Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Το πρόγραμμα του ’21: η γενοκτονία των μουσουλμάνων



Του Δημήτρη Λιθοξόου

«Τούρκος μη μείνει στο Μοριά

μηδέ στον κόσμο όλο.»

δημοτικό τραγούδι της εποχής

Το ’21 που σχεδιάστηκε από τον τσάρο Αλέξανδρο Α και το ρώσο υπουργό Εξωτερικών Ιωάννη Καποδίστρια, πρoέβλεπε στο πρώτο μέρος της εξέγερσης τη μαζική εξόντωση των τούρκων και αλβανών μουσουλμάνων της Ελλάδας.

Μόνο μια τέτοια μαζική σφαγή θα ωθούσε αντανακλαστικά το μουσουλμανικό λαό της Αυτοκρατορίας να προβεί σε αιματηρές πράξεις αντεκδίκησης κατά ενόχων και αθώων ορθοδόξων Ρωμιών και Αρβανιτών αδιακρίτως. Και αυτή η ισλαμική αντεκδίκηση ήταν ο ικανός και αναγκαίος όρος για την ευαισθητοποίηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης υπέρ των σφαγιασθέντων χριστιανών και τη συγκρότηση ενός φιλελληνικού κινήματος που θα εξανάγκαζε τις δυτικές κυβερνήσεις να νομιμοποιήσουν τους εξεγερμένους, χαρακτηρίζοντάς τους επαναστάτες.

Αυτός ο επαναστατημένος χριστιανικός λαός, και μάλιστα ο «απόγονος λαός των αρχαίων Ελλήνων» (όπως η ρομαντική ευρωπαϊκή διανόηση έβλεπε εξ αποστάσεως μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της τους εξεγερμένους), ο λαός που οι διακηρύξεις του συγκινούσαν τα προοδευτικά πνεύματα της εποχής για τα δημοκρατικά ιδεώδη τους (ιδεώδη που κανείς από τους εξεγερμένους δεν καταλάβαινε, εκτός από τους ελαχίστους Φιλικούς συντάκτες αυτών των διακηρύξεων που και αυτοί γνώριζαν μόνο την προπαγανδιστική δύναμη της λέξης «δημοκρατία» και των παραγώγων της) θα βρισκόταν σύντομα αντιμέτωπος με υπέρτερες στρατιωτικές δυνάμεις.

Οι Φιλικοί εφαρμόζοντας το ρώσικο σχέδιο της ολοκληρωτικής γενοκτονίας των μουσουλμάνων ενοχοποιούσαν συνολικά το χριστιανικό πληθυσμό της Ελλάδας και τον εξέθεταν στην αναμενόμενη ισλαμική αντεκδίκηση αίματος. Αυτό ήταν το προτελευταίο μέρος του ρώσικου σχεδίου. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο χρόνος θα δούλευε για το μεγάλο ρώσο ορθόδοξο αδελφό. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εξαναγκασμένες από τους λαούς τους θα απέσυραν την υποστήριξή τους προς την Πύλη και θα επέτρεπαν στα ρώσικα όπλα να ακρωτηριάσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η γενοκτονία των μουσουλμάνων, κάτω από την καθοδήγηση των Φιλικών, υπήρξε συστηματική και απόλυτη. Ας την παρακολουθήσουμε.

Οι πρώτες σφαγές πραγματοποιούνται στη Μολδοβλαχία, υπό την καθοδήγηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη, και αποτελούν το προοίμιο των όσων θα ακολουθήσουν στην Ελλάδα. Πρωταγωνιστής στο μακελειό βρίσκεται ο Φιλικός οπλαρχηγός Βασίλης Καραβιάς, αρχηγός ως τότε της χωροφυλακής στο Γαλάτσι.

Στις 21 Φεβρουαρίου, παραμονή της εισόδου του Υψηλάντη στις ηγεμονίες, ο Καραβιάς σφάζει με τους μισθοφόρους του την οθωμανική φρουρά και όλους τους άμαχους τούρκους εμπόρους και ναυτικούς που βρίσκονται στο Γαλάτσι και πλιατσικολογεί τα εμπορικά τουρκικά καταστήματα. Λίγες μέρες αργότερα παρουσία του ίδιου του Υψηλάντη ο Καραβιάς διατάζει τη σφαγή της εκεί οθωμανικής φρουράς που είχε παραδοθεί και όλων των τούρκων εμπόρων. Ο Υψηλάντης γνωστοποιεί τις προθέσεις του, χαρακτηρίζοντας με προκήρυξη τις σφαγές των αιχμαλώτων στρατιωτών και των αμάχων εμπόρων και το πλιάτσικο της περιουσίας τους, ως «ηρωικά κατορθώματα».

Η εξέγερση στο Μοριά αρχίζει από τα Καλάβρυτα στις 21 Μαρτίου. Πρωτοστατούν οι Φιλικοί Σωτήρης Χαραλάμπης, Ασημάκης Φωτήλας, Βασίλης Πετμεζάς, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και Νίκος Σολιώτης. Οι τριακόσιοι περίπου τούρκοι κάτοικοι της κωμόπολης μετά από μικρή αντίσταση παραδίδονται με συνθήκη η οποία αμέσως καταπατάται από τους νικητές. Οι άντρες αιχμάλωτοι σφαγιάζονται και τα γυναικόπαιδα γίνονται δούλοι στα σπίτια των ισχυρότερων Ρωμιών της περιοχής, σύμφωνα με τη μαρτυρία του γάλλου αξιωματικού Μαξίμ Ρεϊμπό.

Ακολουθεί η Πάτρα στις 23 Μαρτίου. Επικεφαλής βρίσκονται οι Φιλικοί Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ιωάννης Βλασσόπουλος (ρώσος πρόξενος), Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Λόντος και Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος. Οι μουσουλμάνοι κλείνονται στο κάστρο.

Ο γάλλος πρόξενος Χ. Πουκεβίλ γράφει στο ημερολόγιο του:

 

«Δεν πίστευα πως θα ξαναδώ το φως ύστερα από αυτή την τρομερή νύχτα. Κραυγές ασυνάρτητες, μια πόλη είκοσι χιλιάδων κατοίκων χάνεται. Οι Έλληνες πυρπολούν τη μουσουλμανική συνοικία. Οι δρόμοι γεμάτοι πτώματα. Ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός φορτώθηκε μεγάλη ευθύνη. Οι Έλληνες φθάνουν από τα χωριά κραυγάζοντας «θάνατος στους Τούρκους». Η σημαία του Σταυρού κυματίζει πάνω στα τζαμιά. Οι παπάδες βαπτίζουν πολλά τουρκόπουλα. Μπαίνουν στην πόλη οι προεστοί της Βοστίτσας. Μπροστά πηγαίνουν άνθρωποί τους που έχουν μπηγμένα επάνω σε κοντάρια πέντε τουρκικά κεφάλια».

 

Ο πρόξενος της Σουηδίας στην Πάτρα και μέλος της Φιλικής Λουδοβίκος Στράνης, σημειώνει σε επιστολή του (26/3) προς τον σουηδό πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη:

 

«Όλα σχεδόν τα τούρκικα σπίτια καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν. Πυρπολήθηκαν επίσης πολλά«.

 

Τα ίδια παρατηρεί και ο άγγλος πρόξενος Φίλιπ Γκριν:

 

«Στην πόλη επικρατούσε σύγχυση και λεηλασία, τα σπίτια των Τούρκων ανοίχτηκαν και λεηλατήθηκαν. Τα τζαμιά πυρπολήθηκαν ή γκρεμίστηκαν».

