- aformi - http://www.aformi.gr -
Μαρξιστικές προσεγγίσεις στο ζήτημα των οικονομικών κρίσεων
Posted By admin On 29 Αυγούστου 2011 @ 12:39 πμ In Θεωρία | 10 Comments
Η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει αναζωπύρωση το ενδιαφέρον για τις μαρξιστικές απόψεις σε σχέση με τη θεωρητική προσέγγιση των οικονομικών κρίσεων.
Για το λόγο αυτό παραθέτουμε (έχοντας πάρει την άδεια του συγγραφέα) ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Γιάννη Μηλιού, Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση, εκδόσεις Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1997. Πρόκειται για το κεφάλαιο ΙΙΙ του βιβλίου με το γενικό τίτλο «Μαρξιστικές προσεγγίσεις στο ζήτημα των οικονομικών κρίσεων». Μια πιο εκτεταμένη παρουσίαση των θέσεων του Γιάννη Μηλιού μπορείτε να βρείτε και σε ένα πιο πρόσφατο βιβλίο του: Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό, εκδόσεις Νήσος, Αθήνα 2005.
aformi
Εισαγωγή
Όπως αναφέραμε στο κεφάλαιο Ι του παρόντος βιβλίου, τόσο η κλασική όσο και η νεοκλασική οικονομική θεωρία αποκλείουν τις οικονομικές κρίσεις ως γενικευμένες καταστάσεις έλλειψης ισορροπίας ανάμεσα στη συνολική προσφορά και τη συνολική ζήτηση της οικονομίας. Πρόκειται για προχρηματικές θεωρίες, οι οποίες ισχυρίζονται ότι η χρηματική σφαίρα της οικονομίας αποτελεί απλώς την απεικόνιση της «πραγματικής» οικονομίας (της οικονομίας των εμπορευμάτων ή των «αγαθών»), όπου η παραγωγή δημιουργεί την (ισόποση με τον εαυτό της) ζήτηση, ή οι (σχετικές) τιμές διαμορφώνονται εξ ορισμού ως «τιμές ισορροπίας» ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση.
0 «νόμος του Say», τον οποίο αποδέχονται και οι δύο αυτές σχολές της οικονομικής σκέψης, επιτρέπει να στοχαστούμε την ύπαρξη μόνο μερικών (κλαδικών ή τομεακών) και αμοιβαία αναιρούμενων ανισορροπιών, καθώς υποστηρίζει ότι «ένα προϊόν δεν δημιουργείται νωρίτερα από τη στιγμή που δημιουργεί μια αγορά άλλων προϊόντων αξίας συνολικά ίσης με την αξία του» (J. Β. Say, Treatise on Political Economy, σ. 167, παρατίθεται από Rubin 1994, σ. 428).
Η πρώτη κριτική προς το νόμο του Say διατυπώθηκε από τον Sismondi, ο οποίος ήδη το 1819 διαμόρφωσε μια εκδοχή της θεωρίας της υποκατανάλωσης:
0 Sismondi συνέδεσε την κριτική του με την πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός, (υποκαθιστώντας τους εργαζόμενους με μηχανές και περιορίζοντας έτσι συνεχώς τα μισθωτά εισοδήματα, άρα και τη λαϊκή κατανάλωση), θα έχει αναγκαστικά τη μορφή μιας κοινωνικής μάστιγας, που θα καταστήσει τελικά αδύνατη την περαιτέρω ανάπτυξη του. Θεώρησε δηλαδή ότι η οικονομική κρίση (ως αδυναμία της ζήτησης των λαϊκών μαζών να απορροφήσει την καπιταλιστική παραγωγή) θα αποτελέσει, από ένα σημείο και μετά, ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Στρατεύθηκε έτσι στην προπαγάνδιση ενός ουτοπικού στόχου, μιας οικονομίας αυτοαπασχολούμενων παραγωγών και μικροκαπιταλιστών.
Αχίλλειος πτέρνα της όλης θεωρητικής επιχειρηματολογίας του Sismondi αποδείχθηκε η αγνόηση της παραγωγικής κατανάλωσης του κεφαλαίου, του γεγονότος δηλαδή ότι η συσσώρευση του κεφαλαίου δεν έχει ως κινητήρια δύναμη μόνο την κατανάλωση των μισθωτών (ή έστω, την αγορά εμπορευμάτων ατομικής κατανάλωσης γενικότερα), αλλά και (σε αυξανόμενο μάλιστα βαθμό) την παραγωγική κατανάλωση του κεφαλαίου, την αγορά μέσων παραγωγής (βλ. ό,τι ακολουθεί και επίσης, Rubin 1994, σσ. 430-37). Η διάψευση των προβλέψεων (και προσδοκιών) του Sismondi για την εξέλιξη του καπιταλισμού κατέστησαν γρήγορα την προσέγγιση του ανεπίκαιρη, καίτοι, όπως θα δούμε, πολλές από τις ιδέες του διέσωσε σε παραλλαγμένη μορφή μια συγκεκριμένη μαρξιστική προσέγγιση στις οικονομικές κρίσεις.
Αντίθετα με την κλασική και νεοκλασική θεωρία, η μαρξιστική θεωρία όχι απλώς θεωρεί τις κρίσεις ως μια πραγματικότητα συνυφασμένη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά ανέδειξε και το ζήτημα των κρίσεων σ’ ένα από τα κύρια αντικείμενα ανάλυσης της.
Εντούτοις, στο έργο του Μαρξ δεν περιέχεται σε αναπτυγμένη μορφή η γενική θεωρία των οικονομικών κρίσεων του καπιταλισμού, κατ’ αναλογίαν π.χ. με τη θεωρία του εμπορεύματος, της καπιταλιστικής συσσώρευσης ή της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου. Οι αναφορές του στις οικονομικές κρίσεις έχουν καταρχήν, μέχρι την έκδοση του Κεφαλαίου, έναν περιγραφικό-αποσπασματικό χαρακτήρα. Αλλά και στα ώριμα οικονομικά έργα του Μαρξ, η θεωρία των κρίσεων βρίσκεται «αναμειγμένη» με άλλες θεωρητικές αναπτύξεις. Μόνο μετά από συστηματική θεωρητική εργασία μπορούμε, λοιπόν, να «ανακαλύψουμε» μια γενική θεωρία των κρίσεων, διατυπωμένη σε συμπυκνωμένη μορφή, σε διάφορα σημεία του Κεφαλαίου και των Θεωριών για την Υπεραξία.
Η ιδιόμορφη και αποσπασματική αυτή μορφή που έχει η θεωρία των κρίσεων στο έργο του Μαρξ οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στο ότι οι κρίσεις δεν αποτελούν ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά μια (πιθανή) έκβαση της οικονομικής συγκυρίας, η οποία βεβαίως προκύπτει ως αποτέλεσμα των εγγενών δομικών αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν τον καπιταλιστικό τρόπο παράγωγης. 0 Μαρξ, έχοντας επιλέξει στο Κεφάλαιο ως αντικείμενο ανάλυσης τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής γενικά, ασχολείται κυρίως μ’ αυτές τις εγγενείς δομικές αντιφάσεις, δηλαδή με τα μόνιμα δομικά χαρακτηριστικά του τρόπου παραγωγής, και δευτερευόντως με τις συγκυριακές αποκρυσταλλώσεις τους (τις φάσεις του οικονομικού κύκλου, τις κρίσεις κ.λπ.).
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός αυτό συντέλεσε στο να διαμορφωθούν από τους μαρξιστές διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες θεωρητικές προσεγγίσεις στο ζήτημα των οικονομικών κρίσεων του καπιταλισμού. Τρεις από τις προσεγγίσεις αυτές, που αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ιστορικής μαρξιστικής συζήτησης για τις οικονομικές κρίσεις κατά την περίοδο 1900-1937 (: κρίση υπερσυσσώρευσης, κρίση υποκατανάλωσης, κρίση λόγω της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους) δεν επιδεικνύουν απλώς μια αξιοσημείωτη αντοχή στο χρόνο (επανέρχονται ως ερμηνευτικά σχήματα κάθε φορά που ο καπιταλισμός πλήττεται από οικονομική κρίση), αλλά οικοδομούνται, κατά κανόνα, σε αναφορά με τις θεωρητικές έννοιες και κατηγορίες που ανέπτυξε ο Μαρξ. Επιχειρούν, δηλαδή, να ερμηνεύσουν την καπιταλιστική κρίση με βάση τις μαρξικές θεωρητικές έννοιες, σε αντίθεση με τις κατ’ όνομα μόνο «μαρξιστικές» προσεγγίσεις που παρήγαγαν στο παρελθόν τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και οι θεωρητικοί του σοβιετικού Μαρξισμού στη Δύση.
Η θεωρία των οικονομικών κρίσεων αποτέλεσε, λοιπόν, και αποτελεί ακόμα και σήμερα ανοικτό θεωρητικό ζήτημα για τη μαρξιστική θεωρία. Μάλιστα, το θεωρητικό έργο του Μαρξ σχετικά με τις οικονομικές κρίσεις δεν είναι πλέον δυνατόν να διαβαστεί ερήμην της ιστορικής μαρξιστικής συζήτησης για τις κρίσεις, ακριβώς γιατί η συζήτηση αυτή διεξάχθηκε, όπως είπαμε, σε αναφορά με τις θεωρητικές έννοιες και κατηγορίες που ανέπτυξε ο Μαρξ: οι διαφορετικές μαρξιστικές θεωρητικές προσεγγίσεις διατυπώθηκαν κατά κανόνα ως ερμηνείες των μαρξικών θέσεων. Όπως παρατηρούσε το 1935 η Ναταλί Μοσκόβσκα, αναφερόμενη στους μαρξιστές οικονομολόγους, «σε κανένα πεδίο της πολιτικής οικονομίας δεν κυριαρχεί μια τόσο μεγάλη διάσταση απόψεων, όσο σ’ αυτό της διερεύνησης των οικονομικών κρίσεων» (Μοσκόβσκα 1988, σ. 37).
Σε ό,τι ακολουθεί, θα παρουσιάσουμε αρχικά το γενικό πλαίσιο θέσεων σχετικά με τις οικονομικές κρίσεις που διατύπωσε ο Μαρξ, για να περάσουμε στη συνέχεια στην παρουσίαση των διαφορετικών θεωρητικών ερμηνειών που δόθηκαν στις θέσεις αυτές στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας. Στο τελευταίο τμήμα του κεφαλαίου θα επιχειρήσουμε τη θεωρητική αποτίμηση των διαφορετικών προσεγγίσεων και την ανασύνθεση μιας μαρξιστικής ερμηνείας των οικονομικών κρίσεων.
Το θεωρητικό πλαίσιο που έθεσε ο Μαρξ
Οι οικονομικές κρίσεις της καπιταλιστικής οικονομίας ως άμεσα αντιληπτή πραγματικότητα με συγκεκριμένα-τυπικά χαρακτηριστικά είχαν προκαλέσει την προσοχή των Μαρξ και Ένγκελς, πολλά χρόνια πριν τη διατύπωση από τον Μαρξ του θεωρητικού συστήματος της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (βλ. κεφάλαιο Ι του παρόντος βιβλίου. Επίσης, Δρόσος/Χωραφάς 1986, 1987).
Ήδη το 1848 στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, έντεκα δηλαδή χρόνια πριν την έκδοση του Για την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, (1859, χρονολογία κατά την οποία ο Μαρξ δεν είχε ακόμα καταστρώσει την τελική δομή του βασικού έργου του, του Κεφαλαίου, Η. Grossmann 1971, Heinrich 1995) και είκοσι σχεδόν χρόνια πριν από την έκδοση του Ιου τόμου του Κεφαλαίου (1867), οι Μαρξ και Ένγκελς έγραφαν: «Στις κρίσεις ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη, προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται ριγμένη πίσω, σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. (…) Η βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα. Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολύ βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο. Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντίθετα, έγιναν πάρα πολύ μεγάλες γι’ αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται από αυτές. Κάθε φορά που οι οικονομικές παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν το εμπόδιο αυτό φέρνουν σε αναταραχή ολόκληρη την αστική κοινωνία, απειλούν την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας. (…) Πώς ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις; Από το ένα μέρος, καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις. Από το άλλο, κατακτώντας καινούργιες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές. Πώς λοιπόν; Προετοιμάζοντας πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει τις κρίσεις» (Μαρξ/Ενγκελς 1965, σ. 36).
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, και όσο ζούσε ο Μαρξ (1818-1883), καταγράφονται έξι οικονομικές κρίσεις: κατά τα έτη 1825, 1836, 1847, 1857, 1866 και 1874 (Engels 1976, σ. 219). Ο Μαρξ, λοιπόν, στην εποχή της θεωρητικής και συγγραφικής ωριμότητας του, είχε την ευκαιρία να μελετήσει άμεσα τις αλλεπάλληλες συγκυρίες οικονομικής κρίσης της εποχής. Με την έκδοση του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου (1894) και των Θεωριών για την Υπεραξία (1905-1910) δημοσιοποιούνται τα κείμενα του Μαρξ, όπου γίνονται οι πλέον εκτενείς αναφορές στις οικονομικές κρίσεις.
Ο Μαρξ αναφέρεται εκτενώς στις οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού στο τρίτο τμήμα του 3ου τόμου του Κεφαλαίου (κεφ. 13-16). 0 γενικός τίτλος του τμήματος είναι: «0 νόμος της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει». Ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα των κρίσεων δίνει όμως και στο μέρος III του 15ου κεφαλαίου (του 3ου τόμου) που τιτλοφορείται «Πλεόνασμα κεφαλαίου σε συνθήκες πλεονάζοντος πληθυσμού».
0 Μαρξ ονομάζει τις οικονομικές κρίσεις, κρίσεις υπερπαραγωγής, διευκρινίζοντας παράλληλα: «Υπερπαραγωγή κεφαλαίου, και όχι ξεχωριστών εμπορευμάτων -αν και η υπερπαραγωγή κεφαλαίου περιλαμβάνει πάντα την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων- δεν σημαίνει λοιπόν τίποτε άλλο από υπερσυσσώρευση κεφαλαίου» (Μαρξ 1978, σ. 317).
