Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Η πολιτική κρίση στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1930: από τον κοινοβουλευτισμό στη δικτατορία



Η δημοσίευση αυτή αποτελεί το δεύτερο μέρος της αναδρομής μας στη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930. Το πρώτο μέρος ήταν το «Η ελληνική κοινωνία και οικονομία στη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930».

Η περίοδος 1922-1936 χαρακτηρίζεται από μια παρατεταμένη και διαρκώς διογκούμενη κρίση του κοινοβουλευτικού αντιπροσωπευτικού συστήματος η οποία (αναπόφευκτα) συνοδεύεται από κρίση των πολιτικών κομμάτων. Η κρίση των κομμάτων έχει ως κύρια έκφραση της την αστάθεια των κομματικών σχηματισμών τόσο της μοναρχικής όσο και της λεγόμενης «δημοκρατικής παράταξης».

Η πολιτική κρίση έμοιαζε αρχικά ότι αποτελούσε μια απλή συνέχεια του «εθνικού διχασμού» του 1916 και της «πολιτικοποίησης» του θρόνου, της ταύτισης δηλαδή του βασιλιά με τη συντηρητική πολιτική παράταξη. Όμως, οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή, η απομάκρυνση του βασιλιά, η κατάργηση της βασιλείας και η ανακήρυξη της δημοκρατίας το 1924, έκαναν αντιληπτό ότι η πολιτική κρίση είχε πολύ βαθύτερες ρίζες, ότι δεν επρόκειτο απλώς για μια κρίση στις σχέσεις του βασιλιά με το κοινοβούλιο και την κυβέρνηση. Η ανακήρυξη της δημοκρατίας δεν οδήγησε στο ξεπέρασμα της πολιτικής κρίσης. Αντίθετα, η κρίση εξακολούθησε να αγκαλιάζει το πολιτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα στο σύνολο του.

Το πρόβλημα βρισκόταν στην «καρδιά» του ίδιου του κοινοβουλευτικού συστήματος και των αστικών πολιτικών κομμάτων: στην αδυναμία τους να «αντιπροσωπεύσουν» τη λαϊκή κοινωνική και πολιτική δυναμική, δηλαδή να την εντάξουν σε σταθερή και μακροπρόθεσμη βάση στην προοπτική των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του ελληνικού καπιταλισμού. Από το 1935 και μετά η κρίση παίρνει τη μορφή της ανοικτής κρίσης ηγεμονίας, καθώς καμία πολιτική μερίδα δεν είναι πλέον σε θέση να αναλάβει την πολιτική διακυβέρνηση.

Στην πορεία προς τη δικτατορία του Μεταξά τον Αύγουστο του 1936, όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, και της «δημοκρατικής παράταξης», προετοίμαζαν στρατιωτικά πραξικοπήματα, αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο ότι για τα αστικά κόμματα η υπεράσπιση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης είναι υπεράνω της υπεράσπισης του κοινοβουλευτισμού.


Η «δημοκρατική παράταξη» μηχανορραφεί,

αλλά αποτυγχάνει οικτρά

Τον Αύγουστο του 1928 προκηρύσσονται εκλογές στις οποίες ως αρχηγός των Φιλελευθέρων εμφανίζεται ξανά ο Βενιζέλος, που από το 1924 μέχρι το 1928 απείχε από την ενεργό πολιτική. Οι Φιλελεύθεροι συγκε­ντρώνουν, χάρη στο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, 225 από τις 250 έδρες της Βουλής. Πρόκειται για εκλογικό θρίαμβο, που ωστόσο, η κυβερνητική θητεία των Φιλελεύθερων που ακολουθεί θα εξανεμίσει την αρχική μεγάλη λαϊκή υποστήριξη (όπως άλλωστε συμβαίνει σχεδόν πάντα στον κοινοβουλευτισμό…).