 

Στις 23 Μαρτίου μπαίνουν στην Καλαμάτα οι εξεγερμένοι με αρχηγούς τους Φιλικούς Θόδωρο Κολοκοτρώνη, Αναγνώστη Παπαγεωργίου (Αναγνωσταρά), Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και Νικήτα Τουρκολέκα (που σύντομα λαμβάνει τα παρατσούκλια Νικηταράς ο τουρκοφάγος ή Νικηταρού).

Οι τούρκοι κάτοικοι παραδίδονται παίρνοντας όρκους προστασίας της ζωής και της τιμής τους. Οι αιχμάλωτοι μοιράζονται δούλοι. Τους περισσότερους από αυτούς, με εξαίρεση τα όμορφα κορίτσια, σύντομα τους «έφαγε το σκοτάδι», σύμφωνα με την έκφραση του Φιλικού Αμβρόσιου Φραντζή.

Στις 24 Μαρτίου ο αρματολός και μέλος της Φιλικής Ξηροδημήτρης Πανουργιάς μαζί με τον ξάδελφό του οπλαρχηγό Γιάννη Γκούρα ηγούνται επίθεσης στα Σάλωνα (Άμφισσα). Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι, μαζί με εκείνους που έχουν περάσει στα Σάλωνα από τη Βοστίτσα, κλείνονται στο κάστρο. Οι πολιορκημένοι παραδίδονται με όρους, λόγω δίψας. Οι περισσότεροι από αυτούς σφάζονται. Όσοι γλίτωσαν γίνονται δούλοι.

Τη Λιβαδειά κτυπά ο αρματολός Φιλικός Θανάσης Διάκος στις 30 Μαρτίου. Τούρκοι και Αλβανοί μουσουλμάνοι καταφεύγουν στο κάστρο και αμύνονται μέχρι τις 25 Απριλίου. Παραδίδονται και σφάζονται όλοι χωρίς διάκριση.

Το Μεσολόγγι πέφτει την 1η Ιουνίου. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του σφάζονται ή μοιράζονται δούλοι.

Ακολουθεί το Βραχώρι (Αγρίνιο) στις 9 Ιουνίου. Εδώ μακελεύονται 500 μουσουλμανικές οικογένειες που είχαν παραδώσει με συνθήκη τα όπλα και το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης (200 κάτοικοι). Την ίδια τύχη έχουν και οι μουσουλμάνοι στο Ζαπάντι. Πρωταγωνιστής στις σφαγές στη δυτική Ρούμελη ήταν ο αρματολός Γιωργάκης Νικολού ή Βαρνακιώτης ο οποίος αργότερα προσέφερε τις υπηρεσίες του στους Οθωμανούς κατά των εξεγερμένων συμπατριωτών του και τελικά ξαναπέρασε στο ελληνικό στρατόπεδο μετά την έλευση του Καποδίστρια.

Ο κορυφαίος ιστορικός του 21 Τζορτζ Φίνλεϋ, γράφει για τις σφαγές των πρώτων ημερών στη Ρούμελη:

 

«Σε όλη την έκταση, από το ακρωτήριο Σούνιο ως την κοιλάδα του Σπερχειού, οι μουσουλμανικές οικογένειες, σε εκατοντάδες χωριά, εξοντώθηκαν και τα πτώματά τους , ανδρών, γυναικών και παιδιών  πετάχτηκαν σε κάποιο σπίτι, στην άκρη του χωριού, που του έβαλαν φωτιά. Κι αυτό γιατί κανένας χριστιανός δεν επέτρεπε στον εαυτό του τον εξευτελισμό να σκάψει λάκκο για να θάψει ενός απίστου το πτώμα».

 

Παρόμοια γεγονότα συνέβησαν σύμφωνα με τον Φίνλεϋ και στο Μοριά:

 

«Σε κάθε περιοχή της χερσονήσου, το χριστιανικό στοιχείο είχε ξεσηκωθεί και θανάτωνε τους μουσουλμάνους. Πυρπόλησαν τους πύργους και τις αγροικίες τους και κατέστρεψαν ολότελα τις περιουσίες τους, έτσι που να κάνουν εκείνους που είχαν καταφύγει στα κάστρα, να χάσουν κάθε ελπίδα επανόδου. Υπολογίζεται πως, από τις 26 Μαρτίου ως την Κυριακή του Πάσχα, που τη χρονιά εκείνη έπεσε στις 22 Απριλίου, θανατώθηκαν ανελέητα δέκα ως δεκαπέντε χιλιάδες περίπου ψυχές και εξολοθρεύτηκαν τρεις χιλιάδες πάνω κάτω τουρκικές αγροικίες και νοικοκυριά».

 

Και συνεχίζει ο Φίνλεϋ, παρατηρώντας εύστοχα:

 

«Η εξόντωση των Τούρκων από τους Έλληνες έγινε σύμφωνα με προμελετημένο σχέδιο. Και ήταν αποτέλεσμα περισσότερο των εκδικητικών προτροπών των Εταιριστών και των ανθρώπων των γραμμάτων».

 

Ο Δημήτρης Υψηλάντης που βρίσκεται στο Μοριά από τις 19 Ιουνίου ως πληρεξούσιος του αδελφού του Αλέξανδρου και αρχηγός της Φιλικής στην Ελλάδα προβαίνει σε μία πράξη ανατριχιαστική. Επικηρύσσει το σύνολο του αντρικού μουσουλμανικού πληθυσμού. Για κάθε κομμένο κεφάλι Τούρκου που του φέρνουν πληρώνει τρία γρόσια. Τόσα ήταν τα πεταμένα κεφάλια γύρω από την σκηνή του Υψηλάντη στο στρατόπεδο της Τριπολιτσάς (κατά τη διάρκεια της πολιορκίας) ώστε ήταν αδύνατον να μπεις μέσα χωρίς να σκοντάψεις πάνω τους.

Δύο ευρωπαίοι αξιωματικοί, ο προαναφερόμενος γάλλος Ρειμπό και ο άγγλος Ουίλιαμ Χάμπφρεϋ περιγράφουν με φρίκη δύο πανομοιότυπα περιστατικά που έζησαν και αφορούν περιπτώσεις άφιξης κεφαλοκυνηγών στο Δημήτρη Υψηλάντη για παράδοση των τρόπαιων και είσπραξης της αμοιβής. Και στα δυο περιστατικά οι ρωμιοί δολοφόνοι έχουν κυνηγήσει και αιχμαλωτίσει τρεις πεινασμένους άοπλους νεαρούς μουσουλμάνους που αναζητούσαν απελπισμένοι τροφή στην ύπαιθρο χώρα. Σκοτώνουν τους δύο από αυτούς, κόβουν τα κεφάλια τους και τα δίνουν στον τρίτο να τα μεταφέρει στον Υψηλάντη, έτσι ώστε οι θύτες να γλιτώσουν τον κόπο της μεταφοράς. Το μεταφορέα αιχμάλωτο σκοπεύουν να απαλλάξουν από το βάρος της κεφαλής του στο τέλος της διαδρομής, γεγονός που στις συγκεκριμένες περιπτώσεις αποφεύχθηκε εξ αιτίας της παρουσίας των δύο ξένων αξιωματικών.

