Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Τα ΜΜΕ ως «συλλογικός διανοούμενος» της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα (1989-2011)



Παίζοντας συστηματικά το χαρτί της άκρας δεξιάς, τα ΜΜΕ της δίνουν –πριν την ύπαρξη του ΛΑΟΣ- μια δυνατότητα που, ελλείψει του απαιτούμενου οργανωτικού ιστού και βαθιάς κοινωνικής γείωσης, η ακροδεξιά δεν θα μπορούσε να έχει αφ’εαυτής. Ο ΛΑΟΣ θα έρθει, έτσι, να εκπροσωπήσει μια τάση που διαμορφώνεται ήδη στην κοινωνία για περισσότερο από μια δεκαετία

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου (*)

«Η ριζοσπαστική Δεξιά», μας εξηγεί ο Χρήστος Χαρίτος, μέλος της ΚΕ του ΛΑΟΣ, «αμφισβητεί πλέον την ηθική δειλία της αστικής τάξεως έναντι της αριστεράς. Κατά αυτόν τον τρόπο η Δεξιά γίνεται συγκρουσιακή, ικανή να θέσει ζητήματα «ιδεολογικής ηγεμονίας» και να συγκροτήσει τις ανάλογες κοινωνικές συμμαχίες»[1] .

Η δυνατότητα για ένα κόμμα να θέτει αυτοτελώς ζητήματα ιδεολογικής ηγεμονίας δεν εναπόκειται βεβαίως στη βούλησή του: προϋποθέτει πυκνό οργανωτικό ιστό και ισχυρή κοινωνική αγκύρωση, καθώς και μια ευνοϊκή συνολική διάταξη του πολιτικού ανταγωνισμού.

Στη Μεταπολίτευση οι όροι αυτοί δεν υπάρχουν. Συγκροτούμενη γύρω από το φιλομοναρχισμό ή τη νοσταλγία της Χούντας, η άκρα δεξιά της περιόδου είναι οργανωτικά κατακερματισμένη και εκλογικά περιθωριακή. Ως κόμμα της νέας άκρας δεξιάς, από την άλλη, ο ΛΑΟΣ δεν συγκροτείται επί τη βάσει του πολιτειακού –μολονότι στεγάζει φιλαπριλιανούς, βασιλόφρονες ή νεοναζί. Στοιχεία της ατζέντας του είναι η «ιδιοπροσωπία», το μεταναστευτικό, τα «εθνικά θέματα», το ζήτημα της ασφάλειας -ως αποκλειστικά νόμου και τάξης-, και βέβαια ο αντικομματισμός.

Ο εκσυγχρονισμός αυτός, ωστόσο, δεν προσδίδει από μόνος του στην άκρα δεξιά σημαίνοντα πολιτικό ρόλο. Αξιοποιώντας έτσι τη διάταξη του πολιτικού ανταγωνισμού, καθώς και την προσφυγή των κομμάτων του κράτους στον εθνικισμό και τις άλλες οικείες της θεματικές (προκειμένου αυτά να ριζοσπαστικοποιήσουν ή να λειάνουν το προφίλ τους), η ακροδεξιά επωφελείται των κανόνων λειτουργίας των πολιτικών συστημάτων-καρτέλ, ακόμα και όταν τα καταγγέλλει [2]: αξιοποιεί, έτσι, τη μετατροπή των κομμάτων σε «εκλαϊκευτές», προς την κοινωνία, των αιτουμένων της κρατικής διαχείρισης· την ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτησή τους από τους κρατικούς πόρους· τη διαπλοκή με τα ΜΜΕ (τους κανόνες λειτουργίας των οποίων τα κόμματα αυτά ρυθμίζουν)· αξιοποιεί δε κατά κόρον την αναβάθμιση των ΜΜΕ σε συνιστώσα του πολιτικού συστήματος.

