Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Σχετικά με τη βία της 29ης Ιουνίου



Του Τάσου Κωστόπουλου

 

Όποια και νάναι η συνέχεια στο θεσμικό, το οικονομικό και το πολιτικό επίπεδο, οι ολοήμερες διαδηλώσεις και σύγκρούσεις της 29ης Ιουνίου στο κέντρο της Αθήνας θα περάσουν στην ιστορία του τόπου ως ένα κομβικό ορόσημο της περιόδου που εγκαινιάστηκε πέρσι το Μάη με την ψήφιση του Μνημονίου και τη δρομολόγηση της ελεγχόμενης σταδιακής χρεωκοπίας της χώρας από τη συμμαχία ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ. Καθώς όλα δείχνουν πως πρόκειται μάλλον για την αρχή παρά για το κλείσιμο μιας εποχής, χρήσιμο είναι να επισημανθούν κάποιες ανακρίβειες που κυριάρχησαν στο δημόσιο λόγο για τα γεγονότα.

 

1. Το θεώρημα της «εκτροπής»:

Ιουλιανά, Πολυτεχνείο, Σύνταγμα

Υπάρχει ένα στερεότυπο εξαιρετικά δημοφιλές στο λόγο των διαχειριστών της δημόσιας τάξης. Το δικαίωμα στη διαδήλωση είναι ιερό, υποστηρίζουν, πρέπει όμως να «προστατεύεται» δια ροπάλου απ’ όσους θέλουν να «εκτρέψουν» τις ειρηνικές κινητοποιήσεις για να ικανοποιήσουν τη δική τους, καταχθόνια πολιτική στοχοθεσία.

Το αναλυτικό αυτό σχήμα επιστράτευσε στη Βουλή ο Χρήστος Παπουτσής για να υπερασπίσει το όργιο αστυνομικής βίας που υπέστησαν δεκάδες χιλιάδες πολίτες στο κέντρο της Αθήνας την περασμένη Τετάρτη. Δυστυχώς γι’ αυτόν, ο πάλαι ποτέ πρόεδρος της ΕΦΕΕ και νυν πολιτικός προϊστάμενος των ΜΑΤ δεν πρωτοτύπησε καθόλου: εδώ και μισό αιώνα, η επιχειρηματολογία του έχει αποτελεί το προίμιο των υπηρεσιακών εγχειριδίων της ελληνικής αστυνομίας για την καταστολής διαδηλώσεων!

«Αι συναθροίσεις αποτελούν δικαίωμα των πολιτών, τούτου δε ένεκα καλείται η Αστυνομία να προστατεύση τους προτιθεμένους να εξασκήσουν τούτο συμφώνως προς το Σύνταγμα», διαβάζουμε π.χ. στο βιβλίο «Συναθροίσεις και οχλοκρατικαί εκδηλώσεις. Αντιμετώπισις αυτών» του (τότε) υπαστυνόμου Ηλία Ψυχογιού (Αθήναι 1966). «Κατά την αντιμετώπισιν των συναθροίσεων δεν πρέπει να διαφεύγη της προσοχής των Αστυνομικών ότι αύται αποτελούν το σπουδαιότερον μέσον εις χείρας των κομμουνιστών προς επίτευξιν των ανατρεπτικών των σχεδίων εις βάρος της καθεστηκυίας τάξεως. Ούτοι δρουν βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου, όπερ κατατείνει εις πράξεις αντιβαινούσας προς τους αρχικούς σκοπούς της συναθροίσεως, επί τω τέλει όπως, δια των μεμονωμένων ή ομαδικών πράξεων βίας κατά προσώπων ή πραγμάτων υπό του πλήθους, προκαλέσουν την βιαίαν επέμβασιν της Αστυνομίας, ήτις επέμβασις δυνατόν να εξερεθίση το πλήθος και διεγείρη τούτο κατά της Αρχής» (σ.3-4).