Ανάμεσα στις μαζικές σφαγές των μουσουλμάνων, το μακελειό στο Νεόκαστρο ή Ναβαρίνο (Πύλο) υπερβαίνει όσα μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Η εδώ θηριωδία συντελείται σε δύο πράξεις.

Πράξη πρώτη, στις 14 Ιουλίου. Μια ομάδα 350 περίπου μουσουλμάνων, που αποτελείται από πεινασμένα γυναικόπαιδα και γέροντες, παραδίδεται στους πολιορκητές. Από αυτούς 16 άνδρες ηλικίας κάτω των εξήντα ετών μεταφέρονται στο κάστρο της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας) και γκρεμίζονται από τα τείχη. Οι υπόλοιποι μεταφέρονται με βάρκες και εγκαταλείπονται να πεθάνουν από την πείνα στο ερημονήσι Χελωνάκι κοντά στη Σφακτηρία. Ο ιστοριογράφος πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής, που ήταν παρόν, περιγράφει το τέλος τους:

 

«Δεν εξήρκει εις τους δυστυχείς αυτούς ότι πεινώντες κατέτρωγον τα των θνησιμαίων πτωμάτων των άλλων ομοίων αυτοίς ανθρώπων κρέατα αλλά και μη έχοντες πώς να αποβώσιν εις την ξηράν ελάμβανον τα πτώματα των τεθνεώτων, και μετεχειρίζοντο αυτά ως είδος λέμβου κωπηλατούντες δια των ιδίων χειρών των αλλά και κατά τούτο απετύγχανον διότι οι Έλληνες δεν τους άφηνον να πλησιάσωσιν εις την ξηράν, ή φονεύοντες αυτούς ή και εμποδίζοντες παντοιοτρόπως την εις την ξηράν αποβίβασίν των, έως ότου κατελύθησαν άπαντες με τοιούτον τραγικόν τέλος».

 

Πράξη δεύτερη, στις 7 Αυγούστου. Οι πολιορκημένοι μουσουλμάνοι στο Ναβαρίνο παραδίδονται με όρους σεβασμού της ζωής και της τιμής τους. Η συμφωνία προβλέπει την παράδοση της περιουσίας τους και μεταφορά τους με καράβια στην Αίγυπτο. Τα όσα διαπράττουν στη συνέχεια οι νικητές με αρχηγό τον επίσκοπο Μεθώνης Γρηγόριο, μόνο ως πράξεις ανθρωπόμορφων τεράτων μπορούν να χαρακτηριστούν. Η μαρτυρία του Φραντζή το πιστοποιεί:

 

«Τοιαύτη σφαγή τραγική και φόνος δεν εφάνησαν εις κανενός αιώνος ιστορίαν, καθότι όσοι εθανατώνοντο από βολήν πυροβόλου πάραυτα ελυτρούντο, αλλά όσοι επληγώντο, γυναίκες και άνδρες, έτρεχον εις την θάλασσαν ημιθανείς, τους οποίους, πλέοντας εις την θάλασσαν δι’ αλλεπαλλήλων πυροβολισμών εθανάτωναν. Άλλοι δε πάλιν βλέποντες άλλους να θανατώνονται ανηλεώς, δειλιώντες τον θάνατον, μάλιστα αι γυναίκες με τα βρέφη εις τας αγκάλας, ερρίπτοντο εις την θάλασσαν ολόγυμνοι (καθότι τους εξέδυον ολογύμνους), οι δε Έλληνες και εν τη θαλάσση επυροβόλουν κατ’ αυτών, ώστε τα ύδατα της θαλάσσης κατεφοινίσσοντο (κοκκίνισαν) από τα εκχεόμενα αίματα των δυστυχών αυτών ανθρώπων. Πολλοί δε πάλιν Έλληνες ήρπαζον εις χείρας των τα βρέφη και τους τριετείς και πενταετείς παίδας, και άλλα μεν έρριπτον κατά των πετρών και τα εθανάτωναν, άλλα δε ρίπτοντες ζώντα εις ην θάλλασσαν, επυροβόλουν κατ’ αυτών εντός του ύδατος ώστε τα δυστυχή πλάσματα και πνιγόμενα ακόμη υπό των θαλασσίων υδάτων, επυροβολούντο».

 

Καταγραμμένες μαζικές σφαγές άμαχου ισλαμικού πληθυσμού έχουμε επίσης στα Λαγκάδια, τη Μονεμβασία την Αταλάντη, το Βαθύ Σάμου. Στα Λεχώνια Μαγνησίας υπό την προτροπή του στελέχους της Φιλικής αρχιμανδρίτη Άνθιμου Γαζή αφανίζονται 600 άτομα, το σύνολο των κατοίκων. Στην Αθήνα, μέσα σε δύο ώρες μακελεύονται άλλοι 600 Τούρκοι.

Στον Ακροκόρινθο παραδίδονται οι μισοί από τους 1300 μουσουλμάνους που επέζησαν από την πείνα και τις αρρώστιες. Τους μεταφέρουν στο Λουτράκι όπου τα όμορφα αγόρια και κορίτσια τα μοιράζουν για να πουληθούν δούλοι. Από τους υπόλοιπους άλλους σφάζουν και άλλους φορτώνουν σε δυο σκάφη. Με εντολή του Πανουργιά τα σκάφη βυθίζονται στον Κορινθιακό και οι αιχμάλωτοι πνίγονται.

Στη Νάξο, τις Σπέτσες και το Τσιρίγο (Κύθηρα) σφάζεται μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων που είχε μεταφερθεί εκεί αιχμάλωτος.

Δύο υδραίικα μπρίκια, υπό τον Σαχτούρη και τον Πινότση κυριεύουν ένα καράβι που επιβαίνει ο ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός των Οθωμανών, ο Σέιχ Ουλ Ισλάμ, κάτι αντίστοιχο του Πατριάρχη των ορθοδόξων. Στο σκάφος βρίσκονται και πολλές τουρκικές οικογένειες. Σύμφωνα με το Φίνλεϋ, οι υδραίοι ναύτες τους σκοτώνουν όλους με πολύ άγριο τρόπο:

 

«Γέροι ανυπεράσπιστοι, αρχόντισσες, όμορφες σκλάβες, ακόμη και βρέφη, σφάχτηκαν πάνω στο κατάστρωμα σαν τραγιά».

 

Όλα ωστόσο τα προαναφερόμενα, ακόμα και το Ναβαρίνο, υστερούν σε κτηνωδία μπροστά σε όσα συνέβησαν στην άλωση της Τριπολιτσάς (Τρίπολης). Η λέξη Τριπολιτσά μπορεί να θεωρηθεί συνώνυμο της γενοκτονίας, η Σρεμπένιτσα του 19ου αιώνα.

Στην οχυρωμένη Τριπολιτσά, που αποτελούσε τη διοικητική πρωτεύουσα του Μοριά, είχε καταφύγει κυνηγημένος από τις πρώτες μέρες της εξέγερσης μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, μέσα εις αυτήν εκατοίκουν, σύμφωνα με το Φωτάκο, «υπέρ τας 35000 ψυχαί Τούρκοι, Χριστιανοί και Εβραίοι, και είχον έλθει εκεί και έως 4000 Αλβανοί με τον Κεχαγιάμπεη. Ήλθον ακόμη μέσα έως 8000 ψυχαί Μπαρδουνιώται, Μυστριώται, Φαναρίται, Λεονταρίται, Καρυτινοί και λοιποί (μουσουλμάνοι)». Οι περισσότεροι από τους 7000 χριστιανούς που ζούσαν εκεί πριν την εξέγερση είχαν εγκαταλείψει την πόλη.