Ο Βενιζέλος αντιλαμβάνεται εξ αρχής, με δεδομένο το μέγεθος των ταξικών αντιθέσεων που περιγράψαμε στην προηγούμενη δημοσίευσή μας, ότι το κεντρικό ζήτημα ήταν ο έλεγχος και η καταστολή του εργατικού κινήματος ως προϋπόθεση της σταθεροποίησης και ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Όρος για την οικονομική ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα ήταν τα χαμηλά μεροκάματα και η διατήρηση της αδυναμίας αντίδρασης του κόσμου της εργασίας. Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν, το 1929 ένα χρόνο μόλις μετά τις εκλογές, η βενιζελική πλειοψηφία θα ψηφίσει το νόμο «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», δηλαδή το διαβόητο Ιδιώνυμο με το οποίο, μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, θα καταδικαστούν για τις ιδέες τους και την πολιτική και κοινωνική τους δράση περί τους 3.000 κομμουνιστές.

Η ξεκάθαρα ταξική πολιτική των Φιλελεύθερων αποξενώνει τα λαϊκά στρώματα από το κόμμα αυτό και στις εκλογές που έγιναν μετά το τέλος της τετράχρο­νης κυβερνητικής θητείας του Βενιζέλου, τον Σεπτέμβριο του 1932, οι Φιλελεύθεροι επέτυχαν πενιχρή νίκη επί του δεξιού Λαϊκού Κόμματος του Παναγή Τσαλδάρη, που το αποτελούσαν κατά μέγα μέρος βασιλικοί. Το αποτέλεσμα ήταν οι Φιλελεύθεροι να μην έχουν απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, δεν μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση, και το Νοέμβριο ο Τσαλδάρης σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας. Ο Βενιζέ­λος εξανάγκασε τη νέα κυβέρνηση σε παραίτηση και προκηρύχτηκαν νέες εκλογές τον Μάρτιο του 1933. Όμως κι αυτή η τα­κτική ναυάγησε, γιατί το Λαϊκό Κόμμα κέρδισε 135 έδρες ενώ οι Φιλελεύθεροι 96. Η ήττα των Φιλελεύθερων οδήγησε τον Στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα να υποκινήσει πραξικόπημα τη νύχτα της 5ης προς 6η Μαρτίου με ενθάρρυνση του ίδιου του Βενιζέλου. Το πραξικόπημα απέτυχε οικτρά.

Το πραξικόπημα του Πλαστήρα είχε καταστρεπτικές συνέπειες για το ελληνικό πολι­τικό σύστημα. Αρκετοί από τους πρώην υποστηρι­κτές του Βενιζέλου είχαν γίνει τώρα σκληροί αντίπαλοι του. Στις 6 Ιουνίου του 1933 έγινε απόπειρα εναντίον της ζωής του Βενιζέλου με μια περιπετειώδη καταδίωξη αυτοκινήτων στο δρόμο Αθήνας-Κηφισιάς. Αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθεί ο σωματοφύλακας του και να τραυματιστεί η γυναίκα του.

Ένα νέο πραξικόπημα έγινε την πρώτη Μαρτίου του 1935, σχεδιασμένο και αυτό από βενιζελικούς αξιωματικούς (ο Βενιζέλος όχι απλά γνώριζε αλλά και είχε αποδεχθεί την αρχηγία του πραξικοπήματος). Παρόλο που οργανώθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα από το προηγούμενο, το πραξικόπημα του 1935 κατέληξε κι αυτό σε μια εξευτελιστική αποτυχία. Τρεις αξιωματικοί του στρατού εκτελέσθηκαν για την ανάμιξη τους και περισσότεροι από χίλιοι αποστρατεύθηκαν. Αυτές υπήρξαν και οι πιο μαζικές αποστρατεύσεις που είχαν γίνει μέχρι τότε στις ένοπλες δυνάμεις και έτσι απέμεινε στο στρατό ένα σώμα αξιωματικών με καθαρά δεξιό (έως ακροδεξιό) προσανατολισμό. Αμέσως μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος και λογοκρισία στον τύπο.


