- aformi - http://www.aformi.gr -

Μέρες οργής, μέρες ελπίδας


Για όποιον από τα καθεστωτικά πολιτικά επιτελεία είχε αμφιβολίες, η 28η Οκτωβρίου πρέπει να τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Το μίσος σιγοβράζει στους εργασιακούς χώρους και ψάχνει την ευκαιρία για να ξεχειλίσει στους ελληνικούς δρόμους. Κανένας πλέον θεσμός του κράτους δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο. Στις 28 Οκτωβρίου ο «ύπατος» θεσμός, που ίσταται, υποτίθεται, υπεράνω των «κομματικών διαφορών», η προεδρία της δημοκρατίας και ο αχυράνθρωπός της Κάρολος Παπούλιας βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα. Ήταν γελοίες οι προσπάθειες των ΜΜΕ (της τηλεοπτικής αλητείας) να ανατριχιάσουν (δήθεν) γιατί «μια μειοψηφία δεν σεβάστηκε την ηρωική επέτειο του έθνους» και προπηλάκισε τον «σεβαστό από όλους μας» πρόεδρο της δημοκρατίας. Αυτή η διατεταγμένη απ’ όλα τα τηλεοπτικά κανάλια κατάπτυστη διαστρέβλωση της αλήθειας απλά αποκαλύπτει το πασιφανές γεγονός: ζούμε στη μονοκομματική «ενημέρωση» των βαρόνων των ΜΜΕ. Την τηλεοπτική δικτατορία του κεφαλαίου.

Δεν υπάρχει κανένας θεσμός που να λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλοάμ για τους καθεστωτικούς πολιτικούς του συστήματος. Ο «σεβαστός» μας πρόεδρος, επίτιμο στέλεχος των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ επί πολλά χρόνια, συνταξιούχος του συστήματος, από την πρώτη στιγμή που η κυβέρνηση των ΓΑΠ-Βενιζέλου επέλεξε τη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα βρέθηκε να υποστηρίζει αναφανδόν τις κυβερνητικές επιλογές, επιχαίροντας για τις «επιτυχίες» της κυβέρνησης. Άλλωστε αυτός είναι ο ρόλος του «σεβαστού θεσμού της δημοκρατίας», δηλαδή των κατά καιρούς προέδρων της δημοκρατίας: χωρίς καμιά ουσιαστική εξουσία, αποτελούν διακοσμητικές γλάστρες των κυβερνητικών επιλογών.

Ευτυχώς υπάρχει η πραγματική ενημέρωση από το διαδίκτυο αλλά και τη ζώσα μαρτυρία όσων ήσαν παρόντες σε οποιαδήποτε εκδήλωση για την 28 Οκτωβρίου. Οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας αγκάλιαζαν τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου που κατέβηκε στους δρόμους. Οι πολιτικοί και οι «επίσημοι» διαπομπεύτηκαν από τον κόσμο που τους πέταξε (κυριολεκτικά) από τις εξέδρες των επισήμων. Η οργή και το μίσος για τους εκπροσώπους του κεφαλαίου κατέκλυσε τους δρόμους στέλνοντας σήμα κινδύνου στις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις.

Για άλλη μια φορά, το ΚΚΕ φρόντισε να υπογραμμίσει την ειρηνική και με κάθε κόστος θεσμική αντιπολίτευση που προτείνει (και προσπαθεί να επιβάλει) στο κίνημα. Αφού αρχικά δηλώνει ότι «λαϊκή αντίθεση εκφράστηκε με πολλούς και διάφορους τρόπους» σπεύδει να διαχωριστεί από τις δυναμικές αντιδράσεις του κόσμου στις παρελάσεις:

«Αυτή η μαζική λαϊκή αντίδραση δεν μπορεί ούτε να συκοφαντηθεί, ούτε να στιγματιστεί από τη δράση ορισμένων θυλάκων που δεν εκφράζουν τα λαϊκά συμφέροντα και δρουν ενάντια σε αυτά, για δικούς τους σκοπούς. Το αν έγινε ή δεν έγινε η στρατιωτική παρέλαση στη Θεσσαλονίκη είναι ένα δευτερεύον ζήτημα, μπροστά στο δράμα που ζει ο λαός και τα χειρότερα που του φέρνουν κυβέρνηση – ΕΕ – πλουτοκρατία.

