Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Προοπτικές και κίνδυνοι για μια αριστερή κυβέρνηση



ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΛΑΠΑΒΙΤΣΑ

Η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η πιο αισιόδοξη πολιτική εξέλιξη από την αρχή της γιγαντιαίας κρίσης της Ευρωζώνης. Το δίλημμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου είναι ξεκάθαρο. Αν σχηματιστεί αριστερή κυβέρνηση που θα εφαρμόσει το ριζοσπαστικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει η δυνατότητα αφενός να βγει η Ελλάδα από την κρίση και αφετέρου να δρομολογηθεί νέα πορεία για την υπόλοιπη Ευρώπη. Αν σχηματίσει κυβέρνηση ο μετριότατος κ. Σαμαράς, η χώρα θα συνεχίσει ακάθεκτη προς την κατάρρευση, που όλα δείχνουν πως δεν θα αργήσει.

Τις τελευταίες μέρες έγινε ξεκάθαρο ακόμη και για τους πιο δύσπιστους ότι η κρίση είναι πανευρωπαϊκή και όχι απλώς ελληνική. Δεν ευθύνεται ο ελληνικός δημόσιος τομέας ούτε η ελληνική διαφθορά και οι πελατειακές σχέσεις για την τεράστια αναταραχή. Το πρόβλημα έχει να κάνει, πρώτον, με την παγκόσμια κρίση που ξεκίνησε το 2007 στις ΗΠΑ και, δεύτερον, με τους μηχανισμούς του ευρώ που διαμεσολάβησαν και επέτειναν την κρίση στην Ευρώπη. Μετά από δύο χρόνια συνεχούς άρνησης και θεωρητικών ακροβασιών -από τα δεξιά, αλλά δυστυχώς και από τα αριστερά- η σκληρή πραγματικότητα σταδιακά γίνεται αποδεκτή από όλους. Ο λόγος είναι απλός. Τη στιγμή αυτή η Ισπανία χρειάζεται ίσως 250-300 δισ. ευρώ τα οποία δεν θα μπορέσει να βρει στις ανοιχτές αγορές και άρα μάλλον θα μπει στο πρόγραμμα «διάσωσης».

Θα ακολουθήσει βίαιη γενίκευση της κρίσης του ευρώ που θα φέρει νέα δεδομένα στην Ευρώπη. Δύο παράγοντες έχουν καταλυτική σημασία. Ο πρώτος είναι τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού τομέα και κυρίως των τραπεζών. Στην ουσία το τραπεζικό σύστημα της Ισπανίας είναι χρεωκοπημένο, αλλά και της Γερμανίας είναι κάθε άλλο παρά υγιές.

Οι δυνατότητες για τους κυβερνώντες δεν είναι πολύ μεγάλες. Η παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ, την οποία πολλοί θεωρούν ως ένα είδος μαγικού ραβδιού, δεν μπορεί βέβαια να λύσει το πρόβλημα της φερεγγυότητας των ευρωπαϊκών τραπεζών. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επιτρέψει την τεχνητή αναπνοή, όπως ήδη γίνεται με τις ελληνικές τράπεζες. Οι τράπεζες χρειάζονται νέα κεφάλαια για να διορθώσουν τους ισολογισμούς τους και αυτά μπορούν να προέλθουν μόνο από το κράτος, δηλαδή από τη φορολογία.

Εδώ όμως εμφανίζεται αμέσως ο δεύτερος παράγοντας, δηλαδή η έλλειψη πανευρωπαϊκού κράτους. Ποια χώρα θα δεχτεί να χρηματοδοτήσει με τα λεφτά των φορολογουμένων της τις τράπεζες μιας άλλης, χωρίς σκληρό αντάλλαγμα; Και ποια χώρα θα δεχτεί αδιαμαρτύρητα την άφιξη κάποιου ξένου γραφειοκράτη, ο οποίος θα κομίζει εντολές για το κλείσιμο τραπεζών;

Όποιος νομίζει ότι μπορεί να φτιαχτεί ένας τέτοιος μηχανισμός στα γρήγορα, ώστε να δημιουργηθούν γεγονότα επί του εδάφους τα οποία θα ωθήσουν την Ευρώπη προς την ενοποίηση, απλώς δείχνει πόσο άσκεφτος ή πανικόβλητος είναι. Αυτός ο τυχοδιωκτισμός έστησε και το τερατούργημα της νομισματικής ένωσης που έχει φέρει την Ευρώπη στα πρόθυρα της καταστροφής. Διότι η βασική αιτία της έλλειψης ενιαίου ευρωπαϊκού κράτους είναι η έλλειψη ενιαίου ευρωπαϊκού έθνους.