Η παραπάνω διατύπωση αναπαράγεται απαράλλακτη και στην αναθεωρημένη εκδοχή του ίδιου εγχειριδίου που τυπώθηκε επί χούντας, παρόλο που πλέον απαγορευόταν κάθε «συνάθροιση» άνω των 5 ατόμων («Οχλοκρατικαί εκδηλώσεις. Δακρυγόνα», Αθήναι 1969, σ.3). Μετά τη μεταπολίτευση το σκεπτικό του συγγραφέα διατηρήθηκε αυτούσιο, τροποποιήθηκε όμως το πρόσημο του εσωτερικού εχθρού: ο τελευταίος εντοπίζεται πλέον στα «εξτρεμιστικά στοιχεία», που επιδιώκουν «να μεταβάλλουν τας ειρηνικάς συναθροίσεις εις ταραχώδεις και ούτω να επιτυγχάνουν άλλους σκοπούς και όχι τους τιθεμένους υπό των οργανωτών» («Δημόσιαι συναθροίσεις και η αντιμετώπισις αυτών υπό της Αστυνομίας», Αθήναι 1977, σ.3). Στην έκδοση τέλος του 1979, ο εχθρός διευρύνεται σε «εξτρεμιστικά και αναρχικά στοιχεία». Η αγόρευση του υπουργού «προστασίας του πολίτη» αποδεικνύει έτσι πως οι κυβερνήσεις (και οι δεκαετίες) έρχονται και παρέρχονται, η λογική όμως κι η επιχειρηματολογία των κατασταλτικών μηχανισμών διατηρούν μια αξιοσημείωτη σταθερότητα.

Ο Ηλίας Ψυχογιός δεν υπήρξε άλλωστε καθόλου τυχαίο πρόσωπο. Είναι αυτός που το μακρινό 1960 έφερε από τις ΗΠΑ το πρώτο στοκ «δακρυγόνων» χημικών αερίων, εκσυγχρονίζοντας δομικά το οπλοστάσιο της τότε Αστυνομίας Πόλεων. Το 1974 έφερε από το Βέλγιο τις πρώτες θωρακισμένες «αύρες» και λίγο αργότερα συγκρότησε τα ΜΑΤ, ως ειδικό σώμα επιφορτισμένο με την καταστολή των διαδηλώσεων. Στο μεσοδιάστημα μετείχε ενεργά στο αιματοκύλισμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, παρασημοφορημένος από τη χούντα για τη συμβολή του στην προάσπιση του πολιορκημένου Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως («Ιός» 1/8/2004).

 

2. Το κέντρο που (δεν) «ισοπεδώθηκε»

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των καναλιών, που περιέφεραν ξανά και ξανά στις οθόνες τους το τρομακτικό θέαμα της λεηλατημένης προθήκης ενός (1) επώνυμου υποδηματοπωλείου της Ερμού, οι εκτεταμμένες πολύωρες οδομαχίες της 29ης Ιουνίου δε χαρακτηρίστηκαν καθόλου από το φαινόμενο της μαζικής καταστροφής ιδιωτικών καταστημάτων και περιουσιών που συναντήσαμε π.χ. στη νεανική εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008. Εξαιρετικά περιορισμένες, σε σχέση με την έκταση και την ένταση των συγκρούσεων, ήταν οι επιθέσεις ακόμη και σε δημόσια κτίρια ή τράπεζες. Το πιστοποιεί η ίδια η επίσημη τελική ανακοίνωση της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής (30/6/11) για τα «συμβάντα». Σε δυο ολόκληρες μέρες επεισοδίων (28-29/6), διαβάζουμε εκεί, οι ομάδες των βίαιων διαδηλωτών «προκάλεσαν φθορές σε υαλοπίνακες και προσόψεις 2 ξενοδοχείων, 8 καταστημάτων, 3 τραπεζών και 1 Ιερού Ναού. Επίσης προκάλεσαν φθορές σε 1 περίπτερο και 2 οχήματα VAN ιδιωτικών εταιρειών». Σε απλά ελληνικά, ένα σαρανταοκτάωρο οδομαχιών ανάμεσα σε 4.000 αστυνομικούς και πολλές χιλιάδες διαδηλωτές έληξε με ζημιές -κατά κανόνα περιορισμένες- σε λιγότερα από 15 κτίρια και μόλις 2 οχήματα! Προφανώς, οι επιφανείς τηλεαστέρες που διαρρύγνυαν τα ιμάτιά τους επειδή «ισοπεδώθηκε» το κέντρο της πρωτεύουσας όχι μόνο δεν έκαναν μια απλή βόλτα στο Σύνταγμα και τα πέριξ (έστω και κατόπιν εορτής), αλλά δε μπήκαν καν στον κόπο να διαβάσουν έστω και το συνοπτικό, επίσημο απολογισμό της ΕΛ.ΑΣ.

