Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Το πένθος για την πτώση του σταλινισμού



Η πτώση των σταλινικών καθεστώτων σηματοδότησε μια ιστορική ήττα του εργατικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Το εργατικό κίνημα από το 1848 (από τότε δηλαδή που συγκροτήθηκε σαν ανεξάρτητο, ταξικό κίνημα) ταυτίστηκε με την προοπτική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Το 1989 για πρώτη φορά στην ιστορία του, το εργατικό κίνημα αποκόπηκε από κάθε προοπτική κοινωνικής απελευθέρωσης, έμμεινε χωρίς μια δικιά του ιδεολογία με την οποία να προσπαθεί να καθορίσει τη δράση του και να θέτει στόχους για τους αγώνες του. Η ιδεολογική ήττα του εργατικού κινήματος συνόδευσε την ήττα του στο επίπεδο των οικονομικών και πολιτικών κατακτήσεων που είχαν κερδηθεί μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών του οργανώσεων, την αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις…

Αυτή η χρονική σύμπτωση, της πτώσης του σταλινισμού και της ιστορικής ήττας της εργατικής τάξης, θα αρκούσε από μόνη της για να μας κάνει να σκεφτούμε ότι υπάρχει ανάμεσα σε αυτά τα δύο ιστορικά γεγονότα μια αιτιακή σχέση, με το πρώτο στο ρόλο του αιτίου. Όμως δεν είναι μόνο η χρονική σύμπτωση. Η πτώση του σταλινισμού αποδυνάμωσε τις εργατικές οργανώσεις που αντλούσαν, όχι μόνο την πολιτική τους αίγλη, αλλά και μέρος της πραγματικής τους δύναμης από την ενίσχυση που δέχονταν από την ΕΣΣΔ, αποδυνάμωσε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που ενισχύονταν υλικά και πολιτικά από την ΕΣΣΔ, οδήγησε σε μια παγκόσμια κατάσταση όπου οι ΗΠΑ μπορούσαν, χωρίς αντίπαλο δέος, να κυριαρχήσουν στον πλανήτη, με όλες τις συνέπειες που είχε (και έχει) αυτή η κυριαρχία.

Τα σταλινικά καθεστώτα, για πάρα πολλούς αριστερούς καθώς και για ένα τεράστιο κομμάτι του εργατικού κινήματος (αυτό που ακολουθούσε τη σοσιαλδημοκρατία), είχαν πάψει για πολλές δεκαετίες πριν την πτώση τους, να αποτελούν το ζωντανό παράδειγμα μιας κοινωνικής προοπτικής. Για την ακρίβεια αποτελούσαν παραδείγματα για το τι δεν πρέπει να κάνουν. Τα εγκλήματα του σταλινισμού που είχαν γίνει γνωστά ήδη από τις αρχές της δεκαετίες του ’50, οι εργατικές εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις στην Ουγγαρία, την Ανατολική Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία, έδειξαν σ’ όλο τον κόσμο την καταπιεστική φύση αυτών των καθεστώτων. Όμως όλοι πένθησαν τον θάνατό τους. Τον πένθησαν σαν να έχασαν κάτι αγαπημένο, ένα κομμάτι του εαυτού τους. Καθηλώθηκαν μάλιστα σε μια κατάσταση συνεχούς πένθους, που τους αφαίρεσε κάθε διάθεση να παλέψουν για ριζικές κοινωνικές αλλαγές.

Η θριαμβολογία της δεξιάς και της αστικής τάξης ενίσχυσε ακόμα περισσότερο αυτό το συναίσθημα. Το σκυλολόι των αστών διανοουμένων πανηγύρισε, όχι απλώς για την πτώση κάποιων καταπιεστικών καθεστώτων, αλλά για το θάνατο του σοσιαλισμού ως προοπτικής για τους αγώνες της εργατικής τάξης, πανηγύρισε για το θάνατο του ίδιου του εργατικού κινήματος. Έτσι με την ώθηση του ταξικού αντιπάλου ολοκληρώθηκε μια κατάσταση όπου ο πενθών ταυτίστηκε με το αντικείμενο του πένθους…

Η αριστερά δεν κατάφερε να σπάσει αυτόν τον κύκλο της εργασίας του πένθους.

Για την ακρίβεια η αριστερά αναπαρήγαγε, έστω και αντεστραμμένες, τις αστικές θεωρίες. Κάποια τμήματά της προσπάθησαν να υπερασπιστούν αυτά τα καθεστώτα και εξακολουθούν να τρέφονται με τις εικόνες του νεκρού μεγαλείου τους. Κάποια άλλα τμήματά της επιχείρησαν να συνεχίσουν προς μιαν άλλη κατεύθυνση, απορρίπτοντας τον κομμουνισμό, που η ιστορική εμπειρία τον είχε απονομιμοποιήσει. Έτσι όμως, είτε απορρίπτοντας τον κομμουνισμό, είτε εμμένοντας στην (υποτιθέμενη) ιστορική του πραγμάτωση, το συμπέρασμα είναι το ίδιο: το 1989 νικηθήκαμε, σαν αριστερά σαν εργατικό κίνημα, σαν ελπίδα χειραφέτησης…

Στον πυρήνα αυτής της σκέψης υπάρχει η πεποίθηση ότι τα σταλινικά καθεστώτα, μπορεί να ήταν «προβληματικά» έως καταπιεστικά και καθαρά δικτατορικά, αλλά εντούτοις, η ύπαρξή τους «αντικειμενικά» λειτουργούσε υπέρ των κινημάτων σε όλο τον κόσμο. Αλλά όχι μόνο «αντικειμενικά». Γιατί, τι θα μπορούσε να έχει καταφέρει το μικρό Βιετνάμ και η Κούβα, χωρίς την Σοβιετική υποστήριξη, τι θα είχε απογίνει το κίνημα του Νάσερ στην Αίγυπτο, κτλ. Η ΕΣΣΔ, έστω και για τους δικούς της ιδιοτελείς λόγους, είχε υποστηρίξει αυτά τα κινήματα, που κατάφεραν κάποιες νίκες εναντίον του ιμπεριαλισμού. Και πάνω απ΄ όλα, τι θα είχε απογίνει ο κόσμος εάν δεν υπήρχε η ΕΣΣΔ για να αντιμετωπίσει τη χιτλερική απειλή.


Η συνεισφορά της ΕΣΣΔ

στην αντιφασιστική νίκη των λαών

Το τελευταίο παράδειγμα παίζει καθοριστικό ρόλο στον απολογισμό της σταλινικής πολιτικής. Γιατί είναι ορατό σε όλους, ότι εάν δεν υπήρχε η ΕΣΣΔ με τα εκατομμύρια των ανθρώπων της που θυσιάστηκαν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρωπαϊκή Ήπειρος, ο κόσμος ολόκληρος, ενδεχομένως να βρίσκονταν ακόμα κάτω από τη φασιστική κυριαρχία. Αυτό το επιχείρημα έχει χρησιμοποιηθεί από πάρα πολλούς αριστερούς οι οποίοι κατά τα άλλα ασκούσαν κριτική στο σταλινισμό. Ο Μερλώ Ποντύ έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι χωρίς την ΕΣΣΔ, με αυτά τα χαρακτηριστικά που της προσέδωσε ο σταλινισμός (και ο Μερλώ Ποντύ δεν τη θεωρούσε σοσιαλιστική), ο Χίτλερ θα κυριαρχούσε στην Ευρώπη.

Η πεποίθηση αυτή είναι πολύ ισχυρή και αξίζει να κάνουμε μια πρόχειρη προσπάθεια ενός ισολογισμού/απολογισμού της σταλινικής προσφοράς. Να προσπαθήσουμε δηλαδή να αναλογιστούμε πώς επέδρασε ο σταλινισμός σε μια σειρά από σημαντικά ιστορικά γεγονότα και επαναστατικά κινήματα, πώς καθόρισε με τρόπο αρνητικό ή θετικό την εξέλιξή τους.

Η νίκη της ΕΣΣΔ στον Β’ Π. Π. εξακολουθεί ακόμα να αναγνωρίζεται ως η βασική ιστορική συνεισφορά του Στάλιν (ή των «λαών της ΕΣΣΔ», αναλόγως της οπτικής…) «στον αγώνα των λαών εναντίον του φασισμού». Πρόκειται για μια πολύ προβληματική (ο χαρακτηρισμός είναι μάλλον επιεικής) συνεισφορά. Αναγνωρίζεται ως συνεισφορά ένα μόνο μέρος των συνεπειών του συνόλου των παρεμβάσεων της ΕΣΣΔ και της Κομιντέρν στην πολιτική του παγκόσμιου εργατικού κινήματος στον μεσοπόλεμο. Οι παρεμβάσεις όμως αυτές μένουν στο απυρόβλητο κάθε προσπάθειας κριτικής αποτίμησης, από την οποία ενδεχομένως να καταλήγαμε σε άλλα συμπεράσματα. Η κριτική αποτίμηση της μεσοπολεμικής πολιτικής της Κομιντέρν (και συνεπώς της ΕΣΣΔ, η οποία επί της ουσίας έλεγχε την Κομιντέρν) υποδεικνύει το συμπέρασμα ότι η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη, ήταν αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής.


