Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Όταν η εθνική μυθολογία χρειάζεται ρεκτιφιέ…



Δυο γεγονότα (πέραν της υπερψήφισης του μνημονίου ΙΙ [Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα]) σημάδευσαν την πολιτική ζωή της χώρας τις προηγούμενες μέρες:

Το πρώτο ήταν η απόφαση της νεοφιλελεύθερης συμμορίας ΓΑΠ-Βενιζέλου να απαγορεύσει στα πλοία του Στόλου της Ελευθερίας ΙΙ να αποπλεύσουν προς τη Γάζα.

Το δεύτερο, η δήλωση του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ότι η «κυριαρχία των Ελλήνων θα περιοριστεί δραστικά».[1]

Θα περίμενε κανείς και τα δυο γεγονότα να πυροδοτήσουν μια συζήτηση περί «εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού», για τους κινδύνους να απολέσει η χώρα την «εθνική της ανεξαρτησία», τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που εντυπωσιάζει, είναι τελικά η «μετριοπάθεια» που αντιμετωπίστηκαν και τα δυο γεγονότα από τα κοινοβουλευτικά κόμματα.

Την απαγόρευση του απόπλου προς τη Γάζα το ΚΚΕ τη χαρακτήρισε «απαράδεκτη» :

«Ο απάνθρωπος αποκλεισμός της Γάζας πρέπει να σταματήσει εδώ και τώρα, ο ελληνικός λαός πρέπει να καταδικάσει την υποστήριξη που παρέχει η ελληνική κυβέρνηση και οι άλλες κυβερνήσεις της ΕΕ στο κράτος του Ισραήλ».[2]

Ο ΣΥΝ επεσήμανε ότι:

«[…] η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου συμμετέχει τυπικά και ουσιαστικά στον αποκλεισμό της Γάζας από σήμερα. Η απαγόρευση του απόπλου του στολίσκου για τη Γάζα αποτελεί μια απαράδεκτη ενέργεια που βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με τα στρατηγικά συμφέροντα του Ισραήλ στην περιοχή».

Θα περίμενε κανείς, ωστόσο, πολύ περισσότερα από τα κόμματα της Αριστεράς για ένα τόσο σημαντικό γεγονός. Μόνον οι Οικολόγοι-Πράσινοι επεσήμαναν την ενεργή συμμετοχή της Ελλάδας στην καταστολή των Παλαιστινίων -αλλά και αυτοί μέχρι εκεί:

«Η απαγόρευση απόπλου του στόλου της Ελευθερίας για τη Γάζα από οποιοδήποτε ελληνικό λιμάνι ήταν μια σοκαριστική εξέλιξη. Μια εξέλιξη που συνιστά αναβάθμιση του ρόλου της ελληνικής κυβέρνησης από τη θέση του Πόντιου Πιλάτου σε αυτή του συνεργάτη του Άννα και του Καϊάφα».[3]

Όσον αφορά τη δήλωση του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ περί «περιορισμένης κυριαρχίας της Ελλάδας», οι αντιδράσεις των κομμάτων ήταν πολύ χαρακτηριστικές. Το ΚΚΕ όχι μόνον δεν έβγαλε τις γνωστές κορώνες περί «υποτέλειας», αλλά υπογράμμισε:

«[…] η εκχώρηση μέρους των κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν είναι καινούργιο στοιχείο. Σε μεγάλο βαθμό αυτό έγινε με την ψήφιση του Μάαστριχτ και θα γίνεται γιατί αυτό απαιτεί το συμφέρον της πλουτοκρατίας και των κομμάτων της και όχι για λόγους υποτέλειας». [οι υπογραμμίσεις δικές μου].[4]

Ο ΣΥΝ κάνει μεν αναφορά στην «εθνική κυριαρχία» αλλά, και εδώ, το κέντρο βάρους είναι μετατοπισμένο στην επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων:

«Οι δηλώσεις Γιούνκερ συνιστούν μια άνευ προηγουμένου παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας, όπως μας έχουν συνηθίσει εξάλλου τον τελευταίο καιρό Ευρωπαίοι αξιωματούχοι. Η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας στην οποία αναφέρεται ο κ. Γιούνκερ ισοδυναμεί με την κατάργηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και τη βίαιη αναδιανομή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα εκφράζουν την επιβολή του δικαίου των αγορών σε όλες τις Ευρωπαϊκές κοινωνίες, την επίθεση της νεοφιλελεύθερης ΕΕ και των κυβερνήσεών της, με πρώτη την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, στους εργαζόμενους και τη νεολαία».[5]

Πιο εντυπωσιακά, ίσως, το νεοφασίζoν ΛΑΟΣ όχι μόνο δεν έφριξε με την αναφορά του Γιούνκερ σε «περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας» αλλά τη θεώρησε εντελώς λογική, αυτονόητη:

«Όσο έχουμε ανάγκη από δανεικά, τόσο οι όροι που θα τίθενται θα είναι επαχθέστεροι. Πρέπει η Ελλάδα να μαζέψει τα κομμάτια της, και να προσπαθήσει σε κάθε Δήμο να λειτουργήσει μέσα σε άμεσο χρονικό διάστημα μια μικρή, ή μεγάλη εξαγωγική μονάδα. Όλα τα άλλα, Μνημόνιο, Μεσοπρόθεσμο, κ.λπ., είναι αναστολή εκτελέσεως της χώρας».[6]

Το πρωτεύον, με απλά λόγια, δεν είναι ο «περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας» για το ΛΑΟΣ, αλλά, επιβάλλεται συναίνεση με το ΠΑΣΟΚ στην εφαρμογή πολιτικών εξαθλίωσης των εργαζομένων και παραχώρησης γης και ύδατος στο μεγάλο κεφάλαιο. Όλα αυτά για να «διασωθεί η πατρίς, διάβολε»!

Βρισκόμαστε απέναντι σε μια (φαινομενικά) παράδοξη θέση: χρειάζεται ο «περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας» για να τραβήξει (μελλοντικά) «μπροστά το έθνος». Θέση που συμμερίζονται, κατά το μάλλον ή ήττον, και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ.

 

Εθνικά ιδεολογήματα και πραγματικότητα

Ως προς τι αυτό το (φαινομενικά) παράδοξο;

Θα υποστηρίξω στο υπόλοιπο άρθρο, ότι βρισκόμαστε σε μια αναγκαία αναπροσαρμογή της κυρίαρχης ιδεολογίας στις νέες συνθήκες που αντιμετωπίζει ο ελληνικός καπιταλισμός.

Το ΥΠΕΞ, το ελληνικό υπουργείο των εξωτερικών, υπερασπίζοντας την απαγόρευση του απόπλου προς τη Γάζα, δεν αναφέρθηκε σε κανένα «εθνικό κίνδυνο». Αντίθετα ανέφερε ότι η κυβερνητική πρακτική:

«[…] βρίσκεται στην ίδια γραμμή πλεύσης με τις θέσεις της διεθνούς κοινότητας και του «Κουαρτέτου»- ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου επικοινώνησε χτες τηλεφωνικά με τον Μαχμούτ Αμπάς, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Στ. Λαμπρινίδης με τον γ.γ. του ΟΗΕ Μπαν Κι-μουν».[7]

Πολύ πιο κρίσιμα για την κατανόηση των ενεργειών της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι:

«[το ΥΠΕΞ] υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία της επιτροπής «Ελεύθερη Γάζα» αναλαμβάνεται σε μια «επιβαρυμένη ατμόσφαιρα» και για τον λόγο αυτό έχει «αποθαρρυνθεί» τόσο από τη διεθνή κοινότητα όσο και από το Ισραήλ».[8]

Όπερ μεθερμηνευόμενο:

Σε συνθήκες εξέγερσης στον αραβικό κόσμο, ο ελληνικός καπιταλισμός συντάσσεται με τα συμφέροντα του δυτικού ιμπεριαλισμού, μιας και τα δικά του ιδιαίτερα συμφέροντα εκφράζονται μέσω του «δυτικού μπλοκ».