Ο δρόμος προς τη δικτατορία Μεταξά

Στις εκλογές του Ιουνίου του 1935 οι βενιζελικοί ηττήθηκαν κατά κράτος με αποτέλεσμα τη μεγάλη νίκη του Λαϊκού Κόμματος, το οποίο κέρδισε 281 έδρες σε μια Βουλή 300 εδρών, ενώ η Βασιλική Ένωση του Μεταξά κέρδισε 7 έδρες.

Ο Κονδύλης αναλαμβάνει πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του ανακοινώνει την κατάργηση της δημοκρατίας στην εθνοσυνέλευση. Στις 3 Νοεμβρίου πραγματοποιείται «δημοψήφισμα». Το αποτέλεσμα, φανερά νοθευμένο, ήταν 1.491.992 ψήφους υπέρ της παλινόρθωσης της βασιλείας και 32.454 κατά. Ο Βενιζέλος όχι μόνο αποδέχεται το νόθο αποτέλεσμα, αλλά επιπλέον από τη Γαλλία συνέστησε την «καλοπροαίρετη ανοχή»(!) της μοναρχίας.

Ο βασιλιάς επιστρέφει στην Ελλάδα, υποτίθεται, ως η ενσάρκωση της «εθνικής συμφιλίωσης» και επιχειρεί, χωρίς όμως αποτέλεσμα, να επιτύχει την προσέγγιση των δυο αστικών παρατάξεων. Το πολιτικό αδιέξοδο επιβεβαιώνεται στις εκλογές που ακολουθούν. Στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936, το Φιλελεύθερο κόμμα (οι βενιζελικοί) εξέλεξαν 141 βουλευτές, το Λαϊκό κόμμα 143 και το ΚΚΕ (Λαϊκό Μέτωπο) 15.

Το εκλογικό αποτέλεσμα μετατρέπει το ΚΚΕ σε ρυθμιστικό παράγοντα στο κοινοβούλιο. Τόσο ο Τσαλδάρης, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος, όσο και ο αντίπαλος του Θεμιστοκλής Σοφούλης του Φιλελεύθερου κόμματος αρχίζουν μυστικές διαπραγματεύσεις με το ΚΚΕ.

Στις 19 Φεβρουαρίου του 1936 ο Σοφούλης και ο αντιπρόσωπος του Λαϊκού Μετώπου Στέλιος Σκλάβαινας έκλεισαν μυστική συμφωνία: το Λαϊκό Μέτωπο υποσχέθηκε να ψηφίσει τον Σοφούλη για πρόεδρο της βουλής και να υποστηρίξει την κυβέρνηση του. Ο Σοφούλης υποσχέθηκε σ’ αντάλλαγμα ότι θα πρότεινε μέσα σ’ ένα μήνα διάφορα νομοσχέδια, όπως τη μείωση της τιμής του ψωμιού, την αναστολή της εξόφλησης των χρεών των μικροκτηματιών, αμνηστία για τους πολιτικούς κρατούμενους και εξόριστους, κατάργηση της μυστικής αστυνομίας που είχε ιδρυθεί πρόσφατα, διάλυση των φασιστικών οργανώσεων και διατήρηση του αναλογικού εκλογικού συστήματος.

Με βάση τη συμφωνία, στις 6 Μαρτίου ο Θεμιστοκλής Σοφούλης έγινε πρόεδρος της βουλής με τις ψήφους του Λαϊκού Μετώπου. Η τακτική των μυστικών συμφωνιών με αστικά πολιτικά κόμματα, την οποία ακολούθησε και το ΚΚΕ, ήταν αποτέλεσμα της στρατηγικής που είχε χαράξει η σταλινική Κομιντέρν (η Κομμουνιστική Διεθνής) και είχε επιβάλει στα ευρωπαϊκά Κομουνιστικά Κόμματα.