Η πολιτική της

«Τρίτης Περιόδου» στη Γερμανία

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 (και μέχρι το ’34) η ΕΣΣΔ μέσω της Κομιντέρν επέβαλλε στα ΚΚ την πολιτική της «Τρίτης Περιόδου». Για να αποδεχτούν τα ΚΚ αυτή την πολιτική μαζί με τις διορισμένες από την ΕΣΣΔ ηγεσίες που την εξέφρασαν, έγιναν εκτεταμένες «εκκαθαρίσεις» στο εσωτερικό τους. Οι διαφωνούντες διαγράφονταν ή εξωθούνταν σε έξοδο από το Κόμμα, αλλά οι διαφωνούντες ήταν συνήθως εκείνα τα στελέχη που είχαν αναδειχθεί από τους αγώνες του εργατικού κινήματος και εξασφάλιζαν τη σύνδεση του Κόμματος με την εργατική τάξη. Έτσι τα ΚΚ όχι μόνο απομαζικοποιήθηκαν, αλλά άλλαξε και η κοινωνικοπολιτική τους σύνθεση.

Σύμφωνα με την πολιτική της «Τρίτης Περιόδου», οι συνθήκες ήταν πια ώριμες για την άμεση κατάληψη της εξουσίας. Οι αγώνες για μεταρρυθμίσεις που θα βελτίωναν τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης, θεωρήθηκαν εμπόδιο γι’ αυτόν το στόχο. Έτσι όμως τα ΚΚ αποκόπηκαν από τις οργανωμένες μάζες της εργατικής τάξης, η οποία, ύστερα από την ήττα του επαναστατικού ξεσπάσματος της περιόδου 17 – 23, δεν είχε την αυτοπεποίθηση να παλέψει άμεσα για την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά επανασυσπειρώνονταν για να αγωνιστεί για μεταρρυθμίσεις. Οι μάζες αυτές ακολουθούσαν την Σοσιαλδημοκρατία και γι’ αυτό η Κομιντέρν και τα ΚΚ την ανέδειξαν ως τον κύριο εχθρό αυτής της υποθετικής επαναστατικής δυνατότητας. Η Σοσιαλδημοκρατία και όχι οι Ναζί ιεραρχήθηκαν ως ο πρώτος και ο κύριος εχθρός της εργατικής τάξης. Η προβολή της ανάγκης να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος κατάληψης της εξουσίας από τους Ναζί, χαρακτηρίστηκε εξαπάτηση της εργατικής τάξης μπροστά στον κίνδυνο των «Σασιαλφασιστών» (όπως χαρακτηριζόταν επισήμως η Σοσιαλδημοκρατία). Απέναντι σ’ αυτόν τον κίνδυνο το Γερμανικό ΚΚ δεν δίστασε ακόμα και να συνεργαστεί με τους Ναζί για να ανατρέψουν τη Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. Όταν οι Ναζί κατέλαβαν την εξουσία το ΚΚ και η Κομιντέρν… διακήρυξαν με ενθουσιασμό: «μετά τον Χίτλερ ο Τέλμαν» (ο ηγέτης του ΚΚΓ). Υποτίθεται ότι οι Ναζί δεν θα μπορούσαν να διαχειριστούν την εξουσία και θα κατέρρεαν, για να τους διαδεχθούν οι Κομμουνιστές.

Σε όλη αυτή την περίοδο η ηγεσία του ΚΚ και η Κομιντέρν αντιμετώπισαν με καταστολή κάθε κριτική απέναντι σ’ αυτή την καταστροφική πολιτική. Εμπόδισαν κάθε προσπάθεια συνεργασίας των εργατών της Σοσιαλδημοκρατίας και του ΚΚ, για να παλέψουν ενωμένα απέναντι στους Ναζί (αφού θεωρούσαν ότι ο πραγματικός κίνδυνος ήταν η Σοσιαλδημοκρατία). Η γερμανική εργατική τάξη, η πιο πολιτικοποιημένη, με το υψηλότερο επίπεδο ταξικής συνείδησης, η πιο μορφωμένη όλης της Ευρώπης και με τις μεγαλύτερες εμπειρίες επαναστατικών αγώνων, παραδόθηκε από το ίδιο το ΚΚ στους Ναζί, χωρίς να «ρίξει έστω μία ντουφεκιά», για να μετατραπεί σε κρέας για τα κανόνια και σε μηχανή θανάτου του ναζισμού. Η ευθύνη γι’ αυτό ανήκει στον σταλινισμό.


Η πολιτική των Λαϊκών Μετώπων

Η νίκη του Χίτλερ τρομοκράτησε την εργατική τάξη σε όλη την Ευρώπη. Στη Γαλλία οι εργάτες, μέλη και των δύο κομμάτων (του ΚΚ και του Σοσιαλιστικού Κόμματος) πίεσαν για ενότητα στην πάλη ενάντια στον κίνδυνο να κυριαρχήσει η ακροδεξιά και στη χώρα τους.

Η νίκη του Χίτλερ όμως τρομοκράτησε και τον Στάλιν, ο οποίος ύστερα από μάταιες προσπάθειες μιας συμφωνίας με τους Ναζί, κατάλαβε ότι η ΕΣΣΔ είχε βρεθεί μπροστά στον κίνδυνο γερμανικής εισβολής. Γι’ αυτό και προσπάθησε να συνάψει σχέσεις με τα ευρωπαϊκά κράτη που τα συμφέροντά τους τα έφερναν σε αντιπαράθεση με τη Γερμανία (κυρίως τη Γαλλία και την Αγγλία).

Η πολιτική της Κομιντέρν και των ΚΚ έπρεπε να ευθυγραμμιστεί με τη διπλωματία της ΕΣΣΔ, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν το στόχο της άμεσης κατάληψης της εξουσίας και να επιδιώξουν πολιτικές συμμαχίες με όλες τις «δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις» για να εμποδίσουν τους φασίστες να καταλάβουν την εξουσία σε άλλες χώρες.

Η συγκρότηση των Λαϊκών Μετώπων χαιρετίστηκε από τις εργατικές μάζες, που την ερμήνευσαν σαν τερματισμό της καταστροφικής πολιτικής της «Τρίτης Περιόδου» η οποία είχε οδηγήσει στη νίκη των Ναζί. Όμως οι εργατικές μάζες επενδύσανε στην προοπτική της εκλογικής νίκης των Λαϊκών Μετώπων τους ιδιαίτερους ταξικούς τους στόχους, θεωρώντας ότι οι πολιτικοί συνασπισμοί, στους οποίους κυριαρχούσαν τα Σοσιαλιστικά και τα Κομμουνιστικά Κόμματα, θα οδηγούσαν σε μια μορφή εργατικής κυβέρνησης, που θα ικανοποιούσε τα βασικά αιτήματα της εργατικής τάξης.

Οι κυβερνήσεις των Λαϊκών Μετώπων δεν ήταν ικανές και δεν ήθελαν να λύσουν ούτε το ένα πρόβλημα ούτε το άλλο. Στράφηκαν εναντίον των εργατικών μαζών που τις στήριξαν, όταν η εργατική τάξη κινητοποιήθηκε για να υπερασπίσει τα δικαιώματά της και να διεκδικήσει βελτίωση των συνθηκών ζωής της (που βρίσκονταν σε επίπεδα εξαθλίωσης εξαιτίας τη οικονομικής κρίσης) και τα Κομμουνιστικά Κόμματα ήταν αυτά που έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο στην ήττα των εργατικών κινημάτων τα οποία είχαν σημαδέψει την εκλογική νίκη των Λαϊκών Μετώπων. Το εργατικό κίνημα ήταν απειλή για την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου, δηλαδή τη συνεργασία με τις δημοκρατικές αστικές πολιτικές δυνάμεις ενάντια στην ακροδεξιά.