0 Μαρξ θεωρεί τις κρίσεις αναγκαίο αποτέλεσμα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής: «Περιοδικώς παράγονται πάρα πολλά μέσα εργασίας και μέσα συντήρησης, τόσα που δεν μπορούν να τα βάλουν να λειτουργήσουν σαν μέσα εκμετάλλευσης των εργατών μ’ ένα ορισμένο ποσοστό κέρδους. Παράγονται πάρα πολλά εμπορεύματα, τόσα που στις δοσμένες από την κεφαλαιοκρατική παραγωγή συνθήκες διανομής και κατανάλωσης δεν μπορούν να πουληθούν και να ξαναμετατραπούν σε νέο κεφάλαιο η περιεχόμενη σ’ αυτά αξία και η περιεχόμενη σ’ αυτήν υπεραξία, έτσι που να μπορεί να πραγματοποιηθεί το προτσές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής χωρίς διαρκώς επαναλαμβανόμενες εκρήξεις (…) Η παραγωγή σταματάει όχι επειδή έχουν ικανοποιηθεί οι ανάγκες, αλλά όταν το σταμάτημα αυτό το απαιτούν η παραγωγή του κέρδους και η πραγματοποίηση του» (Μαρξ 1978, σσ. 326-327, η υπογράμμιση δική μου, Γ.Μ.).
Στη μορφή του εμπορεύματος και την αντίφαση ανάμεσα στην ανταλλακτική αξία και την αξία χρήσης εντοπίζει ήδη ο Μαρξ τις καταρχήν προϋποθέσεις (τη δυνατότητα) της κρίσης. Όμως, «η εξέλιξη αυτής της δυνατότητας σε πραγματικότητα απαιτεί έναν ολόκληρο περίγυρο συνθηκών, οι οποίες από τη σκοπιά της απλής εμπορευματικής παραγωγής δεν υπάρχουν καν ακόμη» (Μαρξ 1991, σσ. 117-118). Στον καπιταλισμό, «η αντίφαση, εκφρασμένη στην πιο γενική της μορφή, συνίσταται στο ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής περικλείει μια τάση απόλυτης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ανεξάρτητα από την αξία και την υπεραξία που περιέχεται σ’ αυτή την τελευταία, ανεξάρτητα επίσης από τις κοινωνικές σχέσεις, μέσα στις οποίες συντελείται η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, ενώ, από την άλλη, έχει για σκοπό τη διατήρηση της υπάρχουσας κεφαλαιακής αξίας και την αξιοποίηση της στον ανώτατο βαθμό (δηλαδή, τη διαρκώς επιταχυνόμενη αύξηση αυτής της αξίας) (…) Οι κρίσεις είναι πάντα μόνο στιγμιαίες βίαιες λύσεις των υπαρχουσών αντιφάσεων, βίαιες εκρήξεις που αποκαθιστούν για μια στιγμή τη διαταραγμένη ισορροπία» (Μαρξ 1978, σ. 315).
Σύμφωνα λοιπόν με τον Μαρξ, οι κρίσεις έχουν ως βασικό κοινωνικό περιεχόμενο την «πληθώρα κεφαλαίου» (Μαρξ 1978, σ. 317), την υπερπαραγωγή κεφαλαίου τόσο στη μορφή (επενδυμένων) μέσων παραγωγής, όσο και στη μορφή αδιάθετων (καταναλωτικών και κεφαλαιουχικών) εμπορευμάτων. Η υπερπαραγωγή αυτή δεν είναι απόλυτη (δεν αφορά τις κοινωνικές ανάγκες), αλλά σχετική, δηλαδή προσδιορίζεται από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: αναφέρεται πάντοτε στη δυνάμενη να πληρώσει ζήτησηκαι στο ύψος εκείνο του ποσοστού κέρδους, που αν δεν επιτυγχάνεται, διακόπτεται «η «υγιής», «ομαλή» ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής» (Μαρξ 1978, σ. 323).
Υπερπαραγωγή κεφαλαίου (υπερσυσσώρευση), που η άλλη όψη της είναι η υστέρηση (ως προς την παραγωγή) της δυνάμενης να πληρώσει ζήτησης (υποκατανάλωση), πτώση του ποσοστού κέρδους, είναι λοιπόν έννοιες με τις οποίες ο Μαρξ περιγράφει τις αλληλεξαρτώμενες εκφάνσεις της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού. Ποια όμως από τις έννοιες αυτές αποδίδει την κυρίαρχη όψη της ενότητας, δηλαδή αποτυπώνει την «ειδοποιό διαφορά» (συνιστά τη βασική δομική σχέση) της κρίσης; Ανάλογα με την απάντηση που έδωσαν στο ερώτημα αυτό (ερμηνεύοντας, κατά κανόνα, τις αναλύσεις του Μαρξ), οι μαρξιστές χωρίστηκαν σε τρία διακριτά ρεύματα.
Η ιστορική μαρξιστική θεωρητική συζήτηση
σχετικά με το χαρακτήρα
των οικονομικών κρίσεων (1900-1937)
Η υποκαταναλωτική θεωρία
των «ορθόδοξων» γερμανών μαρξιστών
Μετά το θάνατο των Μαρξ και Ένγκελς, οι «ορθόδοξοι» μαρξιστές της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας, υπό τους Κ. Kautsky, A. Bebel κ.ά., ερμήνευαν τις οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού ως κρίσεις υποκατανάλωσης. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα του Κάουτσκυ, από άρθρο του σχετικά με τις κρίσεις στην NeueZeit, Nr. 3. (29) του 1902:
«Οι καπιταλιστές και οι εργάτες που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης απ’ αυτούς, συνιστούν μια αγορά, η οποία πράγματι συνεχώς αυξάνει, με την αύξηση του πλούτου των πρώτων και του αριθμού των δεύτερων. Όμως, αυτή η αύξηση (του μεγέθους της αγοράς, Γ.Μ.) δεν είναι τόσο ταχεία όσο η συσσώρευση του κεφαλαίου και η παραγωγικότητα της εργασίας και (γι’ αυτό, Γ.Μ.) η αγορά αυτή δεν επαρκεί από μόνη της για (να απορροφήσει, Γ.Μ.) τα καταναλωτικά μέσα που φτιάχνει η μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία. Αυτή (η βιομηχανία, Γ.Μ.) πρέπει να αναζητήσει μια επιπρόσθετη αγορά έξω από την περιοχή της, στα μη καπιταλιστικώς παράγοντα επαγγέλματα και έθνη. Την αγορά αυτή τη βρίσκουν πράγματι και τη διευρύνουν επίσης όλο και περισσότερο, όχι όμως αρκετά γρήγορα. Διότι αυτή η επιπρόσθετη αγορά δεν διαθέτει καθόλου την ελαστικότητα και τη δυνατότητα επέκτασης της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής. Από τη στιγμή που η καπιταλιστική παραγωγή γίνεται αναπτυγμένη μεγάλη βιομηχανία, όπως αυτό συνέβη στην περίπτωση της Αγγλίας ήδη στο 19ο αιώνα, έχει τη δυνατότητα για τέτοια αλματώδη επέκταση, η οποία ξεπερνάει εντός ολίγου κάθε διεύρυνση της αγοράς. Γι’ αυτό, κάθε περίοδος άνθισης, η οποία έπεται μιας σημαντικής διεύρυνσης της αγοράς, είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων σε βραχυβιότητα, και η κρίση γίνεται το αναγκαίο της τέλος (της οικονομικής άνθισης, Γ.Μ.). Αυτή είναι εν συντομία, κατά τη γνώμη μας, η θεωρία των κρίσεων που γενικά αποδέχονται οι «ορθόδοξοι» μαρξιστές, και η οποία διατυπώθηκε από τον Μαρξ» (παρατίθεται στο Luxemburg 1970, σσ. 413-414). Σε άλλο σχετικό άρθρο της ίδιας περιόδου, ο Κάουτσκυ εξηγεί ότι «η θεωρία μας (…) βλέπει την αιτία των κρίσεων στην υποκατανάλωση» (Neue Zeit 1902, Nr. 5 (31) σ. 140. Παρατίθεται στο Luxemburg 1970 σ. 413).
Τα αποσπάσματα του Κ. Κάουτσκυ αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή, γιατί συμπυκνώνουν τις βασικές θεωρητικές θέσεις της θεωρίας της υποκατανάλωσης:
Η υποκατανάλωση (της εργατικής τάξης) είναι όχι μόνο η αιτία των κρίσεων, αλλά και το ουσιώδες χαρακτηριστικό της σύνθετης δομής τους. Η κρίση αποτυπώνει την εγγενή (άρα και μονίμως δρώσα) υστέρηση του πραγματικού μισθού (της καταναλωτικής δυνατότητας της εργατικής τάξης) ως προς την παραγωγικότητα της εργασίας και τον όγκο των καπιταλιστικούς παραγόμενων καταναλωτικών εμπορευμάτων. Είναι αποτέλεσμα της συνεχούς μείωσης της αξίας της εργασιακής δύναμης και της συμπίεσης της μερίδας των μισθών στο καθαρό προϊόν, που προκύπτει από την καπιταλιστική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Σύμφωνα με το βασικό αυτό πόρισμα της θεωρίας που εξετάζουμε (ο ρυθμός αύξησης των συνολικών πραγματικών μισθών της εργατικής τάξης υπολείπεται αναγκαστικά στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής έναντι του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, του ρυθμού συσσώρευσης κεφαλαίου και του ρυθμού αύξησης του όγκου των καπιταλιστικώς παραγόμενων καταναλωτικών εμπορευμάτων), ο «καθαρός» καπιταλισμός (δηλαδή μια κοινωνία στην οποία υπάρχει μόνο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής) δεν είναι δυνατό να υπάρξει και να αναπαράγεται σε διευρυνόμενη κλίμακα. Θα βρίσκεται, αντίθετα, σε μια μόνιμη κρίση υποκατανάλωσης-υπερπαραγωγής. Για να μπορεί ο καπιταλισμός να ξεπερνά την κρίση και να διευρύνει την καπιταλιστική παραγωγή, έχει λοιπόν ανάγκη από μια «εξωτερική» (ως προς την καπιταλιστική οικονομία) αγορά, «τα μη καπιταλιστικώς παράγοντα επαγγέλματα και έθνη» του Κάουτσκυ, τα οποία εμφανίζονται με τη μια ή την άλλη ονομασία σ’ όλες τις εκδοχές της υποκαταναλωτικής θεωρίας: ως «τρίτα πρόσωπα» των αποικιών στη Λούξεμπουργκ και στους οπαδούς της -Sternberg-, ως «μη παραγωγική νέα μεσαία τάξη» στη Μοσκόβσκα (Μοσκόβσκα 1988 σ. 134), ως φυσική «αύξηση του πληθυσμού προς την οποία προσαρμόζεται η συσσώρευση» στον Otto Bauer, ως απορρόφηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου από το κράτος σε όλες τις θεωρίες της υποκατανάλωσης κ.λπ.
Η κριτική του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι
Στις απόψεις των «ορθόδοξων μαρξιστών» της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας αντιπαρατέθηκε αρχικά ο ρώσος μαρξιστής καθηγητής Τουγκάν-Μπαρανόφσκι. 0 Μπαρανόφσκι ανήκε, στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα, στην ομάδα των λεγόμενων «νόμιμων μαρξιστών» της Ρωσίας, οι οποίοι, παράλληλα με τους «ορθόδοξους μαρξιστές» της ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας (Πλεχάνοφ, Λένιν, κ. ά.) ασκούσαν κριτική στο κυρίαρχο τότε ρωσικό μαρξιστικό ρεύμα, τους ναρόντνικους υπό τον Ντάνιελσον.
Οι ναρόντνικοι αρνούνταν ότι ο καπιταλισμός είχε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί στη Ρωσία μέσα από μια τυπικά υποκαταναλωτική λογική: Η χαμηλή αγοραστική δύναμη των ρωσικών μαζών υποστήριζαν, καθιστά άλυτο το πρόβλημα διάθεσης των καπιταλιστικά παραγόμενων εμπορευμάτων. Η λύση της «εξωτερικής αγοράς» προς την οποία καταφεύγουν οι δυτικές καπιταλιστικές χώρες για να ξεπεράσουν τους φραγμούς της υποκατανάλωσης, συνέχιζαν, δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση της Ρωσίας, γιατί τα ρωσικά εμπορεύματα θα εκτοπίζονται στη διεθνή αγορά από αυτά των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, λόγω της συγκριτικά υψηλότερης ανάπτυξης του καπιταλισμού σ’ αυτές τις τελευταίες. (Για το ζήτημα αυτό, αλλά και για την κριτική του Λένιν -και των «νόμιμων μαρξιστών»-, καθώς και των Μαρξ και ‘Ενγκελς στις απόψεις των ναρόντνικων, βλ. αναλυτικά Μηλιός 1992, αλλά και το επόμενο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου).
0 Τουγκάν-Μπαρανόφσκι εκδίδει την εποχή αυτή δύο βιβλία στα γερμανικά: To Studien zur Theorie und Geschichte der Handelskrisen in England - Μελέτες σχετικά με τη θεωρία και την ιστορία των εμπορικών κρίσεων στην Αγγλία – (1901), και το Die theoretischen Grundlagen des Marxismus - Οι θεωρητικές βάσεις του Μαρξισμού -(1905). Στα βιβλία αυτά μεταφέρει και προσαρμόζει την προς τους ναρόντνικους κριτική του, τη φορά αυτή εναντίον της υποκαταναλωτικής θεωρίας για τις κρίσεις των γερμανών «ορθόδοξων μαρξιστών».
Η κριτική αυτή του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι μπορεί να συνοψισθεί σε δύο βασικές θέσεις:
α) Οι «ορθόδοξοι μαρξιστές» της Γερμανίας απομακρύνονται με τη θεωρία της υποκατανάλωσης από τη θεωρία του Μαρξ, ο οποίος απέδειξε, με τα αναπαραγωγικά σχήματα του 2ου τόμου του Κεφαλαίου, ότι είναι δυνατή η διευρυνόμενη αναπαραγωγή μιας «καθαρής» καπιταλιστικής οικονομίας, χωρίς την ανάγκη ύπαρξης «τρίτων» καταναλωτών, πέραν των φορέων της καπιταλιστικής παραγωγής, δηλαδή των εργατών και των καπιταλιστών.
β) Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και της μερίδας των κερδών (συνέπεια της αύξησης του όγκου των καπιταλιστικά παραγόμενων εμπορευμάτων με ταχύτερους ρυθμούς από τους συνολικούς πραγματικούς μισθούς των εργατών) δεν συνεπάγεται ότι η παραγωγή ξεπερνάει την καταναλωτική δυνατότητα της κοινωνίας, γιατί με την καπιταλιστική ανάπτυξη η παραγωγή (και αντίστοιχα η αγορά) αναδιαρθρώνεται, δηλαδή αυξάνει συνεχώς ο τομέας παραγωγής μέσων παραγωγής και αντίστοιχα η αγορά μέσων παραγωγής, σε βάρος του τομέα παραγωγής καταναλωτικών εμπορευμάτων και της αντίστοιχης αγοράς καταναλωτικών (μισθιακών) εμπορευμάτων.
Κατά τον Τουγκάν-Μπαρανόφσκι η ουσιώδης πλευρά, το ειδοποιό χαρακτηριστικό των κρίσεων είναι η υπερπαραγωγή και όχι η υποκατανάλωση. Πρόκειται για μια συγκυριακή υπερπαραγωγή κεφαλαίου (και συγκεκριμένα μέσων παραγωγής, γιατί κατ’ αυτόν η συσσώρευση δεν εξαρτάται, όπως θα δούμε, από τη ζήτηση μέσων κατανάλωσης), δηλαδή για παραγωγή καπιταλιστικών εμπορευμάτων (μέσων παραγωγής) σε ποσότητες και τιμές με τις οποίες δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ένα ικανοποιητικό, για τη συνέχιση της συσσώρευσης, κέρδος. Η παραγωγική διαδικασία ανακόπτεται έτσι προσωρινά, τα εμπορεύματα μένουν απούλητα ή διατίθενται σε «καταστροφικές» τιμές για τους καπιταλιστές (βιομηχάνους και εμπόρους). Ως αιτία της κρίσης υπερπαραγωγής θεωρεί ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι τη δυσαναλογία μεταξύ των διαφορετικών κλάδων της καπιταλιστικής παραγωγής. 0 ίδιος συνοψίζει ως εξής τα συμπεράσματα του:
«Η διαδεδομένη αντίληψη, την οποία ως ένα βαθμό συμμεριζόταν και ο Μαρξ, ότι η αθλιότητα των εργατών, οι οποίοι αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, καθιστά αδύνατη την πραγματοποίηση των προϊόντων της διαρκώς διευρυνόμενης καπιταλιστικής παραγωγής, λόγω ανεπαρκούς ζήτησης, πρέπει να θεωρηθεί λάθος. Είδαμε ότι η καπιταλιστική παραγωγή δημιουργεί μόνη της, για τον εαυτό της, μια αγορά- η κατανάλωση είναι απλώς μία εκ των ροπών της καπιταλιστικής παραγωγής. Αν η κοινωνική παραγωγή ήταν οργανωμένη σχεδιασμένα, εάν οι διευθυντές της παραγωγής είχαν μια ολοκληρωμένη γνώση της ζήτησης και την εξουσία να μεταφέρουν ελεύθερα την εργασία και το κεφάλαιο από τον ένα κλάδο παραγωγής στον άλλο, τότε δεν θα μπορούσε η προσφορά των εμπορευμάτων να ξεπεράσει τη ζήτηση, όσο χαμηλή και αν ήταν η κοινωνική κατανάλωση (μισθιακών εμπορευμάτων, Γ.Μ.)» (Studien zur Theorie und Geschichte der Handelskrisen in England, Jena 1901, σ. 33, παρατίθεται στο Luxemburg 1970, σ. 239).
Με τη φράση «όσο χαμηλή και αν ήταν η κοινωνική κατανάλωση», ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι υπονοεί την ταχύτερη αύξηση της συσσώρευσης στον τομέα της οικονομίας που παράγει μέσα παραγωγής σε σχέση με τον τομέα που παράγει μέσα κατανάλωσης, η οποία συνοδεύεται από μια αντίστοιχη επιτάχυνση της ζήτησης μέσων παραγωγής σε σύγκριση με τη ζήτηση μέσων κατανάλωσης. Μάλιστα, τη θέση αυτή ο Μπαρανόφσκι την επεκτείνει μέχρι τον ισχυρισμό ότι «μπορεί να υποχωρεί το συνολικό μέγεθος της κοινωνικής κατανάλωσης και συγχρόνως η συνολική κοινωνική ζήτηση για εμπορεύματα να αυξάνει» (όπ.π., σ.25, παρατίθεται στο Luxemburg 1970, σ. 239).
Η θεωρητική παρέμβαση του Τουγκάν-Μπαρανόβσκι καθόρισε όλη τη μετέπειτα συζήτηση για τις κρίσεις, μεταξύ των εκτός Ρωσίας -ΕΣΣΔ- μαρξιστών, μέχρι το τέλος του Μεσοπολέμου. Χαρακτηριστικό για τη σημασία της παρέμβασης αυτής είναι το ακόλουθο απόσπασμα του Henryk Grossmann, από άρθρο του που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1932:
«Έχει δίκιο ο Hilferding όταν γράφει για τις, μέχρι την έκδοση του βιβλίου του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, το 1901, «αναλύσεις του 2ου τόμου που πέρασαν απαρατήρητες» (Finanzkapital, Wien 1910, σ. 303) και συμπληρώνει: «Η προσφορά του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι έγκειται στο ότι στις διάσημες Μελέτες … του επισήμανε τη σημασία αυτών των αναλύσεων για το ζήτημα των κρίσεων. Αξιοπαρατήρητο είναι μόνο το ότι υπήρχε η ανάγκη μιας τέτοιας επισήμανσης» (όπ.π., σ. 304). Με τη μεταστροφή που προέκυψε από την έκδοση του βιβλίου του Τουγκάν, φθάσαμε στο αντίθετο άκρο» (Η. Grossmann, «Die Wert-Preis-Transformation bei Marx und das Krisenproblem», στο Grossmann 1971, σ. 62. Για το ίδιο ζήτημα, βλ. Luxemburg 1971, σ. 412).
Η αντεπίθεση
των οπαδών της υποκατανάλωσης.
Η Ρόζα Λουξεμπουργκ
Η πρώτη απάντηση στον Μπαρανόφσκι από πλευράς Κάουτσκυ επικεντρώθηκε στη σωστή επισήμανση, ότι δεν ανταποκρίνεται στα αναπαραγωγικά σχήματα του Μαρξ η θέση πως η συσσώρευση κεφαλαίου μπορεί να συντελείται ακόμα και αν μειούται ο όγκος των εμπορευμάτων που καταναλώνει η εργατική τάξη στο σύνολο της. Την κριτική αυτή προς τη θεωρία του Μπαρανόβσκι συμμερίζονταν άλλωστε και οι «ορθόδοξοι» ρώσοι σοσιαλδημοκράτες.
0 Τουγκάν-Μπαρανόφσκι (όπως και ο Λένιν ήδη από το 1893, βλ. Μηλιός 1992 σ. 104 επ.) αναφέρεται, όπως είπαμε, στα αναπαραγωγικά σχήματα του Μαρξ για να θεμελιώσει την άποψη του σχετικά με τη δυνατότητα διευρυνόμενης αναπαραγωγής μιας «καθαρής» καπιταλιστικής κοινωνίας. Από τα σχήματα αυτά προκύπτει όμως ότι η διευρυνόμενη αναπαραγωγή του καπιταλισμού συνδέεται αναγκαστικά με τη διεύρυνση και της αγοράς μισθιακών-καταναλωτικών εμπορευμάτων (που σημαίνει και αύξηση των συνολικών πραγματικών μισθών, καταρχήν με την απασχόληση επιπρόσθετων εργατών).
Σύμφωνα με τα σχήματα του Μαρξ, οι αξίες (ή, αντίστοιχα, οι τιμές) των καταναλωτικών εμπορευμάτων που υπεισέρχονται στην προσωπική κατανάλωση των καπιταλιστών και των εργατών (ήδη απασχολούμενων και νεο-απασχολούμενων με τη διεύρυνση της παραγωγής) του τομέα Ι της οικονομίας (ο οποίος παράγει μέσα παραγωγής), πρέπει να ισούνται με τις αξίες (τιμές) των (στη διάρκεια της περιόδου παραγωγής) (α) φθειρόμενων και (β) συσσωρευόμενων μέσων παραγωγής του τομέα II (ο οποίος παράγει μέσα κατανάλωσης). Η συσσώρευση κεφαλαίου σημαίνει, λοιπόν, αύξηση και του όγκου των παραγόμενων και καταναλούμενων καταναλωτικών εμπορευμάτων, σημαίνει, επομένως, αύξηση του όγκου των εμπορευμάτων που καταναλώνει το σύνολο των εργατών (αύξηση του συνολικού πραγματικού μισθού), ακόμα και αν η αξία (η τιμή) του αυξανόμενου αυτού όγκου εμπορευμάτων μειούται (μείωση των ονομαστικών μισθών), λόγω ταχύτερης (από την αύξηση των πραγματικών μισθών) αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Μόνο που, σύμφωνα με το σχήμα του Μαρξ, αν πράγματι λόγω ταχύτερης αύξησης της παραγωγικότητας, μειώνονται οι ονομαστικοί μισθοί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μειώνεται η αξία (τιμή) των καταναλωτικών εμπορευμάτων που απορροφά ο τομέας Ι (εργάτες + καπιταλιστές), θα έπρεπε τότε να μειώνεται αντίστοιχα (από τη μια περίοδο παραγωγής στην άλλη) και η αξία (τιμή) των φθειρόμενων και συσσωρευόμενων μέσων παραγωγής του τομέα ΙΙ.
Η κριτική του Κάουτσκυ στον Μπαρανόφσκι αναφορικά με τη σχέση συσσώρευσης-κατανάλωσης είναι μεν ορθή, όμως τα βασικά ερωτήματα που έθεσε η παρέμβαση του Μπαρανόφσκι αφορούν, όπως είδαμε, άλλα ζητήματα, και συγκεκριμένα: α) τη δυνατότητα διευρυνόμενης αναπαραγωγής μιας «καθαρής» καπιταλιστικής οικονομίας χωρίς τη συνδρομή μιας αγοράς «τρίτων προσώπων», πέραν των εργατών και των καπιταλιστών και β) την επιτάχυνση της συσσώρευσης μέσω της ταχύτερης διεύρυνσης της παραγωγής και της αγοράς μέσων παραγωγής (για την παραγωγή μέσων παραγωγής) σε σχέση με την αγορά καταναλωτικών αγαθών. Σε τελευταία ανάλυση, οι «ορθόδοξοι» μαρξιστές της Δύσης καλούνταν, μετά την παρέμβαση του Τουγκάν-Μπαρανόβσκι, να απαντήσουν στο ερώτημα, εάν και πώς συμβιβάζεται η θεωρία της υποκατανάλωσης με τη θεωρία που διατύπωσε ο Μαρξ για τη διευρυνόμενη αναπαραγωγή της «καθαρής» καπιταλιστικής οικονομίας.
Στο ερώτημα αυτό οι θεωρητικοί της δυτικής Σοσιαλδημοκρατίας απάντησαν με τρεις διαφορετικούς τρόπους:
α) είτε αγνόησαν τα ουσιαστικά ζητήματα που τέθηκαν με την παρέμβαση του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι (π.χ. Κάουτσκι, Μοσκόβσκα, κ.ά.), εμμένοντας στις βασικές αρχές της υποκαταναλωτικής θεωρίας•
β) είτε υπερασπίστηκαν τη θεωρία της υποκατανάλωσης ενάντια στα αναπαραγωγικά σχήματα του 2ου τόμου (Λούξεμπουργκ, Στέρνμπεργκ) υποστηρίζοντας, δηλαδή, ότι τα αναπαραγωγικά σχήματα του Μαρξ εί ναι «λάθος», διότι ισχύουν έχοντας ως προϋπόθεση μια διαρκή «διεύρυνση της δυνάμενης να πληρώσει ζήτησης για εμπορεύματα» (Luxemburg 1970, σ. 88). Εφόσον μια τέτοια διεύρυνση είναι, σύμφωνα με τη θεωρία της υποκατανάλωσης, αδύνατη χωρίς την ύπαρξη «τρίτων προσώπων», συνάγεται ότι τα «μαθηματικά σχήματα δεν μπορούν να αποδείξουν απολύτως τίποτα στο ζήτημα της συσσώρευσης, διότι οι ιστορικές τους προϋποθέσεις είναι αστήρικτες» (Luxemburg 1970, σ. 401)•
γ) είτε, τέλος, υιοθέτησαν (με ή χωρίς παραλλαγές) την προβληματική του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι και θεώρησαν την οικονομική κρίση ως κρίση υπερσυσσώρευ-σης, προκύπτουσα από την «αναρχία της παραγωγής», που οδηγεί περιοδικά στην καταστροφή της αναλογικότητας μεταξύ των διαφόρων κλάδων της παραγωγής (Χίλφερντινγκ, Μπάουερ, Πάννεκεκ. Βλ. Luxemburg 1970, σ. 401 επ., 440 επ.).
Η συζήτηση και η αντιπαράθεση ανάμεσα στις διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις αναζωπυρώθηκε με την έκδοση του βιβλίου της Ρόζας Λούξεμπουργκ Die Akkumulation des Kapitals (1913), με το οποίο, όπως προαναφέραμε, διατυπώνεται η θεωρία της υποκατανάλωσης στις ακραίες της συνέπειες: Η υστέρηση της αμοιβής των εργατών ως προς τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και τον όγκο των παραγόμενων καταναλωτικών εμπορευμάτων, καθιστά αδύνατη τη διευρυμένη αναπαραγωγή μιας «καθαρής» καπιταλιστικής οικονομίας. Οι πραγματικές καπιταλιστικές οικονομίες καταφέρνουν να ξεπερνούν τις κρίσεις που διαρκώς δημιουργεί ο φραγμός της υποκατανάλωσης μέσω της προσφυγής στα «τρίτα πρόσωπα» του «μη-καπιταλιστικού περιβάλλοντος» των αποικιών, που απορροφούν την πλεονάζουσα (υπερ)παραγωγή κάθε καπιταλιστικά αναπτυγμένης αποικιακής δύναμης. Το βιβλίο της Λούξεμπουργκ προκάλεσε τις κριτικές όχι μόνο ορισμένων σοσιαλδημοκρατών θεωρητικών, όπως του Μπάουερ και του Χίλφερντινγκ, αλλά και των θεωρητικών της Τρίτης Διεθνούς, με σημαντικότερη την πολεμική του Μπουχαριν Der Imperialismus und die Akkumulation des Kapitals - Ο ιμπεριαλισμός και η συσσώρευση του κεφαλαίου – (1925).
