Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Ανταγωνιστικότητα. Μύθος και Πραγματικότητα



Μια λέξη τρόμος πλανάται πάνω από τους εργαζόμενους. Η λέξη ανταγωνιστικότητα. Στο όνομα αυτής της νέας θεάς του καπιταλισμού θυσιάζονται οι εργαζόμενοι των αναπτυγμένων κυρίως χωρών. Η ανταγωνιστικότητα δεν ήταν πάντα, ούτε καν στον καπιταλισμό, μια έννοια κι ένας πολιτικός στόχος προτεραιότητας. Δεν υπήρχε καν σαν έννοια μεταξύ των εθνικών οικονομιών με τη μορφή που παίρνει σήμερα. Υπήρχε φυσικά ο ανταγωνισμός των εθνικών κεφαλαίων για την κατάκτηση αγορών και πρώτων υλών, η οποία έπαιρνε και τη μορφή πολεμικής σύρραξης, αλλά η έννοια της ανταγωνιστικότητας με τη μορφή της διαμόρφωσης ειδικών συνθηκών στο εσωτερικό της εθνικής αγοράς και ιδιαίτερα της αγοράς εργασίας, ώστε αυτή να εξυπηρετεί τις εξαγωγικές ανάγκες του κεφαλαίου και μόνο και την ενίσχυση της κερδοφορίας του δεν υπήρχαν.

Η ανταγωνιστικότητα είναι μια έννοια και μια πολιτική πρακτική που μπήκε δυναμικά στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Συμπίπτει δηλαδή η εμφάνιση της στο ιστορικό προσκήνιο με την είσοδο του καπιταλισμού στην παρασιτική φάση του και στη χρόνια και γενικευμένη κρίση του. Η ανταγωνιστικότητα είναι επομένως μια έννοια ιστορικά διαμορφωμένη και αφορά ένα συγκεκριμένο στάδιο του καπιταλισμού και μόνο.

Η ανταγωνιστικότητα δεν ταυτίζεται με την παραγωγικότητα αν και αυτή συμμετέχει ως ένας από τους παράγοντες που διαμορφώνει την ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ο.Κ.Ε. «…η ανταγωνιστικότητα προϋποθέτει ιδιαιτέρως την παραγωγικότητα, αλλά η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα είναι διαφορετικά θέματα. Η ανταγωνιστικότητα μπορεί να θεωρηθεί ως ο συνδυασμός ανταγωνιστικών τιμών, που επιτυγχάνονται με την αύξηση της παραγωγικότητας, και ανταγωνιστικών χαρακτηριστικών που δεν σχετίζονται με ΤΟ κόστος». Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Παραγωγικότητα: το κλειδί για την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών και επιχειρήσεων». CES 1370/2002. σελ. 3

Διάφορες κατατάξεις ως προς την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εμφανίζονται συχνά πυκνά πλέον στα ΜΜΕ και βρίσκονται στο λόγο πολιτικών, δημοσιογράφων και αναλυτών. Όλοι ισχυρίζονται πως η θέση της ελληνικής οικονομίας στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας είναι δραματική και συνεχώς επιδεινούμενη. Κάθε φορά που πρόκειται να παρθούν αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα η επίκληση της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας βρίσκονται στο πρώτο πλάνο της δικαιολόγησης τους. Πέρα από τις όποιες δικές μου ενστάσεις για την ανταγωνιστικότητα θα προσπαθήσουμε εδώ να δούμε τι εννοούν με τον όρο όσοι τον επικαλούνται, πως τον ορίζουν αλλά και που βρίσκονται οι ευθύνες για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Για το γεγονός δηλαδή πως το ελληνικό κεφάλαιο και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν τις συνθήκες εκείνες που θα τους έκαναν ανταγωνιστικούς απέναντι στις αστικές τάξεις άλλων χωρών.

Διάφοροι διεθνείς οργανισμοί ορίζουν την ανταγωνιστικότητα με τους παρακάτω τρόπους: Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ανταγωνιστικότητα είναι «… η ικανότητα εταιριών, βιομηχανιών, περιοχών, εθνών ή υπερεθνικών περιοχών να δημιουργήσουν σχετικά υψηλού επιπέδου εισοδήματα και επίπεδα εργασίας, παραμένοντας εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό».  Επίσης,«…  ο βαθμός στον οποίο ένα έθνος μπορεί υπό συνθήκες ελεύθερου εμπορίου και ανταγωνιστικών αγορών να παράγει αγαθά και υπηρεσίες που να πληρούν τις απαιτήσεις των διεθνών αγορών, ενώ ταυτόχρονα να διατηρεί και να διευρύνει μακροπρόθεσμα τα εισοδήματα των πολιτών του». Έκθεση για την Ευρωπαϊκή Ανταγωνιστικότητα, 2001. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει την ανταγωνιστικότητα ως τη «σταθερή βελτίωση των πραγματικών εισοδημάτων και του επιπέδου διαβίωσης, με θέσεις εργασίας για όλους εκείνους που επιθυμούν να εργαστούν»11, ενώ στις ΗΠΑ ως «η ικανότητα αύξησης του πραγματικού εισοδήματος των αμερικανών πολιτών, παράγοντας υψηλής ποιότητας προϊόντα τα οποία ανταποκρίνονται στη ζήτηση των παγκόσμιων αγορών». Όμορφα λόγια. Το απαραίτητο αμπαλάζ για το πλασάρισμα αντιδραστικών πολιτικών στις μάζες των αφελών. Πέρα όμως από τα λόγια πρέπει να μετρούν και με κάποιο τρόπο την ανταγωνιστικότητα. Στους επόμενους πίνακες βλέπουμε τους δείκτες που χρησιμοποιεί μία από τις οργανώσεις που βαθμολογούν την ανταγωνιστικότητα. Η World Economic Forum. Τα στοιχεία αφορούν την Ελλάδα και αναφέρονται στην κατάταξη του 2010.