Το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία

Στη Γαλλία η εργατική τάξη αντιλήφθηκε την εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου σαν μια ευκαιρία για να πιέσει για μια ριζική βελτίωση του βιοτικού της επιπέδου, χωρίς να περιμένει να αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα το Λαϊκό Μέτωπο. Το τεράστιο απεργιακό κύμα που ξέσπασε το Μάιο του ’36 σε ολόκληρη τη Γαλλία, δεν διεκδίκησε μόνο οικονομικά αιτήματα και συνδικαλιστικές ελευθερίες, αλλά έθεσε και το αίτημα του εργατικού ελέγχου της παραγωγής καθώς και του εξοπλισμού της εργατικής τάξης για την αντιμετώπιση των ακροδεξιών οργανώσεων. Η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στράφηκε εναντίον του εργατικού κινήματος, εφαρμόζοντας μια συνδυασμένη πολιτική καταστολής και υποχώρησης στα οικονομικά αιτήματα των απεργών. Μ’ αυτό τον τρόπο κατάφεραν να σταματήσουν τις απεργίες, αποσαφηνίζοντας ότι στόχος τους ήταν η συνεργασία με τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις της αστικής τάξης ενάντια στην ακροδεξιά. Οι απεργίες απειλούσαν να διαλύσουν αυτή τη συμμαχία και να οδηγήσουν τους τρομοκρατημένους συντηρητικούς συμμάχους στην «αγκαλιά» της ακροδεξιάς. Το εργατικό κίνημα ηττήθηκε από τα ίδια του τα κόμματα, τα οποία δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις της καταστολής εναντίον των εργατών. Ο ρόλος του ΚΚΓ ήταν καθοριστικός, καθώς έριξε όλες του τις οργανωμένες δυνάμεις για να εξαναγκάσει την εργατική τάξη να υποχωρήσει. Στους μήνες που ακολούθησαν το Λαϊκό Μέτωπο κατέρρευσε, εγκαταλελειμμένο από τις εργατικές μάζες τις οποίες είχε απογοητεύσει και το πολιτικό σκηνικό της Γαλλίας μετατοπιζόταν συνεχώς προς τα δεξιά.

Τον Απρίλη του ’38, ύστερα από την κατάρρευση μιας δεύτερης κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου, ο Νταλαντιέ, αρχηγός του Ριζοσπαστικού Κόμματος (ένα από τα κόμματα που συμμετείχαν στο Λαϊκό Μέτωπο), σχημάτισε συντηρητική κυβέρνηση, την οποία στήριξαν όλα τα κόμματα της βουλής, μαζί και οι βουλευτές του ΚΚ, με την ίδια πολιτική λογική: να αποτρέψουν τον κίνδυνο του φασισμού, υποστηρίζοντας τις (δεξιές) δημοκρατικές δυνάμεις.

Όμως μετά την υπογραφή του Συμφώνου Μολότοφ – Ρίμπεντροπ στις 23 Αυγούστου 1939 (το οποίο το Γαλλικό ΚΚ υποστήριξε), ο Νταλαντιέ αρχικά έθεσε το ΚΚΓ εκτός νόμου και στη συνέχεια φυλάκισε την κοινοβουλευτική του ομάδα.

Η κυβέρνηση του Νταλαντιέ παραιτήθηκε το Μάρτη του ’40, καθώς δεν μπορούσε να διαχειριστεί την ευρωπαϊκή κρίση και στην νέα, ακόμα πιο δεξιά κυβέρνηση του Πολ Ρεϊνό, μπήκε και ο Πετέν.

Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, μετά την εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου το ’36 και το απεργιακό κίνημα που ακολούθησε, οι εργοδότες και οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, συστηματικά αφαίρεσαν όλες τις κατακτήσεις του Ιούνη του ’36. Η ίδια η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου είχε εφαρμόσει μια πολιτική αύξησης των εξοπλισμών σε βάρος του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων.

Όλα αυτά είχαν σαν συνέπεια την απογοήτευση των εργαζόμενων μαζών και την αδρανοποίησή τους. Οι εργάτες έβλεπαν ότι οι υποχωρήσεις που έκαναν, είχαν σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση της δεξιάς και την ποινικοποίηση των αγώνων τους. Έβλεπαν ότι το Λαϊκό Μέτωπο, στο οποίο είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους για την αντιμετώπιση του φασισμού, δεν έθεσε εκτός νόμου τις φασιστικές συμμορίες και το κυριότερο, εμπόδισε τον εξοπλισμό του ισπανικού λαού για να αντιμετωπίσει το πραξικόπημα του Φράνκο.

Γι’ αυτό και όταν η ναζιστική Γερμανία επιτέθηκε στην Γαλλία (στην κυβέρνηση της οποίας συμμετείχαν φιλοναζιστές ακροδεξιοί) δεν συνάντησε την παραμικρή αντίσταση. Η γαλλική εργατική τάξη δεν αντιστάθηκε, καθώς είχε περιέλθει σε σύγχυση και απογοήτευση από την πολιτική που της επέβαλλαν τα κόμματά της (Σοσιαλιστές και Κομμουνιστές).

Τον Ιούνιο του 1940 όλα τα κόμματα του γαλλικού κοινοβουλίου, μαζί και αυτά με τα οποία το ΚΚΓ είχε συνεργαστεί για την σωτηρία της δημοκρατίας από τον φασισμό, έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στον Πετέν για να διαλύσει το κοινοβούλιο.

Ο Πετέν συνθηκολόγησε με τους Γερμανούς, οι οποίοι κατέλαβαν ένα τμήμα της γαλλικής επικράτειας, αφήνοντας το υπόλοιπο στον Πετέν, για να επιβάλει μία στρατιοτικοφασιστική δικτατορία (το «καθεστώς του Βισί»).

Μετά τη γερμανική εισβολή το ΚΚΓ κάλεσε το γαλλικό λαό σε αγώνα για την ανατροπή του καθεστώτος Βισί, όχι όμως και της γερμανικής κατοχής, αφού ακόμα βρίσκονταν σε ισχύ η συμφωνία μεταξύ του Χίτλερ και του Στάλιν. Μάλιστα το ΚΚ προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τις Γερμανικές αρχές τη νόμιμη έκδοση της εφημερίδας του, της L’ Humanité και έδωσε εντολή στα μέλη του να βγουν από την παρανομία (με αποτέλεσμα… να συλλαμβάνονται). Μόνο μετά την εισβολή της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ το ΚΚΓ κάλεσε σε αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής.

Στη Γαλλία λοιπόν ήταν το Λαϊκό Μέτωπο που άνοιξε το δρόμο για την νίκη της ακροδεξιάς, καθώς ανάγκασε το εργατικό κίνημα να οδηγηθεί στον συμβιβασμό και στην ήττα. Όλα τα κόμματα (μαζί και του Λαϊκού Μετώπου, εκτός του ΚΚΓ που ήταν παράνομο) παραχώρησαν την εξουσία στην ακροδεξιά, η οποία συνθηκολόγησε με την Γερμανία. Οι εργατικές μάζες που είχαν ψηφίσει το Λαϊκό Μέτωπο για να αποτρέψουν ακριβώς αυτή την εξέλιξη και θα μπορούσαν να παλέψουν ενάντια στον φασισμό, είχαν αδρανοποιηθεί από την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου. Η κύρια πολιτική δύναμη – φορέας αυτής της πολιτικής, που εξανάγκασε σε υποχώρηση το εργατικό κίνημα του ’36, ήταν το ΚΚΓ.


Το Λαϊκό Μέτωπο στην Ισπανία

Στην Ισπανία επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία, παίρνοντας όμως τη μορφή μιας απ΄ τις μεγαλύτερες τραγωδίες του εργατικού κινήματος.

Οι εργατικές μάζες ψήφισαν το Λαϊκό Μέτωπο στις εκλογές του ’36 (το ψήφισαν ακόμα και οι αναρχικοί εργάτες της CNT) προσδοκώντας από αυτό να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές: ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της ισπανικής κοινωνίας, δικαιώματα στις εθνότητες, συνδικαλιστικές ελευθερίες και βελτίωση των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης, διανομή της εκκλησιαστικής γης και της γης των γαιοκτημόνων στους ακτήμονες αγρότες. Για ένα διάστημα περίπου 20 χρόνων η ισπανική κοινωνία διένυε μια πορεία διαρκούς πολιτικής κρίσης αλλά και συνεχούς ριζοσπαστικοποίησης, η οποία από το 1931 πήρε τη μορφή της προεπαναστατικής κατάστασης. Η νίκη του Λαϊκού Μετώπου (του οποίου το πολιτικό πρόγραμμα ήταν εξαιρετικά συντηρητικό) σήμαινε για τις εργαζόμενες μάζες μια ευκαιρία για την ανάπτυξη των αγώνων τους. Και ήταν αυτοί οι αγώνες, οι οποίοι διεξάγονταν πλέον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση μετά την ήττα της δεξιάς και τη νίκη του Λαϊκού Μετώπου, που τρομοκράτησαν την αστική τάξη και όχι η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου η οποία προσπαθούσε να δώσει διαπιστευτήρια για τον σεβασμό στην αστική ιδιοκτησία χτυπώντας το εργατικό κίνημα.