Το 1989 είναι λοιπόν η συμβολική αφετηρία διεργασιών που θα επιτρέψουν τον «εκσυγχρονισμό» της άκρας δεξιάς και, ταυτόχρονα, την αναδιοργάνωση του πολιτικού συστήματος στην κατεύθυνση της καρτελοποίησης. Πέρα από τις διεθνείς εξελίξεις που εντείνουν την κρίση των ιδεολογικών ταυτοτήτων, η χρονιά αυτή σηματοδοτεί και μια πρωτόγνωρη σύγκλιση των κομμάτων προς το κέντρο (το κράτος), εν μέσω ισχυρών τάσεων πολιτικής αποξένωσης, κυνισμού και απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, που καταγράφονται σε έρευνες της εποχής [3]. Την ίδια στιγμή, βέβαια, πρόκειται και για τη χρονιά της «απελευθέρωσης» του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου. Το 1989 είναι, λοιπόν, το συμβολικό σημείο εκκίνησης ενός ιδιότυπου ανταγωνισμού μεταξύ ιδιοκτητών ΜΜΕ και πολιτικού συστήματος· στο έδαφος της προαναφερθείσας πολιτικής αποξένωσης, ο ανταγωνισμός αυτός επιτρέπει σε μια «ακομμάτιστη» τηλεόραση να προβάλλει ως προστάτιδα του «απλού πολίτη» που το κράτος και τα κόμματα έχουν εγκαταλείψει. Πρόκειται για μοτίβο που, ως κόμμα ενάντια στα κόμματα, θα υιοθετήσει στη συνέχεια ο ΛΑΟΣ.

Μακράν του να εγγυάται τη δημοκρατική πολυφωνία (όπως υπέθετε η τότε κυρίαρχη φιλελεύθερη-πλουραλιστική άποψη), ο εν λόγω ανταγωνισμός κάθε άλλο παρά θα αποτρέψει την ευθυγράμμιση κράτους και ΜΜΕ, που συντελείται σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας εξάρτησης. Τα ιδιωτικά ΜΜΕ, έτσι, μπορούν κάλλιστα να ανταγωνίζονται κυβέρνηση, κόμματα και πολιτικό προσωπικό· η σύγκρουση αυτή, ωστόσο, έχει πάντα ως επίδικο την αξιοπιστία και την ηθική ακεραιότητα – τη «φαυλότητα», όπως θα έλεγε ο Καρατζαφέρης. Ο «πυρήνας», οι στρατηγικές επιλογές, μένουν πάντα στο απυρόβλητο [4]. Στη λογική των ΜΜΕ, «μπορεί κανείς να αμφισβητήσει επιμέρους πολιτικές, όχι όμως τους κανόνες του παιχνιδιού, πολλώ δε μάλλον το ίδιο το παιχνίδι» [5]. Είναι το παιχνίδι αυτό, άλλωστε, που εξασφαλίζει, στους μεν ιδιοκτήτες δημόσιες συμβάσεις, στα δε κόμματα του κράτους προβολή και νομιμοποίηση.

Υπάρχει ένα σημείο που απαιτεί, νομίζω, ιδιαίτερη προσοχή. Η ευθυγράμμιση κράτους και ΜΜΕ, την υλικότητα της οποίας υπαινίχθηκα μόλις (έκφανση δε της οποίας είναι η συστηματική «σύγκλιση αστυνόμευσης και πληροφόρησης» [6]), συνιστά φαινόμενο διακριτό από τον ρόλο «οργανωτή» της άκρας δεξιάς, που θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω. Επ’αυτού όμως θα επανέλθω αργότερα. Για την ώρα θα πω απλώς ότι η σταδιακή αποχώρηση των κομμάτων από την κοινωνία προς το κράτος και η αναγνώριση των ΜΜΕ ως «φωνής της κοινωνίας», προσδίδει στα ΜΜΕ έναν ρόλο «συλλογικού διανοουμένου» – οργανωτή, δηλαδή, της ηγεμονίας. Μολονότι Τύπος και τηλεόραση δεν παρεμβαίνουν με τον ίδιο τρόπο (υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές ως προς τις διακινούμενες απόψεις, ακόμα και εντός του ίδιου μέσου), είναι η οπτική του Στιούαρτ Χωλ που, αξιοποιώντας τη γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας, μας επιτρέπει να δούμε την επικράτηση στα ΜΜΕ κάποιας ή κάποιων από τις αντιπαρατιθέμενες θέσεις και αναπαραστάσεις – την ύπαρξη δηλαδή ορίων όσον αφορά το εύρος των διακινούμενων απόψεων [7].