Οι θεωρητικοί της Γ’ Διεθνούς:
Η παρέμβαση του Μπουχαριν
Η παρέμβαση του Μπουχαριν, όπως και η αντίστοιχη του Λένιν αρκετά χρόνια πριν εναντίον των ναρόντνικων, συνέκλινε μ’ αυτή του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι -και ορισμένων δυτικών μαρξιστών (Χίλφερντινγκ, Μπάουερ)-, καθόσον θεωρούσε ως κυρίαρχη πλευρά και ειδοποιό χαρακτηριστικό της κρίσης την υπερσυσσώρευση (συγκυριακή υπερπαραγωγή κεφαλαίου)• περιείχε όμως τρεις σημαντικές διαφορές:
α) Ο Μπουχαριν, όπως προηγούμενα ο Λένιν, ξεπερνώντας μια θέση-ταμπού του σοσιαλιστικού κινήματος του τέλους του περασμένου-αρχών του τρέχοντος αιώνα, αναγνωρίζει ότι οι συνολικοί (πραγματικοί αλλά και υπό όρους ονομαστικοί) μισθοί μπορούν να αυξάνονται στον καπιταλισμό τόσο, όσο απαιτεί η απρόσκοπτη αναπαραγωγή των κυρίαρχων οικονομικο-κοινωνικών σχέσεων:
«Δεν υπάρχει καθόλου ζήτημα εσωτερικής αγοράς σαν ξεχωριστό αυτοτελές ζήτημα που να τίθεται ανεξάρτητα από το ζήτημα του βαθμού ανάπτυξης του καπιταλισμού» έγραφε ο Λένιν το 1899, και συμπλήρωνε: «Γι’ αυτό ακριβώς η θεωρία του Μαρξ δεν βάζει πουθενά και ποτέ αυτό το ζήτημα χωριστά (…) 0 βαθμός ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς είναι ο βαθμός ανάπτυξης του καπιταλισμού σε μια χώρα» (Λένιν Άπαντα, τ. 3, 1953, σ. 59, βλ. αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο). Και ο Μπουχαριν, στην πολεμική του κατά της Λούξεμπουργκ, σημείωνε: «Τα «όρια της κατανάλωσης» διευρύνονται μόνο μέσω της παραγωγής, η οποία αυξάνει 1. το εισόδημα των καπιταλιστών, 2. το εισόδημα της εργατικής τάξης (πρόσθετοι εργάτες), 3. το σταθερό κεφάλαιο της κοινωνίας (τα μέσα παραγωγής που λειτουργούν ως κεφάλαιο» (Bucharin 1970 σσ. 44-45, βλ. και Μπουχαριν 1992). Και συνέχιζε: «1. η αύξηση σε μέσα παραγωγής προκαλεί έναν πολλαπλασιασμό της μάζας των καταναλωτικών αγαθών, 2. αυτή η αύξηση προκαλεί συγχρόνως μια νέα ζήτηση αυτών των καταναλωτικών αγαθών και, συνεπώς, 3. σε μια ορισμένη στάθμη της παραγωγής μέσων παραγωγής αντιστοιχεί μια εντελώς καθορισμένη στάθμη παραγωγής καταναλωτικών αγαθών, μ’ άλλα λόγια, η αγορά μέσων παραγωγής είναι συνδεδεμένη με την αγορά καταναλωτικών αγαθών και, τελικά, αποκομίζουμε το αντίθετο απ’ ό,τι πρεσβεύει ο κ. Τουγκάν» (Bucharin 1970 σ. 50, βλ. και Μπουχάριν 1992).
Η θέση-ταμπού ότι οι πραγματικοί μισθοί δεν είναι δυνατόν να αυξάνονται με ρυθμούς συναρτώμενους με το ρυθμό συσσώρευσης, οδηγεί προφανώς τον Μπαρα-νόφσκι στη αντιφατική αποσύνδεση της συσσώρευσης από την κατανάλωση μισθιακών εμπορευμάτων: ενώ κάνει χρήση των αναπαραγωγικών σχημάτων του Μαρξ, μιλάει όπως είδαμε για συρρικνούμενη (πραγματική) ιδιωτική κατανάλωση. Η ίδια θέση αναγκάζει, προφανώς, τον Μπάουερ να θεωρήσει την (απαιτούμενη για την απρόσκοπτη διευρυνόμενη αναπαραγωγή του κεφαλαίου) αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης ως αποτέλεσμα μόνον της αύξησης του πληθυσμού. Η αντίφαση στο έργο του Μπαρανόφσκι και του Μπάουερ προκύπτει από το γεγονός, στο πλαίσιο της κριτικής που ασκούν στην υποκαταναλωτική θεωρία, ότι επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν μια θέση που ανήκει αποκλειστικά και μόνο στη θεωρία αυτή (διαρκώς μειούμενο συνολικό μισθιακό εισόδημα). Μάλιστα, αξίζει να σημειώσουμε ότι για την υποκαταναλωτική θεωρία η θέση, αυτή αναδεικνύεται στο βασικότερο πόρισμα: υποδεικνύει ότι ακόμα και αν οι πραγματικοί μισθοί αυξάνουν, εντούτοις οι ονομαστικοί μισθοί μειώνονται σε τέτοιο βαθμό (λόγω ταχύτερης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας σε σχέση με τους μισθούς), ώστε «δεν είναι δυνατόν να αντισταθμιστεί η εκλείπουσα ιδιωτική από μια αυξανόμενη αναπαραγωγική κατανάλωση» (Μοσκόβσκα 1988, σ. 45).
Η θέση-ταμπού για την αδυναμία των συνολικών μισθών να μεταβάλλονται σε αντιστοιχία με τους ρυθμούς της κεφαλαιακής συσσώρευσης, στηρίζεται καταρχήν σε μια αυθαίρετη-δογματική αντίληψη σχετικά με τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης ανάμεσα σε εργάτες και καπιταλιστές, σύμφωνα με την οποία η μερίδα των μισθών διαρκώς μειώνεται και μάλιστα τόσο, ώστε να προκύπτει αδυναμία «διάθεσης» της παραγωγής. Έτσι, ακόμα και συγγραφείς που αντιλαμβάνονται ότι το ποσοστό κέρδους μπορεί να αυξάνεται μακροπρόθεσμα (και) μέσα από τη μείωση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (συνέπεια της ταχύτερης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας ως προς την αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου, βλ. παρακάτω) εμμένουν στη δογματική θέση ότι οι ονομαστικοί μισθοί στον καπιταλισμό πρέπει συνεχώς να συρρικνώνονται. Σήμερα γνωρίζουμε, π.χ. από την ιστορική εξέλιξη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι η θέση αυτή δεν επαληθεύεται. Όχι μόνο οι πραγματικοί μισθοί, αλλά και η μερίδα των μισθών παρουσίαζε ανοδική τάση, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες του ΟΟΣΑ (Μηλιός-Ιωακείμογλου 1990). Πρέπει, λοιπόν, να θεωρήσουμε ως απόλυτα βάσιμη την κριτική αυτή των θεωρητικών της Γ’ Διεθνούς, προς την απόφανση της υποκαταναλωτικής θεωρίας περί αναπόφευκτης συρρίκνωσης των μισθών (της καταναλωτικής δυνατότητας της εργατικής τάξης).
β) Η δεύτερη σημαντική διαφοροποίηση του Μπουχάριν (και παλιότερα, στο πλαίσιο μιας άλλης θεωρητικής διαμάχης, του Λένιν) ως προς τις απόψεις που εισήγαγε στη Δυτ. Ευρώπη ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι αφορά τις «αιτίες» της κρίσης. Ο Μπουχάριν υποστηρίζει, εμμένοντας στα αναπαραγωγικά σχήματα του Μαρξ, ότι η κρίση προκύπτει μεν από τη δυσαναλογία ανάμεσα στους τομείς της παραγωγής, όμως «ο παράγοντας κατανάλωση αποτελεί ένα στοιχείο αυτής της δυσαναλογίας (…) Η σωστή λειτουργία της κοινωνικής αναπαραγωγής απαιτεί μια σωστή αναλογία μεταξύ των καταναλωτικών αγαθών των εργατών και των άλλων μερών του συνολικού κοινωνικού προϊόντος (…) Μ’ άλλα λόγια: Η δυσαναλογία της συνολικής κοινωνικής παραγωγής δεν συνίσταται μόνο στη δυσαναλογία των κλάδων παραγωγής, αλλά και στη δυσαναλογία μεταξύ παραγωγής και προσωπικής κατανάλωσης» (Bucharin 1970, σσ. 63, 67, 69, βλ. και Μπουχάριν 1992).
Από τη θέση αυτή καταρχήν προκύπτει ότι η κρίση θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως γενική και όχι μερική υπερπαραγωγή (εκκινούσα από, και περιοριζόμενη σε ορισμένους μόνο κλάδους παραγωγής), όπως συνάγεται (και οι θεωρητικοί της υποκατανάλωσης σωστά το επισήμαναν) από την προσέγγιση του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι (Bucharin 1970, σ. 59 επ.).
Όμως, η σημαντικότερη θεωρητική συνέπεια της θέσης ότι «ο παράγοντας κατανάλωση αποτελεί ένα στοιχείο αυτής της δυσαναλογίας» έγκειται στο ότι για πρώτη φορά δεν εντοπίζεται μια συγκεκριμένη και συστηματικούς (μονίμως) δρώσα Αιτία της κρίσης. Πραγματικά, στο σχήμα του Μπουχάριν υπεισέρχονται ως αιτίες οι συνολικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, από τη δράση των οποίων ανατρέπεται η ισορροπία (αναλογικότητα) μεταξύ παραγωγής και (παραγωγικής και ατομικής) κατανάλωσης, επομένως και η ισορροπία (αναλογικότητα) μεταξύ των παραγωγικών τομέων. Η κρίση είναι η στιγμή εκδήλωσης αυτής της ανισορροπίας (δυσαναλογίας) και ταυτόχρονα η διαδικασία αποκατάστασης της ισορροπίας, μέχρι την τελική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος:
«Απ’ αυτή την άποψη είναι ολοφάνερο ότι ένας τραυματισμός της αναλογικότητας μπορεί να προέλθει τόσο από την παραγωγή πρώτων υλών όσο και από την παραγωγή μηχανών, τόσο από την παραγωγή ενδιάμεσων προϊόντων όσο και από την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών» (Bucharin 1970, σ. 54). «Η καπιταλιστική κοινωνία είναι μια «ενότητα από αντιθέσεις». Η διαδικασία κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι μια διαδικασία μόνιμης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών αντιφάσεων. Η διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής είναι μια διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής αυτών \ των αντιφάσεων. Αν όμως συμβαίνει αυτό, τότε είναι φανερό ότι αυτές οι αντιφάσεις πρέπει τελικά να τινάξουν στον αέρα το καπιταλιστικό σύστημα στο σύνολο του (…) Το όριο είναι η ένταση των καπιταλιστικών αντιφάσεων σ’ ένα συγκεκριμένο βαθμό» (Bucharin 1970, σ. 98, οι υπογραμμίσεις του συγγραφέα). Αντίθετα μ’ αυτή την αντίληψη, η Ρ. Λούξεμπουργκ (όπως και όλοι οι θεωρητικοί της υποκατανάλωσης) «ψάχνει στον καπιταλισμό επιπόλαιες, τυπικά-λογικές αντιθέσεις, που δεν είναι δυναμικές, που δεν αναιρούνται που δεν είναι στοιχεία μιας αντιφατικής ενότητας, αλλά που αρνούνται κατ’ απόλυτο τρόπο αυτή την ενότητα» Bucharin 1970, σΓ 73, βλ. και Μπουχάριν 1992)
Θα δείξουμε στο τελευταίο μέρος αυτής της ανάλυσης ότι η λογική της «απούσας αιτίας» (μιας, αιτίας που ανάγεται στις συνολικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και γι’ αυτό δεν είναι ορατή και διαχειρίσιμη) ανταποκρίνεται και στη θεωρία του Μαρξ.
γ) Συνέπεια των παραπάνω θέσεων για το χαρακτήρα και τις αιτίες των κρίσεων είναι και η θέση ότι ο τόπος δημιουργίας της κρίσης δεν είναι η σφαίρα της πραγματοποίησης των εμπορευμάτων, η αγορά, αλλά η ίδια η διαδικασία παραγωγής: «Η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών για τους εργάτες είναι η έμμεση παραγωγή της εργασιακής δύναμης, σωστότερα, η προϋπόθεση αυτής της παραγωγής (…) Η δυσαναλογία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης των μαζών δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη γενική δυσαναλογία της διαδικασίας παραγωγής (…) Η δυσαναλογία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης απεικονίζει μια δυσαναλογία της παραγωγής με μια αμεσότερη, πιο στενή έννοια, την έννοια συγκεκριμένα μιας δυσαναλογίας ανάμεσα στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και στην παραγωγή μισθωτής εργασιακής δύναμης» (Bucharin 1970 σσ. 69, 70-71).
Από τη θεωρία της υποκατανάλωσης
στη θεωρία
της «κατάρρευσης» του καπιταλισμού
Απ’ όσα αναπτύξαμε στα προηγούμενα, γίνεται φανερό ότι ανάμεσα στη θεωρία της υποκατανάλωσης και στη θεωρία της υπερσυσσώρευσης υφίσταται μια θεμελιώδης διαφορά, όχι μόνο σε ό,τι αφορά το ειδοποιό χαρακτηριστικό της κρίσης, αλλά και σε ό,τι αφορά τους όρους διευρυνόμενης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος.
