη έχει αποκτήσει κακή έννοια και σημαίνει στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα τον τοκογλύφο καθώς και άλλους εισοδηματίες που χρηματίζουν εις βάρος τρίτων, πιθανόν επειδή χρησιμοποιήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου ως «ραντιέρηδες της οικονομίας» για να καταδείξει όσους χρηματίζουν εις βάρος του Ελληνικού λαού.

http://el.wiktionary.org/wiki/%CF%81%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82

 

Ο Κέινς με τη «Γενική θεωρία» του κυριολεκτικά επιθυμεί «την ευθανασία των ραντιέρηδων», φυσικά Βόρειο-ευρωπαϊκού τύπου, δηλαδή αυτών που διαμόρφωναν εισόδημα από τόκους και ακίνητες περιουσίες στερώντας χρήμα από τις παραγωγικές επενδύσεις και κατ’ επέκταση συρρίκνωναν την παραγωγική επέκταση.

 

http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_22_10/11/2002_43448

 

«Μπορεί ο Κέινς να επιθυμούσε ειλικρινά την «ευθανασία των ραντιέρηδων», αγνόησε ωστόσο επιδεικτικά (παρά τις υποδείξεις του Μπερνάρ Σω) την ανάλυση του Μαρξ στο Κεφάλαιο για την εξελισσόμενη από τον 19ο αιώνα σύμφυση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου.

«Μαζί με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή -έγραφε ο Μαρξ- σχηματίζεται με τελείως καινούργια δύναμη, το πιστωτικό σύστημα, που στις αρχές του εισχωρεί λαθραία, σαν μετριόφρων βοηθός της συσσώρευσης, προσελκύει με αόρατα νήματα στα χέρια ατομικών ή συνεταιρισμένων κεφαλαιοκρατών τα μεγαλύτερα ή μικρότερα χρηματικά ποσά που είναι σκόρπια στην επιφάνεια της κοινωνίας, γίνεται όμως, σε λίγο, ένα καινούργιο τρομερό όπλο στην πάλη του ανταγωνισμού και, τελικά, μετατρέπεται σ’ έναν τεράστιο μηχανισμό για τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου».
Συμπέρασμα; Η ευθανασία του ραντιέρη, σήμερα, είναι αδύνατη χωρίς την ευθανασία του κεφαλαίου, γενικώς…»

http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1191167

 

[4]Chris Harman, Καπιταλισμός Ζόμπι, Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και η επικαιρότητα του Μαρξ, εκδόσεις μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, 2011, σ. 369.

 

[5] Όπ.π., σελ. 395.

 

[6] Όπ.π. σελ. 372-73.

 

[7] Όπ.π. σελ. 379.

 

[8] Όπ.π. σελ. 377-78.

 

[9] Γιάννης Μηλιός, Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση, εκδόσεις Νήσος, Αθήνα 2011, σ. 310-313.

 

Share

Tags:

Category: Οικονομική κρίση και Αριστερά



Σχόλια (4)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η Uturunco λέει:

    Σύντροφε Άγγελε
    δεν μπορώ να καταλάβω πως από μια τέτοια ανάλυση -με την οποία, σε γενικές γραμμές, συμφωνώ- βγάζεις αυτά τα πολιτικά συμπεράσματα.
    Αν δεχτούμε ότι κεντρικό χαρακτηριστικό της παρούσας φάσης του καπιταλισμού -που βέβαια δεν αναιρεί τα βασικά του χαρακτηριστικά ήτοι την μισθωτή εργασία και την απόσπαση υπεραξίας- είναι η σύμφυση του κεφαλαίου και άρα πως δεν έχει νόημα να διακρίνουμε ανάμεσα σε «κερδοσκοπία» και «παραγωγικές» δραστηριότητες, από που βρίσκεται η «δυσαρμονία»; Αυτό έχει νόημα σε μια ανάλυση τύπου Attac όπου ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει υπερμεγενθυθεί «αφύσικα», οπότε το κράτος πρέπει να παρέμβει ρυθμιστικά, φορολογόντας τις α’ δραστηριότητες και ενισχύοντας τις β’. Στην οπτική αυτή το κράτος πρέπει να διαθέτει όλα τα οικονομικά εργαλεία (θεσμικά, νομισματικά ή ό,τι) που χρειάζεται ώστε να χαράσει οικονομική πολιτική και να «ρυθμίζει» ώστε να μην προκύπτουν «δυσαρμονίες» ή, έστω, να διορθώνονται. Αυτό το νόημα έχει εξάλλου η κρατικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας.
    Αλλά, με βάση τα όσα λες, τούτο είναι «ουτοπία». Οι αγορές επιβάλλονται στα κράτη, ακόμα και στα ισχυρότερα εξ’ αυτών. Και παραπέρα, το ίδιο το κράτος, είναι το κόμμα της αστικής τάξης. Η αστική τάξη λοιπόν έχει ήδη στα χέρια της ό,τι χρειάζεται, συμπεριλαμβανομένου και του κράτους. Πως βαθαίνει το ρήγμα με τις «κρατικοποιήσεις»; Στο κάτω-κάτω, τίποτα δεν εμποδίζει τις «κρατικές» επιχειρήσεις να λειτουργούν με «ιδιωτικο-οικονομικά» κριτήρια.
    Μα, εν πάση περιπτώσει, έστω και οι «κρατικοποιήσεις» αποτελούν ένα «μεταβατικό» αίτημα. (Αν και κατά την γνώμη μου «μεταβατικό» δεν σημαίνει κάτι ουτοπικό που μοιάζει εφικτό). Βρίσκονται εξάλλου στα προγράμματα όλων των αριστερών κομμάτων -της Ελλάδας και όχι μόνο- ώστε μπορούν να αποτελέσουν το μίνιμουμ πρόγραμμα ενός αριστερού Μετώπου. Αλλά εσύ ως κεντρικό στόχο θέτεις την έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ και το ευρώ.
    Αυτό όμως δεν αποτελεί κάποιο «κοινό τόπο». Κατ’ αρχήν αφορά μόνο την Ελλάδα. Σε ποιόν αγώνα ζητάμε από τους Γερμανούς/Γάλλους/Ισπανούς κλπ. συντρόφους και συντρόφισσες να μας στηρίξουν; Αλλά, και περιοριζόμενοι στην Ελλάδα,είναι σαν να βάζουμε το κάρο πριν από τα βόδια. Γιατί ενώ στην παρούσα φάση η κρατικοποίηση των τραπεζών θα οδηγούσε στην αποβολή της Ελλάδας από την ΕΕ και το ευρώ -καίτοι τα λοιπά κράτη θα έπρεπε να εξηγήσουν και στους πολίτες τους γιατί αποβάλλεται ένα κράτος που θέλησε να βάλει χαλινάρι στις τράπεζες και στους «κερδοσκόπους»- η οικειοθελής έξοδος από την ΕΕ και το ευρώ δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και την κρατικοποίηση των τραπεζών. Γι’ αυτό θα χρειαζόταν αγώνας σε δεύτερη φάση, ενώ σε πρώτη το μόνο μέτωπο που θα μπορούσε να υπάρξει είναι με τα τμήματα της αστικής τάξης που προβληματίζονται για το «σκληρό» ευρώ.

  2. Ο/Η AK λέει:

    Αγαπητέ σύντροφε Uturunco
    Προφανώς, συμφωνώ μαζί σου ότι «τίποτα δεν εμποδίζει τις «κρατικές» επιχειρήσεις να λειτουργούν με “ιδιωτικο-οικονομικά” κριτήρια». Ωστόσο μια πρόταση εξόδου από την Ε.Ε. και το ευρώ μπορεί να συνδυαστεί με μεταβατικά αιτήματα προς όφελος του κόσμου της εργασίας και προς μια πορεία για τον σοσιαλισμό. Την άποψή μου για το ζήτημα την έχω εκθέσει αναλυτικά στη δημοσίευση «Η E.E. και η (νέα) «ευγενής μας τύφλωσις» και ειδικότερα στην ενότητα «Έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε.».
    Σε ευχαριστώ για την παρέμβασή σου και τη σαφήνεια των απόψεών σου.
    Άγγελος