Τι παρατηρούμε στα παραπάνω; Μια ανόητη προσπάθεια ποσοτικοποίησης ποιοτικών και ιδεολογικών-πολιτικών παραμέτρων. Ποσοτικοποιούν, για παράδειγμα, τη μακροοικονομική σταθερότητα ή την πολιτική σταθερότητα ή ακόμη και την ηθική της εργασίας! Κι όλα αυτά για να αποκτήσουν την εγκυρότητα που, υποτίθεται, πως δίνουν τα μαθηματικά. Και όλα αυτά δεν είναι φυσικά καθόλου ουδέτερα ιδεολογικά και πολιτικά. Πως κρίνεις και πως βαθμολογείς τη φορολογία του κεφαλαίου; Κρίνεις και βαθμολογείς θετικά τη μείωση των συντελεστών φορολόγησης του κεφαλαίου ή όχι; Πως βαθμολογείς τη νομοθετική προστασία της εργασίας; Όλα αυτά έχουν όμως ισχυρό ιδεολογικό και πολιτικό πρόσημο και υπάρχουν απλά για να προωθούν συγκεκριμένες πολιτικές και συγκεκριμένα συμφέροντα.

Πέρα όμως από τα λόγια μια και την ανταγωνιστικότητα τη θέλουν μετρήσιμο μέγεθος πρέπει να ορίσουν κι ένα μαθηματικό τύπο μέσω του οποίου και θα γίνεται αυτή μέγεθος μετρήσιμο. Είπαμε η εναγώνια προσπάθεια απόκτησης αντικειμενικότητας και επιστημονικής εγκυρότητας οδηγεί σε αστεία αποτελέσματα. Αν κάποιος ψάξει να βρει έναν ορισμό του μεγέθους ανταγωνιστικότητα μάλλον θα απογοητευτεί. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο τύπους μέσω των οποίων η κρατούσα οικονομική ιδεοληψία προσπαθεί να μετρήσει την ανταγωνιστικότητα. Ο πρώτος ορίζει την ανταγωνιστικότητα ως το αντίστροφο του Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας (unit labor cost). To Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας είναι ο λόγος του κόστους εργασίας ανά εργαζόμενο ως προς τον αριθμό των μονάδων προϊόντος ανά εργαζόμενο.

Ο δεύτερος ευρέως χρησιμοποιούμενος ορισμός είναι αυτός που ορίζει το ρυθμό μεταβολής του μοναδιαίου κόστους εργασίας ως τη διαφορά του ρυθμού μεταβολής της παραγωγικότητας από το ρυθμό μεταβολής του εργατικού κόστους ( μισθοί+ ασφάλιση+ παροχές). Δηλαδή (ΜΚΕ) Λ= ΚΛΛ (ΜΚΕ=μοναδιαίο κόστος εργασίας, Κ =κόστος εργασίας, Π= παραγωγικότητα.), το μέγεθος που υποτίθεται ορίζεται εύκολα είναι το Κ ενώ το Π ορίζεται μέσω πολύπλοκων οικονομετρικών μοντέλων (Για τη μέτρηση της παραγωγικότητας της εργασίας μπορείς να δεις στο http://www.oecd.org/dataoecd/59/29/2352458.pdf).

Ας δούμε στον επόμενο πίνακα πως υπολογίστηκε η μεταβολή του μοναδιαίου κόστους εργασίας στην Ελλάδα από το 2000 ως το 2009 από διάφορους οργανισμούς.

Οι τεράστιες αποκλείσεις στον υπολογισμό του απλού μεγέθους της εξίσωσης μας αποκαλύπτει τι γίνεται με τα πιο πολύπλοκα μεγέθη όπως η παραγωγικότητα. Αυτοί αλλά και πολλοί άλλοι, πιο ουσιαστικοί λόγοι, είχαν από την αρχή της εισαγωγής της έννοιας της ανταγωνιστικότητας εγείρει εξαιρετικές επιφυλάξεις. Τουλάχιστον για εκείνους τους ορισμούς που συνδέουν την ανταγωνιστικότητα με το εργατικό κόστος κυρίως. Από τη δεκαετία του 1970, ο Nicholas Kaldor επεσήμανε την εμπλοκή πολλών παραγόντων στην ανταγωνιστικότητα, δείχνοντας πως σε πολλές χώρες αυξήσεις στις σχετικές τιμές των προϊόντων συνοδεύονταν από αντίστοιχες διευρύνσεις των εξαγωγικών μεριδίων τους στις διεθνείς αγορές (Kaldor 1978). Το παράδοξο αυτό, το οποίο επαληθεύεται και από πιο πρόσφατες μελέτες(π.χ. Fagerberg, 1996) δείχνει ότι η πραγματική εμπειρία των χωρών είναι πολύ πιο πολύπλοκη από αυτή που προβλέπει η απλή ταύτιση της ανταγωνιστικότητας με τις σχετικές τιμές

Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση της Ελλάδας, όπου ενώ το μοναδιαίο κόστος εργασίας μεταξύ των ετών 1981 και 2004 μειώθηκε περίπου κατά 25% σε πραγματικούς όρους, εντούτοις η εξέλιξη αυτή δεν εμπόδισε την διαρκή επιδείνωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας, όπως αυτή εμφανίζεται στις επιδόσεις της χώρας στο διεθνές εμπόριο (Έκθεση ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Ανταγωνιστικότητα και Απασχόληση: η ανάγκη ενός Νέου Αναπτυξιακού Υποδείγματος).

Τις θεωρητικές αδυναμίες του αυστηρού ορισμού της ανταγωνιστικότητας τις επισήμανε ο Llewellyn από το 1996 ενώ αυστηρή κριτική έχουν ασκήσει μεταξύ άλλων ο Paul Krugman, o Huggins και ο Riccardo Petrella και την «Ομάδα της Λισσαβώνας». Ο Paul Krugman έχει εκφράσει την πεποίθηση ότι «η εμμονή με την ανταγωνιστικότητα δεν είναι μόνο εσφαλμένη, αλλά και επικίνδυνη, αφού στρεβλώνει την εγχώρια πολιτική και απειλεί το διεθνές οικονομικό σύστημα» (Krugman 1994). Η κύρια ένσταση του Krugman είναι ότι ή έννοια της ανταγωνιστικότητας στηρίζεται σε μια εικόνα αντιπαλότητας μεταξύ χωρών.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος: «Στη διεθνή βιβλιογραφία δεν υπάρχει σύγκλιση απόψεων σχετικά με τη διατύπωση ενός ορισμού και την ποσοτική έκφραση της ανταγωνιστικότητας των χωρών. Τέσσερις απόψεις σχετικά με την έννοια της ανταγωνιστικότητας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η πρώτη άποψη αναφέρεται στην ικανότητα της χώρας να προσελκύει (ability to attract) και περιγράφει τα χαρακτηριστικά μιας χώρας που την καθιστούν κατάλληλο χώρο για την πραγματοποίηση επενδύσεων (π.χ.ξένες άμεσες επενδύσεις). Η δεύτερη άποψη παρέχει πληροφορίες σχετικά με την ικανότητα της χώρας να προσαρμόζεται (ability to adjust) στις διαρθρωτικές αλλαγές και τις οικονομικές διαταραχές που προκαλούνται από έκτακτα γεγονότα (shocks). Η τρίτη άποψη δίδει έμφαση στην ικανότητα της χώρας να αποκομίζει εισοδήματα (ability to earn) και στηρίζεται στο ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι αυξήσεις της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων βελτιώνουν τα πραγματικά εισοδήματα. Η τέταρτη άποψη επικεντρώνεται στην ικανότητα της χώρας να πωλεί (ability to sell) και συνδέει την οικονομική επίδοση μιας χώρας βραχυχρόνια και μακροχρόνια με τη δυνατότητα της να αυξάνει τα μερίδια της στο διεθνές εμπόριο», (σελίδα 11)