Η τακτική αυτή είχε προκύψει μετά το τέλος μιας καταστροφικής περιόδου για τα ΚΚ. Από το 1928 μέχρι το 1935 η σταλινική Ρωσία είχε επιβάλει στα ΚΚ την ανερμάτιστη πολιτική της λεγόμενης «τρίτης περιόδου». Σύμφωνα με αυτήν την «υπεραριστερίστικη» γραμμή, η δυνατότητα σοσιαλιστικής επανάστασης στη δυτική Ευρώπη ήταν άμεση, ωστόσο το κύριο εμπόδιο ήταν η Σοσιαλδημοκρατία (η οποία χαρακτηριζόταν ως «Σοσιαλφασιστική»). Αποτέλεσμα αυτής της γραμμής ήταν τα φασιστικά κόμματα να θεωρηθούν «δευτερεύουσα»(!) απειλή. Η πραγματική γενεσιουργός αιτία αυτής της εξωφρενικής πολιτικής ήταν η προσπάθεια της (νεότευκτης τότε) σταλινικής γραφειοκρατίας να κυριαρχήσει στο εσωτερικό τόσο της Ρωσίας όσο και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος χαρακτηρίζοντας τους αντιπάλους του στο κίνημα (κυρίως όσους βρίσκονταν γύρω από τον Τρότσκι) ως «δεξιούς».

Το αποτέλεσμα αυτής της καταστροφικής πολιτικής που επέβαλε ο σταλινισμός ήταν η ήττα του εργατικού κινήματος στη Γερμανία, η συντριβή του Γερμανικού ΚΚ (που τη δεκαετία του 1930 ήταν το μαζικότερο και ισχυρότερο ΚΚ της Ευρώπης) και η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία.

Μετά από αυτή την καταστροφή, η γραμμή της Κομιντέρν άλλαξε (στο 7ο Συνεδρίου της Κομιντέρν το 1935). Κάνοντας στροφή 180 μοιρών, η νέα γραμμή υποστήριζε ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν ήταν δυνατή και ότι έπρεπε να υπάρξουν συμμαχίες με τις «δημοκρατικές» αστικές πολιτικές δυνάμεις. Η εποχή των Λαϊκών Μετώπων είχε αρχίσει για τα ΚΚ, η οποία θα αποδεικνυόταν το ίδιο καταστροφική με την προηγούμενη. Στην Ελλάδα η σταλινική γραμμή δικαιολογήθηκε γιατί στην Ελλάδα, δήθεν, υπήρχαν «φεουδαρχικά κατάλοιπα» και έπρεπε να μεσολαβήσει ένα «δημοκρατικό στάδιο» πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση. Με αυτή λοιπόν τη λογική, το ΚΚΕ επεδίωξε συμμαχίες με τις φιλελεύθερες αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Η πολιτική αυτή ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Όπως είδαμε, συνολικά ο αστικός πολιτικός κόσμος κατευθυνόταν προς αυταρχικές πολιτικές λύσεις. Την ίδια στιγμή που οι φιλελεύθεροι έκλειναν συμφωνίες με το ΚΚΕ, ταυτόχρονα διευκόλυναν τον βασιλιά να κηρύξει δικτατορία. Η πολιτική του ΚΚΕ σε ελάχιστο διάστημα μετατράπηκε σ’ ένα σωρό ερειπίων…

Με τη στήριξη του ΚΚΕ ο Θεμιστοκλής Σοφούλης του Φιλελεύθερου κόμματος έγινε πρόεδρος της βουλής. Σύμφωνα με την κοινοβουλευτική παράδοση ο βασιλιάς Γεώργιος έπρεπε να αναθέσει στον Σοφούλη την πρωθυπουργία –θεώρησε ωστόσο ως καλύτερο να επέμβει μαζί με το στρατό.

Η εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης δόθηκε από το βασιλιά στον Μεταξά (θαυμαστή του Μουσολίνι και ακραιφνή βασιλόφρονα), αρχηγό του μικρού κόμματος των Ελευθεροφρόνων με μόλις 7 έδρες στη βουλή. Τον Απρίλιο του 1936, η κυβέρνηση Μεταξά παίρνει με μεγάλη πλειοψηφία ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή (241 υπέρ, 16 εναντίον, 4 αποχές), εξασφαλίζοντας την υποστήριξη και των δυο αστικών παρατάξεων.