[…]

Όπως καθήκον και υποχρέωση του αγωνιζόμενου λαού είναι να επαγρυπνεί και να παραμερίζει από το δρόμο του κάθε είδους παγίδα και προβοκάτσια που επιτρέπει στην κυβέρνηση και στις συντηρητικές και συμβιβασμένες δυνάμεις να διασπούν και να συκοφαντούν το λαϊκό κίνημα για να το αποδυναμώσουν».[1]

Περίπου στο ίδιο κλίμα (αλλά και σαφώς δεξιότερα) και η ανακοίνωση της Δημοκρατικής Αριστεράς, επιβεβαιώνοντας τον συστημικό χαρακτήρα του κόμματος:

«Είναι δικαιολογημένη η αγανάκτηση των πολιτών και δημοκρατικό δικαίωμα οι διαδηλώσεις κατά της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτό, όμως, είναι διαφορετικό από το να εμποδίζεται η παρέλαση, η οποία αναφέρεται στην τιμή και στη μνήμη του αντιφασιστικού αγώνα του ελληνικού λαού. Είναι ενέργειες που τραυματίζουν τη δημόσια εικόνα της χώρας, αλλά και προσβάλουν μια σημαντική μέρα όπως η σημερινή που συμβολίζει το μεγάλο αντιφασιστικό αγώνα».[2]

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μοναδική κοινοβουλευτική πολιτική δύναμη που σαφώς υπερασπίστηκε τις εκδηλώσεις στις παρελάσεις αποδίδοντας τα «επεισόδια» στην κυβέρνηση. «Η κυβέρνηση έσπειρε ανέμους και θερίζει θύελλες».[3] Θα πρέπει ωστόσο, να γίνει η υπενθύμιση, ότι αρκετές φορές η κύρια συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΝ, προσπαθεί να ισορροπήσει ακροβατώντας ανάμεσα σε δυναμικές εκφράσεις του κινήματος και σε κοινοβουλευτικού τύπου αντιπολίτευση υπογραμμίζοντας κάθε τόσο ότι είναι «κόμμα που αντιτίθεται σε κάθε μορφής βία».

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ανακοίνωσή της αναφέρει:

«Η σημερινή μέρα δείχνει ότι η εργατική τάξη και η νεολαία δεν θα αφήσουν κανένα περιθώριο σταθεροποίησης της κυβέρνησης που είναι πλήρως απονομιμοποιημένη από τις Πανεργατικές απεργίες, τις καταλήψεις και τις διαδηλώσεις. Η υποστήριξη στη κυβέρνηση από τη δημαγωγική δεξιά αντιπολίτευση δείχνει πόσο αναγκαία είναι σήμερα η αριστερά της αντικαπιταλιστικής διεξόδου από τη κρίση, η αριστερά που επιμένει στον αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης από τα κάτω, της αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ευρώ, της απαίτησης για διαγραφή του χρέους, εθνικοποίησης των Τραπεζών κάτω από εργατικό έλεγχο. Είναι ώρα χωρίς ούτε ένα λεπτό αναμονής να ανοίξει τώρα ο νέος γύρος αγώνων για να ανατραπεί η κυβέρνηση εδώ και τώρα».[4]

Στα καθεστωτικά κόμματα τώρα, ένας δυσοίωνος συμβολισμός πραγματοποιήθηκε από τον φύρερ του ΛΑΟΣ Γιώργο Καρατζαφέρη ο οποίος έκανε δηλώσεις έξω από την οικία του Ιωάννη Μεταξά λέγοντας για το «“δειλό ναι” του Γιώργου Παπανδρέου, 71 χρόνια μετά το “Όχι” του τότε πρωθυπουργού».[5] Το γεγονός αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει ως υπενθύμιση στο κίνημα ότι τέτοιου μεγέθους οικονομικές κρίσεις στον καπιταλισμό εγκυμονούν κινδύνους ακόμα και για τα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα που εξακολουθούν να υφίστανται στα καπιταλιστικά καθεστώτα.