«Μια δεύτερη προσέγγιση διακρίνει τρεις απόψεις σχετικά με την ανταγωνιστικότητα. Με τη στενότερη έννοια η ανταγωνιστικότητα αναφέρεται στην ανταγωνιστικότητα των τιμών, με την ευρύτερη έννοια η ανταγωνιστικότητα σχετίζεται με την εξωτερική επίδοση και τα μερίδια της αγοράς και με την πλέον ευρύτερη έννοια η ανταγωνιστικότητα απεικονίζει τη δυνατότητα για οικονομική ανάπτυξη και συνδέεται με την παραγωγικότητα ως ένα σύνολο διαρθρωτικών παραγόντων, οικονομικών χαρακτηριστικών και θεσμών. Η πλέον ανταγωνιστική οικονομία είναι εκείνη με την υψηλότερη παραγωγικότητα και τις καλύτερες προοπτικές για ανάπτυξη. Βλ. ECB, «Cost and Price Competitiveness of the Euro Area Member States», SEC/CovC/X/08/297a, 2.»(υποσημείωση 23 σελίδας 12)

http://www.bankofareece.gr/BoaEkdoseis/%CE%99%CF%83%CE%BF%CE%B6%CF%8D%CE%B3%CE%B9%CE %BF %CE%A4%CF%81%CE%AD%CF%87%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%89%CE%BD %CE%A3%CF%85% CE%BD%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CF%8E%CE%BD.pdf

Παρά την παραδοχή των παραπάνω από την τράπεζα θεματοφύλακα των συμφερόντων του ελληνικού κεφαλαίου δε διστάζει για την ελληνική οικονομία να προτείνει:

«Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας εξαρτάται από την εφαρμογή δύο αρχών, δηλαδή: πρώτον, η αύξηση των πραγματικών μισθών να είναι σε στενή σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας, ώστε να μην αυξάνεται το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, και, δεύτερον, η παραγωγή των αγαθών και υπηρεσιών να μπορεί να προσαρμόζεται και να ανταποκρίνεται στην εγχώρια και την εξωτερική ζήτηση.»

Ενώ αμέσως παρακάτω επαναλαμβάνει:

«Υπάρχουν παραδείγματα χωρών που αύξησαν τα μερίδια τους στις διεθνείς αγορές παρά το ότι το σχετικό κόστος και οι σχετικές τιμές των προϊόντων τους αυξήθηκαν (π.χ. ορισμένες χώρες συνεχώς βελτιώνουν την ποιότητα ή/και τη σύνθεση των εξαγωγών τους,   στρεφόμενες σε  προϊόντα  υψηλότερης  τεχνολογίας).  Αντίθετα, υπάρχουν χώρες που έχασαν μερίδια παρά το ότι οι σχετικές τιμές των προϊόντων τους μειώθηκαν.

Ακόμη, εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ των μεριδίων στις αγορές προϊόντων και της παραγωγικότητας, πράγμα που σημαίνει ότι στο διεθνές εμπόριο αυξάνεται ο ρόλος της τεχνολογίας και παραγόντων διαφορετικών από το κόστος και τις τιμές.» (σελίδα 14)

Τραγέλαφος δηλαδή αρκεί να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των αστών.

Παρά τις θεωρητικές αδυναμίες και την απόλυτη αδυναμία ακόμη και του ορισμού της ανταγωνιστικότητας αλλά και παρά την έντονη ιδεοληπτική χροιά της έννοιας αυτή κατορθώνει όχι μόνο να επιβιώνει αλλά και να καθίσταται και κυρίαρχη καθορίζοντας τις πολιτικές που αφορούν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτή η κυριαρχία δεν είναι βέβαια αποτέλεσμα μιας κάποιας ιδεοληψίας αλλά η εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων. Των συμφερόντων του κεφαλαίου κατά την επίθεση του στην εργασία ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008.

Παρά τις παραπάνω ενστάσεις αλλά και τα μεγάλα προβλήματα ακόμη και του ορισμού της ανταγωνιστικότητας οι διάφοροι διεθνείς οργανισμοί εξακολουθούν να φτιάχνουν πίνακες κατάταξης των χωρών σύμφωνα με την ανταγωνιστικότητα τους (πίνακας 2 και 3). Με βάση αυτούς τους πίνακες και κραδαίνοντας τους σαν τις πλάκες του μωσαϊκού νόμου επιδεικνύοντας τες στους εργαζόμενους για να τους πείσουν πως είναι υπεύθυνοι για την άσχημη θέση της οικονομίας της «χώρας» και αποδεχόμενοι την ενοχή τους να δεχτούν αδιαμαρτύρητα μείωση των αποδοχών τους ώστε να κερδίσει «χώρα» την πολυπόθητη ανταγωνιστικότητα της.

Μετά από τα παραπάνω και με όλες τις επιφυλάξεις θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα που θέσαμε στην αρχή χρησιμοποιώντας τα ίδια στοιχεία που χρησιμοποιούν κι αυτοί που καθορίζουν τις πολιτικές του κεφαλαίου στην Ελλάδα καταστρέφοντας τις ζωές εκατομμυρίων εργαζόμενων. Αν και φυσικά δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό μια οικονομία να παράγει για να εξάγει είναι γεγονός πως η  ελληνική παραγωγική  μηχανή  έχει  προβλήματα. Αυτά τα προβλήματα καθίστανται φανερά λόγω του συνεχώς εντεινόμενου εμπορικού ελλείμματος. Το ζήτημα αυτό απαιτεί φυσικά την ερμηνεία του (διάγραμμα 1).