Σύμφωνα με τη θεωρία της υπερσυσσώρευσης, η διευρυνόμενη αναπαραγωγή του καπιταλισμού αποτελεί μια κατάσταση εγγενώς αναπαραγόμενης ισορροπίας («η διευρυνόμενη αναπαραγωγή μιας καθαρής καπιταλιστικής οικονομίας είναι δυνατή, σύμφωνα με τα σχήματα του Μαρξ»), ενώ η κρίση αποτελεί μια στιγμή (προσωρινής) ανατροπής της ισορροπίας. Αντίθετα, σύμφωνα με τη θεωρία της υποκατανάλωσης, η κρίση αποτελεί εκδήλωση της εγγενούς ανισορροπίας της καπιταλιστικής συσσώρευσης («η κατανάλωση υστερεί αναγκαστικά ως προς την παραγωγή»), ενώ η διευρυνόμενη αναπαραγωγή του συστήματος διασφαλίζεται (προσωρινά) μέσω «τρίτων» (ως προς τους καπιταλιστές και τους εργάτες) καταναλωτών.
Βεβαίως, οι υποκαταναλωτικές προσεγγίσεις που διατυπώθηκαν μετά την παρέμβαση της Λούξεμπουργκ (με εξαίρεση αυτές των «λουξεμπουργκιστών», όπως π.χ. το βιβλίο του Sternberg, Der Imperialismus, που κυκλοφόρησε το 1926) τοποθετούν κατά κανόνα τους εκτός καπιταλιστικών σχέσεων «τρίτους καταναλωτές» στο εσωτερικό των ίδιων των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών: Είναι το κράτος, ως καταναλωτής (καπιταλιστικά παραχθέντων εμπορευμάτων, ή η «νέα μεσαία τάξη» των «μη-παραγωγικών» μισθωτών του εμπορίου, της διαφήμισης κ.λπ., που «δεν, αυξάνει τις αξίες της οικονομίας», ενώ «η κατανάλωση της, ζωογονεί την αγορά» (Μοσκόβσκα 1988, σ. 134). Σε κάθε περίπτωση πάντως, η διευρυνόμενη αναπαραγωγή του κεφαλαίου καθίσταται δυνατή χάρη σ’ αυτούς τους «τρίτους καταναλωτές», η ύπαρξη και διεύρυνση των οποίων συνδέεται συνήθως με μια εξω-οικονομική (πολιτική) «ρύθμιση»: την αποικιακή πολιτική και τον πόλεμο, την αύξηση των κοινωνικών και στρατιωτικών δαπανών του κράτους κλπ.
Επειδή όμως τα μέσα της κρατικής ρύθμισης δεν είναι ανεξάντλητα (ή αλλιώς: οι δυνατότητες των «τρίτων καταναλωτών» να απορροφούν τη διαρκώς διευρυνόμενη πλεονάζουσα παραγωγή δεν είναι ανεξάντλητες), η εγγενής ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης θα οδηγήσει αναπόφευκτα, σύμφωνα με τη θεωρία της υποκατανάλωσης, στην κατάρρευση του καπιταλισμού.
Η θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού διατυπώνεται με τον σαφέστερο τρόπο από τη Ρ. Λούξεμπουργκ. Η ροπή του καπιταλισμού να συρρικνώνει τον οικονομικό χώρο των «τρίτων προσώπων» θα οδηγήσει στην «αντικειμενική οικονομική αδυναμία ύπαρξης του καπιταλισμού»: «Η επανάσταση των εργατών, ο ταξικός τους αγώνας -και σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται η εγγύηση της νικηφόρας δύναμης τους-, είναι απλώς ιδεολογική αντανάκλαση της αντικειμενικής ιστορικής αναγκαιότητας του σοσιαλισμού, η οποία προκύπτει απ’ την αντικειμενική οικονομική αδυναμία ύπαρξης του καπιταλισμού σε κάποιο, συγκεκριμένο επίπεδο της εξέλιξης του» (Luxemburg 1970, σ. 410). Αλλά ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν έχουμε μια ολοκληρωμένη διατύπωση της θεωρίας της κατάρρευσης, αυτή παρεισδύει σχεδόν σε κάθε ανάλυση που βασίζεται στην υποκαταναλωτική προσέγγιση: «Όσο μεγαλύτερο το χρονικό διάστημα που υπάρχει ήδη ο καπιταλισμός, τόσο βαθύτερο το χάσμα μεταξύ παραγωγικής και καταναλωτικής δύναμης (…) αυτό που βλέπουμε σήμερα δεν είναι μια «μακρά διακύμανση» της οικονομίας αλλά η κατάρρευση του καπιταλισμού» (Μοσκόβσκα 1988, σ. 138, 140).
Αντίθετα με τη θεωρία της υποκατανάλωσης, η θεωρία της υπερσυσσώρευσης δεν καταλήγει σε κάποιο σχήμα κατάρρευσης του καπιταλισμού. Υποστηρίζει, όπως ήδη είδαμε, ότι η ανατροπή του καπιταλισμού θα προκύψει σαν αποτέλεσμα μιας συγκυρίας όξυνσης των συνολικών του αντιφάσεων: «Μόνιμες κρίσεις δεν υπάρχουν» (Bucharin 1970 σ. 45). «Το όριο (του καπιταλισμού, Γ.Μ.) είναι η ένταση των καπιταλιστικών αντιφάσεων σ’ ένα συγκεκριμένο βαθμό» (Bucharin 1970, σ. 98).
Οι κρίσεις ως έκφραση
της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους
Στο περιθώριο της διαμάχης ανάμεσα στη θεωρία της υποκατανάλωσης και τη θεωρία της υπερσυσσώρευσης, διατυπώθηκε και η θεωρία ότι η κρίση υπερπαραγωγής είναι έκφραση της πτώσης του ποσοστού κέρδους, σε αντιστοιχία με το νόμο που διατύπωσε ο Μαρξ στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου. Σύμφωνα με τον Μαρξ, η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους προκύπτει από το γεγονός ότι μακροπρόθεσμα η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνει ταχύτερα από την παραγωγικότητα της εργασίας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και να μειώνεται το ποσοστό κέρδους (εφόσον το ποσοστό υπεραξίας -εκμετάλλευσης- αυξάνεται με ρυθμούς χαμηλότερους από την οργανική σύνθεση), δηλαδή να αυξάνεται το υπερπροϊόν με ρυθμούς χαμηλότερους από το επενδυμένο κεφάλαιο (βλ. και Σταμάτης 1994).
Εκφραστής αυτής της ερμηνείας των οικονομικών κρίσεων υπήρξε ο Henryk Grossmann. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Γκρόσμαν, το ειδοποιό γνώρισμα της κρίσης είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους και αιτία της κρίσης είναι η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (ή, αντίστοιχα, η ταχύτερη αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου ως προς την παραγωγικότητα της εργασίας).
0 Γκρόσμαν άσκησε συστηματική κριτική στην υποκαταναλωτική θεωρία, και ιδίως στις προσεγγίσεις της Λούξεμπουργκ και του Στέρνμπεργκ, καθώς υποστήριζε ότι η πραγματοποίηση του παραγόμενου υπερπροϊόντος και η διευρυνόμενη αναπαραγωγή της καθαρής καπιταλιστικής κοινωνίας είναι δυνατή, όσο το ποσοστό κέρδους παραμένει σε συγκεκριμένα επίπεδα. Φραγμός στη συσσώρευση δεν τίθεται, κατά τον Γκρόσμαν, από μια συστηματική υστέρηση της καταναλωτικής δυνατότητας των εργατών ως προς την παραγωγή, αλλά από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους: Η τάση αυτή λειτουργεί στην πραγματικότητα ως τάση κατάρρευσης του καπιταλισμού, που εκδηλώνεται με τις περιοδικές οικονομικές κρίσεις.
Όταν τα μέσα και οι δυνατότητες του καπιταλιστικού συστήματος να ανθίσταται στην τάση αυτή κατάρρευσης (την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους) εξαντληθούν, θα επέλθει και το τέλος του καπιταλισμού. 0 Γκρόσμαν θεωρούσε έτσι μικρής σημασίας τη συζήτηση γύρω από τα σχήματα αναπαραγωγής του 2ου τόμου, που άφηνε έξω το ζήτημα της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, και ονόμαζε «νεο-αρμονικούς» («Neo-Harmoniker», Grossmann 1971, σ. 86) τους Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, Χίλφερντινγκ και Μπάουερ, επειδή δεν είχαν μια θεωρία κατάρρευσης του καπιταλισμού.
«Ο νόμος (της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, Γ.Μ.) καθαυτός», έγραφε ο Γκρόσμαν, «είναι στην πραγματικότητα μια αυτονόητη συνέπεια της εργασιακής θεωρίας της αξίας, όταν η συσσώρευση λαμβάνει χώρα στη βάση μιας συνεχώς ψηλότερης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (…) Τελικά η συσσώρευση θα καταστεί αδύνατη, διότι η μάζα της υπεραξίας δεν θα επαρκεί για να εξασφαλίζει το απαραίτητο ποσοστό αύξησης στο γοργά αυξανόμενο σταθερό κεφάλαιο (…) Με την περαιτέρω αύξηση της οργανικής σύνθεσης θα φτάσει αναγκαστικά ένα χρονικό σημείο όπου θα είναι αδύνατο να συνεχιστεί η οποιαδήποτε συσσώρευση. Αυτός είναι ο μαρξικός νόμος της κατάρρευσης (του καπιταλισμού, Γ.Μ.)» (Grossmann 1971, σσ. 28-29).
Η πρώτη κριτική που ασκήθηκε στη θεωρία που εξετάζουμε εδώ είναι ότι, σύμφωνα με τον Μαρξ, η κρίση υπερπαραγωγής αποτελεί ένα διακριτό (περιοδικό) φαινόμενο ως προς τη (μονίμως δρώσα) τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους (Bucharin 1970, σσ. 45).
Η πιο ουσιαστική κριτική στην ερμηνεία των κρίσεων με βάση την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους διατυπώθηκε στη δεκαετία του 1930 από τη Μοσκόβσκα (Μο-σκόβσκα 1988, σσ. 79-94). Η Μοσκόβσκα υποστήριξε ότι η τεχνική πρόοδος που εισάγεται στην καπιταλιστική παραγωγή, τουλάχιστον στην περίοδο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι απλώς δεν αυξάνει την αξιακή σύνθεση ταχύτερα από το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας (το ποσοστό υπεραξίας), αλλά αντίθετα: α) αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης, ενώ συγχρόνως β) αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας ταχύτερα από την τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου να μειώνεται. Αυτό σημαίνει ότι και η μεσο-μακροπρόθεσμη κίνηση του ποσοστού κέρδους είναι ανοδική, κάτω από την επίδραση και των δύο προηγούμενων παραγόντων. Η θέση αυτή, ακόμη και αν δεν τεκμηριώνεται με βάση στατιστικά στοιχεία της κεφαλαιακής συσσώρευσης της εποχής, υπενθυμίζει και καθιστά σαφές ότι το ποσοστό κέρδους είναι συνάρτηση τόσο της αξιακής σύνθεσης του κεφαλαίου (του λόγου σταθερό προς μεταβλητό κεφάλαιο) όσο και του ποσοστού υπεραξίας, και ότι, συνεπώς, το ποσοστό κέρδους μπορεί να αυξάνεται (πέρα από την περίπτωση που υπέδειξε η Μοσκόβσκα) είτε όταν το δεύτερο (το ποσοστό υπεραξίας) αυξάνεται ταχύτερα απ’ ό,τι η πρώτη (η αξιακή σύνθεση), είτε πάλι, όταν το δεύτερο μειώνεται βραδύτερα απ’ ό,τι η πρώτη.
Με άλλη διατύπωση αυτά σημαίνουν ότι «ο μαρξικός νόμος της πτωτικής τάσης είναι ένας «ιστορικός», δηλαδή ένας υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες ισχύων, νόμος» (Σταμάτης 1988, σ. 20). Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι ο Μαρξ γνώριζε την «ιστορικότητα» του νόμου που διατύπωσε και απέδιδε την ισχύ του στον τρόπο διάδοσης στην εποχή του των νέων τεχνολογιών: εισάγονταν τεχνολογίες που μείωναν το ποσοστό κέρδους, διότι η σχετικά αργή γενίκευση τους επέτρεπε στον κεφαλαιοκράτη που πρώτος τις εισήγαγε να απολαμβάνει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ένα «πρόσθετο κέρδος». Έγραφε ο Μαρξ: «Κανένας κεφαλαιοκράτης δεν χρησιμοποιεί μια νέα μέθοδο παραγωγής, όσο παραγωγική κι αν είναι, όσο κι αν αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας, εφόσον μειώνει το ποσοστό του κέρδους. Αλλά κάθε τέτοια νέα μέθοδος παραγωγής φτηναίνει τα εμπορεύματα. Γι’ αυτό, στην αρχή ο κεφαλαιοκράτης τα πουλά πάνω από την τιμή παραγωγής τους (…) Τσεπώνει τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα έξοδα παραγωγής τους και στην αγοραία τιμή των υπόλοιπων εμπορευμάτων, που έχουν παραχθεί με υψηλότερο κόστος παραγωγής (…) Η διαδικασία παραγωγής του στέκει πάνω από το μέσο όρο της κοινωνίας. Ο συναγωνισμός όμως τη γενικεύει και την υποτάσσει στο γενικό νόμο. Τότε αρχίζει η πτώση του ποσοστού κέρδους» (Μαρξ, 1978 σσ. 334-335).
Η θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού του Γκρόσμαν (λόγω ακριβώς του μηχανιστικού-τελεολογικού χαρακτήρα της) έγινε, όμως, αντικείμενο κριτικής και από μαρξιστές, που ούτε καν είχαν υποπτευθεί την ιστορικότητα του μαρξικού νόμου της πτωτικής τάσης. Έτσι η Ρ. Λούξεμπουργκ, αφού ειρωνεύεται τη θεωρία του Γκρόσμαν, παρατηρεί: «Υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα μέχρι την κατάρρευση του καπιταλισμού λόγω πτώσης του ποσοστού κέρδους, τόσος περίπου, όσος θα χρειαζόταν για το σβήσιμο του ήλιου» (Luxemburg 1970, σ. 411).