Στα στενά λοιπόν όρια που θέτει έτσι κι αλλιώς η καρτελοποίηση, και σε κρίσιμες στιγμές (τουλάχιστον για την ατζέντα της άκρας δεξιάς), ο λόγος που τα ΜΜΕ εκπονούν, επιτρέπει στην τελευταία να θέτει «ζητήματα ιδεολογικής ηγεμονίας» – και ενίοτε να τα κερδίζει. Παίζοντας συστηματικά το χαρτί της άκρας δεξιάς (χρησιμοποιώ τη φράση του Αντώνη Έλληνα [8]), τα ΜΜΕ της δίνουν –πριν την ύπαρξη του ΛΑΟΣ- μια δυνατότητα που, ελλείψει του απαιτούμενου οργανωτικού ιστού και βαθιάς κοινωνικής γείωσης, η ακροδεξιά δεν θα μπορούσε να έχει αφ’εαυτής. Ο ΛΑΟΣ θα έρθει, έτσι, να εκπροσωπήσει μια τάση που διαμορφώνεται ήδη στην κοινωνία για περισσότερο από μια δεκαετία.

Το μεταναστευτικό, από την άφιξη κιόλας στη χώρα των πρώτων ρευμάτων από την Ανατολική Ευρώπη, είναι το κατ’εξοχήν πεδίο όπου η τάση αυτή εκδηλώνεται. Ένα στιγμιότυπο από το δελτίο του MEGA (1.3.1992) είναι χαρακτηριστικό: «Η αγωνία και ο φόβος έχουν κυριεύσει τους κατοίκους των ελληνικών χωριών στη μεθόριο, καθώς τα σύνορα έχουν περικυκλωθεί από πεινασμένους Αλβανούς φυγάδες». «Με το φόβο των Αλβανών επιδρομέων ζουν κάθε βράδυ οι Έλληνες κάτοικοι των χωριών δίπλα στην Αλβανία», κατά το ρεπορτάζ. «Κάθε βράδυ, στρατός και αστυνομία κάνουν περιπόλους, προκειμένου να αποθαρρύνουν τους Αλβανούς ληστές».