Από αυτό το μπλογκ έχουμε επανειλημμένα αρθρογραφήσει ενάντια στα αστικά εθνικά ιδεολογήματα (αλλά και τις πατριωτικές αυταπάτες της Αριστεράς). Πέρσι, με αφορμή την επίθεση των Ισραηλινών στο Στόλο της Ελευθερίας (31 Μαΐου 2010, με αποτέλεσμα 9 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες) γράφαμε για το λυκόφως των «εθνικών ιδεολογημάτων» της Αριστεράς.[9] Λίγο διάστημα μετά την περσινή δολοφονική επίθεση των Ισραηλινών αρχίζει το θερμό φλερτ της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου με τον χασάπη-πρωθυπουργό του Ισραήλ Νετανιάχου που επισκέπτεται την Ελλάδα τον Αύγουστο 2010.[10] Σήμερα, λοιπόν, έχουμε το επιστέγασμα της νέας στροφής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Την απαγόρευση του απόπλου για τη Γάζα των ακτιβιστών που υπερασπίζονται τα δίκαια του παλαιστινιακού λαού.

Όλα αυτά τα γεγονότα έθεσαν κυριολεκτικά ταφόπλακα σε μια σειρά ιδεολογημάτων που κυριαρχούσαν στην πλειοψηφία της Αριστεράς σε ολόκληρη σχεδόν τη μεταπολιτευτική περίοδο και που είχαν έναν απλό μεν, αλλά «σκληρό» πυρήνα:

Ότι δήθεν η Ελλάδα είναι μια «μικρή χώρα» («Ψωροκώσταινα»), θύμα του ιμπεριαλισμού που χρησιμοποιεί τον «τουρκικό επεκτατισμό» για να ποδηγετεί τη χώρα. Η Κύπρος χρησιμοποιείτο, σε αυτήν την ιδεολογικοποιημένη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ως η απτή απόδειξη αυτής της «αδιαμφισβήτητης αλήθειας».

Τα πυκνά γεγονότα του τελευταίου έτους τίναξαν κυριολεκτικά στον αέρα αυτά τα ιδεολογήματα. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή αποτελεί την αιχμή του δόρατος του ιμπεριαλισμού στην περιοχή και όχι η Τουρκία -πράγμα που συμβαίνει όχι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας. (Υπενθυμίζουμε το ρόλο της Ελλάδας στονΑ’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την επίθεση στην Τουρκία με τη Μικρασιατική Εκστρατεία σε πλήρη σύμπνοια με τον τότε βρετανικό ιμπεριαλισμό. Η Ελλάδα, εκείνη την εποχή, έπαιζε το ρόλο του σημερινού Ισραήλ ως του μαντρόσκυλου του ιμπεριαλισμού, στην προσπάθεια της Βρετανίας, μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, να χαράξει το χάρτη των χωρών της μέσης Ανατολής με τέτοιο τρόπο ώστε να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος των πετρελαιοπηγών.)

Στη σημερινή εποχή, είναι (για μια ακόμα φορά) η Ελλάδα που χρησιμοποιείται από τον ιμπεριαλισμό ενώ στην Τουρκία εξελίσσεται προσπάθεια του Ερντογάν για μια πιο «αυτόνομη» εξωτερική πολιτική από τις ΗΠΑ και το σημερινό μαντρόσκυλό τους το Ισραήλ. Η περίπτωση της πολεμικής επέμβασης των δυτικών στη Λιβύη είναι αποκαλυπτική. Από την αρχή η ελληνική κυβέρνηση προσφέρθηκε οικειοθελώς και πρόθυμα να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις στην Λιβύη, ενώ η Τουρκιά εξέφραζε αντιρρήσεις.[11] Η ελληνική στάση χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός ώστε τελικά να καμφθεί η Τουρκία και να μην μείνει εκτός της «συμμαχίας των προθύμων».[12]

Στα πλαίσια της στενής συνεργασίας του ελληνικού καπιταλισμού με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές εντάσσεται και ο μεγάλος έρωτας μεταξύ των αρχουσών τάξεων Ελλάδας-Ισραήλ. Και σε αυτήν την συμμαχία συντάχθηκε και το διεφθαρμένο καθεστώς της νότιας Κύπρου. Το καθεστώς της Νότιας Κύπρου έχει συνυπογράψει με τους σιωνιστές δολοφόνους συμφωνία για συνεκμετάλλευση τυχόν κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε περιοχές που αμφισβητούν αραβικές χώρες.[13] Με αυτούς τους τρόπους Ελλάδα-Νότια Κύπρος έχουν μετατραπεί σε χώρες προώθησης των επιθετικών σχεδίων του ιμπεριαλισμού στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Και όλα αυτά με το αζημίωτο φυσικό: όχι ως «ενεργούμενα» του ιμπεριαλισμού, αλλά ως αρπακτικές καπιταλιστικές χώρες που συμμετέχουν (στο μέτρο των δυνάμεών τους) στην ιμπεριαλιστική αρπαγή και λεηλασία.

 

Η «Ελλάδα στους Έλληνες»

Στο σημείο αυτό, αξίζει να κάνουμε μια ανασκόπηση των εθνικών ιδεολογημάτων από τη μεταπολίτευση του 1974 μέχρι σήμερα και να δούμε την εξέλιξή τους στο χρόνο. Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τις πραγματικές αιτίες που οδήγησαν από το «η Ελλάδα στους Έλληνες», στην «ισχυρή Ελλάδα» και σήμερα στον κίνδυνο «περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας».

Η εθνική μυθολογία αποτελεί το σημαντικότερο αρμό της κυρίαρχης ιδεολογίας σε ένα καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Πέρα από τις υπαρκτές ταξικές διαιρέσεις υπάρχει η φαντασιακή «κοινότητα του έθνους» μέσα στην οποία αστός και προλετάριος εξισώνονται. Η εθνική ιδεολογία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε εποχές όπου διακυβεύονται τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης: τότε η επίκληση των «εθνικών κινδύνων» έχει ως στόχος να στοιχίσει τον κόσμο της εργασίας με τις δυνάμεις του κεφαλαίου με στόχο τη διατήρηση και την επέκταση της κυριαρχίας του τελευταίου.

Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 δυο ήταν τα κυρίαρχα εθνικά ιδεολογήματα:

Α) Η χούντα του 1967-74 ήταν «αμερικανοκίνητη», το αποτέλεσμα της επέμβασης στα «εσωτερικά της χώρας» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.

Β) Η Ελλάδα ως χώρα «ανάδελφος», μικρή αλλά «υπερήφανη», απέναντι σε εχθρούς (κυρίως την Τουρκία) που επιβουλεύονται τα «δίκαια κυρίαρχα εθνικά» της συμφέροντα.

Τα δυο αυτά ιδεολογήματα δεν τα χρησιμοποίησε μόνο το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου αλλά και η ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή (του… «εθνάρχη» φυσικά). Ο λόγος που έκανε αναγκαία τα δυο αυτά ιδεολογήματα ήταν σχετικά απλός, αποτέλεσμα μιας διπλής πίεσης:

Η χούντα κατέρρευσε κάτω από την πίεση ενός μεγάλου λαϊκού κινήματος που διεκδικούσε μετά την πτώση της δικτατορίας πρωτόγνωρες για τον μεταπολεμικό ελληνικό καπιταλισμό ελευθερίες (συνδικαλιστικές και πολιτικές -και, φυσικά, αγώνες για πραγματικές αυξήσεις μισθών). Ταυτόχρονα, και εξίσου κρίσιμα για την άρχουσα τάξη, οι έλληνες καπιταλιστές έβγαιναν από την πτώση της χούντας αποδυναμωμένοι στις εξωτερικές τους σχέσεις. Η ήττα στην Κύπρο δεν σηματοδοτούσε απλά το τέλος μιας μακράς περιόδου (που η απαρχή της βρίσκεται πριν την επιβολή της χούντας) κατά την οποία προσπαθούσαν να προσαρτήσουν ολόκληρη ή το μεγαλύτερο μέρος της Κύπρου στο άρμα του ελληνικού καπιταλισμού.[14] Η ήττα στην Κύπρο απειλούσε τη συνολικότερη θέση του ελληνικού κεφαλαίου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, την ιεραρχική του δηλαδή θέση στα πλαίσια του δυτικού ιμπεριαλισμού. Η Τουρκία είχε ενδυναμωθεί μετά την εισβολή στην Κύπρο του 1974, η στρατιωτική ισορροπία είχε διαταραχτεί, με αποτέλεσμα την αμφισβήτηση από την Τουρκία των «εθνικών δικαίων» της Ελλάδας στο Αιγαίο. Η ελληνική άρχουσα τάξη βρισκόταν, τότε, πράγματι σε κρίσιμο σημείο.