Η ερμηνεία των οικονομικών κρίσεων ως έκφραση του μαρξικού νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους υιοθετήθηκε αργότερα, το 1937, από τον Maurice Dobb, σε μια μη μηχανιστική και μη τελεολογική εκδοχή. Ο Dobb υποστήριξε ότι ο μαρξικός νόμος εκδηλώνεται μόνο προσωρινά (και τότε προκύπτουν οι οικονομικές κρίσεις), ενώ ακολούθως η ισχύς του ακυρώνεται από τις αντεπιδρώσες αιτίες, οι οποίες αποκαθιστούν το ύψος του ποσοστού κέρδους στα προηγούμενα επίπεδα. Διατύπωσε επίσης μία σχέση ανάμεσα στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και στη μείωση του ποσοστού υπεραξίας, λόγω περιοδικών μειώσεων του «εφεδρικού βιομηχανικού στρατού» (Dobb 1968, σσ. 79-126).
Ακόμα όμως και αν υποθέσουμε ότι ο μαρξικός νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους ισχύει συγκυριακά, δεν είναι ορθό, κατά τη γνώμη μου, να θεωρήσουμε τις οικονομικές κρίσεις ως την εκδήλωση αυτού του νόμου. Διότι ο μαρξικός νόμος λαμβάνει υπόψη του τις επιπτώσεις που προκύπτουν, για την αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου και το ποσοστό κέρδους, αποκλειστικά και μόνο από την τεχνική πρόοδο και την παρεπόμενη αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Όμως, όπως θα αναπτύξουμε στα επόμενα, η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου και συνακόλουθα το ποσοστό κέρδους, καθορίζονται επίσης από άλλους παράγοντες, πέρα από την τεχνολογική εξέλιξη.
Σύντομες παρατηρήσεις
για ορισμένα χαρακτηριστικά
των ιστορικών μαρξιστικών προσεγγίσεων
Οι ιστορικές μαρξιστικές προσεγγίσεις στις οικονομικές κρίσεις που σύντομα παρουσιάσαμε φωτίζουν, η καθεμία από την ιδιαίτερη σκοπιά της, τις αναλύσεις του Μαρξ όχι μόνο γι’ αυτό καθαυτό το ζήτημα των κρίσεων, αλλά και αναφορικά με τη θεωρία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αποτελούν δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, αναπτύξεις αναφορικά με τη δυναμική και τις αντιφάσεις της κεφαλαιακής σχέσης.
Όλες οι θεωρίες που εξετάσαμε συλλαμβάνουν τις κρίσεις σε αναφορά με την εσωτερική δομή της κεφαλαιακής σχέσης, ως εκφάνσεις μιας δυσλειτουργίας της κεφαλαιακής σχέσης. Εντοπίζοντας η κάθε προσέγγιση ένα διαφορετικό ειδοποιό χαρακτηριστικό της κρίσης, στην πραγματικότητα διατυπώνει μια διαφορετική θεωρία της κεφαλαιακής σχέσης και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Στην προσέγγιση του Γκρόσμαν, η πτώση του ποσοστού κέρδους, συνέπεια της ταχύτερης αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου ως προς το ποσοστό υπεραξίας, αποτελεί ίδιον, ειδοποιό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. 0 νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους δεν έχει κατά την προσέγγιση αυτή, ιστορικό αλλά εσωτερικό-δομικό χαρακτήρα- αποτελεί στοιχείο της θεωρίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Στην υποκαταναλωτική προσέγγιση επίσης, η απόλυτη συρρίκνωση της αγοραστικής ικανότητας των μισθωτών και, επομένως, η απόρριψη της αναπαραγωγικής θεωρίας που διατύπωσε ο Μαρξ στον 2ο τόμο του Κεφαλαίου αποτελεί επίσης εσωτερικό-δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Και για τις δύο αυτές προσεγγίσεις, η ίδια η διευρυμένη αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης οδηγεί αναγκαία στην κρίση. Στην ουσία διατυπώνουν δηλαδή και οι δύο αυτές προσεγγίσεις ένα νόμο της κρίσης, στον οποίο αντεπιδρούν εξωτερικοί προς τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής παράγοντες (τα «τρίτα πρόσωπα» της Λούξεμπουργκ, οι εισροές κερδών από τις αποικίες, που, κατά τον Γκρόσμαν, δρουν επιβραδυντικά στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, κ.λπ.). Αντίθετα, η προσέγγιση της υπερσυσσώρευσης δεν διατυπώνει κάποιο νόμο της κρίσης, δεν θεωρεί δηλαδή ότι η κρίση πηγάζει από τα δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Για την προσέγγιση αυτή, η κρίση, ως δυσλειτουργία αυτής καθαυτής της κεφαλαιακής σχέσης, πηγάζει από εξωτερικές αιτίες, που συγκυριακά υπερπροσδιορίζουν την κεφαλαιακή σχέση. Αυτός είναι ο λόγος που απορρίπτει κατηγορηματικά η προσέγγιση αυτή κάθε είδους θεωρία κατάρρευσης, ενώ ταυτόχρονα αποδέχεται, σε αναφορά με τα αναπαραγωγικά σχήματα που διατύπωσε ο Μαρξ στον 2ο τόμο του Κεφαλαίου, ότι δεν υπάρχει κάποιο απόλυτο όριο στη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι τρεις προσεγγίσεις που εξετάσαμε είναι θεωρητικά ασύμβατες μεταξύ τους, καίτοι βεβαίως και οι τρεις αποτελούν μαρξιστικές προσεγγίσεις στο ζήτημα των οικονομικών κρίσεων. Ο Μαρξισμός ουδέποτε υπήρξε μια μονολιθική θεωρητική προσέγγιση. Αντίθετα, χαρακτηριζόταν πάντοτε από μια εσωτερική «συγκρουσιακότητα», από τη διαμόρφωση επίδικων αντικειμένων και αντικρουόμενων ρευμάτων στο εσωτερικό του (βλ. και Μηλιός 1996). Ξένη προς τη μαρξιστική θεωρία είναι, αντίθετα, η επιφανειακή εκείνη προσέγγιση που, χωρίς να αντιλαμβάνεται το εννοιακό περιεχόμενο του καθενός, προσπαθεί να συμπτύξει και τα τρία μαρξιστικά ρεύματα που εδώ εξετάσαμε σε μια ενιαία «μαρξιστική ερμηνεία» των κρίσεων, δίχως να αντιλαμβάνεται το άτοπον αυτού του «αμαλγάματος» (ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας α-θεωρητικής κενολογίας, βλ. Lipietz 1986, σ. 715 επ.).
Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη διαφορετικών μαρξιστικών προσεγγίσεων δεν σηματοδοτεί παρά την ανάγκη για προχώρημα της ανάλυσης, για την υιοθέτηση μιας άποψης στη θεωρητική αντιπαράθεση και την προσπάθεια «ξεκαθαρίσματος» με τις αντίπαλες προσεγγίσεις. Αυτό ακριβώς θα προσπαθήσω να κάνω στο τελευταίο τμήμα αυτού του κεφαλαίου. Για το σκοπό αυ τό, κρατώντας όσα μέχρι εδώ αναπτύχθηκαν, χρειάζεται να επιστρέψουμε στα κείμενα του ίδιου του Μαρξ.
Η μαρξική θεωρία της υπερσυσσώρευσης
Η έννοια της «απόλυτης»
υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου
Από την παρουσίαση των διαφορετικών μαρξιστικών προσεγγίσεων σχετικά με την οικονομική κρίση του καπιταλισμού, έγινε ίσως φανερό ότι η άποψη μας συνηγορεί υπέρ του να γίνει κατανοητή η οικονομική κρίση ως κρίση υπερσυσσώρευσης, η οποία, επιπλέον, σε αντιστοιχία με τις θέσεις του Μπουχάριν, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι προκύπτει από τη δράση «απουσών αιτιών»: Η υπερσυσσώρευση δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ορατής και προβλέψιμης -άρα διαχειρίσιμης- Αιτίας (π.χ. των δυσαναλογιών ανάμεσα στους κλάδους και τομείς παραγωγής), αλλά το (περιοδικά προκύπτον) προϊόν της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, συνέπεια του συνόλου των εσωτερικών αιτιακών εξαρτήσεων (σχέσεων δομικής αιτιότητας-«νόμων») και αντιφάσεων που διέπουν το καπιταλιστικό σύστημα.
Η θέση αυτή δεν συνάγεται μόνο από την ιστορική συζήτηση που παρουσιάσαμε, αλλά και από μια συστηματική «ανάγνωση» του μαρξικού έργου, όπως θα επιχειρήσω να δείξω στη συνέχεια. Μιλάμε για μια «ανάγνωση» που δεν σταχυολογεί απλώς αποσπασματικές διατυπώσεις του Μαρξ, αλλά επιδιώκει να εντοπίσει και να «απομονώσει» τη λογική ανάπτυξη της μαρξικής θεωρίας των κρίσεων, ελέγχοντας ταυτόχρονα την ορθότητα (εσωτερική συνοχή και επαληθευσιμότητα) αυτής της θεωρίας. Θα διερευνήσουμε λοιπόν την έννοια της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, όπως την αναπτύσσει ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου (για ό,τι ακολουθεί, βλ. και Ιωακείμογλου/Μηλιός 1991).
0 Μαρξ ορίζει στο κεφάλαιο 15-ΙΙΙ του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου την έννοια της απόλυτης υπερσυσσώρευσης: πρόκειται για ένα είδος ενδιάμεσου ορισμού που μας οδηγεί κατόπιν στον ορισμό της σχετικής υπερσυσσώρευσης (στο εξής υπερσυσσώρευση). Η απόλυτη υπερσυσσώρευση είναι μια οριακή κατάσταση, και σαν τέτοια έχει το πλεονέκτημα ότι φανερώνει τις εσωτερικές στα πράγματα σχέσεις στην καθαρότητα τους, διασφαλίζει την αυστηρότητα του ορισμού και διευκολύνει στην κατανόηση του.
«Θα υπήρχε απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου από τη στιγμή που το πρόσθετο κεφάλαιο για την αύξηση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής θα ήταν = 0. Ο σκοπός όμως της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι η αξιοποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή ιδιοποίηση υπερεργασίας, παραγωγή υπεραξίας, παραγωγή κέρδους. Από τη στιγμή λοιπόν που το κεφάλαιο θα είχε αυξηθεί σε σχέση με τον εργατικό πληθυσμό, τόσο που να μην μπορεί ούτε να παραταθεί ο απόλυτος εργάσιμος χρόνος που προσφέρει ο πληθυσμός αυτός, ούτε να διευρυνθεί ο σχετικός χρόνος εργασίας (αυτό το δεύτερο θα ήταν έτσι κι’ αλλιώς αδύνατο να γίνει στην περίπτωση τόσο μεγάλης ζήτησης εργασίας, δηλαδή στην περίπτωση που επικρατεί τάση αύξησης των μισθών), από τη στιγμή λοιπόν που το αυξημένο κεφάλαιο θα παρήγαγε μόνον τόση μάζα υπεραξίας, όση παρήγαγε πριν από την αύξηση του ή ακόμη και λιγότερη, από τη στιγμή αυτή θα σημείων όταν απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου. Δηλαδή, το αυξημένο κεφάλαιο Κ+ΔΚ δεν θα παρήγαγε περισσότερο κέρδος, ή θα παρήγαγε ακόμη και λιγότερο κέρδος απ’ ό,τι παρήγαγε το κεφάλαιο Κ πριν από την αύξηση του με το ΔΚ. Και στις δύο περιπτώσεις θα συντελείτο μια γερή και απότομη πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους, τη φορά αυτή όμως εξαιτίας μιας αλλαγής στη σύνθεση του κεφαλαίου, που δεν θα οφειλόταν στην ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης, αλλά σε μια αύξηση της χρηματικής αξίας του μεταβλητού κεφαλαίου (εξαιτίας των αυξημένων μισθών) και στην αντίστοιχη μ’ αυτήν μείωση της σχέσης της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία» (Μαρξ 1978, σ. 318, οι υπογραμμίσεις δικές μου, Γ.Μ.)
0 παραπάνω ορισμός περιέχει καταρχήν έναν αποκλεισμό: η πτώση του ποσοστού κέρδους στην περίπτωση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου δεν προέρχεται από την εισαγωγή νέας τεχνολογίας, «την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας» (όπως λέει ο Μαρξ) και τη συνακόλουθη αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους). Η διευκρίνιση αυτή του Μαρξ σχετίζεται προφανώς με το γεγονός ότι στα κεφάλαια 13, 14, 15 του τρίτου τόμου του βιβλίου του, που προηγούνται του ορισμού της υπερσυσσώρευσης, έχει ήδη διατυπώσει και αναλύσει τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, που απορρέει ακριβώς από αυτήν την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, ως συνέπεια της εισαγωγής νέας τεχνολογίας (μέσα παραγωγής) στην παραγωγική διαδικασία (και την αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου). Διευκρινίζει λοιπόν, στον ορισμό της απόλυτης υπερσυσσώρευσης, για την αποφυγή ενδεχόμενων παρανοήσεων, ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους στην οποία αναφέρεται εδώ, έχει άλλα αίτια από αυτά της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους: οφείλεται «στη μείωση της σχέσης της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία» (όπ. π.), δηλαδή στη μείωση του ποσοστού υπεραξίας.
Ωστόσο, είναι προφανές, ότι το ποσοστό κέρδους εξαρτάται από δύο «μεταβλητές»: αφενός το ποσοστό υπεραξίας (το λόγο της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή προς την αξία των συνολικών μισθών) και αφετέρου την αξιακή σύνθεση κεφαλαίου (το λόγο της αξίας των μέσων παραγωγής, δηλαδή του σταθερού κεφαλαίου, προς το μεταβλητό κεφάλαιο). Η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου (την οποία, στην περίπτωση που μεταβάλλεται με τον ίδιο τρόπο -προς την ίδια κατεύθυνση- που μεταβάλλεται και η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου, ο Μαρξ την ονομάζει οργανική σύνθεση του κεφαλαίου) δεν εξαρτάται μάλιστα μόνο από την εισαγωγή νέας τεχνολογίας (νόμος πτωτικής τάσης ποσοστού κέρδους), αλλά και από άλλους παράγοντες, συναρτώμενους με τη διάρκεια λειτουργίας των μέσων παραγωγής και την εργασιακή διαδικασία καθαυτή (συλλογικός εργάτης), όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Όμως, ο παραπάνω ορισμός του Μαρξ δείχνει να παίρνει υπόψη του μόνο το ποσοστό υπεραξίας, δηλαδή τη σχέση της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία. Εδώ δεν έχουμε, βέβαια, να κάνουμε με μια παράλειψη ή ένα λάθος- πρόκειται για την εφαρμογή μιας μεθόδου που είναι ιδιαίτερα προσφιλής στον Μαρξ -όσο και στις φυσικές επιστήμες- και συνίσταται στην εξέταση των μεταβολών ενός μεγέθους υπό την επίδραση των μεταβολών ενός άλλου, θεωρώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς. Έτσι, στον ορισμό της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, εξετάζεται η επίδραση των μεταβολών του ποσοστού υπεραξίας (δηλαδή του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο) πάνω στο ποσοστό κέρδους, θεωρώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς – επομένως και την οργανική σύνθεση κεφαλαίου. Γι’ αυτό, λοιπόν, το λόγο έχουμε υπερσυσσώρευση (εξ ορισμού) όταν: «το κεφάλαιο θα γινόταν ανίκανο να εκμεταλλεύεται την εργασία στο βαθμό εκείνο της εκμετάλλευσης που απαιτεί η «υγιής», «ομαλή» ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής…» (Μαρξ 1978, σ. 323).