Οι λαοί της Ευρώπης δεν θέλουν τη δημιουργία ενιαίου έθνους, ή ενιαίου «δήμου», ενώ βεβαίως επιθυμούν τη συνεργασία ή και τη συναδέλφωση. Ούτε και μπορούν τα έθνη να δημιουργηθούν στα κρυφά ή στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των Βρυξελλών. Αν το επόμενο διάστημα ληφθούν βεβιασμένες αποφάσεις που θα προδικάζουν την ταχεία εμφάνιση δημοσιονομικής ένωσης, η Ευρώπη θα μπει σε εξαιρετικά επικίνδυνη πορεία που κάλλιστα μπορεί να περιλαμβάνει πολιτική, διπλωματική, ακόμη και στρατιωτική ένταση. Ο λόγος είναι, φυσικά, ότι ο τελικός λογαριασμός θα καταλήξει στη Γερμανία, είτε λόγω διάσωσης των τραπεζών είτε λόγω αθέτησης πληρωμών από πλευράς των χωρών της περιφέρειας.

Δεδομένων αυτών των συνθηκών, η Γερμανία, που είναι η πραγματική πηγή ισχύος στην ΟΝΕ, βρίσκεται ενώπιον μέγιστου προβλήματος. Η οικονομία της παρουσιάζει μέτρια εγχώρια απόδοση, αλλά μεγάλη εξαγωγική επιτυχία, κυρίως προς τις χώρες της Ασίας, τα τελευταία τρία χρόνια. Το τραπεζικό της σύστημα παραμένει εξαιρετικά επισφαλές. Η έκθεση της χώρας στο χρέος της περιφέρειας της ΟΝΕ είναι ήδη τεράστια, αν συνυπολογίσουμε τον δανεισμό της Μπούντεσμπανκ προς τις άλλες κρατικές τράπεζες. Όσο κι αν ξαφνιάζει πολλούς στην Ελλάδα, υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης της γερμανικής φερεγγυότητας, αν συνεχιστεί η μεγέθυνση της έκθεσης σε προβληματικό χρέος άλλων.

Συνεπώς καμία λύση της κρίσης που θα περιλαμβάνει νέες δαπάνες ή γενναιόδωρο δανεισμό σε πανευρωπαϊκή βάση δεν πρόκειται να γίνει εύκολα αποδεκτή από γερμανικής πλευράς. Η γερμανική άρχουσα τάξη αντιλαμβάνεται πολύ καλά το πιθανό κόστος για την ίδια. Το πιθανότερο είναι, λοιπόν, ότι θα συνεχίσει να επιμένει στην πολιτική της λιτότητας που μετακυλίει το κόστος στους άλλους.

Με την πολιτική αυτή διακινδυνεύει φυσικά την κατάρρευση της ΟΝΕ ή την έξοδο μιας ή περισσοτέρων χωρών. Το πιθανότερο όμως είναι ότι η γερμανική άρχουσα τάξη θα το ρισκάρει και, αν όντως προκύψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα επιχειρήσει να ελαχιστοποιήσει το κόστος για την ίδια στις νέες συνθήκες. Δεν είναι ασυνήθιστο για μια άρχουσα τάξη να αντιδρά με τέτοιο τρόπο. Στο κάτω-κάτω αυτό έκανε και η ελληνική, όταν το 2010 αρνήθηκε διαρρήδην να δεχτεί την προοπτική της εξόδου, προτίμησε να ρισκάρει εντός της ΟΝΕ κι έφερε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.