Και τα δυο κόμματα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, καταδίκασαν «τα επεισόδια» που «αμαύρωσαν την εικόνα όλων των Ελλήνων» κατά τον Σαμαρά.[6] Η σύγκληση των δυο κομμάτων επιβεβαιώνει όχι μόνο τις γενικότερες συγκλήσεις τους στην οικονομική πολιτική αλλά και τα κοινό τους πρόβλημα: το μεταπολιτευτικό σύστημα εναλλαγής των δυο κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία πνέει τα λοίσθια…

Αρκετοί πολιτικοί σχολιαστές κάνουν την επισήμανση ότι στην Ελλάδα βιώνουμε μια «νέα μεταπολίτευση». Το παλιό πολιτικό κατεστημένο, ο λεγόμενος δικομματισμός, έχει φάει τα ψωμιά του, η παρακμή του είναι πλέον σε επίπεδο σαπίσματος. Αυτό που θα συμβεί, όπως σε κάθε μεταπολίτευση, θα αναδιαρθρώσει το πολιτικό σκηνικό, τα κόμματα, τους εκλογικούς συσχετισμούς.

Ωστόσο, σε κάθε ιστορική περίοδο υπάρχουν διαφορετικές «μεταπολιτεύσεις». Στη μεταπολίτευση του 1974 αυτό που κυριαρχούσε στον κόσμο της εργασίας, αλλά και στα ευρύτερα μικροαστικά στρώματα, ήταν ένα αίσθημα χαράς και αυξανόμενης αισιοδοξίας ότι η μεταπολίτευση θα λειτουργούσε «θετικά για όλους». Ότι ο κοινοβουλευτισμός ήταν η μοναδική δημοκρατική οδός που μπορούσε να εγγυηθεί την ομαλή μετάβαση σε μια «πιο δίκαιη κοινωνία» -ότι και να σήμαινε αυτό. Η κυριαρχία αυτών των αντιλήψεων μετέβαλε έναν μέχρι τότε αποτυχημένο πολιτικό (είχε εγκαταλείψει τη χώρα το 1963 χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης), τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο, σε… «εθνάρχη». Παρά το τεράστιο και μαχητικό κίνημα των χρόνων που ακολούθησαν, ο κόσμος της εργασίας εναπόθεσε τις ελπίδες του στον Ανδρέα Παπανδρέου και το, τότε, ΠΑΣΟΚ. Κοινώς, το αστικό καθεστώς κατόρθωσε, σχετικά σύντομα, να αποκαταστήσει την πολιτική σταθερότητα (πράγμα όχι και τόσο απλό μετά την κατάρρευση μιας εφτάχρονης δικτατορίας).

Η σημερινή «μεταπολίτευση» είναι εντελώς διαφορετική. Υπάρχει ένας διαρκώς διογκούμενος θυμός που αγκαλιάζει όχι μόνο τον κόσμο της εργασίας αλλά και τα μικροαστικά στρώματα για τη ραγδαία ταξική υποβάθμιση που έχουν υποστεί. Ο ένας από τους δυο πυλώνες της αστικής πολιτικής (και κοινωνικής) σταθερότητας, το ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται σε πόλεμο διαρκείας με την κοινωνική του βάση πράγμα που το έχει οδηγήσει σε καταβαράθρωση της εκλογικής και κοινωνικής του επιρροής. Διάδοχη κατάσταση στο κόμμα δεν διαφαίνεται. Η κρίση έχει ακυρώσει και τον επίδοξο κομματικό κληρονόμο -και πραγματικό πρωθυπουργό- τον «πολύ ευφυή» κύριο Ευάγγελο Βενιζέλο (που τελικά αποδείχθηκε λιγότερο ευφυής ακόμα και από τον ΓΑΠ, εξαιρετικό επίτευγμα πράγματι!). Το ΠΑΣΟΚ σπαράσσεται εσωτερικά σε διάφορες μερίδες που ερίζουν πλέον για… κομμάτια και θρύψαλα!