Οι ερμηνείες των οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων δεν είναι ποτέ ουδέτερες πολιτικά και ταξικά αλλά μεταξύ αυτών υπάρχουν αυτές που είναι τουλάχιστον λογικά συνεπείς και λαμβάνουν υπόψη τους, στην ερμηνεία το σύνολο των παραμέτρων που υπεισέρχονται στο πρόβλημα, και αυτές που είναι λογικά έωλες και πασιφανώς αντεπιστημονικές και μεροληπτικές αποσιωπώντας μια σειρά από παραμέτρους. Πριν προχωρήσουμε να τονίσουμε πως από τη δεκαετία του 1970 μια διαδικασία συνεχούς μείωσης του ειδικού βάρους της βιομηχανίας παρατηρείται στις αναπτυγμένες χώρες. Οι περισσότερες από αυτές, χωρίς να χάσουν την παραγωγική τους βάση, αδυνατούσαν να την αναπτύξουν περαιτέρω καθώς μεγάλο μέρος τα βιομηχανικής παραγωγής μεταφερόταν στις αναπτυσσόμενες χώρες και ιδιαίτερα σε αυτές της νοτιοανατολικής Ασίας και αργότερα στην Κίνα. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε στην Ελλάδα λίγο αργότερα, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Το πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της απελευθέρωσης των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίων, πλαίσιο που επιβλήθηκε από το κεφάλαιο και ιδιαίτερα αυτό των πλέον ισχυρών χωρών, αποτελούσε γι αυτό μια αντικειμενική αναγκαιότητα αλλά άλλαζε ταυτόχρονα και τους όρους μέσα στους οποίους κινούνταν και δρούσαν τα κεφάλαια των διαφόρων χωρών. Καθώς η παραδοσιακή και εργασιοβόρα βιομηχανική παραγωγή μεταφερόταν εκτός των αναπτυγμένων χωρών ήταν απολύτως σαφές πως η βιομηχανική παραγωγή που θα παρέμενε στις αναπτυγμένες χώρες θα ήταν αυτή που θα ενσωμάτωνε καινοτομίες και θα εκμεταλλευόταν το προνομιακό πεδίο της υψηλής εκπαίδευσης των εργαζόμενων, θα ήταν επομένως η βιομηχανική παραγωγή που θα στηριζόταν στην ποιότητα και στο όνομα.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τη συμμετοχή τριών παραγόντων στη διαμόρφωση του όρου που ονομάζουν ανταγωνιστικότητα. Την εργασία, το κεφάλαιο και το νομισματικό πλαίσιο. Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε τη μεταβολή του εργατικού κόστους στην Ελλάδα από το 1970 ως σήμερα.

Στο διάγραμμα 2 βλέπουμε την μεγάλη μείωση του κόστους εργασίας στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Συχνά όσοι ισχυρίζονται πως το κόστος εργασίας στην Ελλάδα είναι υψηλό παρουσιάζουν διαγράμματα που δείχνουν τη μεταβολή του εργατικού κόστους μετά το 2000 όπως το παρακάτω.

Αν όμως προχωρήσουμε παρακάτω θα δούμε το ακόλουθο διάγραμμα.

Στα διαγράμματα 4 βλέπουμε πως η αύξηση του κόστους εργασίας κατά την περίοδο 2000-2009 ήταν πολύ μικρή στη βιομηχανία και μικρή επίσης και στον τουρισμό. Τα παραπάνω διαγράμματα, αν και σωστά, αποκρύπτουν την ουσία. Δηλαδή το πόσο είναι το εργατικό κόστος στην Ελλάδα και μάλιστα σε σχέση με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες. Τα δεδομένα των διαγραμμάτων δείχνουν το ρυθμό μεταβολής του κόστους αλλά δε λένε πόσο είναι αυτό. Στα επόμενα διαγράμματα βλέπουμε το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος για το σύνολο των χωρών της Ε. Ε. οι χώρες έχουν χωριστεί σε δύο ομάδες. Στην πρώτη είναι οι χώρες με υψηλό ή μεσαίο μοναδιαίο κόστος εργασίας (Διάγραμμα 5) και στη δεύτερη οι χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας (Διάγραμμα 6).

Τι μας αποκαλύπτουν τα διαγράμματα 5 και 6; Δύο πράγματα. Το πρώτο πως το κόστος εργασίας στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και υψηλότερα μόνο της Τσεχίας και της Σλοβακίας παραμένοντας στο σύνολο των χωρών που παρουσιάζονται στα διαγράμματα. Μας αποκαλύπτουν όμως και κάτι άλλο. Πως οι χώρες με το υψηλότερο εργατικό κόστος βρίσκονται πολύ ψηλά στις λίστες ανταγωνιστικότητας ενώ αντίθετα οι χώρες με το χαμηλότερο εργατικό κόστος βρίσκονται πολύ χαμηλά σε αυτές. Το παράδοξο του Kaldor και πάλι. Τι σου κάνει τελικά η πραγματικότητα! Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την κατάταξη των παραπάνω χωρών ως προς το κόστος εργασίας λαμβάνοντας το 100 σαν βάση για τη Γερμανία.

Τα παραπάνω αρκούν νομίζω για να αποδείξουν πως το κόστος εργασίας στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών. Τα στοιχεία που παρουσιάσαμε είναι ένα μικρό μέρος από την πληθώρα των υπαρχόντων στοιχείων που βρίσκονται στη διάθεση μας και προέρχονται από πολλούς διεθνείς οργανισμούς. Όλα συμφωνούν μεταξύ τους σε γενικές γραμμές. Το εργατικό κόστος στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλό για αναπτυγμένη χώρα. Ενδιαφέρον έχει να δούμε και το ύψος των αμοιβών. Στον επόμενο πίνακα βλέπουμε την ωριαία αποζημίωση ανά εργαζόμενο για μια σειρά χωρών όπως δίνονται από Bureau of Labour Statistics των ΗΠΑ.

(Για περισσότερα δες Οι μισθοί και το εργατικό κόστος στην Ελλάδα http://eparistera.blogspot.com/2011/12/blog-post.html).