Αρχηγός των εξεγερμένων ήταν ο Δημήτρης Υψηλάντης, επικεφαλής δε των τεσσάρων διοικήσεων οι Κολοκοτρώνης, Πετρόμπεης, Γιατράκος και Αναγνωσταράς. Κοντολογίς τα πάντα ήταν στα χέρια της Εταιρείας των Φιλικών, δικό της επομένως αποκλειστικά έργο ήταν η γενοκτονία που ακολούθησε.

Λίγες μέρες πριν την άλωση της, η πείνα και ο τύφος θερίζει τους πολιορκημένους. Ο Υψηλάντης γνωρίζοντας το τι θα επακολουθήσει και θέλοντας να μην χρεωθεί στα μάτια της Ευρώπης την ευθύνη του μακελειού, αναχωρεί με ένα μικρό σώμα για να παρακολουθήσει από τις ακτές τις κινήσεις μιας τουρκικής ναυτικής μοίρας.

Η ηγεσία της πόλης διαπραγματεύεται τους όρους για μια συνθήκη παράδοσης. Οι οπλαρχηγοί των πολιορκητών υπόσχονται χωριστά στις αρχοντικές οικογένειες των Τούρκων προστασία με αντάλλαγμα τις περιουσίες τους. Χιλιάδες χριστιανοί αγρότες έχουν αφήσει τα χωριά τους και έχουν μαζευτεί για να πάρουν μέρος στο πλιάτσικο. Ο Κολοκοτρώνης πουλάει χωριστή συμφωνία: άδεια διαφυγής στους τουρκαλβανούς στρατιώτες του Ελμάζ μπέη έναντι θησαυρού αξίας τεσσάρων εκατομμυρίων γροσίων που του παραδίδεται εντός 13 κιβωτίων (βάσει αυτής θα περάσουν στη Ρούμελη 800 άτομα). Η Μπουμπουλίνα μπαίνει στην πόλη και μαζεύει τα κοσμήματα από τις απελπισμένες τουρκάλες αρχόντισσες.

Ο γάλλος Ρεϋμπό που παίρνει μέρος στην πολιορκία σαν αρχηγός του πυροβολικού, γράφει για όσα συμβαίνουν αυτές τις τελευταίες μέρες: Τότε άρχισαν εκείνες οι επαίσχυντες συναλλαγές, που μέσα σε λίγες μέρες φόρτωσαν με αμύθητα πλούτη την Μπουμπουλίνα, τον Κολοκοτρώνη, τον Μαυρομιχάλη και άλλους. Τρέμοντας οι Τούρκοι και οι Εβραίοι για τη ζωή τους και τη ζωή των δικών τους, έτρεχαν να εξαγοράσουν με τεράστια ποσά ένα καταφύγιο στο τσαντίρι των εχθρών τους. Τα παζάρια γίνονταν την ημέρα αλλά το τίμημα του αίματος καταβαλλόταν τη νύχτα. Από το σούρουπο ως την αυγή, υποζύγια φορτωμένα με ασήμι και πολύτιμα αντικείμενα έβγαιναν από την πόλη και τραβούσαν για τις τέντες των καπεταναίων.

Η αποφράδα ημέρα ξημερώνει την Παρασκευή 23 Ιουλίου. Η αντίσταση της πόλης καταρρέει σε μια μικρή επίθεση και οι πολιορκητές σαν πεινασμένοι λύκοι ξεχύνονται στην πόλη.

Αδύνατη η περιγραφή των όσων ακολουθούν, σημειώνει ο Ρεϋμπό. Σε κάθε βήμα μας βλέπαμε να εκσφεδονίζωνται από τα παράθυρα γυναίκες, κορίτσια, παιδιά. Παρθένες μεγαλωμένες στη σκιά του μοναχικού χαρεμιού, αντίκριζαν ξαφνικά με τρόμο, φρίκη και παγωμένο αίμα το ματωμένο χέρι ενός άγριου στρατιώτη να τις αρπάζει και να τις γκρεμίζει από ψηλά στο δρόμο. Οι στρατιώτες διεκδικούσαν με λύσσα την είσοδο στα πλουσιόσπιτα. Ολόκληροι τοίχοι γκρεμίζονταν καθώς χιμούσε ορμητικό απάνω τους το μανιακό πλήθος, λες και ήταν αρχαίος πολεμικός κριός. Κόλαση φωτιάς και αίματος. Ο βρόντος των σπιτιών που σωριάζονταν συντρίμμια, το ατελείωτο τουφεκίδι, οι εκρήξεις των κανονιών, οι κραυγές των ετοιμοθάνατων και τα άγρια ξεφωνητά των νικητών ανακατεύονταν, δημιουργώντας μια συναυλία ανατριχιαστική. Οι Έλληνες βγάζουν μια ιδιαίτερη κραυγή όταν ορμούν στον εχθρό: ένα ούρλιασμα που τινάζεται από το λαρύγγι. Αλλά αυτή η κραυγή γίνεται αλλιώτικη όταν υψώνουν το στιλέτο ή το γιαταγάνι πάνω στο θύμα τους. Αδύνατο να το περιγράψω: η πικρή ειρωνεία της νίκης, η μανία για εκδίκηση, η απάνθρωπη δίψα του αίματος, όλα μαζί εκφράζονται με αυτή την κραυγή που συνοδεύεται συνήθως από ένα γέλιο σαρδόνιο, άγριο και τρομακτικό. Αυτή την κραυγή του ανθρώπου  τίγρη, του ανθρώπου που κατασπαράζει τον άνθρωπο.

Αυτή την εικόνα της κόλασης συμπληρώνει ο Φιλήμονας: Γυναίκες, σημειώνει, ων η λευκότης διεφιλονείκει και προς αυτήν την χιόνα, νεάνιδες, ων ουδ’ ο θάνατος κατεμάρανε την χιόνα, βρέφη, τα μεν χειραπτάζοντα τους μαστούς και βαβάζοντα, τα δε το στόμα έχοντα επί του μαστού μητρός αιμοφύρτου, νέοι, γέροντες, άνδρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές. Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ίν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ούθ’ ο πεζός, ούθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλ επί πτωμάτων.

Γι αυτό το πτωματόστρωτο μιλάει ο Κολοκοτρώνης στη διήγηση του όταν λέει: «Tο άλογο μου από τα τείχη ως τα σαράγια δεν επάτησε γη». Και συνεχίζει δηλώνοντας: Το ασκέρι οπού ήταν μέσα το Ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδραις 32000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτζάς.

Την ίδια τύχη με τους μουσουλμάνους είχε και ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης.

Οι νικητές μη χορταίνοντας από τους βιασμούς, το αίμα των χιλιάδων θυμάτων, το πλιάτσικο των πάντων (ακόμα και των σκουριασμένων καρφιών από τους τοίχους) και την αιχμαλωσία όμορφων παιδιών προς δουλεμπορία, καταφεύγουν στα ισλαμικά και ιουδαϊκά νεκροταφεία για να ανοίξουν τους τάφους και να πετάξουν έξω τους σκελετούς. Μετά αρχίζουν να χτυπιούνται μεταξύ τους για να πάρει ο ένας τα λάφυρα από τον άλλο.