Με αυτά τα δεδομένα, μιά αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα, που θα προχωρήσει, ως οφείλει, στην κοινοβουλευτική ακύρωση των Μνημονίων και στη σταδιακή διαγραφή του χρέους, θα αποτελέσει τρομακτική πρόκληση για τη γερμανική πλευρά. Το τελεσίγραφο που θα κηρύσσει αδυσώπητο πόλεμο θα φτάσει αμέσως, πιθανώς την άλλη μέρα. Άρα τι μέλλει γενέσθαι;

Είναι απολύτως απαραίτητο να μην ενδώσει μια αριστερή κυβέρνηση στις πιέσεις, αν πραγματικά νοιάζεται την Ελλάδα και τον λαό της. Διότι η υποχώρηση θα σημάνει καταστροφή – πολιτική, κοινωνική και οικονομική. Για να το πετύχει όμως αυτό θα χρειαστεί γενική και αποφασιστική λαϊκή κινητοποίηση. Χωρίς αυτήν δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν οι πιέσεις. Θα χρειαστεί επίσης εναλλακτικό σχέδιο, το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει την έξοδο από το ευρώ, που μπορεί να επιβληθεί εκ των πραγμάτων. Η έξοδος δεν είναι εμπίπτει βέβαια στην τρέχουσα στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα πρόκειται για το άκρον άωτον της ανευθυνότητας να μην υπάρξει πρόβλεψη για λειτουργικό εναλλακτικό σχέδιο. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να προετοιμάζεται η ίδια, όπως και να προετοιμάζει τον ελληνικό λαό. Μπροστά μας έχουμε βαρομετρικό χαμηλό.

Το θετικό είναι ότι υπάρχει η γνώση, η εμπειρία και η θέληση διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας, ώστε να αντιμετωπιστεί και αυτό το ενδεχόμενο. Ό,τι και να λέει η τρομοκρατία των ΜΜΕ, όσα προχειρογραμμένα σκαριφήματα περί κόλασης της δραχμής και να δημοσιεύσουν οι οικονομολόγοι της Εθνικής Τράπεζας, η πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την καταιγίδα, αρκεί να υπάρξει κοινωνική συσπείρωση και αποτελεσματική αριστερή ηγεσία.

Δεν πρόκειται ο ελληνικός λαός να μείνει ξεκρέμαστος, όσο κι αν ωρύονται αυτοί που μας έφεραν εδώ. Οι εκλογές της 17ης μπορούν να μας γλιτώσουν από την καταστροφή και να ανοίξουν καινούργιο δρόμο για τα λαϊκά στρώματα.

Πηγή: Η Αυγή

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Χωρίς σχόλια (2)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η ΕΟΣ λέει:

    Υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην δημιουργική και γόνιμη κριτική απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ από την τακτική κινήσεων και το πόλεμο λάσπης και τις μπουνιές κάτω από την μέση. Ο Κώστας Λαπαβίτσας δεν υπερβαίνει αυτή την γραμμή. Άλλοι όμως το κάνουν. Περισσότερα εδώ: Οι “αντικαπιταλιστικές” ύαινες…

  2. Ο/Η las artes λέει:

    Το ερώτημα δυσκολεύει και πολλούς οικονομολόγους. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η γερμανική άρχουσα τάξη δεν επιθυμεί να καταστρέψει την Ευρωζώνη, δεδομένου ότι επιτυγχάνει σημαντικά κέρδη από αυτή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κατανοεί πλήρως τις αντιφάσεις και τις συνέπειες του τι κάνει. Η επιδίωξη του άμεσου εθνικού συμφέροντος δεν προάγει απαραιτήτως τη σταθερότητα του συστήματος συνολικά. Κατά πρώτο λόγο, καμία άρχουσα τάξη δεν θα αύξανε εθελοντικά τους μισθούς των εργαζομένων της, δεδομένου ότι θα έχανε αμέσως σε ανταγωνιστικότητα στο εξωτερικό. Κατά δεύτερο, τα πλεονάσματα αποτελούν πηγή ιεραρχικής ισχύος μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών και οι Γερμανοί καπιταλιστές δεν έχουν καμία διάθεση να τα χάσουν. Υπάρχει ένας πυρήνας μερκαντιλισμού στην καπιταλιστική σκέψη που ουδέποτε εξαλείφθηκε.

Αφήστε μήνυμα