Απέναντι στο πραξικόπημα που πραγματοποίησαν από κοινού ο στρατός η εκκλησία και το σύνολο των πολιτικών της δεξιάς, η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου κατέρρευσε και η νίκη των ακροδεξιών θα ερχόταν πολύ γρήγορα εάν η εργατική τάξη δεν αντέτασσε σαν απάντηση την κοινωνική επανάσταση. Τα δύο τρίτα της ισπανικής επικράτειας πέρασαν άμεσα κάτω από τον έλεγχο των εργατών της CNT και της UGT (η γενική συνομοσπονδία των σοσιαλιστών εργατών), οι οποίοι κολεκτιβοποίησαν το μεγαλύτερο τμήμα της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής. Όμως τόσο η CNT, όσο και η αριστερή πτέρυγα της UGT, αλλά και το POUM, που είχαν στηρίξει τις κολεκτιβοποιήσεις και την επαναστατική προοπτική, δίστασαν να περάσουν και στο επόμενο βήμα: την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη.

Η πολιτική δύναμη που από την αρχή υιοθέτησε μια άκρως εχθρική στάση απέναντι στην κοινωνική επανάσταση ήταν το ΚΚΙ. Αρχικά το μέγεθος του δεν του επέτρεπε να παίξει κάποιον πολιτικό ρόλο. Το Ισπανικό ΚΚ ήταν μια μικρή οργάνωση της μικροαστικής διανόησης, χωρίς καμιά σχέση με την εργατική τάξη. Μεγάλωσε μετά το ’36 προσελκύοντας τους μικροκαπιταλιστές της υπαίθρου και της πόλης που μισούσαν την επανάσταση και τα στελέχη του στρατιωτικού μηχανισμού τα οποία δεν πρόλαβαν να περάσουν με τον Φράνκο και για τα οποία το ΚΚΙ ήταν μια εγγύηση κοινωνικής σταθερότητας και προσωπικής ανέλιξης. Επίσης στις γραμμές του προσχώρησαν πολλοί από εκείνους που είχαν εκτεθεί το προηγούμενο διάστημα από τις σχέσεις τους με τα ακροδεξιά κόμματα και οι οποίοι δεν ήθελαν να καταφύγουν στην περιοχή που έλεγχε ο Φράνκο.

Όμως ο καθοριστικός παράγοντας ενίσχυσης του ΚΚΙ ήταν η σχέση του με την ΕΣΣΔ και ο έλεγχος των όπλων που έστελνε ο Στάλιν.

Η σταλινική (και ακροδεξιά) φιλολογία υποστηρίζει ότι μόνο η ΕΣΣΔ υποστήριξε τον αντιφασιστικό αγώνα του ισπανικού λαού στέλνοντας όπλα. Το εμφανές ιστορικό γεγονός (της αποστολής οπλισμού) αποκρύπτει μια σειρά από λιγότερο ορατές παραμέτρους, οι οποίες ακυρώνουν τα όποια θετικά αποτελέσματα είχε η αποστολή όπλων και οι οποίες συνέβαλλαν στην ήττα.

Ο Στάλιν αποφάσισε να στείλει όπλα, τρεις μήνες μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος και αφού η δημοκρατική πλευρά είχε αποτύχει να εμποδίσει την μεταφορά των στρατευμάτων του Φράνκο από το Μαρόκο στην Ισπανία. Τα χρηματικά ποσά που η ισπανική κυβέρνηση πλήρωσε γι’ αυτά τα όπλα υπερέβαιναν κατά πολύ την αξία τους, αλλά το ουσιαστικό είναι οι πολιτικού όροι με τους οποίους ο Στάλιν έστελνε το συχνά ελαττωματικό πολεμικό υλικό και οι οποίοι ήταν τέτοιοι, που δεν επέτρεπαν στην ισπανική εργατική τάξη να νικήσει τον Φράνκο.

Το ενδιαφέρον του Στάλιν για την Ισπανία εκδηλώθηκε όταν άρχισε να γίνεται ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος διεθνές πρόβλημα στο οποίο ενεπλάκησαν όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ο Στάλιν επιδίωξε να συντηρήσει τη δημοκρατική αντίσταση από την στιγμή που ενεπλάκη η Γερμανία υποστηρίζοντας τον Φράνκο. Αυτό που τον ενδιέφερε δεν ήταν η νίκη του αντιφασιστικού κινήματος στην Ισπανία, αλλά η συντήρηση ενός μετώπου, που όσο θα διαρκούσε, η Γερμανία δεν θα μπορούσε να στραφεί εναντίον της ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος αναδεικνύονταν σε ένα πεδίο επί του οποίου θα μπορούσαν να αναπτυχθούν στρατιωτικές συνεργασίες της ΕΣΣΔ με τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία. Γι’ αυτό και το Ισπανικό ΚΚ, οι πράκτορες της Κομιντέρν και τα στελέχη του σοβιετικού στρατιωτικού μηχανισμού και της NKVD (των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών) που κατέκλυσαν την Ισπανία, επιδόθηκαν σε έναν αγώνα για να περιορίσουν τις ισπανικές μάζες στα πλαίσια της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου, δηλαδή της συνεργασίας με τις αστικές και μικροαστικές δυνάμεις της δημοκρατικής πλευράς. Όμως καθώς μεγάλα κομμάτια των εργατικών και αγροτικών μαζών κινούνταν σε μια πολύ πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση, η πολιτική του Λαϊκού Μετώπου σήμαινε σύγκρουση με αυτές τις μάζες. Τα λάθη της ηγεσίας της CNT και του POUM επέτρεψαν στο ΚΚΙ να τσακίσει τη ισπανική επανάσταση. Το ΚΚΙ μαζί με τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες και τους πράκτορες της Κομιντέρν, επέβαλαν ένα καθεστώς αντεπαναστατικής τρομοκρατίας, φυλακίζοντας και δολοφονώντας μαζικά τους αγωνιστές του POUM και της CNT, διαλύοντας με τη βία τις εργατικές πολιτοφυλακές και τις βιομηχανικές και αγροτικές κολεκτίβες τις οποίες παρέδιδαν στην αστική τάξη και τους μικροϊδιοκτήτες για να αποδείξουν στους καπιταλιστές της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας, ότι στην Ισπανία δεν γίνεται κοινωνική επανάσταση, αλλά αγώνας υπεράσπισης μιας νόμιμης αστικής κυβέρνησης.

Υποτίθεται ότι με αυτό τον τρόπο θα εξασφάλιζαν την υποστήριξη των Δημοκρατικών κρατών στον αγώνα εναντίον του φασισμού. Η ικανότητα της Κομιντέρν να καθοδηγήσει πολιτικά αυτόν τον αγώνα γίνεται αντιληπτή από την τακτική για την αντιμετώπιση του ιταλικού φασισμού, που προσπάθησε να διαμορφώσει ένας από τους ηγέτες της, ο Παλμίρο Τολιάτι, ο αρχηγός του Ιταλικού ΚΚ, ο οποίος είχε σπεύσει προς βοήθεια του ισπανικού λαού. Λίγες μέρες πριν πάει στην Ισπανία, είχε απευθύνει έκκληση στα παλαιά μέλη του ιταλικού φασιστικού κόμματος, να αγωνιστούν μαζί με τους κομμουνιστές για την πραγματοποίηση του… φασιστικού πολιτικού προγράμματος, το οποίο είχαν εγκαταλείψει οι ηγέτες του(!!!)

Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής στην Ισπανία ήταν η καταστολή του επαναστατικού κινήματος από έναν κρατικό μηχανισμό που είχε περάσει στα χέρια του ΚΚΙ. Έτσι όμως για τις πλατιές εργατικές μάζες που είχαν επαναστατήσει εναντίον του Φράνκο και των οποίων η πρωτοπορία είχε εξολοθρευτεί από τους σταλινικούς, δεν υπήρχε λόγος για να συνεχίσουν να αντιστέκονται και να πεθαίνουν κατά χιλιάδες σε θεατρικές πολεμικές συγκρούσεις στις οποίες τους έριχναν οι ανίκανοι αξιωματικοί που είχε επιβάλει το ΚΚ.

Για τον Στάλιν ο ισπανικός εμφύλιος έχασε τη σημασία του μετά την υπογραφή του Συμφώνου του Μονάχου και οι αποστολές όπλων σταμάτησαν. Η ισπανική επανάσταση που είχε καταφέρει να ανακόψει την αρχική ορμή του πραξικοπήματος και που μόνο αυτή θα μπορούσε να το ανατρέψει, είχε συντριβεί από τους σταλινικούς. Η νίκη του Φράνκο στην Ισπανία έδωσε την δυνατότητα στην Γερμανία να στραφεί εναντίον της Ανατολικής Ευρώπης και της Γαλλίας και στην Ιταλία να στραφεί εναντίον των Βαλκανίων. Η πολιτική του Λαϊκού Μετώπου ως όπλου εναντίον του φασισμού έφερε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα, όχι μόνο στην Ισπανία αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής θυσιάστηκαν τα μαζικά και δυναμικά εργατικά κινήματα που θα μπορούσαν να έχουν ανακόψει την κυριαρχία των φασιστών στην Ευρώπη. Οι άμεσα υπεύθυνοι γι’ αυτές τις τραγωδίες ήταν η ΕΣΣΔ, η Κομιντέρν και τα ΚΚ των ευρωπαϊκών χωρών.