Οι νικητές εγκαταλείπουν τελικά την Τριπολιτσά και φορτωμένοι με λάφυρα και δούλους γυρίζουν στα χωριά τους. Αφήνουν πίσω τους ερείπια και χιλιάδες άταφα πτώματα που κατασπαράσσονται από πεινασμένες αγέλες αδέσποτων σκύλων. Οι αρχηγοί τους κάνουν ταμείο. Ο Κολοκοτρώνης αναγνωρίζεται ικανότερος έχοντας συγκεντρώσει σαράντα εκατομμύρια γρόσια γι’ αυτό και λαμβάνει το παρατσούκλι «λαφύρας». Ο Γιατράκος με μια σκηνή λάφυρα υπολείπεται του Πετρόμπεη που άρπαξε δύο εκατομμύρια γρόσια ενώ αποστέλλει στη Μάνη δύο καμήλες και είκοσι μουλάρια φορτίο. Όσο δε για την Μπουμπουλίνα, καλά τα κατάφερε για γυναίκα: Έβαλε στο κεμέρι της τέσσερα εκατομμύρια γρόσια.

Ο Υψηλάντης επιστρέφει στα χαλάσματα της Τριπολιτσάς και επιθεωρεί το καταστροφικό έργο της Φιλικής Εταιρείας του. Αυτής της Εταιρείας των δολοφόνων που πέτυχε να επιφέρει την κατάρα του Ισλάμ εναντίον της Ρωμιοσύνης, κατόρθωσε δηλαδή να πραγματώσει το κρισιμότερο μέρος του ρωσικού σχεδίου για το 21.

Διαβάστε ακόμα: http://lithoksou.net/ghenoktonia.html

 

Οι σημειώσεις είναι της aformi και όχι του συγγραφέα και έγιναν για τη διευκόλυνση των αναγνωστών.

Σημειώσεις


[1] Ο Βασίλειος Καραβίας ή Καραβιάς γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1773. Σε νεαρή ηλικία μετέβη στη Ρωσία όπου κατατάχτηκε στο στρατό και έλαβε μέρος στους μεγάλους πολέμους της περιόδου 1806-1812. Έφτασε το βαθμό του ταγματάρχη και αποστρατεύτηκε το 1812. Στη συνέχεια, εγκαταστάθηκε στην ηγεμονία της Μολδαβίας, τιμήθηκε με ανώτερα αξιώματα, μεταξύ των οποίων και αυτό του στρατιωτικού διοικητή του Γαλατσίου, και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, από το Στέργιο Πρασά. Αφιέρωσε μάλιστα μεγάλο μέρος της περιουσίας σου για την ευόδωση του Εθνικού Σκοπού. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της επανάστασης στη Μολδοβλαχία το 1821, αγωνιζόμενος στο πλευρό του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, από τον οποίο έλαβε τον τίτλο του χιλιάρχου και έγινε μέλος του εννεαμελούς Γενικού Βουλευτικού.

Ο Βασίλειος Καραβίας ήταν ο πρώτος που ανύψωσε την ελληνική σημαία στο Γαλάτσι την 21η Φεβρουαρίου 1821. Επικεφαλής 150 Ελλήνων, επιτέθηκε στους Τούρκους του Γαλατσίου, τους οποίους ύστερα από πεισματώδη μάχη, ανάγκασε να φύγουν. Ωστόσο, υποστηρίζεται ότι σημειώθηκαν σφαγές αμάχων που προκάλεσαν τη δυσπιστία του ντόπιου πληθυσμού.

Αμφιλεγόμενη ήταν η συμμετοχή του στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου 1821, όπου ως αρχηγός του ιππικού ενήργησε αυτόβουλα και πρόωρα με αποτέλεσμα να αποτύχει η πρώτη του επίθεση κατά των Τούρκων. Στη συνέχεια η υποχώρησή του Καραβία με τους ιππείς του προς τα ορεινά, άφησε τον Ιερό Λόχο, ο οποίος είχε κινηθεί προς βοήθειά του, χωρίς υποστήριξη ιππικού με συνέπεια περικυκλωμένος από τον τουρκικό στρατό να αποδεκατιστεί.

Μετά την καταστροφή της μάχης του Δραγατσανίου, ο Βασίλειος Καραβίας κατέφυγε στην Αυστρία. Αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου και πέθανε στη Σύρο το 1830.

[1] http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%AF%CE%B1%CF%82

 

[2] Το Γκαλάτσι (ρουμ.: Galaţi) είναι πόλη και λιμάνι στην ανατολική Ρουμανία, έδρα της ομώνυμης περιοχής. Βρίσκεται στις όχθες του Δούναβη, πολύ κοντά στην πόλη Βραΐλα, με την οποία αποτελεί ενιαία μητροπολιτική περιοχή. Το 2002 είχε πληθυσμό 298.861 κατοίκων και ήταν έτσι η 7η μεγαλύτερη πόλη της Ρουμανίας.

Η πόλη αναφέρεται για πρώτη φορά το 1445. Το 1789, κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, η πόλη πυρπολήθηκε από τις ρωσικές δυνάμεις υπό τη διοίκηση του Μιχαήλ Καμένσκι. Η πόλη έγινε το 1907 χώρος αγροτικής εξέγερσης, η οποία συνετρίβη από τον ρουμάνικο στρατό.

Στο Γκαλάτσι βρίσκεται η μεγαλύτερη χαλυβουργία της Ρουμανίας, η Arcelor-Mittal Galaţi, που ήταν υπό κρατική ιδιοκτησία μέχρι το 2001. Εδώ βρίσκεται επίσης το μεγαλύτερο ναυπηγείο του Δούναβη, λόγω της καλής πρόσβασης που έχει η πόλη στη Μαύρη Θάλασσα και της μικρής απόστασης με το εργοστάσιο χαλυβουργίας. Η πόλη είναι αδελφοποιημένη, μεταξύ άλλων, με τον Πειραιά από το 1985.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B9

 

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Σχόλια (6)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η Politis λέει:

    Για να είμαστε δίκαιοι θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η πολιτική σφαγών ήταν γενικευμένη εκείνη την εποχή. Δεν ήταν μόνο πολιτική επαναστατών ή παραβατικών, αλλά και επίσημη πολιτική της εξουσίας και τους κράτους.

    Φρικτά είναι τα όσα έγιναν σ” όλητην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως αποτέλεσμα του τζιχάντ που κήρυξαν οι μουσουλμάνοι και δημιούργησε δεκάδες χιλιάδες θύματα μεταξύ των αθώων.

    Χαρακτηριστικές είναι οι μαρτυρίες των ξένων περιηγητών όπως μας τις παραδίδει ο Σιμόπουλος:

    Από το βιβλίο του Κ. Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21, Αθήνα 1979, τ. 1

    1) Ο ιερέας της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη R. Walsh

    «Βάδιζα σε ένα στενοσόκακο. Μπροστά μου προχωρούσε ένας Τούρκος. Ξαφνικά φάνηκε να κατεβαίνει απέναντι ένας Έλληνας. Στάθηκε και κόλλησε την πλάτη στον τοίχο αφήνοντας τόπο για να περάσει ο Οθωμανός. Εκείνος έβγαλε το γιαταγάνι και τον έσφαξε. Ύστερα καθάρισε τη ματωμένη λεπίδα, μπήκε στο διπλανό καφενείο κι’ άναψε τσιμπούκι» σ. 121