Ο έτερος πυλώνας της αστικής σταθερότητας, η Νέα Δημοκρατία, τα πάει προφανώς καλύτερα (αλλοίμονο άλλωστε), αλλά όχι όσο θα απαιτούσαν οι ανάγκες του ελληνικού καπιταλισμού. Παρά την ολέθρια πολιτική του ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ δεν πείθει ούτε δημοσκοπικά έχοντας χαμηλά ποσοστά. Ο λόγος δεν είναι ούτε η προηγούμενη κυβερνητική της θητεία ούτε η ανεπάρκεια της ηγεσίας του Σαμαρά. Κόμμα της άρχουσας τάξης δεν μπορεί παρά να συμφωνεί, επί της ουσίας, με την κυβερνητική πολιτική. Πράγμα που εξαναγκάζει στην «πολιτική μεθυσμένου» που ακολουθεί η ηγεσία της: δήθεν σκληρή κριτική στην κυβέρνηση και υπεράσπιση μικροαστικών στρωμάτων, όπως για παράδειγμα τους ταξιτζήδες, και ταυτόχρονα διαγραφή του προέδρου τους όταν κλιμακώνονταν οι κινητοποιήσεις του κλάδου. Δήθεν για την ΝΔ δεν θα πρέπει η λεγόμενη «εφεδρεία» δημόσιων υπαλλήλων να οδηγεί σε απολύσεις, αλλά ταυτόχρονα ο Σαμαράς δηλώνει ενάντια σε αυτούς που κάνουν απεργίες και διαδηλώσεις που «αναστατώνουν το κοινωνικό σύνολο… αυτοί θα βρουν τη ΝΔ απέναντί τους»! Με αυτήν την πολιτική δεν μπορεί παρά τα εκλογικά ποσοστά της ΝΔ να εμφανίζουν αρρυθμίες και να κινούνται ασθμαίνοντας.

Τα παραπάνω είναι συμπτώματα βαθύτερων διαταραχών στην κοινωνική βάση που μέχρι σήμερα στήριζε τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος και επομένως και της «ομαλής» εναλλαγής των δυο αστικών κομμάτων εξουσίας. Με δεδομένο ότι η κρίση στον ελληνικό καπιταλισμό είναι πλέον του επιπέδου της δεκαετίας του 1930, με διαρκή λιτότητα μέχρι το 2020 τουλάχιστον (σύμφωνα με τι επίσημες εκτιμήσεις…), με τη «λύση» που δόθηκε στις Βρυξέλες στην κρίση του δημόσιου χρέους να αποτελεί σίγουρη συνταγή αποτυχίας, τα κοινωνικά θεμέλια των δυο κομμάτων εξουσίας έχουν κλονιστεί ανεπανόρθωτα.

Τα κόμματα εξουσίας δεν δομούνται σε «ιδεολογικούς» πομφόλυγες, αλλά σε σχέσεις συναλλαγής και διαμεσολάβησης με υλικά ανταλλάγματα. Ένας καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός δεν αποτελείται μόνο από τη μεγαλοαστική τάξη (που αποτελεί το 1% του πληθυσμού), αλλά πρέπει να ενσωματώσει στην ταξική κυριαρχία του κεφαλαίου και τα ενδιάμεσα στρώματα και τις υποτελείς εργαζόμενες τάξεις. Έτσι, η μεταπολιτευτική (1974-2009) οικονομική ανάπτυξη, με όλα τα προβλήματά της, επέτρεψε την ανάπτυξη μικρο-μεσαίων αστικών στρωμάτων που ευημέρησαν έχοντας φορολογική ασυλία, ενώ πράγματι δόθηκαν κάποια μισθολογικά ανταλλάγματα και σε ένα μέρος του κόσμου της εργασίας -πάνω στα οποία άλλωστε χτίστηκε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ως ένας από τους παράγοντες σταθερότητας του πολιτικού συστήματος.

Στις σημερινές συνθήκες όλα αυτά ανατρέπονται. Τα πολιτικά επιτελεία και των δυο κομμάτων εξουσίας βρίσκονται σε σύγκρουση με τα μέχρι τώρα κοινωνικά τους στηρίγματα, την ίδια στιγμή που η οικονομική κρίση είναι τέτοιας έκτασης που καθιστά απαγορευτική την ανάδυση νέων μεσοστρωμάτων που θα κάλυπταν το κενό. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ επιχειρούν να επιτελέσουν ένα σισύφειο έργο: να διατηρήσουν τη δικομματική καθεστωτική σταθερότητα αναδιαρθρώνοντας τα κοινωνικά τους ερείσματα σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης. Η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει ότι επιχειρούν το αδύνατο (διάβαζε τη δημοσίευσή μας Η πολιτική κρίση στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1930: από τον κοινοβουλευτισμό στη δικτατορία).