Άρχιζε, λοιπόν, μετά το 1974 για τους Έλληνες καπιταλιστές μια μακρά και επίπονη προσπάθεια για να αποκαταστήσουν την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο, να επανεγκαθιδρύσουν την ελληνική και ελληνοκυπριακή κυριαρχία στην Κύπρο, να μπορέσουν να ανταγωνιστούν την Τουρκία υπερασπίζοντας τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου στην ανατολική Μεσόγειο και τον αραβικό κόσμο.

Τα δυο εθνικά ιδεολογήματα, που προαναφέραμε παραπάνω, έπαιξαν κρίσιμο ρόλο σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο για την επίτευξη των παραπάνω στόχων του ελληνικού κεφαλαίου συντάσσοντας (ιδεολογικά) στο πλευρό της τον κόσμο της εργασίας.

Πρώτον, απενοχοποιούσε τον αστικό κόσμο από τις (τεράστιες) πολιτικές του ευθύνες στην επιβολή της απριλιανής χούντας το 1967. Δεύτερον, δημιουργούσε το αναγκαίο ιδεολογικό πλαίσιο για να πληρωθούν από τον κόσμο της εργασίας οι γιγαντιαίες εξοπλιστικές δαπάνες που χρειαζόταν το ελληνικό κεφάλαιο (το κεφάλαιο, ως γνωστό, στην Ελλάδα δεν πληρώνει φόρους). Τρίτον, «έδενε» τον κόσμο της εργασίας στις ταξικές προτεραιότητες της ελληνικής άρχουσας τάξης.

Τα διαγγέλματα του Κωνσταντίνου Καραμανλή (του… «εθνάρχη» φυσικά) μετά το 1974, ξεκίναγαν με τη μόνιμη επίκληση των «κρίσιμων εθνικών κινδύνων» που απειλούσαν, μονίμως, το «έθνος μας».

Με τα ίδια ιδεολογήματα (και με τους ίδιους στόχους) το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου άσκησε μια πραγματικά διαφορετική εξωτερική πολιτική από αυτή της ΝΔ. Αρχικά με αιχμή του δόρατος τα προεκλογικά «έξω από την ΕΟΚ» και «έξω από το ΝΑΤΟ» και μετά, ως κυβέρνηση, με την «πολύπλευρη εξωτερική πολιτική» (σχέσεις με χώρες του Τρίτου Κόσμου, το τότε «κίνημα των αδεσμεύτων χωρών», και με τις χώρες του τότε ανατολικού συνασπισμού) . Είναι σχετικά εύκολο σήμερα να μιλά κανείς περί του «Παπατζή Ανδρέα» που άλλα έλεγε προεκλογικά και άλλα έπραττε μετεκλογικά (χαρακτηριστικό άλλωστε εγγενές του κοινοβουλευτικού κρετινισμού).

Στην πραγματικότητα, το τότε ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιούσε τις σχέσεις με τον αραβικό κόσμο και τις χώρες του (τότε) κρατικού καπιταλισμού (τις λεγόμενες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού») ως διαπραγματευτικά χαρτιά για την ενδυνάμωση του ελληνικού καπιταλισμού στη δυτική ιμπεριαλιστική αλυσίδα, όχι για να αποχωρήσει από το δυτικό στρατόπεδο. Παρά τις ρητορικές διακηρύξεις, αυτός ήταν ο ουσιαστικός άρρητος στόχος.

Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της όντως επιτυχημένης πολιτικής (για τους αστούς φυσικά…) ήταν ο ελληνικός καπιταλισμός τις δεκαετίες του 1980 και 1990 να αποκαταστήσει τους συσχετισμούς δύναμης με την Τουρκία, ενώ στην Κύπρο, παρά την ύπαρξη της βόρειας Κύπρου, να συνεχιστεί η ελληνική κυριαρχία (οικονομική και διπλωματική). Η ενταξιακή πορεία του ελληνικού καπιταλισμού στην ΕΟΚ έγινε με ευνοϊκότερους όρους ανοίγοντάς του τη δυνατότητα να συνδεθεί πιο στενά με τους ισχυρούς καπιταλισμούς της δυτικής Ευρώπης και να χρησιμοποιήσει αυτή του τη σύνδεση ως όπλο απέναντι στους βαλκάνιους γείτονες, και κυρίως απέναντι στην Τουρκία.

 

Ποιοι πλήρωσαν

την «αποκατάσταση της ισχύος της χώρας»

Φυσικά, οι εργαζόμενοι της Ελλάδας. Παρ’ ότι μετά το 1981, την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, δόθηκαν αρχικά ικανοποιητικές αυξήσεις μισθών (για τα δεδομένα μιας καπιταλιστικής χώρας) μετά άρχισε η αντίστροφη διαδικασία. Ιδιαίτερα μετά το 1985 αρχίζουν οι μειώσεις των πραγματικών μισθών -όχι δηλαδή των ονομαστικών, αλλά λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την ετήσια αύξηση του πληθωρισμού. Έτσι ο μέσος πραγματικός μισθός δεν διέφερε το 1989 από αυτόν του 1980.[15]

Παρ’ ότι λοιπόν το πραγματικό βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων παρουσιάζει στασιμότητα, οι εξοπλιστικές δαπάνες της χώρας σταθερά παραμένουν από τις υψηλότερες του κόσμου. Σε ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) οι «αμυντικές δαπάνες» κατατάσσουν την Ελλάδα 1η και την Κύπρο 5η μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών:[16]

Μα απλά λόγια οι Έλληνες εργαζόμενοι κλήθηκαν να θυσιάζουν σημαντικό μέρος του βιοτικού τους επιπέδου για τις εξοπλιστικές ανάγκες των Ελλήνων καπιταλιστών. Με αυτόν τον τρόπο δόθηκε η δυνατότητα στους Έλληνες καπιταλιστές να συμμετέχουν σε όλες τις επεμβάσεις του δυτικού ιμπεριαλισμού από το Κόσσοβο και τη Σερβία μέχρι το Ιράκ και το Αφγανιστάν.

Μόνο ο «πόλεμος στο Αιγαίο» (οι «αναχαιτίσεις» αεροσκαφών και πλοίων μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας) από το 1974 έχει κοστίσει ανά τομέα: Καύσιμα, συντήρηση και προσωπικό για τις αναχαιτίσεις 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ. Καύσιμα, συντήρηση, κόστος πληρωμάτων πλοίων για περιπολίες και ετοιμότητα 1,4 δισεκατομμύρια και περισσότερα από 120 δισεκατομμύρια λειτουργικές δαπάνες. Συνολικά η ένταση κόστισε 122,2 δισεκατομμύρια, δηλαδή όσο 61 πόλεμοι σαν αυτόν του Κοσόβου και περισσότερο από δύο πολέμους της κλίμακας του πολέμου στον Κόλπο![17]

 

Η «υπερήφανη, ισχυρή Ελλάδα»

Η οικονομική ανάπτυξη της δεκαετίας του 1990 είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο στην ΟΝΕ και την Ε.Ε., πράγμα που επέτρεψε στο ελληνικό κεφάλαιο να διεισδύσει στα Βαλκάνια, να ισχυροποιήσει τη θέση του στον αραβικό κόσμο. Γενικότερα να χρησιμοποιήσει τη θέση του στα «μεγάλα σαλόνια» του δυτικού ιμπεριαλισμού (την Ε.Ε.) σαν εκβιαστικά χαρτιά απέναντι στις γειτονικές χώρες.

Τη δεκαετία του 1990 είχαμε μια ουσιαστική αλλαγή στα εθνικά ιδεολογήματα ως αποτέλεσμα της μεταβολής των διεθνών συσχετισμών αλλά και των επιτυχιών των ελλήνων καπιταλιστών που περιγράψαμε προηγούμενα.