    Κάθε μέρα διαδραματίζονταν καινούργιες ωμότητες, γράφει ο Walsh. Τα θύματα απαγχονίζονταν σε πόρτες ή σε τοίχους. Πτώματα ακέφαλα έβλεπες στη μέση του δρόμου, ποδοπατημένα και τυλιγμένα στο βόρβορο. Ήταν οι μέρες που γύριζαν τα αποδημητικά όρνια. Γύπες και άλλα σαρκοβόρα πουλιά πετούσαν ολημερίς, έτσι που σκέπαζαν σαν κουνουπιέρα τις περιοχές όπου υπήρχαν πτώματα. Τις νύχτες πάλι κοπάδια από αδηφάγα σκυλιά ούρλιαζαν γύρω από ακέφαλα κουφάρια ή διεκδικούσαν γρυλίζοντας άγρια κάποιο κεφάλι, δαγκώνοντας και γδέρνοντας. Οι Τούρκοι ρίχτηκαν ύστερα με μανία εναντίον των ελληνικών χώρων λατρείας. Άρχισαν στις 17 Απριλίου καταστρέφοντας το ναό του αγίου Ρωμανού και το θαυματουργό Μπαλουκλή…Ακολούθησε ο χαλασμός των εκκλησιών που βρίσκονταν μέσα στην πόλη. Σε μερικές γκρέμιζαν τις σκεπές και τους τοίχους. Σε άλλες κατέστρεφαν στασίδια, αναλόγια, άμφια, εκκλησιαστικά βιβλία. Λίγες μέρες αργότερα εισόρμησαν στο τυπογραφείο του πατριαρχείου. Χτυπούσαν με τσεκούρια τις μηχανές και γέμιζαν τις τσέπες τους με τυπογραφικά στοιχεία. [σημ. 37: στις 12 Ιουνίου 1821 ο πρεσβευτής της Σουηδίας έδινε σε αναφορά…μια συνοπτική εικόνα της τραγωδίας των Ελλήνων της Πόλης: «Η πρωτεύουσα παρουσιάζει ακόμα το ίδιο θέαμα…ομαδική εκτέλεση 450 ανδρών και πολλών παιδιών που η μόνη ενοχή τους είναι πως οι πατεράδες τους γεννήθηκαν στο Μωριά….παντού δολοφονίες Χριστιανών από τον ένοπλο τουρκικό όχλο, που διασκεδάζει..»] σελ. 126

    Εκείνες τις μέρες ο Walsh πληροφορήθηκε ότι έφθασαν στην Πόλη σακκιά με 2.500 ζευγάρια αφτιά από τη σφαγή των Ελλήνων της Πάτρας, κι ότι μπορούσε να δει κανείς αυτά τα πολεμικά τρόπαια, στοίβες μπροστά στην πύλη του σεραγιού. «Πίστευα πως ήταν φήμες, ανατολίτικα παραμύθια. Κι ότι αν τέτοια δημόσια έκθεση μπορούσε να γίνει σε περασμένους αιώνες θα ήταν αδύνατο να συνεχίζεται στην εποχή μας αυτό το βάρβαρο έθιμο». Πήρε ένα γενίτσαρο και ξεκίνησε για το σεράι. «Οι δρόμοι παρουσίαζαν πένθιμη εικόνα…Περάσαμε πλάι στο πτώμα ενός αποκεφαλισμένου. Το αίμα έτρεχε ακόμα από τις φλέβες. Γύρω-γύρω ένα κοπάδι σκυλιά καθισμένα στα πισινά τους. Μερικά είχαν κι όλας γλύψει το αίμα, κι όλα μαζί περίμεναν να νυχτώσει για να κατασπαράξουν το πτώμα. Ήταν πεταμένο σε ένα στενό σοκάκι του παζαριού μπροστά σε ένα χασάπικο κι από πάνω του ακριβώς κρέμονταν κρέατα, έτσι που νόμιζε κανείς πως ήταν κομμάτια από το ίδιο το πτώμα. Οι Τούρκοι δρασκέλιζαν αδιάφορα το κουφάρι». Έφθασε στην πύλη του σεραγιού και διαπίστωσε την ακρίβεια της πληροφορίας… «Στις δυο πλευρές της πύλης υπήρχαν δυο στοίβες, σαν μικρά δεμάτια σανού, από κάθε λογής κομμάτια του προσώπου. Τα αφτιά ήταν τρυπημένα και κρέμονταν από σπάγγους. Μαζί με κάθε μύτη είχαν κόψει επίσης το πάνω χείλος και ένα κομμάτι από το μέτωπο. Μαζί με τα πηγούνια υπήρχαν το κάτω χείλος καθώς και μακριά, συνήθως, γενειάδα. Σε μερικές περιπτώσεις ήταν πελεκημένο κάθετα ολόκληρο το πρόσωπο και όλα τα χαρακτηριστικά της μορφής παρέμεναν ανέπαφα. Άλλοτε ήταν χωρισμένα κατά κατηγορίες, ανάλογα με τον ακρωτηριασμό. Εκεί έμεναν κρεμασμένα ώσπου, σαπίζοντας εντελώς, έπεφταν στη λάσπη του δρόμου. Οι Τούρκοι περνούσαν πατώντας τα αδιάφοροι. Τα λείψανα των προσώπων, καθώς βρίσκονταν σε αποσύνθεση, κολλούσαν στα παπούτσια των περαστικών. Έτσι έβλεπες τον Τούρκο να βαδίζει με ένα χείλος ή πηγούνι στις παντούφλες του. Και καθώς ξεπετιόνταν τα ανθρώπινα γένεια, νόμιζες πως τα παπούτσια ήταν φοδραρισμένα με γουναρικά» σελ. 128

    Ο Walsh παρακολούθησε στην προκυμαία της Πόλης την πανηγυρική υποδοχή του καπουδάν πασά κατά το γυρισμό του από τις ελληνικές θάλασσες ύστερα από την καταστροφή του Γαλαξιδιού και την αιχμαλωσία των καραβιών… «Δύο τρίκροτα αγκυροβόλησαν ακριβώς απέναντι από τα παράθυρά μου. Με την αυτοκρατορική σημαία και ένα σωρό κρεμασμένους από τα ξάρτια. Κοπάδια γλάροι πετούσαν γύρω από τα πτώματα κρώζοντας. Έμειναν κρεμασμένα τρεις μέρες. Από την αποσύνθεση έπεφταν στη θάλασσα κι εκεί έπλεαν ολόκληρο μήνα, ώσπου τα ρεύματα τα παρέσυραν έξω από το λιμάνι..» σελ. 129