Ας περάσουμε τώρα να δούμε τη δεύτερη μεταβλητή που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Την παραγωγικότητα της εργασίας. Η παραγωγικότητα της εργασίας συνδέεται ισχυρά με την τεχνολογία και τα μέσα που έχουν στη διάθεση τους οι εργαζόμενοι κατά τη διαδικασία της παραγωγής. Κι αυτό δεν είναι κάτι που βαρύνει την εργασία. Αυτό βαρύνει το κεφάλαιο. Παρ” όλα αυτά η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα ήταν σε καλά επίπεδα και ταυτόχρονα οι ρυθμοί μεταβολής της ήσαν από τους υψηλότερους στον αναπτυγμένο κόσμο.

Στα επόμενα διαγράμματα βλέπουμε στο πρώτο τους ρυθμούς μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ (διάγραμμα 8), σε επιλεγμένες χώρες της Ε.Ε (διάγραμμα 9), και στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε τους ρυθμούς μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας από το 2002 ως το 2009 στις χώρες μέλη της Ε. Ε.

Στα διαγράμματα βλέπουμε τους ρυθμούς μεταβολής στην παραγωγικότητα της εργασίας να μειώνονται συνεχώς αλλά την ελληνική οικονομία να έχει από τους ψηλότερους ρυθμούς μεταβολής μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών σε όλη την περίοδο 1995-2007. Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε το ρυθμό μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών από το 1994 ως το 2010.

Το διάγραμμα 10 επιβεβαιώνει πως η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα παρουσίασε τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης μεταξύ των χωρών που περιλαμβάνονται στο διάγραμμα και για όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα. Παρά τη συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας η θέση της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται σε χαμηλά σχετικά θέση στον πίνακα της παραγωγικότητας των αναπτυγμένων χωρών όπως βλέπουμε στο επόμενο διάγραμμα.

Στο διάγραμμα 12 βλέπουμε τη συνεισφορά της παραγωγικότητας της εργασίας στις χώρες μέλη της Ε.Ε καθώς και στις ΗΠΑ και Ιαπωνία

Από το διάγραμμα 12 βλέπουμε πως η συνεισφορά της παραγωγικότητας της εργασίας στην κατά κεφαλή αύξηση του ΑΕΠ ήταν υψηλότερη στην Ελλάδα από τις περισσότερες από τις αναπτυγμένες χώρες αλλά μικρότερη από το μέσο όρο τις Ε. Ε.

Στα διαγράμματα 13 και 14 βλέπουμε τη συνδυασμένη μεταβολή του εργατικού κόστους και της παραγωγικότητας της εργασίας στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ (Διάγραμμα 13) και της Ελλάδας σε αντιπαραβολή με της χώρες μέλη της ευρωζώνης.

Σε έκθεση της η eurobank διαπιστώνει πως:

Στην πραγματικότητα, οι ονομαστικές αμοιβές στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί γρηγορότερα από την παραγωγικότητα (σε αντιδιαστολή με τις πραγματικές αμοιβές, οι οποίες αυξήθηκαν κατά συνολικά 4% επάνω από την παραγωγικότητα από 20002). Κατά συνέπεια, τα ονομαστικά κόστη εργασίας μονάδων σχετικά με 35 εμπορικούς εταίρους έχουν αυξηθεί κατά 20% από το 2000 (δείτε το σχήμα 1). Η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν βεβαιώσει μια παρόμοια επιδείνωση στην ανταγωνιστική θέση τους. Η Ιταλία και η Ιρλανδία έκαναν ακόμα χειρότερα. Κοιτάζοντας πέρα από μια πιό μακροχρόνια χρονική έκταση, μόνο η Γερμανία έχει βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση της από το 1996 με την ταχυδρόμηση μιας πτώσης σε ULCs ενάντια στους εμπορικούς εταίρους της. Η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία βεβαίωσαν μια επιδείνωση στην ανταγωνιστικότητα κατά προσέγγιση 1.2% το χρόνο (πίνακας 2). Η Ισπανία ελαφρώς καλύτερα (0.9% ετησίως), ενώ η Ιταλία έκανε χειρότερα (2.6% ετησίως). http://www.eurobank.Rr/Uploads/lmaResl024/OikonomiaARoresl3July2010.pdf

Από τα μέχρι τώρα δεδομένα καθίσταται απολύτως σαφές πως το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δε βρίσκεται στο κόστος εργασίας αλλά στην παραγωγικότητα της. Η παραγωγικότητα της εργασίας βρίσκεται όμως υπό τον έλεγχο του κεφαλαίου και ο μόνος παράγοντας που εμπίπτει στην εργασία, και αφορά την παραγωγικότητα, είναι η εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού. Και σε αυτό το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας είναι από τα πλέον εκπαιδευμένα. Η εργασία επομένως και σε αυτό το πεδίο έχει κάνει το «καθήκον» της όπως βλέπουμε στο διάγραμμα που ακολουθεί.

Περνώντας τώρα στον τρίτο παράγοντα που επηρεάζει τις εξαγωγικές επιδόσεις το νομισματικό.    Το   φαινόμενο   της   υποτίμησης   του   εθνικού   νομίσματος   στην προσπάθεια ενίσχυσης των εξαγωγών, με το να καταστούν φθηνότερα, ήταν ιστορικά μια πάγια τακτική πολλών χωρών. Η υιοθέτηση του ευρώ από την Ελλάδα είχε σαν αποτέλεσμα να απολέσει το όπλο της υποτίμησης. Αυτό επέτεινε την αδυναμία ή την άρνηση του κεφαλαίου στην Ελλάδα να δαπανήσει και να μειώσει τα κέρδη του προκειμένου να ενισχυθούν οι εξαγωγές και να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα. Το ισχυρό ευρώ είχε τελικά εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία με τη διόγκωση του εμπορικού ελλείμματος, θα αρκεστούμε εδώ στις διαπιστώσεις των εκθέσεων δύο τραπεζών για την τεκμηρίωση του παραπάνω ισχυρισμού. Είναι οι εκθέσεις της Τράπεζας ης Ελλάδος ( από όπου και το διάγραμμα) και η έκθεση της Eurobank.

Η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία με βάση το κόστος εργασίας έναντι 28 χωρών (της ζώνης του ευρώ και τρίτων χωρών) μειώθηκε μεν το 2000, λόγω ανόδου της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, που αντανακλούσε κυρίως τη σύγκλιση της τρέχουσας ισοτιμίας της δραχμής έναντι του ευρώ προς την κεντρική ισοτιμία και προς την αμετάκλητη ισοτιμία μετατροπής ενόψει της ένταξης, αλλά από το 2001 και έπειτα η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία αυξήθηκε λόγω ανόδου του σχετικού κόστους εργασίας και της ανατίμησης της μέσης ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ.