Σε αυτές τις συνθήκες της «μεγάλης αναστάτωσης, θαυμάσιας κατάστασης», η Αριστερά σίγουρα είναι κατώτερη των περιστάσεων. Ωστόσο δεν πρέπει να μένουμε μόνο στην κριτική (και από αυτό εδώ το σάιτ έχουμε κάνει αρκετή…). Η ελπίδα βρίσκεται στην Αριστερά, αλλά, η ανάδυση πολιτικών στρατηγικών που θα είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικές και νικηφόρες για το κίνημα θα είναι μια σύνθετη διαδικασία. Δεν θα προέρχεται μόνο από κομματικά ή θεωρητικά επιτελεία και αγωνιστές. Θα είναι το αποτέλεσμα των αγώνων της τάξης μας. Και μέχρι σήμερα η αντίδραση του κόσμου της εργασίας είναι υποδειγματική. Το «δόγμα του σοκ» εφαρμόστηκε με απόλυτη συνέπεια στην Ελλάδα: ύπουλα και απότομα, από ένα κόμμα που ήταν συνώνυμο της «κρατικής παρέμβασης στην οικονομία», και που αιφνιδιαστικά, απροειδοποίητα στράφηκε σε έναν ανελέητο νεοφιλελευθερισμό με καταιγισμό νομοσχεδίων που κατάργησαν όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων. Παρά τον αιφνιδιασμό οι κινητοποιήσεις στην Ελλάδα έχουν κάνει το γύρο του κόσμου.

Θα θέλαμε περισσότερα, από τους εαυτούς μας, από τους συναδέλφους μας. Ωστόσο τα περισσότερα έρχονται: μέσα από την ανάπτυξη των αντιστάσεων θα προκύψει η λύση, η προοπτική για τον κόσμο της εργασίας. Και ευτυχώς, έτσι πρέπει να γίνουν τα πράγματα. Όχι μέσα από κομματικές και συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, αλλά από τα κάτω, μέσα από το ξεδίπλωμα των αγώνων θα προκύψουν οι νέες επαναστατικές ηγεσίες και οι ιδέες . Τα εργατικά συμβούλια δεν προέκυψαν ως ιδέα στο μυαλό του Μαρξ ή στα κομματικά επιτελεία των μπολσεβίκων. Προέκυψαν από την κεφαλαιοποίηση των αγώνων της ίδιας της τάξης.

Στην Ελλάδα σήμερα βλέπεις τον θυμό, το ταξικό μίσος να ξεχειλίζει -η 28 Οκτωβρίου ήταν άλλη μια επιβεβαίωση όσων αισθάνεται ο καθένας στους χώρους εργασίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα εξέγερσης ή επανάστασης. Εξέγερση ή επανάσταση είναι πάντοτε τα λιγότερο πιθανά να συμβούν, διαφορετικά οι άρχουσες τάξεις θα κατέρρεαν με την παραμικρή οικονομικοπολιτική κρίση. Πράγμα που φυσικά δεν συμβαίνει.

Αλλά και τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς το θυμό που σιγοβράζει και που ο καθένας αντιλαμβάνεται στον κόσμο της εργασίας σήμερα στην Ελλάδα. Απαισιοδοξία του νου, αισιοδοξία της βούλησης, έγραφε ο Γκράμσι αποτελούν μια από τις βασικές πλευρές της συγκρότησης ενός επαναστάτη.

Να το θυμόμαστε αυτό!

Άγγελος Καλοδούκας

 


[1] http://www.amna.gr/pressReleaseView.php?id=8850&doc_id=10537854

 

[2] http://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=321987

 

[3] Στο ίδιο.

[4] http://www.antarsya.org/

 

[5] http://news.in.gr/greece/article/?aid=1231135117

 

[6] http://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=321987


Share