  3. Ο/Η Uturunco λέει:

    Εγώ σε ευχαριστώ για την πολύ καλή «δουλειά» που κάνεις είτε μέσω διαδικτύου είτε με πιο «παραδοσιακά» μέσα. (Με την ευκαιρία συγχαρητήρια και για τις πολύ ωραίες φωτογραφίες).
    Έχοντας μια αρκετά καλή γνώση των απόψεών σου ξέρω πως συμφωνούμε, όχι πάντα, μα σίγουρα σε επίπεδο κατεύθυνσης και προβληματισμού. Δεν σχολιάζω πάντα τα κείμενά σου επειδή δεν έχει νόημα. Ό,τι χρειάζεται να γραφτεί το έχεις γράψει καλύτερα.
    Το αυτό συμβαίνει και εν προκειμένω, όπως και με το κείμενο «Η ΕΕ και η νέα ευγενής μας μας τύφλωσις». Η αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στην διεθνιστική σου οπτική και στο αίτημα της¨»εξόδου» σου είχε επισημανθεί -από άλλους- και εκεί. Ο ίδιος εξάλλου λες πως τις ίδιες επιφυλάξεις είχες και εσύ.
    Εγώ είπα να πάω τον προβληματισμό -ίσως αποτυχημένα- ένα βήμα παραπέρα.
    Νομίζω πως, στην πραγματικότητα, το μόνο νόημα που έχει η προβολή του αιτήματος της «εξόδου» είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «επανανστατική» και «ρεφορμιστική» (άρα και φιλοευρωπαϊκή) αριστερά. Δεν υπήρετεί κάποιο στόχο ενότητας. Αυτό δεν είναι -κατά τη γνώμη μου- κακό. Όχι μόνο γιατί η ενότητα της αριστεράς δεν είναι κάτι από την φύση του θετικό αλλά και επειδή, όπως έλεγε ο Λένιν, ενίοτε πρέπει πρώτα να χωριστούμε για να μπορέσουμε να ενωθούμε. Το «κακό» είναι οι αντιλήψεις -με τις οποίες και εσύ διαφωνείς- πάνω στις οποίες επιχειρείται αυτός ο διαχωρισμός.
    Το «παραπέρα» τώρα έχει να κάνει με την ίδια την ουσία των «μεταβατικών» αιτημάτων. Το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς, τόσο της φιλοευρωπαϊκής όσο και της αντιευρωπαϊκής, εμφανίζει ως «μεταβατικά» αιτήματα καθαρά διαχειριστικά θεωρώντας πως, η αδυναμία ίκανοποίησής τους στις παρούσες συνθήκες τα κάνει «επαναστατικά» προωθώντας ρήξεις. Η έννοια όμως του «μεταβατικού» αιτήματος δεν είναι να «ξεγελάσει» τις μάζες αλλά να τις υποστηρίξει αναδεικνύοντας το σοσιαλιστικό περιεχόμενο των αγώνων. Για παράδειγμα ενώ η «δωρεάν παιδεία» είναι «μεταβατικό» αίτημα, η ίδρυση ενός χ κρατικού φορέα δεν είναι, παρότι μπορεί να αντιβαίνει στην τάδε ντιρεκτίβα της ΕΕ.
    Και πάλι συγχαρητήρια.

  4. Ο/Η markos λέει:

    Παρά την σωστή ανάλυση και τον Διεθνισμό του μπλογκ , οι πλατείες στα κοινά ψηφίσματά τους δεν βάζουν ζητήματα διαφορετικών εθνικών δρόμων γιατί τελικά ο κοινός δρόμος είναι ένας.
    Το Εναίο Μέτωπο Ευρωπαικών Λαών.
    Στην αρχή σε ρεφορμιστικό επίπεδο αλλά αργά ή γρήγορα σε επαναστατικό επίπεδο.

Αφήστε μήνυμα