Σημειώνει η έκθεση της Eurobank:

Είναι λοιπόν έκδηλη η αιτιώδης συνάφεια της συνεχούς αύξησης του εξωτερικού ελλείμματος με την ένταξη στη Νομισματική Ένωση και την απώλεια της αυτονομίας στην άσκηση της Νομισματικής και Συναλλαγματικής πολιτικής την οποία αυτή συνεπάγεται. Ειδικότερα, η μεγέθυνση του ελλείμματος συνδέεται με την απώλεια της δυνατότητας των Εθνικών Αρχών -των Ελληνικών εν προκειμένω- να προβούν σε υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ώστε να αντισταθμίσουν, έστω και προσωρινά, τις απώλειες ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στην εγχώρια και τις διεθνείς αγορές.

http://www.eurobank.Rr/Uploads/Reports/Economylv1arketsllli6GR.pdf Τα παραπάνω δεν   σημαίνουν πως ο τεχνητός τρόπος αύξησης των εξαγωγών μέσω της υποτίμησης του νομίσματος είναι και ο πλέον ενδεδειγμένος. Ούτε πως είναι ένα μέτρο που αποβαίνει υποχρεωτικά προς όφελος των εργαζόμενων. Απλά όμως μπορεί να αποτελέσει ένα ενδιάμεσο στάδιο και να κερδηθεί χρόνος προκειμένου να παρθούν τα απαιτούμενα μέτρα για μια ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης με στόχο την εξυπηρέτηση των αναγκών των εργαζόμενων.

Μετά την παρουσίαση των δεδομένων για το εργατικό κόστος στην Ελλάδα και την παραγωγικότητα της εργασίας εύκολα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πως η αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να είναι ανταγωνιστική δεν οφείλεται στην εργασία αλλά οι αιτίες βαραίνουν αποκλειστικά το κεφάλαιο και τις επιλογές του. αυτές αφορούν τόσο τις επιχειρησιακές όσο και τις πολιτικές επιλογές του. Η δυνατότητα εξαγωγών σχετίζεται με την τιμή και την ποιότητα των αγαθών και των υπηρεσιών. Σε μια περίοδο μάλιστα που η παραγωγή χαμηλής τεχνολογίας προϊόντων έχει ήδη μεταφερθεί εκτός των αναπτυγμένων χωρών αυτές δεν έχουν άλλη επιλογή πέρα από την δημιουργία προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και καλής ποιότητας σε σχετικά χαμηλή τιμή. Όλα τα παραπάνω ισχύουν φυσικά μέσα στα καπιταλιστικά πλαίσια και υπό το παρόν κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τη διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών ανά τεχνολογικό επίπεδο από το 1996 ως το 2006.

Στο διάγραμμα 17 είδαμε την κυριαρχία στις εξαγωγές της ελληνικής οικονομίας των προϊόντων χαμηλής και μέσης τεχνολογίας. Ας δούμε στα επόμενα διαγράμματα το επίπεδο τεχνολογίας των εξαγωγών των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης.

Από τα παραπάνω καθίσταται απολύτως σαφές πως το κεφάλαιο στην Ελλάδα παράγει ακόμη προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας και αυτά προσπαθούν να εξαγάγουν ανταγωνιζόμενες ουσιαστικά σε αυτό τις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι επιχειρησιακές αυτές επιλογές του κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα αντανακλάται σε μια σειρά από δείκτες. Κατά την παρουσίαση των δεδομένων για την παραγωγικότητα της εργασίας αναφέραμε πως η χαμηλή επίδοση της οφείλεται στο κεφάλαιο και τις επιλογές του. Η σημαντικότερη από αυτές είναι το ότι αρνείται να επενδύσει σε μηχανολογικό εξοπλισμό και στην έρευνα και την καινοτομία. Ας δούμε τα δεδομένα που μας δίνουν τα επόμενα διαγράμματα.

Τα δεδομένα των διαγραμμάτων που προηγήθηκαν οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα πως το κεφάλαιο στην Ελλάδα επενδύει πολύ λιγότερα από ότι σε άλλες αναπτυγμένες χώρες, δεν εκσυγχρονίζεται τεχνολογικά και μηχανολογικά και φυσικά τη δαπάνη για έρευνα και τεχνολογία τη θεωρεί μάλλον ασύλληπτη σπατάλη. Τα αποτελέσματα των παραπάνω πολιτικών φαίνονται στο επόμενο διάγραμμα που παρουσιάζει το συνολικό δείκτη καινοτομίας για μια μεγάλη σειρά χωρών. Εκείνο που διαπιστώνουμε είναι πως η Ελλάδα βρίσκεται σε μια από τις τελευταίες του δείκτη καινοτομίας.

Από το σύνολο των δεδομένων που παρουσιάστηκαν είναι απολύτως σαφές πως την ευθύνη για εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας και επομένως και την ανταγωνιστικότητα της, όπως κι αν αυτή ορίζεται, βαραίνει αποκλειστικά το κεφάλαιο και τις επιλογές του. Αν θελήσει κάποιος να διερευνήσει τώρα τα αίτια αυτής της συμπεριφοράς του κεφαλαίου, ελληνικού και ξένου στην Ελλάδα πρέπει να δει τις ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με τα κέρδη του κεφαλαίου στην Ελλάδα αλλά και με την ιστορική διαδρομή του. στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε τη μεταβολή των τιμών των εγχωρίως παραγομένων αγαθών έναντι της Γερμανίας, της Ιταλίας, της ευρωζώνης και της Ε. Ε.

Οι τιμές των αγαθών που παράγονται στην Ελλάδα αυξήθηκαν με μεγάλους ρυθμούς μεταξύ του 1995 και του 2010. Στο διάγραμμα 27 βλέπουμε τη μεταβολή στο σχετικό κόστος εργασίας στη μεταποίηση, τη μεταβολή στις σχετικές τιμές αγαθών και υπηρεσιών και το μερίδιο των εξαγωγών σαν ποσοστό των παγκόσμιων εξαγωγών από το 1975 ως το 2007.

Τα δεδομένα του διαγράμματος 27 μας δείχνουν πως οι τιμές των εξαγόμενων αγαθών αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από το κόστος εργασίας και η αύξηση αυτή των τιμών είχε συγκεκριμένα, θετικά, αποτελέσματα στην κερδοφορία των επιχειρήσεων. Όπως βλέπουμε στο επόμενο διάγραμμα οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι πρώτες στη λίστα της κερδοφορίας μεταξύ όλων των χωρών της Ε. Ε.