Έτσι, καταλαβαίνουμε καλύτερα τη διευκρίνιση του Μαρξ, όταν μιλάει εδώ για μια πτώση του ποσοστού κέρδους που δεν οφείλεται στην αύξηση της αξιακής σύνθεσης του κεφαλαίου: απλώς θεωρεί αυτόν τον παράγοντα σταθερό. Αντίθετα, όταν μιλάει για μια πτώση του ποσοστού κέρδους που οφείλεται στη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης, εξετάζει τη σχέση ακριβώς αυτών των δύο -και μόνον αυτών των δύο- μεταβλητών.
Η μέθοδος ανάλυσης
Παραμένει όμως έτσι εκκρεμές το ερώτημα: με ποιο τρόπο παίρνει τελικά υπόψη του ο Μαρξ τη συνδυασμένη ή την ταυτόχρονη δράση του ποσοστού υπεραξίας και της αξιακής σύνθεσης του κεφαλαίου πάνω στο ποσοστό κέρδους;
Αν θεωρήσουμε ότι το ποσοστό κέρδους είναι μια εξαρτημένη μεταβλητή (R), το ποσοστό υπεραξίας (ο βαθμός εκμετάλλευσης) (S/V) και η οργανική σύνθεση κεφαλαίου (C/V) ανεξάρτητες μεταβλητές, όπου S η υπεραξία, C το σταθερό κεφάλαιο και V το μεταβλητό κεφάλαιο, τότε ισχύει
Ο Μαρξ εξετάζει, λοιπόν, την επίδραση της μίας ανεξάρτητης μεταβλητής πάνω στην εξαρτημένη, θεωρώντας ως σταθερή την άλλη, και στη συνέχεια κάνει το ακριβώς αντίστροφο: εξετάζει δηλαδή την επίδραση της άλλης ανεξάρτητης μεταβλητής θεωρώντας σταθερή την πρώτη. Δηλαδή, όταν εξετάζει την επίδραση του (S/V) πάνω στο R, θεωρεί σταθερό το (C/V), και αντίστροφα. Έτσι, στην παράγραφο III του κεφαλαίου 15, όπου υπάρχει και ο ορισμός της υπερσυσσώρευσης, θεωρεί την αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου σταθερή, και στο κεφάλαιο 13, που αναφέρεται «στη φύση του νόμου» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, θεωρεί σταθερό το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας. Εξετάζει, δηλαδή, διαδοχικά την επίδραση των ανεξάρτητων μεταβλητών πάνω στην εξαρτημένη, μέχρις ότου καλύψει όλες τις δυνατές περιπτώσεις, όλους τους παράγοντες που επιδρούν πάνω στην εξαρτημένη μεταβλητή.
Αυτή η υπόθεση της σταθερότητας της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου εκφράζεται, στον ορισμό της υπερσυσσώρευσης, και με το γεγονός ότι ο Μαρξ θεωρεί πως η υψηλή ζήτηση εργασίας που προκύπτει απύ τη συσσώρευση κεφαλαίου οδηγεί στη μείωση του ποσοστού υπεραξίας, επειδή θα υπήρχε αδυναμία εκμετάλλευσης επιπλέον εργατών (αφού θα υπήρχε ένα πολύ χαμηλό ποσοστό ανεργίας), και επειδή θα είχαμε τότε -χάρη στην κατάσταση της αγοράς εργασίας- αυξήσεις των (πραγματικών) μισθών. Ωστόσο, το ποσοστό υπεραξίας εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, για τους οποίους ο Μαρξ δεν δείχνει να αισθάνεται υποχρεωμένος να δώσει εξηγήσεις: ο μεν απόλυτος εργάσιμος χρόνος δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τον αριθμό των εργατών αλλά και από τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, ο δε σχετικός χρόνος εργασίας, ο βαθμός εκμετάλλευσης, δεν εξαρτάται μόνο από το ύψος του μισθού αλλά και από τις αυξήσεις της παραγωγικότητας. Αυτές οι «παραλείψεις» του Μαρξ στον ορισμό της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, οφείλονται στο ότι:
* η μεν διάρκεια της εργάσιμης ημέρας είναι μια σχέση καθαρά εξωτερική ως προς το νόμο, εξαρτάται δηλαδή από τις «απειράριθμες εμπειρικές συνθήκες» ενός κοινωνικού σχηματισμού, συνθήκες που μπορούν να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν σε μια χώρα ή μια εποχή• δεν καθορίζεται, επομένως, από κανέναν οικονομικό νόμο•
* η δε παραγωγικότητα της εργασίας θεωρείται σταθερός παράγοντας, ακριβώς όπως και η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου.
Δεν πρόκειται λοιπόν για παραλείψεις, αλλά για τον αποκλεισμό από τον ορισμό του οικονομικού νόμου κάποιων καθορισμών (παραγόντων) με την προσφιλή στον Μαρξ μέθοδο της αφαίρεσης. Διπλή αφαίρεση από τον ορισμό του οικονομικού νόμου:
* αφενός όλων των εξωτερικών προσδιορισμών, δηλαδή των απειράριθμων εμπειρικών παραγόντων που μπορεί να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν σ’ έναν κοινωνικό σχηματισμό-
* αφετέρου όλων των προσδιορισμών που θεωρούνται προσωρινά σταθεροί, για να καταστεί δυνατή η διαδοχική ανάλυση της επίδρασης των ανεξάρτητων μεταβλητών πάνω στην εξαρτημένη.
Η υπόθεση της σταθερότητας της αξιακής σύνθεσης του κεφαλαίου στα πλαίσια του ορισμού της υπερσυσσώρευσης σημαίνει ότι η κρίση δεν προκύπτει παρά μόνον υπό ορισμένους όρους, οι οποίοι αναφέρονται στις διαχρονικές μεταβολές της αξιακής σύνθεσης: όταν η μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης αντισταθμίζεται από μια ακόμη μεγαλύτερη μείωση της αξιακής σύνθεσης του κεφαλαίου, το ποσοστό κέρδους δεν πέφτει αλλά αυξάνεται. Επομένως, η όποια «ανάγνωση» της κρίσης υπερσυσσώρευσης στη συγκεκριμένη -εμπειρικά διαπιστώσιμη- πραγματικότητα, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στη συνδυασμένη εξέταση αφενός της ιστορικής τάσης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας (δηλαδή του ποσοστού υπεραξίας) και αφετέρου της αξιακής σύνθεσης του κεφαλαίου. Θα πρέπει, δηλαδή, να ανασυγκροτούμε το σύνολο των εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών που είναι ικανό και αναγκαίο για την περιγραφή της συγκεκριμένης πραγματικότητας. (Για την περίπτωση της Ελλάδας κατά την ιστορική περίοδο 1960-1990, βλ. Μηλιός/Ιωακείμογλου 1990).
Εδώ χρειάζεται, όμως, προσοχή: Όταν αναφερόμαστε στις μεταβολές της αξιακής σύνθεσης του κεφαλαίου (ή και της παραγωγικότητας της εργασίας) δεν εννοούμε μόνο τα αποτελέσματα της εισαγωγής νέας τεχνολογίας (μέσων παραγωγής) στην παραγωγική διαδικασία, αλλά και άλλους παράγοντες, που αφορούν την εργασιακή δύναμη αλλά και το χρόνο λειτουργίας των (συγκεκριμένων) μέσων παραγωγής, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να εξηγήσουμε στο επόμενο τμήμα αυτού του κεφαλαίου. Η θεωρία των κρίσεων δεν ταυτίζεται με το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους (ο οποίος προκύπτει αποκλειστικά από την, υπό ορισμένους όρους, εισαγωγή νέας τεχνολογίας).
Φτάνουμε λοιπόν αναγκαστικά στην ερώτηση: η μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης, όπως την περιγράφει ο Μαρξ στην παράγραφο «πλεόνασμα κεφαλαίου μέσα σε συνθήκες πλεονάζοντος πληθυσμού», με ποιους όρους μετατρέπεται σε πτώση του ποσοστού κέρδους, δηλαδή σε οικονομική κρίση; Αλλά αυτή η ερώτηση δεν μπορεί παρά να είναι μια υποπερίπτωση μιας άλλης ερώτησης: με ποιο τρόπο το ποσοστό υπεραξίας (ο βαθμός εκμετάλλευσης) μετατρέπεται σε ποσοστό κέρδους; Ερώτηση που μας παραπέμπει αναπόφευκτα στο πρώτο τμήμα του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου. Ας θυμηθούμε τον τίτλο του: «Η μετατροπή της υπεραξίας σε κέρδος και του ποσοστού υπεραξίας σε ποσοστό κέρδους». Εκεί θ’ αναζητήσουμε την απάντηση στο ερώτημα μας.
Οικονομία στη χρησιμοποίηση
σταθερού κεφαλαίου
Ας ακολουθήσουμε την ίδια τη λογική του Μαρξ: ας θεωρήσουμε, αυτή τη φορά, ως σταθερή ποσότητα το ποσοστό υπεραξίας, για να ασχοληθούμε με τη σχέση οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου και ποσοστού κέρδους. Μια βιαστική ανάγνωση θα μας παρέπεμπε στο κεφάλαιο 13, στο διάσημο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Ωστόσο, εδώ ο Μαρξ θεωρεί την αύξηση της αξιακής σύνθεσης αποκλειστικό αποτέλεσμα της αύξησης των μέσων παραγωγής ανά εργάτη, δηλαδή αποτέλεσμα της αύξησης της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Όμως, η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου εξαρτάται και από μια σειρά άλλων παραγόντων, που εδώ (δηλαδή στο κεφάλαιο 13) θεωρούνται σταθεροί. Θα πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε κάπου αλλού μέσα στο Κεφάλαιο την απαρίθμηση τους.
Ας αφήσουμε να μας καθοδηγήσει η σχέση:
από την οποία προκύπτει ότι:
όπου Υ το καθαρό προϊόν (δηλαδή το άθροισμα υπεραξίας και αξίας εργασιακής δύναμης).
Παρατηρούμε, με βάση την παραπάνω σχέση, ότι οι παράγοντες που επιδρούν πάνω στην αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου είναι δυνατό να αναλυθούν αφενός σ’ αυτούς που επιδρούν πάνω στο ποσοστό υπεραξίας (S/V) και αφετέρου σ’ αυτούς που επιδρούν πάνω στο μέγεθος (C/Y). Αυτό το τελευταίο εκφράζει την ποσότητα σταθερού κεφαλαίου που απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος, άρα και την ικανότητα του καπιταλιστή να κάνει οικονομίες στη χρήση του. Αλλά ακριβώς σ’ αυτό το ζήτημα ο Μαρξ αφιερώνει ολόκληρο το κεφάλαιο 5 του 3ου τόμου, που έχει τον τίτλο «Οικονομία στη χρησιμοποίηση του σταθερού κεφαλαίου». Και, πράγματι, εδώ θα συναντήσουμε την απαρίθμηση των παραγόντων που αναζητούμε.
Ο Μαρξ, ακολουθώντας και πάλι τη μέθοδο της αφαίρεσης, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, θεωρεί εδώ (στο κεφάλαιο για την «Οικονομία στη χρησιμοποίηση του σταθερού κεφαλαίου»), ότι το ποσοστό υπεραξίας είναι «δεδομένο» (δηλαδή σταθερό), «για να αποφύγουμε» -όπως λέει- «ανώφελες περιπλοκές» (Μαρξ 1978, σ. 106). Εντοπίζει στη συνέχεια τους παράγοντες που επιτρέπουν ή περιορίζουν την εξοικονόμηση σταθερού κεφαλαίου μέσα στην παραγωγική διαδικασία (επηρεάζοντας αντίστοιχα την αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου). Οι παράγοντες αυτοί μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες:
α) σ’ αυτούς που σχετίζονται με το χρόνο και την ένταση λειτουργίας των μέσων παραγωγής (π.χ. περισσότερες της μιας βάρδιες, εργασία όλο το εικοσιτετράωρο) από δεδομένη τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου.
β) σ’ αυτούς που αναφέρονται στις δεξιότητες του συλλογικού εργάτη ή, μ’ άλλα λόγια, στη δυνατότητα αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας χωρίς τη μεταβολή της τεχνολογικής στάθμης της παραγωγής (της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου)•
γ) σ’ αυτούς που σχετίζονται με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας λόγω τεχνολογικών μεταβολών, δηλαδή (κατά κανόνα) λόγω αύξησης της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Στην περίπτωση αυτή -και μόνο- πρόκειται για παράγοντες που υπεισέρχονται και στην ανάλυση του Μαρξ για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.
α) Παράγοντες που σχετίζονται με το χρόνο και την ένταση λειτουργίας των μέσων παραγωγής:
* Η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας.