Το φαινόμενο είναι διαχρονικό. Το Σεπτέμβριο του 2004, οι πανηγυρισμοί Αλβανών στους δρόμους της χώρας για τη νίκη επί της Εθνικής Ελλάδος θα καταλήξουν σε αντιαλβανικό πογκρόμ και έναν δολοφονημένο Αλβανό στη Ζάκυνθο. Ο φόνος θα αναγνωστεί από το Έθνος ως «ατυχές συμβάν» και η ευθύνη θα αποδοθεί από τις περισσότερες εφημερίδες στους ίδιους τους Αλβανούς, που πανηγυρίζοντας «προκάλεσαν ανεγκέφαλους» και δοκίμασαν τις αντοχές της χώρας που τους φιλοξενεί. Για το ίδιο ζήτημα, και εξειδικεύοντας την ιεράρχηση των πολιτισμών, η Καθημερινή θα πει ότι οι Αλβανοί αισθάνονται πλεγματικά, πράγμα που θα’πρεπε να γίνεται ανεκτό από κάποιους με «άλλο» (δηλαδή ανώτερο) οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο [9]. Τόσο στο επεισόδιο αυτό, όσο και με αφορμή κάθε δημόσια διαμάχη περί αλλοδαπών σημαιοφόρων μαθητών, εκπρόσωποι όλων των εκδοχών της ακροδεξιάς κατέχουν αυτοδικαίως μια ή και περισσότερες θέσεις στα τηλεοπτικά πάνελ. Στην παρούσα συγκυρία, και βλέποντας τα πρωτοσέλιδα και τα δελτία, όχι των μέσων του ΛΑΟΣ, αλλά των «κανονικών» ΜΜΕ, δυσκολεύεται να σκεφτεί κανείς τι παραπάνω θα κόμιζαν τα πρώτα: «Καταυλισμό λαθρομεταναστών στη Νομική» θα δει το Έθνος, «Επίδειξη ισχύος από τους μετανάστες» η Citypress, «Εκβιασμό από μουσουλμάνους καταληψίες» ο Ελεύθερος, ενώ όλοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί και σε όλες τις ζώνες θα σταθούν en bloc απέναντι στην κινητοποίηση, δημιουργώντας κλίμα ηθικού πανικού και απαξίωσης της αντιρατιστικής δράσης. Είναι οι μέρες που τα Νέα θα αποδώσουν ψευδώς σε απεργό πείνας δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι αλληλέγγυοι απαγορεύουν στους απεργούς να κυκλοφορήσουν στον περίβολο της Υπατίας (4.3.2011).

Ο εθνικισμός είναι ένας ακόμα ιδεολογικός τόπος όπου τα ΜΜΕ συναντιούνται διαχρονικά. Στις αρχές του ’90, κανάλια και εφημερίδες υιοθετούν την έκκληση της κυβέρνησης, ενόψει του από Βορράν εθνικού κινδύνου οι κομματικές διαιρέσεις να ξεπεραστούν και όλοι οι Έλληνες να συνταχθούν σε ένα «αρραγές εθνικό μέτωπο», απέναντι στο «τεχνητό» και «ψευδεπίγραφο» «κρατίδιο» – ή και «έκτρωμα». Την περίοδο αυτή εισάγεται στο δημόσιο λόγο ένα λεκτικό που καθιστά συζητήσιμη επιλογή την πολεμική αναμέτρηση με το περί ου ο λόγος: Το Έθνος οικτίρει την Ελλάδα που «βάλλεται σε όλα τα μέτωπα», ενώ στην Απογευματινή ο Χρήστος Πασσαλάρης προειδοποιεί: «Η Ελλάδα θα’πρεπε να αντιτάξει χαλύβδινη ενότητα, άτρωτη αμυντική θωράκιση και κοινή πολιτική αντιμετώπιση, με όλα τα κόμματα να μιλάνε την ίδια γλώσσα και να’χουν το δάκτυλο στην σκανδάλη». Στην Ελευθεροτυπία, ο Παναγιώτης Ήφαιστος σημειώνει ότι «ο άκριτος φόβος του πολέμου αποτελεί επιζήμια στάση». «Αν χρειαστεί», γράφει στην Καθημερινή ο Γ. Λεονταρίτης, «ο Έλληνας στρατιώτης θα σταθεί στον Όλυμπο, στη Μακεδονία και στη Θράκη, συνεχίζοντας τις παραδόσεις της Φυλής» [10].