    Ο Άγγλος κληρικός συγκέντρωσε από γενίτσαρο της φυλακής του σεραγιού πληροφορίες για τους βασανισμούς των 36 Ελλήνων εμπόρων που είχαν συλληφθεί ύστερα από τα γεγονότα της Χίου. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Είδε να γυμνώνουν εντελώς έναν Έλληνα και να τον κρεμούν ανάποδα. Το αίμα μαζευόταν στο κεφάλι κι ο άνθρωπος πνιγόταν. Σ’ αυτή τη θέση τον χτυπούσαν δύο με κοντοράβδια ώσπου τον άφηναν αναίσθητο ή νεκρό. Έναν άλλο τον κρέμασαν από τα αφτιά σε σιδερένιους γάντζους προσδένοντας στα πόδια του ένα βάρος. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου είχαν τόσο παραμορφωθεί, που νόμιζες ότι το στόμα του είχε φθάσει στο μέτωπό του. Είδε να καρφώνουν με ένα εργαλείο βελόνες στις άκρες των δακτύλων κάποιου κρατουμένου, έτσι που οι αιχμές να βγαίνουν πίσω από τα νύχια του. Είδε να ξεβιδώνουν με ειδικό εργαλείο την άρθρωση των καρπών και να τη συστρέφουν, έτσι που το πίσω μέρος του χεριού να παίρνει τη θέση της παλάμης. Είδε να εφαρμόζουν στο μέτωπο Έλληνα κρατούμενου ένα στεφάνι και να το συμπιέζουν βιδώνοντας το σιγά-σιγά πάνω στα μηνίγγια. Στο τέλος, τα μάτια του θύματος έβγαιναν έξω από τις κόγχες. Είδε να εφαρμόζουν στο κεφάλι ενός Έλληνα πυρακτωμένο μεταλλικό φέσι. Είδε να ανάβουν το φούρνο της φυλακής και να σπρώχνουν μέσα τα θύματα ώσπου να καψαλιστούν τα μαλλιά και τα γένεια, και το δέρμα να φουσκαλιάσει και να ξεκολλήσει από το κορμί. Ο Walsh μίλησε και με Έλληνες που έτυχε να επιζήσουν ύστερα από τους φρικαλέους βασανισμούς. Ένας κρατούμενος είχε αλυσοδεθεί στις φυλακές του Μπάνιου με σιδερένιους χαλκάδες στα σφυρά. Του εξάρθρωσαν τους καρπούς με βιδολόγους. Το σώμα του είχε τόσο σακατευτεί, που για να μετακινηθεί χρησιμοποιούσε δεκανίκια. Τον βασάνιζαν για να αποκαλύψει τους πρωταίτιους του ξεσηκωμού. Σελ. 136-7

    2) Ο Άγγλος John Came

    Παραβρέθηκε και στην εκτέλεση ενός Έλληνα. «Γονάτισε και δίπλωσε ήρεμα τα χέρια στο στήθος χωρίς καμιά αλλαγή στην έκφρασή του. Την ίδια στιγμή δέχτηκε το χτύπημα. Πέρασα δύο φορές πλάι στο πτώμα του. Οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει, κατά τη συνήθειά τους, το κομμένο κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του ανάστροφα, έτσι που η φρικαλέα όψη του να συναντά το βλέμμα του διαβάτη. Αργότερα στη Σμύρνη είδα ένα πρωί τα πτώματα εικοσιτριών Ελλήνων, σωρό το ένα πάνω στο άλλο. Σελ.149

    Κάπου-κάπου έβλεπες ένα πτώμα να επιπλέει κοντά στην ακτή. Ο Came βρέθηκε μια μέρα ανάμεσα σε κάμποσους Τούρκους που παρατηρούσαν με αγαλλίαση ένα σκοτωμένο Έλληνα. Κάποιος απ’ αυτούς βάλθηκε να πετάξει το πτώμα στη θάλασσα σέρνοντάς το με ένα γάντζο. «Αλλά ένας άλλος τον σταμάτησε για να το γδύσει ολότελα και να πάρει ό,τι φορούσε. Ύστερα το έρριξαν ολόγυμνο στα νερά». Σελ. 150

    3) Το χρονικό του Γερμανού τεχνίτη Johann Wilhelm August Streit

    «Ο οθωμανικός όχλος, σε φοβερή έξαψη, ρίχτηκε στα σπίτια των Ελλήνων αρχόντων και άρχισε τη λεηλασία. Βασάνιζαν τους ενοίκους με θηριωδία, έκοβαν μύτες και αφτιά και τους γκρέμιζαν ύστερα από τα παράθυρα στο δρόμο» σελ. 151

    Το πλήθος κατέλαβε τις φυλακές του Κατροσάν και άρπαξε τους 186 Έλληνες. Οι Τούρκοι σκότωσαν πολλούς επιτόπου και άλλους «τους έδεσαν με σκοινιά και τους έσερναν στα καλντερίμια, ώσπου οι σάρκες αποκολλήθηκαν από τα οστά και οι δύστυχοι βρήκαν πικρό θάνατο». Έδεναν τα πόδια και τα χέρια των Ελλήνων με σκοινιά και τα τραβούσαν από όλες τις μεριές διαμελίζοντάς τα. Έκοβαν τα κεφάλια τους, τα κάρφωναν στις αιχμές των σπαθιών και τα τριγύριζαν στους δρόμους θριαμβικά. ….Άναβαν φωτιές σε όλους τους δρόμους και εκεί βασάνιζαν τους Έλληνες. «Πύρωναν στη φλόγα τα μεταλλικά τμήματα των όπλων και τα έμπηγαν στα ξεγυμνωμένα κορμιά. Τους έψηναν στα κάρβουνα σιγά-σιγά, πρώτα τα πόδια, ύστερα τα χέρια και ολόκληρο το κορμί ώσπου να ξεψυχήσουν. Περνούσαν πυρακτωμένα σύρματα στη μύτη, έκαιγαν τα βλέφαρα των θυμάτων με πυρωμένα σίδερα. Το άλλο πρωί είδε πολλούς Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, κρεμασμένους ανάποδα από τα παράθυρά τους. «Τα θύματα σπαρταρούσαν και ούρλιαζαν. Στα οπίσθια πολλών είχαν καρφώσει μαχαίρια και σπαθιά. Κάθε τόσο έκοβαν και ένα κομμάτι σάρκα» σελ. 152

    «Εκείνο το πρωινό γύρω στα 4.000 πτώματα και των δύο φύλων, κεφάλια, πόδια, κείτονταν στους δρόμους της Πόλης. Χωρίς να λογαριάσουμε όσους σκοτώθηκαν στα σπίτια τους ή κρεμάστηκαν από τα παράθυρα». Ο νεαρός Streit παρακολούθησε τη φοβερή σφαγή από το εργαστήριο του αφεντικού του, που βρισκόταν στην πλατεία του Μουφτή. «Μόνο σ’ αυτή την πλατεία μέτρησα γύρω στα 300 πτώματα. Βραβεία ορίζονταν για την επινόηση των πιο φριχτών βασανιστηρίων». Κάτι μεθυσμένοι Τούρκοι είδαν τον Streit και δύο παραγιούς που κοιτούσαν από το παράθυρο και τους κάλεσαν να πάρουν μέρος στη σφαγή. Τους όπλισαν και τους ανάγκασαν να ενταχθούν σε μια συμμορία. Μπήκαν στο σπίτι ενός πλούσιου Έλληνα κοσμηματοπώλη –το μαγαζί του, που βρισκόταν στο ισόγειο, ήταν κιόλας καταστραμμένο. Αφού καταλεηλάτησαν το σπίτι ανακάλυψαν στο ανώγειο την οικογένεια: πατέρα, μητέρα, δύο θυγατέρες και μια υπηρέτρια. «Η μια κόρη, ένα λεπτό και όμορφο κορίτσι, όταν ένας Τούρκος θέλησε να της επιτεθεί, πήδηξε από το παράθυρο στο κενό. Κατέβασαν την οικογένεια στην πλατεία. Εκεί ξεγύμνωσαν την άλλη κόρη και την υπηρέτρια και έκοψαν πρώτα τους μαστούς και ύστερα τη μύτη τους. Ο γιος, ένας εύρωστος νέος 24 χρόνων, χύμηξε πάνω στον Τούρκο, τον γρονθοκόπησε στον κρόταφο, άρπαξε το ματωμένο γιαταγάνι από το χέρι του, και με ένα χτύπημα από πάνω προς τα κάτω του έκοψε τη μύτη έτσι που έμεινε κρεμασμένη από τα χείλια του. Μέσα σ’ ένα λεπτό τον είχαν κιόλας κατακομματιάσει εκατό σπαθιά».