Η «πολύπλευρη» εξωτερική πολιτική του ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου απαιτούσε την ύπαρξη ενός αντίπαλου δέους (των χωρών του κρατικού καπιταλισμού) πράγμα που έπαψε να υπάρχει τη δεκαετία του 1990. Ωστόσο το πιο σημαντικό ήταν ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είχε επιτύχει τους στόχους του. Το σλόγκαν της «ισχυρής Ελλάδας» του Σημίτη δεν ήταν ένα κενό περιεχομένου σύνθημα. Εξέφραζε, όλες τις επιτυχίες του ελληνικού καπιταλισμού στο πέρασμα του χρόνου από το 1974. Ένα από τα σπουδαία χαρακτηριστικά της μεγάλης οικονομικής αλλαγής που είχε γίνει όλες τις προηγούμενες δεκαετίες (και που οδήγησε τον ελληνικό καπιταλισμό στην 26η θέση στην παγκόσμια κατάταξη[18]) ήταν η μετατροπή της Ελλάδας από χώρα εξαγωγής μεταναστών σε χώρα εισαγωγής μεταναστών. Ένα μεγάλο μέρος της «ισχυρής Ελλάδας» κυριολεκτικά χτίστηκε πάνω στο αίμα και τη στυγνή εκμετάλλευση από το ελληνικό κεφάλαιο της εργασίας Αλβανών, αρχικά, και μετά μεταναστών απ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Επιστέγασμα των οικονομικών και πολιτικών επιτυχιών απετέλεσε ο «εθνικός στόχος» της συμμέτοχης στην ΟΝΕ και το ευρώ. Η επιτυχία αυτού του στόχου έδινε αυτοπεποίθηση στην άρχουσα τάξη ότι πλέον ο ελληνικός καπιταλισμός συγκαταλεγόταν στο κλαμπ των μεγάλων δυτικών ιμπεριαλιστικών χωρών ως ισότιμος εταίρος. Αυτός ήταν ο λόγος που μετέτρεπε την ιδεολογική προπαγάνδα «να μην χάσουμε το ευρωπαϊκό τρένο» στην αιχμή του δόρατος για μια «νέα συναίνεση» των υποτελών τάξεων στα αστικά συμφέροντα.

Χρειαζόταν, λοιπόν, μια μετατόπιση στο επίπεδο της ιδεολογίας για να εκφραστεί η νέα θέση και αυτοπεποίθηση της ελληνικής άρχουσας τάξης. Αυτή την ανάγκη ερχόταν να καλύψει η «ισχυρή Ελλάδα».

Πράγματι, ολοένα και περισσότερο και η ίδια η κομματική γραφειοκρατία του ΠΑΣΟΚ αισθανόταν αποκομμένη από το «ηρωικό»(;) παρελθόν του κόμματος. Τα ιδεολογήματα της «φτωχής πλην τίμιας Ελλάδας» φαίνονταν παρωχημένα, εκτός χρόνου και τόπου. Ακόμα και τα τελευταία ίχνη του «διπλωματικού ριζοσπαστισμού» της Ανδρεϊκής περιόδου εξαφανίζονταν. Οι σχέσεις με τους σιωνιστές του Ισραήλ ολοένα και πύκνωναν. Ελληνικά εκστρατευτικά σώματα άρχισαν να συμμετέχουν σε όλες τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην περιοχή, την ίδια στιγμή βέβαια που οι βάσεις στην χώρα χρησιμοποιούνται ανεμπόδιστα για βομβαρδισμούς εναντίον αμάχων.

Δεν επρόκειτο (και ούτε πρόκειται βέβαια) για κανενός είδους «υποτέλεια στον ιμπεριαλισμό» (πράγμα που άλλωστε γινόταν ολοένα και πιο καθαρό σε μεγάλα κομμάτια της Αριστεράς τη δεκαετία του 1990). Οι έλληνες καπιταλιστές συμμετέχοντας στο κλαμπ των ισχυρών καπιταλισμών δεν είχαν κανένα λόγο να έρχονται σε αντιπαράθεση με τους «συνέταιρους» τους. Το Ισραήλ, για παράδειγμα, είναι ο κύριος (ένοπλος) θεματοφύλακας της ιμπεριαλιστικής ειρήνης των μεγάλων δυτικών δυνάμεων στην περιοχή. Ο ελληνικός καπιταλισμός έπρεπε να προσαρμόσει τις σχέσεις του με τους σιωνιστές αναλόγως. Η «χρησιμότητα» των Παλαιστινίων για τον ελληνικό καπιταλισμό ήταν μιας άλλης, προηγούμενης περιόδου. «Αποστολή εξετελέσθη», τώρα μπορούσαν να τους ξεπουλήσουν και αυτούς χωρίς κανένα πρόβλημα. Άλλωστε και τα ίδια τα διεφθαρμένα καθεστώτα του αραβικού κόσμου (με τα οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν τις καλύτερες των σχέσεων) είχαν ξεπουλήσει τα πάντα στο δυτικό ιμπεριαλισμό.

Υπό το πρίσμα των εξελίξεων των τελευταίων 20 σχεδόν χρόνων, θα πρέπει να δούμε και την τωρινή απαγόρευση του απόπλου του στόλου για τη Γάζα. Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή και γενικότερα στον αραβικό κόσμο είναι σήμερα εκρηκτική. Ένα κύμα ριζοσπαστισμού σαρώνει την περιοχή, πράγμα που θέτει σε αμφισβήτηση τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Σε ένα τέτοιο κλίμα η ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες καπιταλιστές δεν έχουν τίποτα το κοινό με τους αγώνες των Παλαιστινίων και των ακτιβιστών-συμπαραστατών. Αντίθετα, τα συμφέροντά τους είναι διαμετρικά αντίθετα.

Τα συμφέροντα του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου είναι δεμένα με τη μοίρα των διεφθαρμένων αραβικών καθεστώτων πού σήμερα τρίζουν. Η ανατροπή του Μουμπάρακ άνοιξε τα σύνορα της Αιγύπτου με τη Γάζα (που ήταν ερμητικά κλειστά από το καθεστώς που ανετράπη). Αυτό έδωσε φτερά στο Παλαιστινιακό κίνημα, που ως γνωστό, αποτελεί την εμπροσθοφυλακή του αραβικού ριζοσπαστισμού. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, κινητοποίησε το δυτικό ιμπεριαλισμό (που μέρος του αποτελεί και ο ελληνικός ιμπεριαλισμός) για να τεθούν αναχώματα στα κινήματα που συγκλονίζουν τον αραβικό κόσμο. Μέρος αυτής της στρατηγικής είναι η επέμβαση στη Λιβύη -στην οποία συμμετέχει και ο ελληνικός καπιταλισμός με τις βάσεις και με τον ελληνικό πολεμικό στόλο. Μέρος της ίδιας στρατηγικής είναι και η απαγόρευση του απόπλου του στόλου των ακτιβιστών προς τη Γάζα. Απλά και ξεκάθαρα πράγματα:

Τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού είναι δεμένα με αυτά του δυτικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή και επομένως και με την κυβέρνηση των σιωνιστών του Ισραήλ.

 

Η οικονομική κρίση και τα νέα διακυβεύματα

Ωστόσο, σήμερα βρισκόμαστε σε εντελώς διαφορετική συγκυρία από τη δεκαετία του 1990, που ο ελληνικός καπιταλισμός είχε αυξανόμενη αυτοπεποίθηση. Από την «ισχυρή Ελλάδα» περάσαμε στον σημερινό «προβληματικό» ελληνικό καπιταλισμό που κινδυνεύει με «περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας» του. Πως συνέβη αυτή η… μετάβαση;

Για κάποιους στην Αριστερά, απλά, η οικονομική ανάπτυξη της προηγούμενης 15ετίας ήταν ψευδής. Ωστόσο η 26η θέση στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο κάθε άλλο παρά ψευδής είναι. Μια δεκαπενταετία συνεχούς ανάπτυξης δεν είναι δυνατόν να είναι ψευδής. Αν ήταν έτσι, τότε κάθε περίοδος οικονομικής ανάπτυξης θα ήταν «ψευδής» για όλες τις καπιταλιστικές χώρες (και όχι μόνο για την Ελλάδα) γιατί πάντοτε ακολουθούνται από περιόδους μικρής ή μεγάλης ύφεσης και κρίσης.

Στον καπιταλισμό οι συσχετισμοί δύναμης ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη θυμίζουν κινούμενη άμμο. Οι χτεσινοί νικητές γρήγορα μπορεί να μετατραπούν στους σημερινούς ηττημένους. Οι οικονομικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί δημιουργούν συνεχείς ανακατατάξεις στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, στην ιεραρχία μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν ιστορικές στιγμές που κάποιος εθνικός καπιταλισμός κινδυνεύει να υποβαθμιστεί στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία.