Οι Λαοί της ΕΣΣΔ και η θυσία τους

Απ’ αυτή την άποψη το εγκώμιο της συνεισφορά της «ΕΣΣΔ στον αγώνα εναντίον του φασισμού» είναι απλώς κυνισμός, που ισοδυναμεί με το να αποδίδουμε εύσημα ανθρωπισμού σε κάποιον που ενώ πριν έκοψε τα πόδια κάποιου άλλου, του πετάει στη συνέχεια ένα σπασμένο δεκανίκι για να μπορεί να περπατάει.

Μετά την ήττα στην Ισπανία, ο Στάλιν κατάλαβε ότι όχι μόνο δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει εμπόδια στην επέκταση της Γερμανίας προς τα ανατολικά, αλλά στην πραγματικότητα της άνοιξε το δρόμο. Ο διαμελισμός της Τσεχοσλοβακίας έγινε αποδεκτός από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις (Μ. Βρετανία και Γαλλία) με τις οποίες ο Στάλιν επιχείρησε να συνεργαστεί θυσιάζοντας την Ισπανία και για τη σοβιετική διπλωματία, ο μόνος τρόπος για να ανακόψει την επέκταση του Χίτλερ, ήταν η σύναψη συμφωνίας μαζί του.


Με το σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ ο Στάλιν και ο Χίτλερ μοίρασαν την Ανατολική Ευρώπη σε ζώνες επιρροής (δηλαδή συμφώνησαν στην επέκταση του Χίτλερ προς τα ανατολικά) και ταυτόχρονα συμφώνησαν να προμηθεύει η ΕΣΣΔ τη Γερμανία με τις πρώτες ύλες που είχε ανάγκη για τον εξοπλισμό της. Αυτή η πολιτική δύσκολα μπορεί να περιγραφεί σαν συνεισφορά εναντίον του Ναζισμού.

Άλλο τόσο παράλογο και κυνικό είναι να θεωρούμε τη «θυσία των λαών της ΕΣΣΔ», ως τον καθοριστικό παράγοντα που έκρινε το αποτέλεσμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η νίκη των «Συμμάχων» επί των δυνάμεων του Άξονα ήταν το αποτέλεσμα μιας συνεργασίας μεταξύ των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και της ΕΣΣΔ, όπου η κάθε δύναμη διέθεσε για τον υποτιθέμενο κοινό σκοπό, αυτό που είχε σε αφθονία: η Μ. Βρετανία και κυρίως οι ΗΠΑ διέθεσαν πολεμικό υλικό, η ΕΣΣΔ κρέας για τα κανόνια του Χίτλερ. Για τους «λαούς της ΕΣΣΔ», αυτό δεν ήταν μια ελεύθερη επιλογή. Η παρανοϊκή βαρβαρότητα του σταλινισμού είναι πολύ πιθανόν να οδηγούσε στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ, εάν ο εχθρός (η χιτλερική Γερμανία) δεν είχε να παρουσιάσει μια ακόμα χειρότερη παρανοϊκή βαρβαρότητα. Όταν οι ναζί εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ δεν συνάντησαν την παραμικρή αντίσταση, ακριβώς επειδή «οι λαοί της ΕΣΣΔ» δεν είχαν καμιά διάθεση να πεθάνουν προστατεύοντας ένα καθεστώς λιμού και τρομοκρατίας. Αντίθετα μεγάλα κομμάτια αυτών των λαών πέρασαν με την μεριά των Ναζί, μέχρι να διαπιστώσουν ότι αυτό που τους περίμενε ήταν η μαζική εξολόθρευση, καθώς ο διακηρυγμένος στόχος των Ναζί ήταν να εξοντώσουν όλους τους Σλάβους και να εποικίσουν τα εδάφη τους με Άριους (ασχέτως εάν δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί Άριοι για ένα τόσο… μεγαλεπήβολο σχέδιο). Και μόνο τότε άρχισαν να αντιστέκονται, όχι για να προστατέψουν τις κατακτήσεις μιας από χρόνια χαμένης επανάστασης, αλλά για να σώσουν τις ζωές τους. Η ναζιστική απειλή είχε καταστεί τόσο τρομακτική, ώστε οι στρατευμένες μάζες των εργατών και των αγροτών του Κόκκινου Στρατού να μην τολμήσουν να αμφισβητήσουν την πειθαρχία που τους επέβαλλε η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία τους και να διεκδικήσουν μετά τον πόλεμο καλύτερες συνθήκες ζωής (όπως έγινε στις περισσότερες δυτικές χώρες). Για τους λαούς της ΕΣΣΔ ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένα στάδιο με το οποίο ολοκληρώθηκε η υποταγή τους στο σταλινισμό και όχι ένα βήμα προς τη δόξα και την ελευθερία. Η σοβιετική αστική τάξη βγήκε από τον πόλεμο πανίσχυρη, έχοντας αναδειχθεί σε παγκόσμια υπερδύναμη, υπάγοντας στη σφαίρα επιρροής της και σε άμεσο οικονομικό και πολιτικό έλεγχο ολόκληρη την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Αυτές οι επιτυχίες της ΕΣΣΔ στο στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο δεν μεταφράστηκαν σε βελτίωση των συνθηκών ζωής των «λαών της». Έγινε το ακριβώς αντίθετο: μετά τον πόλεμο το σταλινικό καθεστώς αισθάνονταν ότι ήταν σε θέση να διεξάγει μια τεράστια επίθεση εναντίον των δικαιωμάτων των εθνοτήτων της ΕΣΣΔ. Ολόκληρες εθνότητες, εκατομμύρια άνθρωποι εξαναγκάστηκαν, κάτω από συνθήκες που επέφεραν μαζικούς θανάτους, να αλλάξουν τόπο κατοικίας και εκτοπίστηκαν σε περιοχές της Σιβηρίας και της Ασιατικής ΕΣΣΔ, όπου υποχρεώθηκαν να ζήσουν σε άθλιες συνθήκες εξορίας και καταναγκαστικής εργασίας. Αυτή η πολιτική εθνοκάθαρσης συμπληρώθηκε από μία έξαρση αντισημιτικών διώξεων σε βάρος των Εβραίων της ΕΣΣΔ (αξίζει να επισημανθεί ότι ένα μεγάλο ποσοστό των Ρώσων επαναστατών όλων των τάσεων προέρχονταν από την εβραϊκή μειονότητα).

Όμως το σύνολο του εργαζόμενου λαού της ΕΣΣΔ, όσοι υπέστησαν εθνικιστικές διώξεις αλλά ακόμη και όσοι δεν έπεσαν θύμα του μεγαλορώσικου εθνικισμού, εξαναγκάστηκε να υποστεί το «καθήκον» της ανοικοδόμησης της κατεστραμμένης χώρας, να εργαστεί κάτω από άθλιες συνθήκες, χωρίς τις στοιχειώδεις συνδικαλιστικές ελευθερίες, που θα του επέτρεπαν να επιχειρήσει μια έστω μερική βελτίωση της ζωής του. Αντιθέτως, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης συνέχιζαν μέχρι τον θάνατο του Στάλιν να γεμίζουν με απείθαρχους προλετάριους.

Μετά τον θάνατο του Στάλιν η ένταση της τρομοκρατίας και της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων υποχώρησαν, χωρίς όμως να μεταβληθούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος.

Την ίδια εποχή όμως, οι εργάτες της Δυτικής Ευρώπης (και της επίσης ολοκληρωτικά κατεστραμμένης Δ. Γερμανίας) απολάμβαναν ένα πολύ υψηλό επίπεδο διαβίωσης και πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών.


Οι «απελευθερωμένοι» λαοί

της Ανατολικής Ευρώπης

Για τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι χωρίς να το έχουν επιδιώξει βρέθηκαν κάτω από την κυριαρχία σταλινικών καθεστώτων, αυτή η διαδικασία ακολούθησε πιο αργούς ρυθμούς και ολοκληρώθηκε στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 (για την Πολωνία στη δεκαετία του ’80). Σ’ αυτό το διάστημα η ΕΣΣΔ και τα σταλινικά καθεστώτα-δορυφόροι της κατάφεραν να συντρίψουν τα εργατικά κινήματα, που αναπτύχθηκαν προβάλλοντας το αίτημα του σοσιαλισμού και της εργατικής εξουσίας.

Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν το σύνολο των σταλινικών κρατών έμπαινε σε μια βαθιά πολιτική και οικονομική κρίση, η μόνη δυνατότητα απελευθέρωσης που έμοιαζε εφικτή για τις μάζες, συνδέονταν με τη «δημοκρατία της ελεύθερης αγοράς». Μέσα στις κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης, όλες οι αντιπολιτεύσεις που πρόβαλλαν την προοπτική της εργατικής εξουσίας είχαν συντριβεί από τα σταλινικά καθεστώτα. Εκείνη την καθοριστική χρονική περίοδο, οι μόνοι οι οποίοι μπορούσαν να αρθρώσουν μια πειστική εναλλακτική προοπτική απέναντι στον καταρρέοντα σταλινισμό, ήταν τα στελέχη και οι διανοούμενοι που αναδείχθηκαν μέσα από τους κόλπους του ίδιου του συστήματος και οι οποίοι έγιναν οι βασικοί φορείς της ιδεολογίας της ελεύθερης αγοράς.

Οι εργαζόμενες μάζες στήριξαν αυτές τις προοπτικές μέσα από τη σύγχυση που προκαλούσε η απουσία δικών τους συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων (οι οποίες είχαν διαλυθεί τις προηγούμενες δεκαετίες από τους μηχανισμούς καταστολής) αλλά και μέσα από την επιθυμία τους να ξεμπερδεύουν με οποιονδήποτε τρόπο με το σταλινισμό.

Ενδεχομένως, οι εξεγέρσεις που οδήγησαν στην πτώση αυτών των καθεστώτων, απέτρεψαν την επιβολή σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη του κινεζικού οικονομικοπολιτικού μοντέλου, όπου ο συνδυασμός του σταλινισμού και της οικονομίας της αγοράς θα βύθιζαν τις κοινωνίες της στην πιο άγρια βαρβαρότητα. Στην πραγματικότητα αυτή ήταν η μόνη εναλλακτική προοπτική που μπορούσαν να υποσχεθούν για τους λαούς τους οι άρχουσες τάξεις των σταλινικών κρατών. Για την ίδια την Κίνα, η επιβολή αυτού του μοντέλου έγινε εφικτή μετά την άγρια καταστολή του αριστερού φοιτητικού κινήματος της εξέγερσης του ’89.


Η ΕΣΣΔ και τα αντιαποκιακά κινήματα

Υποτίθεται ότι για τα λαϊκά κινήματα που διεκδίκησαν την ανεξαρτησία των χωρών τους από την αποικιοκρατία και ήρθαν σε σύγκρουση με το δυτικό ιμπεριαλισμό, η ΕΣΣΔ τους παρείχε την πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη για να μπορέσουν να νικήσουν. Και πραγματικά, οι ηγεσίες των περισσότερων από αυτά τα κινήματα συνεργάστηκαν με την ΕΣΣΔ και επιδίωξαν την υποστήριξή της. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις τα καθεστώτα που προέκυψαν μετά την εκδίωξη των αποικιοκρατών, είχαν τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των σταλινικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης.

Η πολιτική της ΕΣΣΔ απέναντι στα αντιαποικιακά κινήματα εκδηλώθηκε βασικά με τις εξής μορφές (ανάλογα με τα γεωπολιτικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των κινημάτων):

α) Υποστήριξη εθνικιστών ηγετών και ευθυγράμμιση των ΚΚ μ’ αυτή την πολιτική. Η ΕΣΣΔ επιδίωξε τη συνεργασία ισχυρών εθνικιστών ηγετών και εθνικιστικών κινημάτων, στα πλαίσια του ανταγωνισμού του Ψυχρού Πολέμου. Έτσι οι στόχοι αυτών των κινημάτων δεν έπρεπε να υπερβαίνουν τα πολιτικά πλαίσια που έθεταν οι εθνικιστικές του ηγεσίες. Αυτό σήμαινε την υποταγή των εργαζόμενων μαζών στις μικροαστικές ηγεσίες των εθνικιστικών κινημάτων (διανοούμενοι και στρατιωτικοί). Όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις τα αντιαποικιακά κινήματα πυροδοτούσαν κοινωνικούς αγώνες και διεκδικήσεις των εργαζόμενων μαζών που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν από τις ηγεσίες αυτών των κινημάτων, οι στόχοι των οποίων δεν υπερέβαιναν τα οράματα μιας “εθνικής” αστικής ανάπτυξης (σε βάρος των εργαζόμενων). Τα ΚΚ που συμμετείχαν σ’ αυτά τα κινήματα αναλάμβαναν το καθήκον να περιορίσουν τους αγώνες και τα αιτήματα των εργαζομένων στα όρια αυτών των πολιτικών επιλογών. Πρόβαλαν το ιδεολόγημα, ότι πρώτα θα έπρεπε να διαμορφωθούν οι συνθήκες ενός εθνικού καπιταλισμού, από τις οποίες θα αναδεικνύονταν οι δυνατότητες της εργατικής τάξης να αγωνιστεί για το σοσιαλισμό. Αυτή ήταν η πολιτική με την οποία η ΕΣΣΔ και το ΚΚ προσπάθησαν να παρέμβουν στην κινέζικη επανάσταση του 1925-1927. Tο αποτέλεσμα ήταν η σφαγή της εργατικής τάξης και του ΚΚ από τους εθνικιστές “συμμάχους”. Η ίδια πολιτική ακολουθήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ… Το αποτέλεσμα ήταν πάντοτε το ίδιο: οι εθνικιστές χρησιμοποιούσαν τα ΚΚ για να περιορίσουν αρχικά τους αγώνες των εργατών και μετά να καταστείλουν το εργατικό κίνημα και τα ίδια τα ΚΚ. Συνήθως, όλοι αυτοί οι «σύμμαχοι» πολύ γρήγορα απομακρύνονταν από την επιρροή της ΕΣΣΔ.

β) Στις περιπτώσεις εκείνες όπου τα ΚΚ βρίσκονταν στην ηγεσία των εθνικιστικών κινημάτων, ή οι ηγεσίες αυτών των κινημάτων αποφάσιζαν να προχωρήσουν σε μια πιο στενή συνεργασία με την ΕΣΣΔ για να επιβιώσουν, το αποτέλεσμα ήταν να προκύπτουν καθεστώτα αντίγραφα της ΕΣΣΔ. Η κοινωνική σύνθεση των ηγεσιών των εθνικιστικών κινημάτων (που ήταν μικροαστική- στρατιωτικοί και διανοούμενοι) και ο έλεγχος που ασκούσε τα ΚΚ σε οργανωμένα τμήματα της εργατικής τάξης, δεν επέτρεψε στην εργατική τάξη να παίξει ένα ανεξάρτητο ταξικό ρόλο στη συγκρότηση αυτών των καθεστώτων (χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Κούβας και του Βιετνάμ). Όμως σε άλλες περιπτώσεις αρκούσε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, για να… μετασχηματιστεί σε σοσιαλιστική μια χώρα (πχ. Σομαλία και Αιθιοπία)

γ) Η ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση και η επιβολή ενός «σοσιαλιστικού» μοντέλου, ήταν η πολιτική που εφάρμοσε η ΕΣΣΔ απέναντι στην άρνηση του Αφγανικού λαού να αποδεχθεί την παρανοϊκή πολιτική των δύο ΚΚ που αλληλοεξοντώνονταν μεταξύ τους.

Η κυνική αντιμετώπιση των λαών που αγωνίζονταν ενάντια στην αποικιοκρατία ήταν αυτό που χαρακτήριζε την πολιτική της ΕΣΣΔ. Τα συμφέροντα της σοβιετικής αστικής τάξης ήταν αυτό που καθόριζε τα όρια και τις προϋποθέσεις υποστήριξης ενός αντιαποικιακού κινήματος. Η πολιτική αυτή μπορούσε πολλές φορές να πάρει γελοίες (μέσα στην τραγικότητα των αποτελεσμάτων της) μορφές. Μέχρι το 1978 η ΕΕΣΔ ήταν σύμμαχος του Σιάντ Μπαρρέ (στρατιωτικός που είχε καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία) στη Σομαλία και υποστήριζε τα εθνικά κινήματα της Ερυθραίας και του Ογκαντέν στην Αιθιοπία του Χαϊλέ Σεϊλασιέ (συμμάχου των Δυτικών). Γι’ αυτόν το σκοπό είχαν σταλεί στην περιοχή 10.000 έως 20.000 Κουβανοί. Μετά το πραξικόπημα του Μογκαντίσου στην Αιθιοπία, η πολιτική της ΕΣΣΔ άλλαξε εν μια νυκτί και άρχισαν να υποστηρίζουν την Αιθιοπία εναντίον του προηγούμενου συμμάχου τους. Τα κουβανικά στρατεύματα, καθώς και τεράστιες ποσότητες οπλισμού που έστειλε η ΕΣΣΔ, χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των αποσχιστικών κινημάτων της Ερυθραίας και του Ογκαντέν και του προηγούμενου «συμμάχου», του Σιάντ Μπαρρέ της Σομαλίας.