Η εικόνα αυτή δεν τροποποιείται ούτε από την ανακοίνωση του προέδρου του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνου Μίχαλου, γιου χουντικού υπουργού και δεδηλωμένου διώκτη κάθε διαδήλωσης, ότι ζημιές έχουν υποστεί «κατά δήλωσή τους» 34 επιχειρήσεις. Η δε κοστολόγηση των ζημιών σε 500.000 ευρώ -«κατά δήλωση» κι αυτή- που προβάλλει το ΕΒΕΑ και υιοθέτησαν με προθυμία τα κανάλια, θα έπρεπε ν’ αντιμετωπιστεί μ’ επιφύλαξη στο βαθμό που συνδέεται με την απαίτηση «άμεσης καταβολής αποζημιώσεων» στους παθόντες από το ελληνικό δημόσιο. Επιβεβαιωμένη είναι αντίθετα η μίνιμουμ επιβάρυνση του δημόσιου κορβανά από τα χημικά όπλα που χρησιμοποίησαν αφειδώς τα ΜΑΤ εναντίον των διαδηλωτών: ένας απλός πολλαπλασιασμός των 2.860 δακρυγόνων που καταναλώθηκαν μόνο στις 29 Ιουνίου («Το Βήμα» 1/7) επί 40,50 ευρώ που κοστολογούσε προ πενταετίας η ΕΛ.ΑΣ κάθε χειροβομβίδα («Ε» 30/10/06) δίνει τουλάχιστον 115.800 ευρώ. Υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές των εν λόγω πολεμοφοδίων δεν έχουν αυξηθεί στο μεσοδιάστημα και χωρίς να συνυπολογιστούν οι εκατοντάδες χειροβομβίδες «κρότου-λάμψης» ή τα «χύμα» δακρυγόνα από τις αστυνομικές φυσούνες που εκτοξεύθηκαν επίσης κατά του εχθρού-λαού.

Τα ποιοτικά πάλι χαρακτηριστικά της βίας του διημέρου επιβεβαιώνουν ακόμη περισσότερο την εικόνα σχετικής αυτοσυγκράτησης, ακόμη και των πιο δυναμικών ομάδων που συγκρούστηκαν με τα ΜΑΤ. Στις 28 Ιουνίου παρατηρήσαμε μόνο 1 στοχευμένη επίθεση σε κατάστημα (το «ιδεολογικά φορτισμένο» McDonalds της πλατείας) και μικροζημιές σε 1 κλειστό περίπτερο (αρπαγή νερών κι αναψυκτικών). Στις 29 Ιουνίου τα δυο σοβαρότερα πλήγματα, ο εμπρησμός των κτιρίων των ΕΛ.ΤΑ. στο Σύνταγμα και της Α.Τ.Ε. στην Πανεπιστημίου, σημειώθηκαν αρκετές ώρες μετά τις δολοφονικές επιθέσεις των ΜΑΤ εναντίον του κύριου όγκου των διαδηλωτών και το επανειλημμένο μακέλεμα των συγκεντρωμένων στην Αμαλίας, την Ξενοφώντος, την πλατεία Συντάγματος, την Ερμού, ακόμη και το Μοναστηράκι.