Η Σκουλαρίκη σημειώνει ότι τα ΜΜΕ αυτονομούνται στις περιόδους κρίσης, και ότι μέχρι και το 1995, κάθε απόπειρα συμβιβασμού είναι για τον Τύπο αφορμή καταγγελίας της κυβέρνησης (Απογευματινή 1992, Έθνος 1993, Ελευθεροτυπία 1993, Απογευματινή 1995). Η ίδια διαπιστώνει ότι μετά το Μακεδονικό, παράγοντες της Βουλής και της τοπικής αυτοδιοίκησης παρακάμπτουν τις κομματικές διαφορές, και προτάσσοντας ως κοινά στοιχεία τον αντιτουρκισμό, τον αντιαμερικανισμό και την υπεράσπιση του εθνικού κράτους, καταφέρνουν να κυριαρχήσουν στο δημόσιο λόγο: για τα Ίμια, την παράδοση Οτσαλάν, το Κυπριακό, αλλά και τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Μένοντας εδώ στις μομφές που διατυπώθηκαν κατά της ελληνικής κυβέρνησης για τα Ίμια, και στο κλίμα πολεμικής αναμέτρησης που φιλοτέχνησαν κανάλια και Τύπος, είναι ενδεικτικό το συνεχές που έχει καταγράψει, μεταξύ άλλων, ο Ανδρέας Πανταζόπουλος: προδοσία, εθνική ήττα, εθνική ντροπή, εθνική ταπείνωση, ραγιαδισμός [11].

Και αυτή η τάση είναι διαχρονική –και δεν αφορά μόνο τον Τύπο. Το καλοκαίρι του 2008, λίγους μήνες μετά το ελληνικό βέτο στην είσοδο των «Σκοπιανών» στο ΝΑΤΟ, το ετήσιο πανηγύρι στη Μελίτη της Φλώρινας θα σταθεί αφορμή για μπαράζ εθνικιστικής κινδυνολογίας. Το Έθνος (13.7) επικαλείται έγγραφο της ελληνικής πρεσβείας στα Σκόπια (3.7), σύμφωνα με το οποίο επίκειται «ξαφνική «εισβολή» Σκοπιανών στη Φλώρινα», «σε μια προσπάθεια να εμφανιστεί διεθνώς ότι υπάρχει θέμα «μακεδονικής» μειονότητας». Το βραδινό δελτίο του MEGA (18.7) θα ισχυριστεί ότι «το πανηγύρι οργανώνουν οι Σκοπιανοί» (ενώ οργανωτής -όπως πάντα- ήταν ο πολιτιστικός σύλλογος της Μελίτης…), ενώ ο Γ. Δελαστίκ στον ΑΝΤ1 θα κάνει λόγο για ενδεχόμενο άμεσης ή έμμεσης καθοδήγησης των οργανωτών από μυστικές υπηρεσίες [12].

Η υιοθέτηση εκ μέρους των ΜΜΕ και των άλλων δύο ιδεολογικών «τόπων» της ακροδεξιάς, της αντίθεσης στη δημοκρατία και του αιτήματος για ισχυρό (κατασταλτικό) κράτος θα χρειαζόταν, για να αναλυθεί, χρόνο που δεν έχω στη διάθεσή μου. Θα αρκεστώ να αναφέρω, ενδεικτικά, την εισαγωγή στο δημόσιο λόγο της προβληματικής περί κήρυξης της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με αφορμή τα γεγονότα του Δεκέμβρη (ΣΚΑΪ 8.12.2008, Βήμα 9.12.2008) παρά τη διάψευση ενός τέτοιου σεναρίου από την κυβέρνηση, την άκριτη αναπαραγωγή της ίδιας προβληματικής όσον αφορά τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης (την οποία θεωρώ επικίνδυνη, στο βαθμό που ένα μείζον πολιτικό ζήτημα εντάσσεται αβρόχοις ποσί στη σφαίρα της αποφασιοκρατίας), τη συστηματική καταγγελία της «ανυπαρξίας κράτους» που ταυτίζεται με το αίτημα για σκλήρυνση της κρατικής καταστολής, τη συστηματική απαξίωση συλλήβδην των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού, τον αποκλεισμό της αντίθετης άποψης –ιδίως από τους τηλεοπτικούς σταθμούς- σε κρίσιμα ζητήματα (από τα «εθνικά θέματα» ως τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την κρίση), την αποσιώπηση ή δυσφήμηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας και, τέλος, την αυτούσια αναπαραγωγή αστυνομικών σεναρίων –από την περίοδο της εξάρθρωσης των αριστερών τρομοκρατικών οργανώσεων μέχρι την υπόθεση της αναρχικής Φαίης Μάγερ.