Η ΕΣΣΔ είχε υποστηρίξει τη δημιουργία κράτους του Ισραήλ (μια περίεργη προσφορά στις επιδιώξεις των αραβικών μαζών για ανεξαρτησία) καθώς μάλλον πίστευε ότι η μεγάλη δύναμη που είχαν οι Ισραηλινοί Εργατικοί, θα οδηγούσε σε μία συμμαχία Ισραήλ και ΕΣΣΔ.

Τα ΚΚ της Δύσης επί της ουσίας δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στα μεγάλα αντιπολεμικά κινήματα που συγκλόνισαν το δυτικό κόσμο στις δεκαετίες του 60 και του 70, το αντιπολεμικό κίνημα στη Γαλλία εναντίον του πολέμου στην Αλγερία και το παγκόσμιο κίνημα εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Όμως ήταν αυτά τα κινήματα, τα οποία σε συνδυασμό με τους αγώνες του Αλγερινού και του Βιετναμέζικου λαού επέφεραν δύο από τις μεγαλύτερες ήττες του ιμπεριαλισμού.


Η ήττα ως αφήγηση της ήττας

Οι θλιβεροί απολογητές του σταλινισμού, αλλά και οι αριστεροί που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο κομμουνισμός και ο σταλινισμός ταυτίζονται (και σπεύδουν να αποκηρύξουν τη «μεγάλη αφήγηση» του κομμουνισμού), συμφωνούν μεταξύ τους και συμφωνούν και με τους διανοούμενους της δεξιάς σ’ αυτό το σημείο: το 1989 κατέρρευσε ο Κομμουνισμός. Η κατάρρευση οδήγησε στην ήττα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.

Αυτή η από κοινού κατασκευασμένη θεωρία, η οποία αποδίδει την ήττα του εργατικού κινήματος στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ, δηλαδή επιχειρεί να ερμηνεύσει μία ήττα με μία άλλη, είναι ύποπτη. Στην πραγματικότητα αποτελεί μέρος της ίδιας της ήττας του εργατικού κινήματος, μια από τις μυθολογικές αναπαραστάσεις της και δεν την εξηγεί. Είναι κομμάτι της θριαμβεύουσας αστικής ιδεολογίας με την οποία η αστική τάξη επιδιώκει να αναπαραστήσει την κυριαρχία της ως αμετάκλητη, επικαλούμενη ως ιστορικό τεκμήριο της ανικανότητας του εργατικού κινήματος να χειραφετηθεί, την πτώση των σταλινικών καθεστώτων. Πρόκειται για μια ιδεολογία-παγίδα γιατί μπορεί να ενεργοποιείται σε δύο αντικρουόμενα επίπεδα: εάν θεωρεί κανείς ότι τα σταλινικά καθεστώτα διαμόρφωσαν μία θετική προοπτική για την εργατική τάξη, η πτώση τους αποδεικνύει την αδυναμία να επικρατήσει αυτή η προοπτική. Από την άλλη πάλι, η ταύτιση αυτών των καθεστώτων με τον κομμουνισμό, αποτελεί απόδειξη, ότι ο κομμουνισμός δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από τη σταλινική βαρβαρότητα.

Η βαθιά εντύπωση που προκάλεσε (και συνεχίζει ακόμα να προκαλεί) η πτώση αυτών των καθεστώτων, εμπόδισε να αναδειχθεί μια ουσιαστική αποτίμηση της σχέσης ανάμεσα στην πτώση του σταλινισμού και την ήττα του εργατικού κινήματος. Πάντως είναι πολύ δύσκολο να αποδώσει κανείς στην πτώση του σταλινισμού, τις αιτίες για τις πραγματικές ήττες της εργατικής τάξης, τις μάχες που έδωσε και έχασε σε ιστορικό χρόνο και σε συγκεκριμένες χώρες. Γιατί η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το σύγχρονο εργατικό κίνημα, είναι προϊόν μιας διαδικασίας προγενέστερης της πτώσης του ’89, και για την ακρίβεια αποτελεί μια από τις τελευταίες «συνεισφορές» του σταλινισμού στους αγώνες της εργατικής τάξης. Οι αιτίες της ήττας του εργατικού κινήματος θα πρέπει να αναζητηθούν στις ήττες των μεγάλων μαχών της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Στην αιματηρή συντριβή της εργατικής επανάστασης στη Χιλή το 1973. Στην ήττα του Γαλλικού Μάη το ’68. Στην ήττα της «Επανάστασης των Γαρύφαλλων» στην Πορτογαλία το ’74. Στην διάλυση των εργοστασιακών συμβουλίων της Ιρανικής επανάστασης του ’79 και στην μαζική εξόντωση της ιρανικής άκρας αριστεράς… Κοινός πολιτικός παρονομαστής όλων αυτών των μεγάλων – και πολλών άλλων μικρότερων ηττών σε όλες τις χώρες, ήταν ο ρόλος των ΚΚ, τα οποία ελέγχοντας ένα κρίσιμο τμήμα της εργατικής τάξης, προσπάθησαν να ενσωματώσουν τους αγώνες της σε πολιτικές προοπτικές που θα μπορούσε να αποδεχτεί η αστική τάξη. Όμως αυτές οι ήττες σφράγισαν μια ολόκληρη περίοδο ανόδου του εργατικού κινήματος και κατέστησαν την εργατική τάξη ανίκανη να αντιμετωπίσει τις οικονομικοπολιτικές αναδιαρθρώσεις που άρχισε να προωθεί η αστική τάξη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, αποψιλώνοντας τις εργατικές κατακτήσεις που είχαν κερδηθεί μετά τον πόλεμο (η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού).


Το τέλος του πένθους

Η πτώση του σταλινισμού δεν προκάλεσε την ήττα του εργατικού κινήματος, φαίνεται μάλιστα ότι χρονικά συμπίπτει με τις πρώτες εκδηλώσεις ανάκαμψής του. Πέντε με έξι χρόνια μετά το ’89 ξέσπασε η εξέγερση των Ζαπατίστας και η εξέγερση των Γάλλων εργατών το Δεκέμβρη του ’95. Αυτά τα δύο κινήματα αποτέλεσαν κατά κάποιον τρόπο την αρχή της ανάδυσης μιας νέας ελπίδας. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 οι εργαζόμενες μάζες της Λατινικής Αμερικής άρχισαν να κινητοποιούνται εγκαινιάζοντας νέες προσπάθειες να αποσαφηνιστεί μια σύγχρονη προοπτική χειραφέτησης των καταπιεσμένων. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 αναδύθηκαν νέες δυνατότητες για μια παγκόσμια δικτύωση των κινημάτων αντίστασης (την οποία ο σταλινισμός, εάν ζούσε, δεν θα είχε επιτρέψει).

Αυτές οι αντιστάσεις που παράγουν ελπίδες, για να μπορέσουν να οδηγήσουν σε νίκες ικανές να αντιστρέψουν αποφασιστικά το σημερινό ταξικό συσχετισμό δύναμης, θα πρέπει να επανασυνδεθούν με χειραφετητικές προοπτικές και «μεγάλες αφηγήσεις» για ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Το εργατικό κίνημα και τα κινήματα αντίστασης θα πρέπει να επανεπενδύσουν στη δυνατότητα ενός κόσμου χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Η συζήτηση για τη φύση του σταλινισμού και τη «συνεισφορά» του στο εργατικό, επαναστατικό κίνημα έχει πολύ μεγάλη σημασία για να μπορέσουμε να αποσαφηνίσουμε το περιεχόμενο μιας νέας προοπτικής χειραφέτησης.

Και πρώτα απ’ όλα να τοποθετηθούμε με τρόπο αποφασιστικό και καθαρό πάνω στο ζήτημα της σύνδεσης της ήττας του εργατικού κινήματος με την πτώση των σταλινικών καθεστώτων.

Η πτώση αυτή ήταν μια θετική εξέλιξη για εκατομμύρια προλετάριους που ζούσαν στις χώρες όπου κυριαρχούσε ο σταλινισμός. Για όλους αυτούς, οι οποίοι πάλεψαν ενάντια στο σταλινισμό (με τις χιλιάδες ιδεολογικές στρεβλώσεις και αυταπάτες για τη δημοκρατία της αγοράς), η πτώση αυτών των καθεστώτων, παρ’ όλο που συνοδεύτηκε με τη διάλυση των οικονομιών αυτών των χωρών, άνοιξε τις δυνατότητες για ανεξάρτητες ταξικές οργανώσεις. Για να το πούμε διαφορετικά: η προοπτική του κομμουνισμού και της εργατικής εξουσίας στις χώρες που αυτοαποκαλούνταν κομμουνιστικές, είχε σαν αναγκαία (αλλά φυσικά όχι αρκετή) προϋπόθεση την ανατροπή των σταλινικών καθεστώτων.