Οι πολιτικοί και οι βουλευτές και των δυο αστικών παρατάξεων συμφώνησαν στην πρόταση του Μεταξά ότι το κοινοβούλιο έπρεπε να διακόψει τις εργασίες του για πέντε μήνες (!!), μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου. Οι νομοθετικές αρμοδιότητες του κοινοβουλίου θα μεταβιβάζονταν σε 40μελή επιτροπή, στην οποία τα κόμματα επρόκειτο να αντιπροσωπευθούν σύμφωνα με την κοινοβουλευτική τους δύναμη. Συμφωνώντας μ’ αυτή τη ρύθμιση οι πολιτικοί των δυο αστικών παρατάξεων παρέδιδαν την εξουσία στο φασιστικό καθεστώς του Μεταξά.

Η μόνη δύναμη που προσπάθησε να ανακόψει την πορεία προς τη φασιστική δικτατορία ήταν το εργατικό κίνημα. Η Ελλάδα συνέχιζε να υποφέρει σοβαρά από τα αποτελέσματα της διεθνούς οικονομικής κρίσης και αυτό προκαλούσε μεγάλη εργατική αναταραχή. Οι μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις της περιόδου έχουν ως κορυφαία στιγμή τους την εργατική κινητοποίηση της 9ης Μαΐου 1936 στη Θεσσαλονίκη, κατά την οποία δολοφονούνται από την αστυνομία δώδεκα εργάτες. Ακολουθεί παλλαϊκή κινητοποίηση τη μέρα της κηδείας τους και γενική εργατική απεργία στις 13 Μαΐου 1936. Μερικοί από τους στρατιώτες που χρησιμοποιήθηκαν για να διατηρήσουν την τάξη μαζί με τμήματα της αστυνομίας, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και χρειάσθηκε να κλειστούν στα στρατόπεδα τους για να αποφευχθεί η περαιτέρω συναδέλφωση με τους απεργούς. Η κατάσταση έφθασε στο αποκορύφωμα της όταν προκηρύχτηκε 24ωρη γενική απεργία για τις 5 Αυγούστου, σαν ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στην προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση για επιβολή αναγκαστικής διαιτησίας στις εργατικές διαφορές.

Η αυξανόμενη εργατική αναταραχή, συνδυασμένη με το παρατεινόμενο πολιτικό αδιέξοδο στην Αθήνα, αύξησε τη συμπάθεια του βασιλιά προς τα σχέδια του Μεταξά για «ισχυρή κυβέρνηση».

Στις 4 Αυγούστου ο Μεταξάς αναστέλλει την ισχύ του Συντάγματος με τη συγκατάθεση του βασιλιά και εγκαθιδρύει τη δικτατορία του. Βασικός στόχος της δικτατορίας ήταν η συντριβή του λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς.

Οι προσπάθειες του Μεταξά να προσδώσει στο καθεστώς ένα μαζικό χαρακτήρα ανάλογο του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού ναζισμού έμειναν χωρίς αποτέλεσμα: το μεταξικό καθεστώς σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του είχε μηδαμινή λαϊκή υποστήριξη.

Άγγελος Καλοδούκας


Βιβλιογραφία

Γιάννης Μηλιός: Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, εκδόσεις Κριτική, 2000.

Λευτέρης Τσουλφίδης, αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας: Οικονομική ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις πανεπιστημίου Μακεδονίας 2003.

Richard Clogg, Σύντομη ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993.

Heinz Richter, 1936-1946 δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα, εξάντας, 1975.

Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΕ, Αθήνα 1978, εκδοτική Αθηνών.

Κώστας Βεργόπουλος, Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη, η Ελλάδα στο μεσοπόλεμο, Εξάντας 1993.

Mark Mazower, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2002.

Share

Category: Εσωτερικά



Σχόλια (1)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η kostas λέει:

    mpravo gia to arthro.

Αφήστε μήνυμα