Περιπτώσεις σαν αυτές, αθροιζόμενες στη διαχρονικά σκανδαλώδη προβολή των στελεχών του ΛΑΟΣ, δημιουργούν πάντα την ίδια απορία: πού αρχίζει τελικά η ακροδεξιά και σε ποιο σημείο τελειώνει η τρέχουσα στροφή του «κέντρου», του κυρίαρχου δηλαδή λόγου, προς το δεξιό άκρο; Τελευταία η απάντηση μοιάζει όλο και δυσκολότερη.

 

(*) Παρέμβαση στην εκδήλωση με θέμα «Ακροδεξιά, πολιτικός εξτρεμισμός και βία», που οργανώθηκε με πρωτοβουλία της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στις 7.6.2011, στο Ινστιτούτο Goethe

 

[1]  Χαρίτος, Χρήστος (2008), Ριζοσπαστική Δεξιά. Η απάντηση στην νεοταξική Αριστερά (πρόλογος: Μάκης Βορίδης, Χρίστος Γούδης), Πελασγός: Αθήνα

[2]  Γεωργιάδου, Βασιλική (2007), Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης, Καστανιώτης: Aθήνα

[3]  Καφετζής, Παναγιώτης (1995), «Πολιτική κρίση και πολιτική κουλτούρα. Πολιτική αποξένωση και ανάμιξη στην πολιτική. Μια ασύμβατη σχέση;» στο: Νίκος Δεμερτζής (εισ.-επιμ.), Η ελληνική πολιτική κολτούρα σήμερα, Οδυσσέας: Αθήνα

[4]  Με τους όρους του Κιουπκιολή, τα ΜΜΕ «επενδύουν σε θέματα ηθικής των προσώπων για να συγκεντρώσουν εκβιαστικά πολιτικό κεφάλαιο στους σύγχρονους συσχετισμούς εξουσίας». Κιουπκιολής, Αλέξανδρος (2006), Πρόλογος σε: Κράουτς, Κόλιν, Μεταδημοκρατία (εισαγωγή-μετάφραση: Αλέξανδρος Κιουπκιολής), Εκκρεμές: Αθήνα

[5]  Φεραγιόλι, Λουίτζι (1985), Αυταρχική δημοκρατία και κριτική της πολιτικής (μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης), Στοχαστής: Αθήνα, σ.37

[6]  Κωστής Παπαϊωάννου, «Η καταστολή της ενημέρωσης», Τα Νέα 21.1.2011

[7]  S. Hall (1997), “The Work of Representation”, Representation, Cultural Representations and Signifying Practices, στο: Γκολφινόπουλος, Γιάννης (2007), Έλληνας ποτέΈλληνες και Αλβανοί τη νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου 2004, Ισνάφι: Ιωάννινα

[8]  Ellinas, Antonis A. (2010), The Media and the Far Right in Western Europe. Playing the Nationalist Card, Cambridge University Press: Cambridge

[9]  Γκολφινόπουλος, ό.π.

[10]  Σκουλαρίκη, Αθηνά (2007), «Ο δημόσιος λόγος για το έθνος με αφορμή το Μακεδονικό 1991-1995. Πλαίσιο, αναπαραστάσεις, ΜΜΕ», στο: Μαρία Κοντοχρήστου (εισ.-επιμ.), Ταυτότητα και ΜΜΕ στη Σύγχρονη Ελλάδα, Παπαζήση: Αθήνα

[11]  Πανταζόπουλος, Ανδρέας (2002), Η δημοκρατία της συγκίνησης, Πόλις: Αθήνα

[12]  Ο Ιός, Ελευθεροτυπία, 28.9.2008

Πηγή: rednotebook

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Αφήστε μήνυμα