Το ίδιο ισχύει και για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Παρά τις διαβεβαιώσεις από πολλά κομμάτια της αριστεράς, για τον «αντικειμενικά» θετικό ρόλο της ΕΣΣΔ για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι «αντικειμενικά» η πτώση του σταλινισμού είναι κέρδος για τα εργατικά κινήματα σε όλο τον κόσμο. Γιατί αντικειμενικά η ΕΣΣΔ και τα σταλινικά κόμματα λειτούργησαν σαν ένα παγκόσμιο αντεπαναστατικό δίκτυο στις γραμμές των εργατικών κινημάτων. Γιατί η προοπτική του κομμουνισμού δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ξανά την ιδεολογία γύρω από την οποία θα μπορέσει να στρατευτεί η εργατική τάξη, εάν δεν εξαλείφονταν οι πολιτικοί παράγοντες που λειτουργούσαν ανασχετικά σ’ αυτήν την προοπτική. Γιατί στις επαναστάσεις του μέλλοντος, ο ρόλος του σταλινισμού θα ήταν ανάλογος με αυτόν που κράτησε το ΚΚΕ στην εξέγερση του Δεκέμβρη: χέρι-χέρι με την ακροδεξιά και την αστυνομία ενάντια στην εξεγερμένη νεολαία.

Θα πρέπει τέλος να ξεκαθαρίσουμε τι είναι αυτό το οποίο εκατομμύρια προοδευτικοί άνθρωποι αισθάνθηκαν ότι έχασαν μετά το 1989, αυτό για το οποίο πένθησαν και εξακολουθούν να πενθούν.

Στη πραγματικότητα αυτό το οποίο προκάλεσε την πολιτική θλίψη όλων αυτών των ανθρώπων, δεν ήταν η ανατροπή των σταλινικών δικτατοριών και η (απολύτως δίκαιη) εκτέλεση του ζεύγους Τσαουσέσκου, αλλά η ξαφνική συνειδητοποίηση, ότι αυτό που πέθανε δεν ήταν αυτό που είχαν αγαπήσει. Ότι αγαπούσαν κάτι που δεν υπήρχε, ή για την ακρίβεια, κάτι το οποίο ήταν από πολλές δεκαετίες πεθαμένο. Το ’89 δεν κατέρρευσε ο κομμουνισμός. Ο κομμουνισμός είχε ανατραπεί ήδη από τη δεκαετία του ’20. Ήταν νεκρός αλλά οι κομμουνιστές δεν το ήξεραν.

Σύμφωνα με το Φρόιντ αυτό που αισθανόμαστε για το θάνατο ενός ανύπαρκτου αντικειμένου αγάπης δεν συνιστά πένθος αλλά μελαγχολία. Μία κατάσταση κατά την οποία ο πενθών υποβάλλεται στον ψυχαναγκασμό της συνεχούς επανάληψης της εργασίας του πένθους, χωρίς διέξοδο απ’ αυτήν. Δεν μπορεί να σταματήσει να πενθεί, δεν μπορεί να επανεπενδύσει τα συναισθήματα αγάπης σε κάποιο άλλο πρόσωπο, παρά μόνο στο ιδεατά απολεσθέν αντικείμενο αγάπης, με το οποίο ταυτίζεται με τρόπο ναρκισσιστικό.

Ολόκληρη η αριστερά και το εργατικό κίνημα έχουν διαποτιστεί από συναισθήματα πένθους, γιατί αποτελούν τα προϊόντα ενός αιώνα χαμένων ευκαιριών και ηττών. Για ολόκληρη την αριστερά υπάρχει κάτι αμετάκλητα χαμένο και ο κίνδυνος να προσκολληθεί ναρκισσιστικά σε αυτό, είναι πραγματικός. Συχνά, ανά περιόδους ή και πιο μόνιμα, διάφορα τμήματά της (κόμματα, οργανώσεις, ομάδες και άτομα) υπεισέρχονται σε εκείνη την κατάσταση, όπου η πολιτική τους δραστηριότητα διαμορφώνεται από τον βαθμό στον οποίο έχουν προσκολληθεί σε ένα νεκρό παρελθόν (υποθετικής ή πραγματικής λαμπρότητας). Ολόκληρο το αριστερό κίνημα επιχειρεί να αντλήσει συναισθηματική φόρτιση από μια μορφή ταύτισης με τους αγωνιστές που θυσιάστηκαν και η αριστερή καλλιτεχνική δημιουργία είναι γεμάτη από αναφορές σε ανάλογες θυσίες. Ο κίνδυνος που υπάρχει σ’ αυτό είναι να καθηλωθεί η αριστερά σε έναν ατέρμονο κύκλο πένθους και να μην είναι ικανή να επενδύσει πολιτικά στις ζωντανές κινηματικές δυνάμεις. Να μην μπορέσει να αναγνωρίσει το ριζοσπατισμό τους, θεωρώντας ότι δεν αξίζει να συγκριθεί με τη δυναμική των χαμένων μαχών του παρελθόντος (με τις οποίες ταυτίζεται ιδεολογικά και συναισθηματικά).

Ο μόνος τρόπος για να σπάσουμε το φαύλο κύκλο της εργασίας του πένθους είναι να το κατανοήσουμε, να το δεχτούμε και να προσπαθήσουμε να αντλήσουμε από αυτή την κατανόηση τη δύναμη για νέους κοινωνικούς αγώνες.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη μας έχει δώσει ένα παράδειγμα της στάσης που μπορεί να κρατήσει κανείς απέναντι στο πένθος: εκατοντάδες χιλιάδες νέοι και νέες μετέτρεψαν σε εξέγερση και αλληλεγγύη τα αισθήματα πένθους που πυροδότησε η δολοφονία του εφήβου.

Την ίδια περίοδο το ΚΚΕ πραγματοποίησε το 18ο Συνέδριό του, με το οποίο ανέδειξε τη σταλινική περίοδο σε ιστορικό πρότυπο σοσιαλιστικής οικοδόμησης και βασικό σημείο αναφοράς της ιδεολογίας του και της πολιτικής του (Θέσεις του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, Οκτώβρης 2008 και Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη Σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ο αιώνα με επίκεντρο την ΕΣΣΔ η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, 19 Φεβρουαρίου 2009). Στις διαδικασίες του 18ου Συνεδρίου το ΚΚΕ καλούσε τα μέλη του και τους οπαδούς του να πάρουν μέρος σε μια εργασία πένθους – τελετουργία θανάτου, όχι για την απώλεια της ΕΣΣΔ γενικά, αλλά συγκεκριμένα για την απώλεια εκείνης της περιόδου, που (είναι πια γνωστό σε όλους) αποτέλεσε την πιο σκοτεινή περίοδο του αιώνα: την εποχή των δικών της Μόσχας και της ισχυροποίησης της σταλινικής δικτατορίας. Και κατά την διάρκεια αυτών των συζητήσεων, όταν ξέσπασε η εξέγερση του Δεκέμβρη, το ΚΚΕ τάχθηκε ολόψυχα υπέρ της αστυνομικής καταστολής του κινήματος… Καθηλωμένο σε μία μελαγχολική, ψυχαναγκαστική εργασία του πένθους, κατά την οποία ταυτίζεται ναρκισσιστικά με κάτι που δεν υπήρξε ποτέ ως πραγματικό αντικείμενο επιθυμίας της εργατικής τάξης (την περίοδο της σταλινικής τρομοκρατίας), αποκόπτεται από τις ζωντανές κινηματικές δυνάμεις και αναλαμβάνει να επαναφέρει, αναπαριστώντας το, το σταλινικό μοντέλο της περιόδου των μαζικών εξοντώσεων των αντιπολιτευόμενων κομμουνιστών…

«Άφες τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς»

Κώστας Κ.

Share

Category: Διεθνή, Θεωρία



Σχόλια (1)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η Βουρνούκιος λέει:

    Πολύ καλή ανάλυση, αν και το πρώτο μέρος μου φαίνεται πως δεν συνδέεται τόσο καλά και αντιφάσκει λίγο με το υπόλοιπο. Αναφέρεται από τη μια η ήττα του σταλινισμού σαν ήττα του εργατικού κινηματος συνολικά (στον πρόλογο), για να αναιρεθεί -και σωστά- στο τέλος.

    Μήπως πρέπει να συννενοηθείται σαν μπλογκ να σταλεί αυτό το άρθρο για δημοσίευση σε ΠΡΙΝ, Δρόμο, εποχή, κλπ κλπ κλπ;;;;

    Θα ήταν μια καλή κίνηση η δημοσίευση σε εφημερίδες της Αριστεράς.

Αφήστε μήνυμα