Θα πρέπει τέλος να επισημανθεί η εξαιρετικά περιορισμένη -σχεδόν μηδενική- χρήση βομβών μολότοφ ακόμη κι από το σκληρό πυρήνα των «κουκουλοφόρων». Επί ένα ολόκληρο διήμερο, οι οδομαχίες περιορίστηκαν στον πετροπόλεμο, με «όπλα» που το εμπλεκόμενο πλήθος προμηθεύτηκε επιτόπου –εξ ού και οι ζημιές σε μαγαζιά κατά κανόνα περιορίστηκαν σε βιτρίνες σπασμένες απ’ τον πολύωρο πετροπόλεμο. Με αυτουργούς, μάλιστα, εκατέρωθεν του πεδίου της μάχης: όπως διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι (κι έχει καταγραφεί σε ουκ ολίγα πλάνα ανεβασμένα στο You Tube), η πρακτική του εκσφενδονισμού θραυσμάτων μαρμαρόπλακας υιοθετήθηκε μ’ ενθουσιασμό από πάμπολλους άντρες των ΜΑΤ.

 

3. Εκατό χιλιάδες «μπαχαλάκηδες»;

Το κέντρο της Αθήνας μπορεί να μην «καταδαφίστηκε», οι προασπιστές του νόμου και της (μνημονιακής) τάξης φαίνεται ωστόσο ότι τρόμαξαν πραγματικά. Η αιτία αυτού του φόβου δεν είναι δύσκολο να εντοπιστεί: όχι η «τεχνική» κλιμάκωση της βίας κάποιων «μπαχαλάκηδων» (που όπως είδαμε δεν υπήρξε), αλλά η επιμονή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων να παραμένουν στο χώρο των συγκρούσεων σε πείσμα των επιθέσεων των ΜΑΤ και της μετατροπής όλου του κέντρου σε θάλαμο αερίων, αδιαφορώντας για τις πιθανότητες κακοποίησης ή σύλληψής τους, σε συνδυασμό με τη μαζική συμμετοχή πολλών «κανονικών» διαδηλωτών στις οδομαχίες και την έκδηλα θετική προδιάθεση μεγάλου τμήματος των συγκεντρωμένων απέναντί τους. Το ομολόγησε με τον τρόπο του και ο κ. Παπουτσής, όταν εμφάνισε το (νικηφόρο) προηγούμενο του παλλαϊκού ξεσηκωμού της Κερατέας σαν τη «γενική δοκιμή» των γεγονότων της 29ης Ιουνίου.

Η απουσία εμφανούς διαχωρισμού ανάμεσα σε όσους συγκρούονταν με τα ΜΑΤ και τον κύριο όγκο των συγκεντρωμένων εξηγείται εν μέρει από την ανεξέλεγκτη ρίψη «δακρυγόνων», πρακτική που ομογενοποιεί τους διαδηλωτές μετατρέποντας κάθε φιλήσυχο πολίτη σε δυνάμει «ταραχοποιό»: όταν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι πνίγονταν στα χημικά, το σύνθημα «μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι» φωναζόταν όχι μόνο από αντιεξουσιαστές αλλά και από νοικοκυρές, δημοσίους υπαλλήλους ή ασπρομάλληδες συνταξιούχους. Εξίσου καθοριστική υπήρξε όμως και η διάχυτη αίσθηση ότι τα πράγματα είχαν φτάσει πια σε οριακό σημείο: «Μέχρι προχθές ήμουνα κι εγώ υπέρ της μη βίας», αντέτεινε μεγαλόφωνα το βράδυ της 28ης Ιουνίου στην περιφρούρηση ένας από τους «αγανακτισμένους» πιτσιρικάδες του Συντάγματος, «τελικά όμως το μόνο που καταφέραμε ήταν ένας ανασχηματισμός, δηλαδή τίποτα. Το Μεσοπρόθεσμο περνάει, ακόμη κι οι βουλευτές που διαφώνησαν κάνουν πίσω και μας ξεπουλάνε. Το μόνο που μένει είναι να το κάνουμε Αργεντινή».