Αυτή είναι αδιαμφισβήτητα η περίπτωση του ελληνικού καπιταλισμού σήμερα. Όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις καπιταλιστικής ανάπτυξης, και στην περίπτωση του ελληνικού καπιταλισμού η οικονομική ανάπτυξη συνοδεύτηκε από τεράστιες ανισορροπίες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-8, οδήγησαν στην κρίση του ελληνικού καπιταλισμού που βιώνουμε σήμερα. Και ασφαλώς η κρίση δεν είναι απλά οικονομική αλλά πολιτική και θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στην ιεραρχία του δυτικού ιμπεριαλισμού.

Σε περιόδους οικονομικής κρίσης εμφανίζεται γυμνή η ουσία των σχέσεων μεταξύ καπιταλιστικών χωρών. Οι σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστών είναι πάντοτε σχέσεις λυκοφιλίας. Η κρίση για τον έναν εθνικό καπιταλισμό αποτελεί ευκαιρία για έναν άλλον όχι απλά να τον προσπεράσει σε ανταγωνιστικότητα, αλλά και για να οικειοποιηθεί περιουσιακά στοιχεία του ανταγωνιστή.

Μια οικονομική κρίση σε έναν καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό λειτουργεί «εξυγιαντικά» για το σύστημα συνολικά: προκαλεί την πτώχευση κάποιων καπιταλιστών, οι οποίοι πετάγονται εκτός καπιταλιστικής αγοράς, οι επιχειρήσεις και τα πάγια στοιχεία τους υποτιμούνται και οι ανταγωνιστές τους τα καρπώνονται αγοράζοντάς τα κάτω του κόστους. Με αυτόν τον τρόπο (της «δημιουργικής καταστροφής») μεγαλώνει η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και επομένως και η (οικονομική) αποδοτικότητα των κεφαλαίων που επιβιώνουν της κρίσης.

Αντίστοιχη όμως διαδικασία στον διεθνή ανταγωνισμό, μπορεί να οδηγήσει τμήματα του εθνικού κεφαλαίου μια καπιταλιστικής χώρας να εξαγοραστούν από τους ανταγωνιστές μια άλλης καπιταλιστικής χώρας. Πράγμα που ολοφάνερα κινδυνεύει να πάθει ο ελληνικός καπιταλισμός από τους «συνεταίρους» του στην Ε.Ε. Τα όποια ιδεολογήματα για «ευρωπαϊκή οικογένεια» δεν μπορούν να αποκρύψουν τον λυσσαλέο ανταγωνισμό που υποβόσκει στο ευρωπαϊκό εγχείρημα των καπιταλιστών.

Σε δυο πράγματα συμπυκνώνεται αυτός ο κίνδυνος για τον ελληνικό καπιταλισμός.

Πρώτον, στο ελληνικό δημόσιο χρέος.

Σχεδόν το σύνολο του ελληνικού χρέους είναι εκφρασμένο σε ευρώ. Το δίκαιο που διέπει τις δανειακές συμβάσεις ενός κράτους είναι εξαιρετικά σημαντικό:

«[…] όταν το κράτος καταφέρει να υπογράψει δανειακές συμβάσεις που διέπονται από το δικό του δίκαιο, αποκτά ένα πα­νίσχυρο πλεονέκτημα έναντι των δανειστών του, καθώς μπορεί, σε οποιαδήποτε κρίσιμη χρονική στιγμή, να τροποποιήσει όχι τις ίδιες τις συμβάσεις αλλά τον αναγκαστικό νόμο που τις καθορίζει, έτσι ώστε να επιτύχει μια de facto διαπραγμάτευση του χρέους, χωρίς στην ουσία οι δανειστές να μπορούν να αμυνθούν νομικά. Το αγ­γλικό δίκαιο είναι αυτό που ευνοεί περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο τους δανειστές στην περίπτωση κρατικής πτώχευσης, ενώ το γαλλικό είναι ένα από τα πλέον «φιλικά» για το δανειολήπτη».[19]

Μέχρι πρόσφατα, πάνω από το 90% του ελληνικού χρέους καθοριζόταν νομικά από το ελληνικό δίκαιο:

«[…]«σε περίπτωση αναδιάρθρωσης του χρέους της, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της Ελλάδας [ήταν] μακράν το γε­γονός πως τόσο μεγάλο ποσοστό αυτού διέπεται από το ελληνικό δίκαιο. Σε καμία άλλη περίπτωση στη σύγχρονη οικονομική ιστο­ρία δεν υπήρξε χώρα που να μπορούσε να επηρεάσει αποφασι­στικά μια ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του χρέους της, με το να τροποποιήσει μερικά νομικά χαρακτηριστικά που διέπουν τη συ­ντριπτική πλειονότητα των εργαλείων με τα οποία αυτό έχει εκδοθεί».[20]

Ωστόσο, το πλεονέκτημα αυτό χάθηκε από τον ελληνικό καπιταλισμό κάτω από την πίεση των ανταγωνιστών του στην Ε.Ε. που άρπαξαν την ευκαιρία που τους παρουσιάζεται (λόγω της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού) να υφαρπάξουν σε χαμηλές τιμές περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού δημοσίου αλλά και των Ελλήνων καπιταλιστών. Η οικονομική κρίση:

«[…] οδή­γησε την Ελλάδα στην υπογραφή της Σύμβασης Δανειακής Διευ­κόλυνσης με Χώρες της ΕΕ και στο Διακανονισμό Χρηματοδότη­σης Άμεσης Ετοιμότητας του ΔΝΤ, δημιουργώντας την πολυπό­θητη νομοθεσία που εξασφάλισε τα εξής:

α) Την απαλλαγή των ευρωπαϊκών τραπεζών από το «τοξικό» ελληνικό χρέος και τη μεταφορά του σε χώρες της ΕΕ, στο ΔΝΤ και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, απ’ όπου θα γίνει η διαχείριση του.

β) Την αλλαγή του δικαίου που διέπει το χρέος από το ελληνικό στο αγγλικό, καταργώντας ένα μοναδικό πλεονέκτημα της Ελλάδας.

γ) Την επιβάρυνση του ελληνικού χρέους με εμπράγματες ασφάλειες επί του ελληνικού δημοσίου, ακυρώνοντας το δεύτερο εξαιρετικό πλεονέκτημα της Ελλάδας.

δ) Την εποπτεία και τον έλεγχο της ελληνικής οικονομίας και την υποχρέωση της Ελλάδας να υπακούει στις υποδείξεις των δανειστών της, ώστε να εξασφαλιστεί στο μέγιστο δυ­νατό βαθμό η αποπληρωμή των δανείων της προς αυτούς».[21]

Δεύτερον, η οικονομική κρίση είναι πλέον τέτοιας έκτασης που οι Έλληνες καπιταλιστές κινδυνεύουν να χάσουν μαζί με τα «ασημικά του σπιτιού» και το ίδιο το «ταμείο»: τις ίδιες τις τράπεζες τους:

«Η ευπάθεια των ελληνικών τραπεζών, ακόμα και στην περίπτωση που η χώρα μας λάβει τελικά το νέο πακέτο βοήθειας, είναι κοινός τόπος. Οι τράπεζες είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν ακόμη και πρόβλημα ύπαρξης, μετά την ανακοίνωση της Standard & Poor’s ότι το σχέδιο για μετακύλιση (rollover) του ελληνικού χρέους ενδεχομένως να οδηγήσει την Ελλάδα σε επιλεκτική χρεοκοπία. Η έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε κρατικά ομόλογα κυμαίνεται από το 72% της Marfin Popular Bank και φτάνει στο 218% της Εθνικής Τράπεζας. Ήδη υπάρχει πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας, ενώ η μεγαλύτερη άμεση πρόκληση είναι η ρευστότητα».[22]

Ακόμα πιο αποκαλυπτικά, σύμφωνα με την εφημερίδα «Κεφάλαιο», με το μνημόνιο ΙΙ:

«Οι εντολές της τρόικας προς τις ελληνικές τράπεζες έχουν ως εξής:

• Απαγορεύεται το βέτο του κρατικού επιτρόπου για εξαγορές από ξένους

• Απαιτείται νόμος για την εκκαθάριση των τραπεζών που δεν μπορούν να σωθούν

• Μόνο οι βιώσιμες τράπεζες στο ταμείο σωτηρίας

• Αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου άμεσα ή συγχωνεύσεις

• Σαρωτικός επανέλεγχος σε όλα τα δάνεια».[23]

 

Εθνική ή ταξική απάντηση στην κρίση;