Αν στα παραπάνω προσθέσουμε πως είναι και ουσιαστικά αφορολόγητες (διάγραμμα 29) τότε εύλογο είναι το ερώτημα: γιατί να επενδύσουν σε μηχανολογικό εξοπλισμό ή πολύ περισσότερο, στην έρευνα και στη καινοτομία;

Έτσι οι καπιταλιστές στην Ελλάδα τα τεράστια κέρδη τους τα κατένειμαν όπως φαίνεται στον επόμενο πίνακα για τα έτη 1999-2007. Τα έκαναν δηλαδή μερίσματα και καταθέσεις στις τράπεζες.

Εκείνο επομένως που πρέπει να μένει στο παρασκήνιο και στην αφάνεια είναι τα κέρδη του κεφαλαίου και οι ευθύνες του για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Της δικής του οικονομίας δηλαδή. Αν θέλουμε να δούμε επομένως την πραγματικότητα ας δούμε πως μεταβλήθηκε το πραγματικό μισθολογικό κόστος και τα κέρδη.

Η ψαλίδα μεταξύ πραγματικού ανά μονάδα εργατικού κόστους και της ετήσιας κερδοφορίας μεταβλήθηκε όπως δείχνει το επόμενο διάγραμμα. Το κεφάλαιο στην Ελλάδα έσκασε από τα κέρδη.

Τα παραπάνω αποδεικνύουν επαρκώς πως τα προβλήματα των εξαγωγών του κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα οφείλονται στις δικές του πολιτικές και μόνο. Και η ανταγωνιστικότητα φυσικά το ίδιο. Όπως κι αν την ορίζουν. Η προσπάθεια του τώρα είναι πως, μέσα στην κρίση, θα συνεχίσει απρόσκοπτο ή και θα ενισχύσει την κερδοφορία του επιτιθέμενο βίαια στην εργασία.

Μπορεί κάποια χρονική στιγμή το συμφέρον της κοινωνίας και το κέρδος του καπιταλιστή να ταυτίστηκαν και οδήγησαν τις ανθρώπινες κοινωνίες σε σημαντικές κατακτήσεις, σήμερα όμως τα συμφέροντα των κοινωνιών και το κέρδος του κεφαλαίου τραβούν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Το συμφέρον των κοινωνιών είναι πλέον η απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτων. Όσο αυτό καθυστερεί τόσο και θα βυθίζονται οι κοινωνίες στην κρίση, την παρακμή και το χάος.

Μπορείτε επίσης να δείτε:

Οι μισθοί και το εργατικό κόστος στην Ελλάδα

http://eparistera.blogspot.com/2011/12/blog-post.html

Ω φτωχέ μου Έλληνα καπιταλιστή  http://eparistera.blogspot.com/2011/06/blog-post 26.html

Πηγή: eparistera.blogspot.com

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Σχόλια (6)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η Γιάννης Κορκολής λέει:

    Ακόμα και η λέξη «ανταγωνιστικότητα» παραπέμπει κατά τη γνώμη μου σε κοινωνικό δαρβινισμό. Ο πιο ικανός ή αδίστακτος ή καταφερτζής ή λαμόγιο θα επιβιώσει. Ε λοιπόν όχι. Θέλουμε έναν άλλο τρόπο ζωής και κοινωνικής οργάνωσης και υπάρχουν παραδείγματα (από την άμεση Αθηναϊκή δημοκρατία μέχρι τη Μαριναλέντα της Ισπανίας και από την αναρχική Βαρκελώνη 1936-39 μέχρι το Ε.Α.Μ.)που δείχνουν ότι οι κοινωνίες έχουν και άλλους δρόμους.

  2. Εξαιρετική ανάρτηση και εξόχως τεκμηριωμένη.

  3. Ο/Η Γιάννης Κορκολής λέει:

    …Πάντως επειδή βρισκόμαστε εντός της οικονομίας της αγοράς πρέπει να παράγουμε στο επίπεδο που καταναλώνουμε.Δε μπορείς να παράγεις σαν Ελλάδα να καταναλώνεις σαν Γερμανία και να θέλεις κοινωνικό κράτος σαν της Σουηδίας.Ή παράγεις περισσότερο ή έχεις άλλο καταναλωτικό πρότυπο.

  4. Ο/Η Εοχι λέει:

    Οι περισσότερες χώρες στον καπιταλισμό ΔΕΝ καταναλώνουν (σύνολο καπιταλιστών και εργατών) όσο παράγουν. Π.χ. οι «χώρες» της Αφρικής (οι αγρότες)πεθαίνουν από την πείνα και εξάγουν τρόφιμα.

    Δηλ. παραδέχεσαι το «επιχείρημα» ότι καταναλώνουμε «υπερβολικά»;
    Μα το ΑΕΠ κατά κεφαλή της Ελλάδας είναι όσο και της Γερμανίας (30.000 αντί 37.000).

    Πλούτος παράγεται μπόλικος,αλλά πού πάει; Τα ελληνικά επιχ. κέρδη ανά μισθό είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (λειτουργικό πλεόνασμα/μισθοί).

    Να μην τρώμε την προπαγάνδα….

  5. Ο/Η kostas λέει:

    Αγαπητέ Εοχι
    επαναλαμβάνεις το ίδιο λάθος – παραμύθι- που σύσσωμη η ελληνική αριστερά διαδίδει μονότονα: ότι το ΑΕΠ μας δειχνει τι παράγουμε. Το ΑΕΠ δεν μας λέει αυτό. Μας λέει τι καταναλώνουμε, τι αποθυσαυρίζουμε και τι επενδύουμε. Πχ. Το bonus ενός golden boy μεγάλου τραπεζικού ομίλου , απο 200.000 € εγγράφεται στο ΑΕΠ ως μισθός του. Αυτός παρήγαγε αξία 200000 € ? Ο αργόσχολος ΔΕΗτζής που είναι ζήτημα εάν ασχολειται με τη δουλειά του 3 ώρες την ημέρα και έπερνε περίπου 6000 € το μήνα παρήγαγε αξία – πλούτο 6000 € ? κλπ κλπ Όχι βέβαια. Η κάθε «εθνική οικονομία» δεν είναι κλειστό σύστημα. Εξάγει και εισάγει πλούτο με τη μορφή κεφαλαίων . Ειδικά οι οικονομίες των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, δηλ των ιμπεριαλιστικών χωρών την τελευταία 30ετία ιδιοποιούνται τεράστιες αξίες – πλούτο εκμεταλλευόμενες το γεγονός ότι η παραγωγή των προιόντων των δικών τους εταιρειών γίνεται στις φτωχές χώρες που ο εργάτης πληρώνεται με 1 – 3 € μεροκάματο (Ινδία – Κίνα – Βραζιλία κλπ) και η αγορά – κατανάλωση αυτού του πλούτου γίνεται κυρίως στις ανεπτυγμένες χώρες, με τους υψηλούς μισθούς. Οι διεθνείς δανειοδοτήσεις παίζουν τεράστιο ρόλο στην αναδιανομή αυτού του παγκόσμιου πλούτου , ο οποίος δεν καταλήγει μόνο στα χέρια των κεφαλαιοκρατών άλλά και στην πλειοψηφία των πληθυσμών των ιμπεριαλιστικών χωρών με τους απερίγραπτα υψηλούς μισθούς – αποδοχές σε σχέση με τους μισθούς του παγκόσμιου προλεταριάτου που σήμερα γεωγραφικά δεν βρίσκεται κυρίως στις ΗΠΑ , την Ιαπωνία και την ΕΕ αλλά στον τρίτο κόσμο. Εάν η αριστερά θέλει να είναι «αριστερά» των εργατών και όχι των ιμπεριαλιστών ας δεί το παγκόσμιο ΑΕΠ (αυτό είναι πράγματι «κλειστό σύστημα»), ας θεωρήσει ένα 25% ως απαίτηση επανεπένδυσης και ας διαιρέσει το υπόλοιπο 75 % δια του ενήλικου, οικονομικά ενεργού πληθυσμού του κόσμου. Αυτό θα μας έλεγε πραγματικά τι αξία πλούτου αναλογεί ανα κεφαλή . Δυστυχώς η ελληνική αριστερά επικεντρώνεται στις σχέσεις παραγωγικότητας ή ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού προς τον καπιταλισμό των λοιπών χωρών της Ε.Ε. αλλά δεν ασχολείται με την …. λεπτομέρεια των εκατοντάδων εκατομμυρίων εργατών του τρίτου κόσμου που κατασκευάζουν, εν τέλει το 80 – 90 % των προιόντων που καταναλώνει η ελληνική κοινωνία (και οι άλλες ευρωπαικές κλπ κοινωνίες) . Αυτό είναι «αρρώστια» της αριστεράς σε όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες (Βλέπουν την κρίση σαν κρίση υπερπαραγωγής – υποκατανάλωσης και όχι σαν κρίση υπερκατανάλωσης έναντι μειωμένης εθνικής παραγωγής). Ειδικά στην Ελλάδα όμως η «αρρώστια» ωφείλεται κα σε άλλο παράγοντα: Όλα τα τμήματα της οργανωμένης αριστεράς έχουν μετετραπεί σε εκπροσώπους των συμφερόντων των πιο παρασιστικών – μη παραγωγικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας : του κρατικοδίαιτου κεφαλαίου(που δεν πέρνει κανένα ρίσκο) και της αργόμισθης δημοσιουπαλληλίας. Εξάλλου απο αυτή ακριβώς την αργόμισθη δημοσιουπαλληλία προέρχεται το τεράστιο μέρος όχι μόνο των στελεχών , αλλά και των μελών αυτών των «αριστερών» κομμάτων.

  6. Ο/Η ΕΕοχιι λέει:

    Καλά άμα λες αργόμισθους τους ΔΕΗτζηδες που δουλεύουν σε μέρη που ούτε να επισκεφτείς δεν θα ήθελες, και αργόμισθους όλους τους ΔΥ (έχεις πάει σε νοσοκομείο που εφημερεύει;), τότε τι να πω. Αυτό κι αν είναι κατάποση αστικής προπαγάνδας. (Εσύ τι δουλειά κάνεις αλήθεια;)

    Το ότι δε τα ελληνικά επιχ. κέρδη ανά μισθό είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα/ακαθάριστοι μισθοί=70%) δείχνει επίσης το τεράστιο κομμάτι πλούτου που πάει στους καπιταλιστές.

    Τα περί κρίσης υπερκατανάλωσης δεν στέκουν με τίποτε. Γιατί τότε όσο μειώνεται η κατανάλωση -που γίνεται- θα έπρεπε να περνάει η κρίση. Μόνο αυτό δε βλέπουμε όμως. Η μειωμένη εθνική παραγωγή δεν ξέρω τι σημαίνει, όταν αυξάνει το ΑΕΠ. Ίσως τη βιομηχανία; Τότε αυτή η μείωση αφορά κάποιους τομείς, ενώ σε άλλους (μέταλλο) είναι αύξηση. Το θέμα όμως είναι ότι αυτό γίνεται καταπώς συμφέρει τα καπ. κέρδη και δεν είναι επιλογή των εργατών.

    Απομύζηση του 3ου κόσμου βέβαια υπάρχει, αλλά μόνο ένα ψίχουλο από αυτή πήγαινε στη «δωροδόκηση» (που είπε κι ο Λένιν) των δυτικών εργατών. Και αυτό τώρα έχει χαθεί -κοντεύουν να μας φτάσουν ακριβώς στο επίπεδο του 3ου Κόσμου. Πάντως ούτε πριν ούτε τώρα δεν δικαιολογεί αυτό την υποστήριξη της «λιτότητας»! Δηλαδή από μια λάθος οικον. θέση προκύπτει και λάθος πολιτική πρόταση. Αντίθετα, για να σταματήσει η ληστεία πρέπει να αλλάξει χέρια η εξουσία. Δεν είναι οι «υψηλοί» μισθοί των 750-1500 ευρώ (68% πλειοψηφία σε Ελλάδα 2008) που δημιουργούν το πρόβλημα, αλλά τα καπ. κέρδη.

    (Όσο για το ΑΕΠ, μη μου πεις ότι τα golden boys της Γερμανίας παίρνουν λιγότερα από εδώ. Το θέμα είναι ότι όλος αυτός ο πλούτος είτε απομυζάται από ανατολικούς είτε από δυτικούς εργάτες, δεν μπορεί να επανεπενδυθεί στη βιομηχανία με υψηλά κέρδη-αυτό δημιουργεί τις μεγάλες κρίσεις.)

Αφήστε μήνυμα