Το έναυσμα για τη δυναμική αναμέτρηση της 29ης Ιουνίου δε δόθηκε άλλωστε από αντιεξουσιαστές, αλλά από το σκληρό πυρήνα της «επάνω» πλατείας: ανθρώπους μ’ ελληνικές σημαίες στα χέρια που επί 35 μέρες πρωταγωνιστούσαν στο ξεφώνημα πολιτικών και μεγαλοδημοσιογράφων, με συνθήματα που κυμαίνονταν από το «εδώ-εδώ και κάθε μέρα εδώ / ελάτε σεις να ζήσετε με 500 ευρώ» μέχρι το «οι 300 του Λεωνίδα είχαν ψυχή / τούτοι είναι μπάσταρδοι και αμερικανοί» (προσθέτοντας, κάποια στιγμή, και το «Ελλάδα-Ισπανία-Πορτογαλία, ο εχθρός είναι στις τράπεζες και στα υπουργεία»). Στις 1.26 μμ, κι ενώ στην Αμαλίας κυκλοφορούσε στόμα με στόμα η πληροφορία για την υπαναχώρηση (και) του βουλευτή Κοζάνης Αλέκου Αθανασιάδη, δεκάδες διαδηλωτές που βρίσκονταν μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη ανέτρεψαν με τα χέρια τους τα μεταλλικά κιγκλιδώματα της ΕΛ.ΑΣ. και, υπό τις επευφημίες και τα χειροκροτήματα του πλήθους, προήλασαν για ελάχιστα δευτερόλεπτα στο χώρο του μνημείου. Ακολούθησε μαζική επίθεση των ΜΑΤ με δακρυγόνα στο σύνολο της συγκέντρωσης και γενίκευση των συγκρούσεων.

Η αντίθεση με τη γενική απεργία της 15ης Ιουνίου ήταν έτσι κάτι παραπάνω από χτυπητή. Δυο βδομάδες πριν, οι -σχετικά περιορισμένες- επιθέσεις εναντίον των ΜΑΤ αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από τον κύριο όγκο των διαδηλωτών, που διαπληκτίστηκαν επανειλημμένα με τους «μπαχαλάκηδες» αποκαλώντας τους «ασφαλίτες», επιχειρώντας ενίοτε να τους αφαιρέσουν τις κουκούλες. Στις 15/6 υπήρχε επιπλέον οργανωμένος πυρήνας ακροδεξιών, αποφασισμένων να «καθαρίσουν» την πλατεία από «αντιεξουσιαστές» και «κομματόσκυλα» και να μετατρέψουν την απεργιακή συγκέντρωση σε «εμφύλιο» μεταξύ διαδηλωτών. (Τόσο η διακήρυξη προθέσεων όσο και οι σχετικοί απολογισμοί είναι προσβάσιμοι στις ιστοσελίδες των φασιστικών ομάδων που επιχείρησαν τότε να «περιφρουρήσουν» το Σύνταγμα από τα «αντεθνικά στοιχεία»). Ακόμη κι αν ένα παρόμοιο σενάριο είχε σχεδιαστεί για την περασμένη βδομάδα, τέθηκε εκτός λειτουργίας από την αποκάλυψη της διαπλοκής των ακροδεξιών παλουκοφόρων της ΕΘΕΛ με τα ΜΑΤ το μεσημέρι της Τρίτης.