Ιδού λοιπόν ο λόγος για την υποτονική αντίδραση ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ στη δήλωση του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ότι η «κυριαρχία των Ελλήνων θα περιοριστεί δραστικά».[24] Οι Έλληνες καπιταλιστές έχουν σημάνει ταξικό συναγερμό: Κινδυνεύουν άμεσα να υποστούν υποβάθμιση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Όλα τα αστικά κόμματα πρέπει να συστρατευτούν για τη σωτηρία των Ελλήνων καπιταλιστών, αποτρέποντας τα χειρότερα. Τα βάρη να τα υποστεί ο κόσμος της εργασίας για να αυξηθούν τα περιθώρια κέρδους του κεφαλαίου και να αντιμετωπισθεί με επιτυχία η πίεση που δέχονται οι Έλληνες καπιταλιστές από τους ανταγωνιστές-«συνέταιρους» τους στην Ε.Ε. Αλλά, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό: η κατάσταση πλέον έχει φτάσει σε τέτοιο κρίσιμο σημείο για τους Έλληνες καπιταλιστές που απαιτείται μια συνολικότερη αναδιάρθρωση των ταξικών σχέσεων: θα πρέπει να χτυπηθούν και κομμάτια της μικρομεσαίας αστικής τάξης για να αυξηθεί η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου («ελεύθεροι επαγγελματίες», άνοιγμα των «κλειστών» επαγγελμάτων), να περιοριστεί η «φορολογική ασυλία» που παρείχε η αστική τάξη στα σύμμαχά της μικροαστικά στρώματα.

Πρόκειται, προφανώς, για μια διαδικασία με αρκετούς κινδύνους για την άρχουσα τάξη. Γι’ αυτό το λόγο πιέζουν τόσο η ελληνική άρχουσα τάξη όσο και οι γραφειοκράτες της Ε.Ε. για συναίνεση μεταξύ των αστικών κομμάτων.

Σε αυτή την ταξική μάχη του ελληνικού κεφαλαίου επιστρατεύουν ακόμα και τη δήλωση του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ προς (ιδεολογικό) όφελός τους: ναι πράγματι «κινδυνεύουμε να χάσουμε μέρος της εθνικής μας ανεξαρτησίας». Επομένως, για να «σωθεί η Πατρίς», όλα τα αστικά κόμματα σε έναν «μεγάλο συνασπισμό».

Η κρίση που αντιμετωπίζει ο ελληνικός καπιταλισμός είναι τέτοιας έκτασης που χρειάζεται μια νέα αναπροσαρμογή και η «εθνική μυθολογία». Ενδεχομένως να (ξανα)επιστρέψουμε στο «ανάδελφο έθνος», «τη μικρή χώρα περικυκλωμένη από εχθρούς» ή έναν συνδυασμό όλων των κατά καιρούς εθνικών ιδεολογημάτων.

Ανακύπτει ασφαλώς ένα κρίσιμο ερώτημα:

Θα πρέπει ο κόσμος της εργασίας και η Αριστερά να συστρατευτεί σε έναν «εθνικό αγώνα»;

Μέχρι στιγμής η Αριστερά έχει αποφύγει αυτόν τον κίνδυνο -ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, ιστορικά, είναι επιρρεπής σε «εθνικούς αγώνες».

Η ιδεολογική στρατηγική των Ελλήνων καπιταλιστών είναι διαφανής. Εμφανίζουν τη δική τους κρίση ως «εθνική» για να συγκαλύψουν την ταξική επίθεση που έχουν εξαπόλυση κατά των εργαζομένων (αλλά και σε τμήματα των μικροαστών). Αυτό φαίνεται και στην αμφισημία ως προς τις δηλώσεις του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Από τη μια η κυβέρνηση τις αποκηρύσσει και δηλώνει ότι δεν τίθεται κανένα ζήτημα «επιτρόπων» της Τρόικας στα υπουργεία, αλλά απλών «συμβούλων, τεχνοκρατών». Από την άλλη ο αντιπρόεδρος Ε. Βενιζέλος δηλώνει ότι ο Γιούνκερ είναι «Μεγάλος Φιλέλληνας».[25] Που μεταφράζεται σε θετική αντιμετώπιση των δηλώσεων, δηλαδή ότι τα μέτρα που προτείνει η Ε.Ε. (ανελέητα νεοφιλελεύθερα και καταστροφικά για τους εργαζόμενους) είναι τα μόνα μέτρα που μπορούν να «διασώσουν την Ελλάδα».

Η εργατική τάξη στην Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να συστρατευτεί σε «εθνικούς αγώνες». Οποτεδήποτε, το «εθνικό» κυριάρχησε επί του ταξικού, οι εργαζόμενοι συντρίφτηκαν (η ιστορία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είναι η πιο τρανή απόδειξη αυτής της αλήθειας).

Σε έναν κόσμο που το κεφάλαιο είναι διεθνοποιημένο, κάθε πραγματικά αποτελεσματική πολιτική προς όφελος του κόσμου της εργασίας πρέπει αναπόφευκτα να είναι προσανατολισμένη και προς το διεθνές περιβάλλον στο οποίο διεξάγεται η ταξική πάλη της εργατικής τάξης. Οι Έλληνες εργαζόμενοι έχουν σήμερα μια τεράστια, χρυσή ευκαιρία να μετατρέψουν την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια. Είναι πλέον ξεκάθαρο και στον ελάχιστα ενημερωμένο για τη διάσταση της παγκόσμιας οικονομική κρίσης, ότι ο μεγάλος φόβος, όχι μόνο για τους καπιταλιστές της ευρωζώνης, αλλά και για τους καπιταλιστές ολόκληρου του κόσμου, είναι μήπως η Ελλάδα αποτελέσει τη νέα Lehman Brothers (η κατάρρευση της οποίας το 2008 πυροδότησε τη σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση).

Μπορούμε να πραγματοποιήσουμε τους εφιάλτες τους! Αρνούμενοι να υποστούμε τις θυσίες που απαιτούνται για να ανακάμψει το ελληνικό κεφάλαιο, ανοίγουμε ταυτόχρονα την προοπτική μιας πανευρωπαϊκής κρίσης που θα αποδεσμεύσει τις δυνάμεις της εργασίας σε ευρωπαϊκό πλέον επίπεδο για μια άλλη προοπτική. Δεν πρόκειται για μια ελπίδα-ουτοπία κάποιων αριστερών. Οι ίδιοι οι καπιταλιστές τρέμουν μια τέτοια πιθανότητα, επομένως τη θεωρούν ρεαλιστική. Όπως έχει δηλώσει ο Μπαράκ Ομπάμα:

«Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, όπως είπε, η χώρα του θα συνεργαστεί στις προσπάθειες για την επίλυση των ελληνικών προβλημάτων, μέσα και από τη συμμετοχή της στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Προειδοποίησε μάλιστα με καταστροφικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία αν υπάρξει στην Ευρωζώνη ένα «ανεξέλεγκτο σπιράλ» και χρεοκοπία σε κάποιο κράτος. “Πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι όλες οι καλές ιδέες θα μπουν στο τραπέζι”, είπε».[26]

 

Έξοδος από Ε.Ε. και ευρώ

Ωστόσο, οι αμυντικοί αγώνες ενάντια στα μέτρα, όσο σημαντικοί και αν είναι, δεν επαρκούν από μόνοι τους. Όπως επανειλημμένα έχει αποδειχθεί ιστορικά, η άρχουσα τάξη ποντάρει στα εξής απλά γεγονότα: στην «οικονομική αναγκαιότητα», στην κόπωση δηλαδή των εργαζομένων από τη στιγμή που οι απεργιακοί αγώνες οδηγούν σε χάσιμο μεροκάματων και μάλιστα σε μια εποχή που έχουν υποστεί δραστικές μειώσεις μισθών και ημερομισθίων. Επιπλέον, την κόπωση αυτή ενισχύει αποφασιστικά η έλλειψη εναλλακτικής προοπτικής για τον κόσμο της εργασίας. Τα φόβητρα της «οικονομικής χρεωκοπίας», της «επιστροφής στη δραχμή», στην «πείνα και την εξαθλίωση» που «θα επιφέρει η έξοδος από την Ε.Ε. και το ευρώ» δεν αποτελούν απλά ιδεολογήματα. Η οικονομική κρίση είναι τόσο μεγάλη, που ούτε για τον κόσμο της εργασίας υπάρχουν αυτονόητες εναλλακτικές λύσεις οι οποίες να μην εγκυμονούν κινδύνους για το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Όσο δεν υπάρχουν πειστικές απαντήσεις στα πραγματικά προβλήματα της συγκυρίας από την πλευρά της Αριστεράς, η άρχουσα τάξη μπορεί αποτελεσματικά να προβάλει το «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση».