«Η διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη της αύξησης του πάγιου κεφαλαίου στο σύγχρονο βιομηχανικό σύστημα αποτελούσε επομένως ένα κύριο κίνητρο για την παράταση της εργάσιμης ημέρας από τους άπληστους για κέρδος κεφαλαιοκράτες… » (Μαρξ 1978, σσ. 104-105), επειδή «το μέγεθος του πάγιου μέρους του σταθερού κεφαλαίου, τα κτίρια του εργοστασίου, τα μηχανήματα κ.λπ. μένουν τα ίδια, αδιάφορο αν χρησιμοποιούνται 12 ή 16 ώρες. Η παράταση της εργάσιμης ημέρας δεν απαιτεί καμιά νέα δαπάνη γι’ αυτό το πιο πολυέξοδο μέρος του σταθερού κεφαλαίου… « (Μαρξ 1978, σ. 104)
* Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η «μαζική τους χρησιμοποίηση».
«(…) η οικονομία στους όρους παραγωγής που χαρακτηρίζει την παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα (…) (Μαρξ 1978, σ. 106). Τα ίδια κτίρια, οι ίδιες εγκαταστάσεις (…) στοιχίζουν σχετικά λιγότερο για την παραγωγή σε μεγάλη, παρά σε μικρή κλίμακα. Το ίδιο ισχύει για τις μηχανές κίνησης και εργασίας. Παρόλο που η αξία τους ανεβαίνει απόλυτα, πέφτει σχετικά, σε σύγκριση με την αυξανόμενη έκταση της παραγωγής και με το μέγεθος του μεταβλητού κεφαλαίου ή της μάζας της εργατικής δύναμης που τίθεται σε κίνηση.» (Μαρξ 1978, σ. 110).
* Οικονομία στους όρους εργασίας σε βάρος των εργατών.
«…η μετατροπή του εργάτη σε υποζύγιο…φτάνει ως την υπερπλήρωση στενών και ανθυγιεινών χώρων με εργάτες, πράγμα που στην κεφαλαιοκρατική γλώσσα ονομάζεται οικονομία σε κτίρια» (Μαρξ 1978, σ. 116).
β) Παράγοντες που σχετίζονται με τις δεξιότητες του συλλογικού εργάτη:
* Κοινωνικά συνδυασμένη εργασία (συγκέντρωση
και συνεργασία των εργατών, κοινωνικός χαρακτήρας
της εργασίας).
«Όλη αυτή η οικονομία, που προκύπτει από τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και από τη μαζική τους χρησιμοποίηση, προϋποθέτει όμως σαν ουσιαστικό όρο τη συγκέντρωση και τη συνεργασία των εργατών, _§ηλαδή τον κοινωνικό συνδυασμό της εργασίας (…) Ακόμη και οι διαρκείς βελτιώσεις, που είναι δυνατές και αναγκαίες, προκύπτουν αποκλειστικά από τις κοινωνικές εμπειρίες και παρατηρήσεις, που τις κάνει δυνατές και τις επιτρέπει η παραγωγή του συνδυασμένου σε μεγάλη κλίμακα συνολικού εργάτη.» (Μαρξ 1978, σ. 107).
* Οικονομία που προκύπτει από τη συσσωρευμένη
πείρα του συλλογικού εργάτη.
«…μόνον η εμπειρία του συνδυασμένου εργάτη ανακαλύπτει και δείχνει πού και πώς μπορεί να γίνει οικονομία, πώς θα εφαρμοστούν με τον απλούστερο τρόπο οι ανακαλύψεις που ήδη έγιναν, ποια πρακτικά εμπόδια πρέπει να υπερνικηθούν κατά την εφαρμογή της θεωρίας στην πράξη -κατά την εφαρμογή της στη διαδικασία παραγωγής- κ.λπ.» (Μαρξ 1978, σ. 135).
* Οικονομία που προκύπτει από την εκπαίδευση του
συλλογικού εργάτη, τις γνώσεις του, και την υποταγή
του στον εργοστασιακό δεσποτισμό.
«Είναι επομένως ευνόητος ο φανατισμός με τον οποίο ο κεφαλαιοκράτης κάνει οικονομία σε μέσα παραγωγής. Το να μη χάνεται και να μη σπαταλιέται τίποτα, το να καταναλώνονται τα μέσα παραγωγής μόνο με τον τρόπο που απαιτεί η ίδια η παραγωγή, εξαρτιέται εν μέρει από την εκγύμναση και την εκπαίδευση των εργατών, εν μέρει από την πειθαρχία που επιβάλλει ο κεφαλαιοκράτης στους συνδυασμένους εργάτες» (Μαρξ 1978, σ. 112).
«Εφόσον τα μέσα παραγωγής (…) είναι μέσα εκμετάλλευσης της εργασίας, ο εργάτης νοιάζεται τόσο λίγο για τη σχετική φτήνια ή ακρίβεια αυτών των μέσων εκμετάλλευσης, όσο νοιάζεται το άλοχο, αν το χαλινώνουν μ’ ένα ακριβό ή φτηνό στομίδι και χαλινάρι» (Μαρξ 1978, σ. 114).
γ) Οικονομία στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου με την εισαγωγή νέας τεχνολογίας:
* Ανακύκλωση των απορριμμάτων της παραγωγής. Αύξηση της παραγωγικότητας στον τομέα Ι, παραγωγής μέσων παραγωγής.
«…οικονομία που προκύπτει από τις συνεχείς τελειοποιήσεις των μηχανών, συγκεκριμένα: 1) των υλικών από τα οποία είναι κατασκευασμένες (…)• 2) από το φτήναιμα των μηχανών, εξαιτίας της βελτίωσης της παραγωγής μηχανών γενικά, έτσι που, παρά το ότι η αξία του παγίου μέρους του σταθερού κεφαλαίου ακατάπαυστα αυξάνει με την ανάπτυξη της εργασίας σε μεγάλη κλίμακα, δεν αυξάνει ωστόσο στον ίδιο βαθμό• 3) από τις ειδικές τελειοποιήσεις που δίνουν τη δυνατότητα στις ήδη υπάρχουσες μηχανές να εργάζονται φτηνότερα και αποτελεσματικότερα (…)• 4) από τη μείωση των απορριμμάτων ύστερα από τη βελτίωση των μηχανών» (Μαρξ 1978, σσ. 108-109).
* «Πρόοδος στον τομέα των φυσικών επιστημών και της εφαρμογής τους» (Μαρξ 1978, σ. 109).
Συμπεράσματα
Η μελέτη της ιστορικής μαρξιστικής συζήτησης για τις οικονομικές κρίσεις, αλλά και η ανάλυση του έργου του Μαρξ που επιχειρήσαμε, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η οικονομική κρίση πρέπει να γίνει αντιληπτή ως κρίση υπερσυσσώρευσης, ο «τόπος» της οποίας εντοπίζεται στην ίδια την καπιταλιστική παραγωγή. Αν τα (κεφαλαιακά και μισθιακά) εμπορεύματα μένουν απούλητα, αυτό οφείλεται ακριβώς στις συνθήκες της παραγωγής τους (ποσοστό εκμετάλλευσης, «ένταση κεφαλαίου» και παραγωγικότητα της εργασίας, οργανική σύνθεση κεφαλαίου), που δεν επιτρέπουν την παραγωγή τους σε ποσότητες και τιμές που να ανταποκρίνονται στη δυνάμενη να πληρώσει κοινωνική ζήτηση και, συγχρόνως, να εξασφαλίζουν ένα ικανοποιητικό -για την απρόσκοπτη συνέχιση της συσσώρευσης- κέρδος.
Αναζητήσαμε παράλληλα τους όρους, τις προϋποθέσεις της κρίσης υπερσυσσώρευσης και διαπιστώσαμε ότι μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και όλες εκείνες οι συνθήκες από τις οποίες εξαρτάται η ικανότητα του κεφαλαιοκράτη να κάνει οικονομίες στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου, μειώνοντας έτσι την αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου.
Η κατανόηση των μηχανισμών μέσω των οποίων οι καπιταλιστές επιτυγχάνουν οικονομίες σε σταθερό κεφάλαιο αποτελεί απαραίτητο όρο για την κατανόηση των συνθηκών στις οποίες η συσσώρευση κεφαλαίου μετατρέπεται σε υπερσυσσώρευση, δηλαδή σε κρίση. Η μείωση του ποσοστού υπεραξίας μετατρέπεται σε πτώση του ποσοστού κέρδους, μόνον εφόσον δεν αντισταθμίζεται (η μείωση του ποσοστού υπεραξίας) από οικονομίες στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου. Αντίστροφα, μια αύξηση του ποσοστού υπεραξίας (του συντελεστή C/V) στη διάρκεια μιας ιστορικής περιόδου, δηλαδή η μειούμενη ικανότητα της τάξης των καπιταλιστών για «οικονομία στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου», μπορεί να οδηγήσει σε υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και πτώση του ποσοστού κέρδους, ακόμα και σε περιπτώσεις αύξησης (με μικρότερο ρυθμό) του ποσοστού εκμετάλλευσης, όπως μπορούμε να αντιληφθούμε από τη σχέση (3). Η αύξηση (ή πτώση) του συντελεστή C/V προκύπτει πάλι ως αποτέλεσμα είτε μιας μείωσης (αύξησης) της παραγωγικότητας της εργασίας (Υ/Ν) είτε (και) μιας αύξησης της «έντασης κεφαλαίου» C/N, εφόσον:
C/Y = (C/N)(N/Y) (4),
όπου Ν ο αριθμός των απασχολουμένων.
Οι παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν τη δυνατότητα ή μη της κεφαλαιοκρατικής τάξης να κάνει οικονομία ‘,στη χρήση σταθερού κεφαλαίου δεν συναρτώνται μόνο την εισαγωγή νέας τεχνολογίας στην παραγωγή και τη μεταβολή έτσι της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Δεν συναρτώνται, δηλαδή, μόνο με τις συνθήκες που μελέτησε ο Μαρξ στο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Συναρτώνται εξίσου με το χρόνο και την ένταση χρησιμοποίησης των μέσων παραγωγής (παράταση της εργάσιμης μέρας, εργασία σε περισσότερες της μιας βάρδιες κ.λπ.) και, κυρίως, με τη θέση και τη στάση του συλλογικού εργάτη στη δοσμένη κάθε φορά παραγωγική διαδικασία (δεξιότητες, πείρα, εκπαίδευση, βαθμός προσαρμογής ή αντίστασης στις εργασιακές νόρμες της καπιταλιστικής παραγωγής, κ.λπ.)
Μάλιστα ο Μαρξ, συνοψίζοντας τα συμπεράσματα του σχετικά με την «οικονομία στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου», θα επισημάνει αυτόν ακριβώς τον καταλυτικό ρόλο του συλλογικού εργάτη, στο δοσμένο κάθε φορά παραγωγικό περιβάλλον: «Καθετί, που για μια δοσμένη περίοδο παραγωγής μειώνει τη φθορά των μηχανών και γενικά του πάγιου κεφαλαίου, φτηναίνει όχι μόνο το κάθε εμπόρευμα ξεχωριστά, γιατί το κάθε ξεχωριστό εμπόρευμα αναπαράγει στην τιμή του το πολλοστημόριο της φθοράς που αναλογεί σ’ αυτό, αλλά μειώνει και την αντίστοιχη γι’ αυτήν την περίοδο δαπάνη κεφαλαίου (…) Για όλες τις οικονομίες αυτού του είδους χαρακτηριστικό είναι πάλι, ότι στις περισσότερες περιπτώσεις γίνονται δυνατές μόνο με τον συνδυασμένο εργάτη και συχνά μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο σε εργασίες ακόμα μεγαλύτερης κλίμακας, ότι επομένως απαιτούν ακόμα μεγαλύτερο συνδυασμό εργατών στο προτσές παραγωγής» (Μαρξ 1978, σ. 109, οι υπογραμμίσεις δικές μου, Γ.Μ.).
Ο καθοριστικός ρόλος του συλλογικού εργάτη για τη δυνατότητα οικονομίας στη χρήση σταθερού κεφαλαίου, δηλαδή, τελικά, για τη δυνατότητα παραγωγικότερης ή μη χρησιμοποίησης των δοσμένων μέσων παραγωγής (όπως και άλλοι παράγοντες, όπως το ύψος της εργάσιμης μέρας κ.λπ.) υποδεικνύει ότι πίσω από την κρίση της διευρυνόμενης παραγωγής κεφαλαίου (πίσω από την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου) δεν βρίσκεται μια «απλή», συστηματικώς δρώσα Αιτία, αλλά ο ίδιος ο εξελισσόμενος ταξικός συσχετισμός δύναμης, το σύνολο των αντιφάσεων και εσωτερικών αιτιακών σχέσεων που διέπουν την καπιταλιστική παραγωγή.
Αυτός είναι ο λόγος που η θεραπεία της κρίσης που προκρίνουν οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους (ώστε να εκτιναχθεί και πάλι η συσσώρευση σε υψηλότερα από τα προηγούμενα), δεν περιορίζεται στην απαξίωση των ανεπαρκώς αξιοποιούμενων ατομικών κεφαλαίων, αλλά παίρνει τη μορφή ενός ανοικτού κοινωνικού πολέμου ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας.
Η θεωρητική ανάλυση που προηγήθηκε έδειξε όμως και κάτι άλλο. Η προσέγγιση της κρίσης στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού δεν μπορεί παρά να βασίζεται (και) σε μια ποσοτική-εμπειρική έρευνα, από την οποία θα αντλούνται συμπεράσματα για την εξέλιξη εκείνων των παραγόντων, από τους οποίους εξαρτάται η ίδια η διαδικασία της συσσώρευσης: εξέλιξη μισθών, μερίδα μισθών και κερδών, ως ενδείξεις για τις συνθήκες εκμετάλλευσης), φαινόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, «κεφαλαιακή ένταση», εξέλιξη του λόγου κεφαλαιακού αποθέματος/προϊόντος (ως ενδείξεις σε αναφορά με την «οικονομία στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου») εξέλιξη της κατανάλωσης και του βαθμού απασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού κ.λπ. Η κρίση δεν προκύπτει ως «θεωρητική αναγκαιότητα». Αποτελεί ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ιστορικής εξέλιξης, το οποίο μπορεί να κατανοηθεί με τη βοήθεια της θεωρίας.
Article printed from aformi: http://www.aformi.gr
URL to article: http://www.aformi.gr/2011/08/%ce%bc%ce%b1%cf%81%ce%be%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ad%cf%82-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%b5%ce%b3%ce%b3%ce%af%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%bf-%ce%b6%ce%ae%cf%84%ce%b7%ce%bc%ce%b1/
Click here to print.
aformi.gr