Σε όλη τη διάρκεια των συγκρούσεων της Τετάρτης, αντιεξουσιαστές, μέλη αριστερών οργανώσεων, πολιτικά ανένταχτοι πολίτες κι άνθρωποι τυλιγμένοι με την ελληνική σημαία έδιναν έτσι από κοινού τη μάχη τους με την αστυνομική βία, βοηθώντας ο ένας τον άλλο μέσα τους καπνούς των χημικών, ανταλλάσσοντας «μαλόξ» ή άλλα χρειώδη, μεταφέροντας τραυματίες κι αποδοκιμάζοντας από κοινού την ΕΛ.ΑΣ. Μόνο αργά το απόγευμα κάποιοι -ελάχιστοι- «εθνικιστές» φάνηκε να μην ξεχνούν τις παλιές συνήθειες και, έξω από τη «Μεγάλη Βρετανία», άρχισαν να δίνουν πληροφορίες στα ΜΑΤ για τις κινήσεις των αντιπάλων τους στο εσωτερικό της πλατείας. Κι αυτή η πρακτική παρεμποδίστηκε ωστόσο ταχύτατα από κάποιους ομοϊδεάτες τους, για λόγους -αν μη τι άλλο- αυτοπροστασίας: «αν σας πάρουν είδηση πως συνεννοείστε με τους αστυνομικούς θα έρθουν να μας γ…», τους ξεκαθάρισε, μπροστά μας, ένας από τους μεσήλικες που φαίνονταν να κάνουν κουμάντο στο παρακείμενο περίπτερο των «300 Ελλήνων». Τα ίδια τα ΜΑΤ δε φαίνονταν άλλωστε να κάνουν και πολλές διακρίσεις μεταξύ των διαφορετικών εκδοχών του «εσωτερικού εχθρού» που είχαν απέναντί τους, όπως με έκπληξη διαπίστωσαν πολλοί γαλανοντυμένοι κατά την τελική βίαιη εκκαθάριση της «επάνω» πλατείας, λίγο πριν τις 10 μ.μ.

 

4. Μεταξύ θεσμών και πεζοδρομίου

Η απόρριψη του «Μεσοπρόθεσμου» απ’ τη Βουλή ήταν ίσως η τελευταία ευκαιρία να διασωθεί το κύρος του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα: παρά τις μούτζες και τις ισοπεδωτικές ιαχές για τους «300 κλέφτες», οι πάντες θα είχαν συνειδητοποιήσει ότι, σε τελική ανάλυση, κάθε αλλαγή συσχετισμού στην κοινωνία μπορεί και πρέπει να βρίσκει αντανάκλαση στο εσωτερικό του εκλεγμένου Κοινοβουλίου. Η ευκαιρία δυστυχώς χάθηκε κι οι θεσμοί βγαίνουν ακόμη πιο τραυματισμένοι από τις δημόσιες παλινωδίες μιας πλειάδας «εκπροσώπων του έθνους» μεταξύ τηλεοπτικών παραθύρων και κοινοβουλευτικών εδράνων.

Για κάποιους άλλους, βέβαια, το ζητούμενο είναι ακριβώς το αντίθετο: οι όποιες εξελίξεις στο πολιτικό επίπεδο να μην επηρεαστούν ούτε στο ελάχιστο από την αυτοτελή παρέμβαση των λαϊκών μαζών. «Οι πολιτικές αλλαγές στην Ελλάδα του 2011 πρέπει να προχωρούν μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και όχι μέσα από κινηματικές και χαοτικές καταστάσεις», διακηρύσσει π.χ. από τις στήλες της «Καθημερινής» ο Αλέξης Παπαχελάς (2-3/7), ταυτίζοντας οφθαλμοφανώς τις «δημοκρατικές διαδικασίες» με τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις των διαδρόμων της Βουλής και των εντευκτηρίων των «παραγωγικών τάξεων», ενώ ακόμη σαφέστερος υπήρξε στο βραδινό δελτίο του MEGA (30/6) ο Γιάννης Πρετεντέρης: «Εντάξει, αν δεν περάσει από τη Βουλή το Μεσοπρόθεσμο, να μην περάσει. Αλλά να μην περάσει από το πεζοδρόμιο, αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα».