Η κυβέρνηση, λοιπόν, μπορεί να «γαντζωθεί» στην εξουσία (άλλωστε τη βοηθά προς αυτό και η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση) και να περιμένει να «εξατμισθεί» το κίνημα. Ιστορικά μια τέτοια στρατηγική φαίνεται αποτελεσματική. Στις 15 Ιούνη η κυβέρνηση παρέπαιε κάτω από την πίεση του κινήματος και ο Παπανδρέου αποδεχόταν πρόταση του Σαμαρά για κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» με τη ΝΔ χωρίς τον ίδιο για πρωθυπουργό.[27] Ωστόσο, τις επόμενες μέρες η στρατηγική του «γαντζώματος» στην εξουσία με τη νέα κυβέρνηση ΓΑΠ-Βενιζέλου κυριάρχησε.

Επομένως, για να υπάρξει μια νέα κοινωνική συμμαχία μεταξύ του κόσμου της εργασίας και των μικροαστικών στρωμάτων που αποτελεσματικά να αντιμετωπίζει την κυβερνητική πολιτική, ενώ ταυτόχρονα θα ανοίγει την προοπτική για μια σοσιαλιστική διέξοδο, απαιτείται απαραίτητα η επεξεργασία μιας στρατηγικής διεξόδου από την οικονομική και πολιτική κρίση που να είναι ρεαλιστικά πειστική.

Κεντρικό θέμα για μια νικηφόρα στρατηγική για τον κόσμο της εργασίας, αποτελεί το ζήτημα της Ε.Ε.. Θα ισχυριστώ πολύ καθαρά το εξής:

Όποιος πολιτικός χώρος στην Αριστερά δεν θέτει επί τάπητος σαν κεντρικό ζήτημα τη ρήξη με την Ε.Ε. και το ευρώ δεν προσφέρει κανενός είδους διέξοδο για τους εργαζόμενους.

Η αντίρρηση ενός τμήματος της Αριστεράς για έξοδο από Ε.Ε. και ευρώ είναι ότι μια τέτοια πρόταση είναι «εθνοκεντρική», αναζητά τη λύση προς ρεφορμιστικές λογικές «εθνικής οικονομίας» και «αριστερής κυβέρνησης» με κεϋνσιανό πρόγραμμα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλές από τις απόψεις για έξοδο από το ευρώ έχουν αυτό τον πολιτικό προσανατολισμό. Ωστόσο και οι απόψεις που δεν θίγουν το ζήτημα της εξόδου από την Ε.Ε. έχουν το πρόβλημα του εγκλωβισμού σε «θεσμική αντιπολίτευση» (αυτό αφορά ιδιαίτερα τον ΣΥΝ).

Σε κάθε περίπτωση…

Το γεγονός ότι, όπως αναφέραμε παραπάνω, «κάθε πραγματικά αποτελεσματική πολιτική προς όφελος του κόσμου της εργασίας πρέπει αναπόφευκτα να είναι προσανατολισμένη και προς το διεθνές περιβάλλον», δεν μπορεί να σημαίνει ότι οποιαδήποτε ριζοσπαστική (ή επαναστατική) λύση για τους εργαζόμενους θα να γίνει ταυτόχρονα σε παγκόσμια κλίμακα. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς ουτοπικό. Οι εξεγέρσεις (και οι επαναστάσεις) ξεκινούν σε εθνικό επίπεδο, στον «αδύναμο κρίκο». Το θέμα με όσους δεν θέτουν ζήτημα Ε.Ε. και ευρώ είναι ότι μεταθέτουν το πρόβλημα σε ένα αόριστο μέλλον, όπου όλα θα λυθούν σε «ευρωπαϊκό επίπεδο». Αυτό είναι που καθιστά την πολιτική τους πρόταση «θεσμική», επί της ουσίας ρεφορμιστική πολιτική.

Σήμερα, έχει γίνει πλέον προφανές ότι, η Ε.Ε. έχει μετατραπεί στο προπύργιο του νεοφιλελευθερισμού. Η ίδια η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης είναι η εγγύηση για τη συνέχιση των ακραίων νεοφιλελεύθερων πρακτικών. Πράγμα που φαίνεται ανάγλυφα στο κοινό νόμισμα. Ένα «σκληρό» νόμισμα, το ευρώ, που ευνοεί μόνο το μεγάλο κεφάλαιο των κρατών-μελών και καταδικάζει τους εργαζόμενους της Ε.Ε. σε μόνιμη λιτότητα.

Και όχι μόνο αυτά. Η Ε.Ε. είναι σήμερα η ενσάρκωση των πλέον αντιδημοκρατικών ουτοπιών του κεφαλαίου. Πρόκειται για μια λυκοφιλία μεταξύ των πιο ισχυρών καπιταλισμών του πλανήτη που λειτουργεί με εντελώς αντιδημοκρατικό τρόπο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το μόνο άμεσα εκλεγμένο όργανο της Ε.Ε., δεν μπορεί να εισηγηθεί καν κάποια νέα νομοθεσία -αυτό αποτελεί προνόμιο μόνο των ηγετών των κρατών μελών ή των συμβουλίων των υπουργών (που συνεδριάζουν πίσω από ερμητικά κλειστές πόρτες). Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί η συμμετοχή των ψηφοφόρων στα κράτη-μέλη στις εκλογές για την Ευρωβουλή έχει καταποντιστεί, με τη συμμετοχή να φθάνει πέρσι το 43%. Στο μόνο που λειτουργεί αποτελεσματικά η Ε.Ε. είναι στη διασπορά στους εργαζόμενους σκληρών πολιτικών λιτότητας.

Το χειρότερο είναι ότι η Ε.Ε. μετατρέπεται κυριολεκτικά στην «ουτοπία του κεφαλαίου». Σε μια καπιταλιστική κοινωνία που θα τη διοικούν τεχνοκράτες, «ειδήμονες» της «οικονομικής αποτελεσματικότητας». Ο διορισμός «επιτρόπων», που κανείς δεν τους έχει εκλέξει, στα ελληνικά υπουργεία οι οποίοι θα ελέγχουν την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων εντάσσεται σε αυτήν την ανατριχιαστική «ουτοπία του κεφαλαίου». Η πίεση για «συναινετικές κυβερνήσεις» σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία (και αργότερα, ενδεχόμενα, και σε άλλες χώρες της Ευρώπης) οδηγεί σε αντιδημοκρατικές κατευθύνσεις ακόμα και με τα μέτρα του αστικού κοινοβουλευτισμού (των πολύ περιορισμένων αστικών δημοκρατικών δικαιωμάτων). Μέχρι τώρα, χάρις σε αντιδημοκρατικά εκλογικά συστήματα «ενισχυμένης αναλογικής», εναλλάσσονταν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δυο καθεστωτικά κόμματα. Υπό μια έννοια, είχαμε ένα κόμμα της άρχουσας τάξης με δυο πτέρυγες, που εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία με νομιμοποίηση τα αποτελέσματα των κοινοβουλευτικών εκλογών. Σήμερα οδεύουμε (σε πρώτη φάση τουλάχιστον σε κάποιες χώρες-πρότυπα) σε κατάργηση (προσωρινή;) και αυτού του μοντέλου: ένα και μοναδικό πλέον κόμμα («συναινετικό» σε πρώτη φάση) που θα επιβάλλει την πολιτική που υπαγορεύει το κεφάλαιο (μέσω «των αγορών»).

Στην Ελλάδα ένα τέτοιο σενάριο είναι πραγματικά ανατριχιαστικό αν εφαρμοστεί στην πράξη: η Ε.Ε. πιέζει για ευρεία συναίνεση των αστικών κομμάτων που θα συμπεριλαμβάνει όχι μόνο το «πολιτικό πτώμα» της κ. Μπακογιάννη, αλλά και το νεοφασιστικό ΛΑΟΣ, με ότι αυτό θα επιφέρει για τις δημοκρατικές ελευθερίες (και τους μετανάστες) στην Ελλάδα. Γενική πρόβα, μιας τέτοιας «κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» στα πρότυπα των τεχνοκρατών της Ε.Ε., ήταν και το ότι τα μέτρα που προβλέπει το νέο Μνημόνιο ΙΙ ούτε καν πέρασαν για έστω και τυπική έγκριση από το ελληνικό κοινοβούλιο…[28]

Η ρήξη με την Ε.Ε. αποτελεί μονόδρομο για το εργατικό κίνημα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και των υπόλοιπων κρατών-μελών.