Για την Αριστερά, και δη τη ριζοσπαστική, το διακύβευμα εντοπίζεται στην αντίθετη εντελώς κατεύθυνση: πώς, χωρίς να υποκύψει στις μιλιταριστικές λογικές που μετρούν την επιτυχία μιας κινητοποίησης με βάση το ποσοστό θεαματικής «λαϊκής βίας» που εκλύεται στη διάρκειά της, θ’ αποφύγει να δώσει διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης στους πολιτικούς κι επικοινωνιακούς εκπροσώπους μιας τάξης που ξεπουλά σκανδαλωδώς το δημόσιο πλούτο και καταστρέφει το ζωντανό παραγωγικό ιστό της χώρας, εξοντώνοντας ψυχικά και βιολογικά ένα μεγάλο μέρος της μισθωτής εργασίας και των μικροαστικών στρωμάτων. Είναι πολύ διαφορετικό πράγμα η (αναγκαία) καταπολέμηση των «στρατιωτικών» λογικών στο εσωτερικό του κινήματος, η προώθηση και περιφρούρηση μεθόδων πάλης που διασφαλίζουν την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή στον αγώνα κατά του κοινωνικού δαρβινισμού της μνημονιακής νέας εθνικοφροσύνης, κι εντελώς άλλο η πανηγυρική αποκήρυξη χιλιάδων ανθρώπων που επέλεξαν την αναμέτρηση με τους πραίτορες του Παπανδρέου όταν η κοινοβουλευτική μάχη για την καταψήφιση του «Μεσοπρόθεσμου» είχε πια οφθαλμοφανώς χαθεί. Στους μήνες που έρχονται, η εφαμογή του νόμου που ψηφίστηκε στις 30 Ιουνίου από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ για την απόλυση χιλιάδων ανθρώπων και τη μαζική εκποίηση δημόσιας περιουσίας θα πολλαπλασιάσει αυτά τα φαινόμενα απεγνωσμένης -και συχνά ηρωικής- αντίστασης, πυροδοτώντας ανακλαστικά την κλιμάκωση μιας επικοινωνιακά οργανωμένης κατακραυγής εναντίον όσων πολιτικών δυνάμεων αρνηθούν να συνταχθούν με το μονόδρομο που υπαγορεύουν η τρόϊκα κι οι τραπεζίτες «μας». Χωρίς να ταυτίζεται με τις πολύμορφες αυτές «βιαιότητες», η Αριστερά καλό θα είναι να ξεκαθαρίζει στη δημόσια συζήτηση, με σαφήνεια και τεκμηρίωση που δε θα επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, ποιο είναι το πρωτεύον δάσος (το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας) και ποιο το άκρως δευτερεύον δέντρο (τα σπασμένα λ.χ. μάρμαρα του King George ή της «Μεγάλης Βρετανίας») [1].  Η περιχαράκωσή της αντίθετα σε μια μονοσήμαντη, γενικευτική προβοκατορολογία και η αγχώδης αυτοϋπαγωγή της στο ίδιο «δημοκρατικό τόξο» με τον Πάγκαλο, τον Καρατζαφέρη και το Μητσοτακέικο, απλώς θα εμπέδωνε τη (βαθιά λανθασμένη και κατά κανόνα υποβολιμιαία) εντύπωση μιας μεγάλης μερίδας των πολιτών πως αποτελεί κι αυτή μέρος του ίδιου προβλήματος μ’ εκείνους.

 

[1] Η τεκμηρίωση αυτή δεν είναι καθόλου δύσκολη υπόθεση: αρκεί όσα στελέχη της Αριστεράς βγαίνουν στα «παράθυρα» και τα ραδιόφωνα να έχουν διαβάσει κι εμπεδώσει, κατάλληλα σχολιασμένο, τον εφαρμοστικό νόμο που ψηφίστηκε από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στις 29 Ιουνίου. Η απαρρίθμηση και μόνο των ρυθμίσεών του αρκεί για ν’ αποστομώσει οποιονδήποτε «καταστροφολογικό» αντίλογο. Επιπλέον ξεκαθαρίζει, με το σαφέστερο δυνατό τρόπο, τη στρατηγική διαφορά της Αριστεράς από την δήθεν «αντιμνημονιακή» ρητορεία της ΝΔ –διαχωρισμός που, από δω και μπρος, είναι κάτι παραπάνω από αναγκαίος για να μη μετατραπούν οι λαϊκοί αγώνες της περιόδου σε πολιτικό τροφοδότη ενός φασίζοντος mainstream εθνικισμού.

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.