Μια έξοδος της Ελλάδας από την ΕΕ, όμως, είναι επίσης φανερό ότι δε μπορεί να λειτουργήσει από μόνη της, υπέρ των εργαζομένων. Πρέπει να συνοδεύεται από τη μονομερή παύση πληρωμών προς τους δανειστές και τη διαγραφή του χρέους, από το πέρασμα στο δημόσιο με εργατικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και την απαγόρευση της φυγής κεφαλαίων από τη χώρα, από τη ριζική ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου εις βάρος του κεφαλαίου και υπέρ των εργαζομένων, την προστασία των μισθών και των κοινωνικών παροχών. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αν αποτελέσει κομμάτι μιας συνολικότερης αντικαπιταλιστικής πορείας που θα καθορίζεται από τις λαϊκές ανάγκες και όχι από τα κέρδη και τις αγορές, η έξοδος από την ΕΕ και το ευρώ, θα λειτουργήσει υπέρ των εργαζομένων.

Μια τέτοια έξοδος δεν μπορεί να λειτουργήσει μόνο σε εθνικά πλαίσια. Δεν είναι οικονομικά βιώσιμη η «εθνική ανάπτυξη» στο σύγχρονο διεθνοποιημένο κόσμο. Χρειάζεται στήριξη στο διεθνές κίνημα. Όμως οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις είναι μεταδοτικές. Οι αραβικές επαναστάσεις και η επίδρασή τους, ο τρόπος που «επικοινωνεί» το Σύνταγμα με τις άλλες πλατείες της Ευρώπης, δείχνουν πως κάτι τέτοιο δεν είναι ανέφικτο. Αρκεί κάποιος να κάνει το πρώτο βήμα, να σπάσει την αλυσίδα στον «αδύναμο κρίκο».

Θα επιμείνουμε στην ιδέα που αναπτύξαμε και προηγούμενα:

Η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι σήμερα τέτοιας έκτασης, ώστε ο «αδύναμος κρίκος», η χώρα που έχει την κινηματική δυνατότητα, μπορεί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα για ανακατατάξεις προς όφελος της εργασίας στην καρδιά του κτήνους: τις ίδιες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αρχής γενομένης με την Ε.Ε.

Άγγελος Καλοδούκας

Σημειώσεις


 

[5] Στο ίδιο.

[8] Στο ίδιο.

 

[13] Για περισσότερες λεπτομέρειες επί του θέματος διάβαζε:

Το λυκόφως των εθνικών ιδεολογημάτων της Αριστεράς

 

[14] Δες το άρθρο, Το κυπριακό ζήτημα

 

[19] Πάνος Παναγιώτου, Η υπόθεση ελληνική κρίση, Εκδόσεις Λιβάνη, 2011.

[20] Στο ίδιο.

 

[21] Στο ίδιο.

Share

Category: Εσωτερικά



Σχόλια (3)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η markos λέει:

    Συστηματικά και πολύ σωστά το μπλογκ αυτό διαχωρίζει το ,,εθνικό,, από το ταξικό.
    Ετσι λοιπόν συμφωνώ με την όλη ανάλυση.
    Ομως το κυρίαρχο αίτημα των εργατών σήμερα, δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στην Δραχμή-που είναι το κυρίαρχο ουτοπικό αίτημα της μικροαστικής τάξης-.
    Το κυριάρχο αίτημα των εργατών είναι να πληρώσει η πλουτοκρατία την κρίση που η ίδια δημιούργησε.

  2. Ο/Η Uturunco λέει:

    με δεδομένο όμως πως μόνο «αν αποτελέσει κομμάτι μιας συνολικότερης αντικαπιταλιστικής πορείας που θα καθορίζεται από τις λαϊκές ανάγκες και όχι από τα κέρδη και τις αγορές, η έξοδος από την ΕΕ και το ευρώ, θα λειτουργήσει υπέρ των εργαζομένων» η αριστερά δεν μπορεί να προβάλλει το αίτημα της «εξόδου από το Ευρώ και την ΕΕ». Από την σκοπιά της πολιτικής παρέμβασης η «έξοδος» μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας αντικαπιταλιστικής πορείας αλλά όχι προϋπόθεσή της.

  3. Ο/Η Κώστας λέει:

    Μα δεν βλέπετε την πραγματικότητα ? Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού και ευρωπαικού πληθυσμού, όλα αυτά τα χρόνια ανέβασε το βιοτικό της επίπεδο μέσω της Ε.Ε. και του δανεισμού, κυρίως του κρατικού, αλλά και του ιδιωτικού, με χαμηλά επιτόκια (της τάξης των 2- 4%), με μισθούς σε ΔΕΚΟ των 7.000 και 10.000 € τον μήνα , με αργομισθίες εκατοντάδων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, με υπεριμολογήσεις έργων καιμε πλήρη σχεδόν διάλυση του παραγωγικού μηχανισμού της χώρας (φθάσαμε να εισάγουμε το 80 % των τροφίμων που καταναλώνουμε και να έχουμε καταστρέψει το μεγάλο μέρος της βιομηχανίας που κάποτε υπήρχε και πλήρως την δημόσια εκπαίδευση). Μην ξεχνάτε επίσης ότι τα επιτόκια επι δραχμής ήταν 25 – 35 %. Εκτός αυτού, την αποπληρωμή αυτή των δανεικών – ειδικά των κρατικών – την διοχέτευσαν σε όλη την κοινωνία και ουσιαστικά στις επόμενες γενιές- δηλ. σε ανθρώπους που δεν «φάγαν» αυτά τα δανεικά. Οι πλούσιες κοινωνίες της δύσης όλα αυτά τα χρόνια – μέσω κυρίως των χαμηλότοκων δανείων – κατανάλωναν περισσότερα απ όσα παρήγαγαν, και ο πλούτος αυτός προέρχεται απο την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης του τρίτου κόσμου _ όπου η αξία της εργατικής δύναμης είναι περίπου 1 ευρώ την ημέρα. Η συντριπτική πλειονότητα των πληθυσμών της Ε.Ε. απο παγκόσμια άποψη είναι μεσαία στρώματα που συμμετέχουν στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, η οποία ουσιαστικά υπάρχει πλέον μόνο στον τρίτο κόσμο. Η Ε.Ε. και το ευρώ δεν βόλεψε μόνο το κεφάλαιο αλλά και την συντριπτική πλειοψηφία των πληθυσμών αυτών των χωρών. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς γιατί η αξία της «εργατικής» δύναμης στη δύση είναι 70 έως 150 φορές μεγαλύτερη απο την αξία της εργατικής δύναμης στις χώρες του τρίτου κόσμου ( όπου παράγεται το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πλούτου), οταν η παραγωγικότητα είναι σχεδόν η ίδια, αφου το επίπεδο της τεχνικής της παραγωγής που χρησιμοποιείται είναι το ίδιο παγκόσμια. Ούτε μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς το γεγονός ότι, σε συνθήκες κρίσης, όπου γίνονται εκλογές, οι δυνάμεις υπέρ των «μνημονίων», παρά τις γκρίνιες και τις ανατροπές μεταξύ των αστικών κομμάτων, επιτυγχάνουν 70 – 75 % των ψήφων. Απλά, ο κόσμος δυσφορεί μεν για τις μειώσεις στο βιοτικό του επίπεδο, απο την άλλη όμως σε καμμιά περίπτωση δεν θέλει την «έξοδο απο το κλάμπ των πλούσιων» , δηλ το κλαμπ που μαζί με τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καρπώνεται το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου που παράγεται απο την εργατική τάξη του τρίτου κόσμου. Νεκροθάφτες του καπιταλισμού μπορούν να γίνουν οι εργάτες που πληρώνονται 1 € μεροκάματο και όχι οι δήθεν εργατες που πέρνουν 2000, 6000 ή και 10000 € – πολύ δε περισσότερο οι αργόμισθοι του ελληνικού δημοσίου .

Αφήστε μήνυμα