    Στο μεταξύ άλλοι Τούρκοι στερέωναν στο χώμα πολλές σιδερένιες σούβλες. Εκεί θα κάθιζαν τα θύματά τους για να παραδώσουν το πνεύμα σφαδάζοντας. Το επεισόδιο με τον Έλληνα, είχε προκαλέσει γενικό ερεθισμό. Οι σούβλες ήταν ογδόντα περίπου. Γύμνωσαν τους Έλληνες – γύρω στους 65 νέοι, γέροι, γυναίκες – και τους κύκλωσαν με ξεθηκαρωμένα σπαθιά, μπροστά στις σούβλες. Αλλά ήρθε η νύχτα. Η βασανιστική εκτέλεση αναβαλλόταν. Έστησαν καζάνια πάνω στις φωτιές και ετοίμασαν πόντσι. Μεθούσαν και αλάλαζαν. Κατά τα μεσάνυχτα έφεραν και άλλους Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, ανάμεσά τους και τρία μικρά παιδιά. Τα σούβλισαν με τα σπαθιά και τα έρριξαν ζωντανά στη φωτιά. Κάθε τόσο τραβούσαν έναν Έλληνα κοντά στις πυρές και τον βασάνιζαν. Κάρφωναν τα αφτιά του πάνω σε πάγκους, άδειαζαν με το φτυάρι κάρβουνα στο στόμα τους, που το άνοιγαν με ρόπαλα, ξεκολλούσαν με πυρωμένες τανάλιες κομμάτια από τις σάρκες τους. Το πρωί…Δυο κακούργοι άρπαζαν έναν Έλληνα ή μια Ελληνίδα τους ανασήκωναν ψηλά τους κάθιζαν με δύναμη πάνω στο κοφτερό και μυτερό σιδεροπάλουκο, έτσι που η αιχμή περνώντας από τα σπλάχνα έφτανε στο στήθος. Παλούκωσαν σαραντατέσσερες. Έτσι καρφωμένοι σπαρταρούσαν σαν τα σκαθάρια που τα παιδιά διατρυπούν με βελόνα για να διασκεδάσουν. Ένα ουρλιαχτό θανατερής αγωνίας υψωνόταν ώς τον ουρανό. Κρατούσε μια περίπου ώρα, έσβηνε και τα κεφάλια έγερναν στο πλάι». Ακόμα και οι Τουρκάλες συναγωνίζονταν αυτούς τους φονιάδες σε αγριότητα και απανθρωπία, γράφει ο Steit. «Δεν είδα ούτε ένα Τούρκο που το πρόσωπό του να δείχνει συμπόνια. Ακόμη και παιδιά έξη χρόνων ξεθύμαιναν το μίσος τους πάνω στους νεκρούς. Τρυπούσαν με μαχαίρια τους σκοτωμένους Έλληνες». Ύστερα άρχισαν να καθαρίζουν τους δρόμους από τα αναρίθμητα πτώματα. «Πολλά ρίχτηκαν σε μεγάλους λάκκους έξω από την πόλη και σκεπάστηκαν με ασβέστη και χώματα, άλλα κάηκαν ή πετάχτηκαν στη θάλασσα». Στο μεταξύ συνεχίζονταν οι συλλήψεις. Κάθε πρωί ώς εκατό Έλληνες μεταφέρονταν στον τόπο των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων, έξω από την Κωνσταντινούπολη. «Πολλοί σταυρώνονταν πάνω σε δέντρα. Καρφώνονταν τα χέρια και τα πόδια τους κι εκεί πέθαιναν από την αιμορραγία και τους φριχτούς πόνους. Άλλους θανάτωναν χτυπώντας τους με βούρδουλα. Σε πολλούς έκοβαν πόδια και χέρια με πριόνι. Διατρυπούσαν τα παιδιά με τη λόγχη και τα τριγύριζαν στους δρόμους, έτσι καθώς σπαρταρούσαν καρφωμένα, ώσπου να ξεψυχήσουν» σελ. 153-154

    3) ο Γάλλος γεωλόγος V. Fontanier

    Πηγαίνοντας ο Fontanier στο μέγαρο της πρεσβείας πέρασε από ένα βρώμικο σοκάκι γεμάτο σκύλους. Εκεί είδε «ανθρώπινα κορμιά αποκεφαλισμένα πλάι σε ένα χασάπικο όπου κρέμονταν μοσχάρια και αρνιά» σελ. 158

    Ο F. παρατήρησε ότι οι Ευρωπαίοι δεν έκρυβαν διόλου τον φιλοτουρκισμό τους. «Όλοι εγκωμίαζαν τα ανθρωπιστικά αισθήματα των Οθωμανών, τη μεγαλοψυχία, τη μετριοπάθειά τους. Οι δύστυχοι Έλληνες, που τα πτώματά τους φαίνονταν σκορπισμένα εδώ και κει, «είχαν εγκάρδια μεταχείριση». Σελ. 158

    Επιστρέφοντας ο Fontanier στην κατοικία του δέχτηκε επίθεση από ένα κοπάδι αγριόσκυλα και άγριο πετροβολητό από ένα τσούρμο τουρκόπουλα. Εκεί πλάι είδε έναν αποκεφαλισμένο Ρωμιό, πεσμένο μπρούμυτα. Το κεφάλι ήταν απιθωμένο στα οπίσθια του πτώματος. Γύρω-γύρω στέκονταν Τούρκοι που χασκογελούσαν και το έσπρωχναν με τα ραβδιά τους. Σελ. 158

    4) ο Ρώσσος διπλωμάτης Σεργκέι Ιβάνοβιτς Τουργκένιεφ

    Μέσα σε μια μόνο μέρα συνέλαβαν 300 Μωραΐτες μικρέμπορους και τους εκτόπισαν στα μεταλλεία της Ασίας. Ο τουρκικός όχλος έσφαζε. Στο Πέραν και στον Γαλατά λεηλατούσαν τα σπίτια και δολοφονούσαν Χριστιανούς. «Τα αστραφτερά νερά του Βοσπόρου γέμισαν, από τη μια ακτή ώς την άλλη, ακρωτηριασμένα πτώματα Ελλήνων». Όλα τα χριστιανικά χωριά γύρω από την πρωτεύουσα ήταν έρημα. «Δεν έβλεπες παρά μόνο αποκεφαλισμένα κορμιά Χριστιανών ή Τούρκους που έμπαιναν στα κατάκλειστα και ακατοίκητα σπίτια – οι νοικοκυραίοι τους είχαν φύγει ή είχαν θανατωθεί – για να αρπάξουν ό,τι είχαν περιφρονήσει οι πρώτοι λαφυραγωγοί, πράγματα βαμμένα στο αίμα ή ποτισμένα με δάκρυα». Σελ. 181

  2. Ο/Η νικηφορος λέει:

    πολιτη τους τους το χαλασες

  3. Ο/Η Sotiris λέει:

    Εγώ αύτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί γίνεται προσπάθεια από την μια να αποδείξουμε πως οι Τούρκοι δεν ήταν και τόσο κακοί και από την άλλη πως και οι έλληνες έκαναν σφαγές. Είναι δεδομένο πως η Οθωμανική αυτοκρατορία έκανε αίσχοι και βαρβαρότητες. Επίσης, είναι δεδομένο πως ένας λαός που είχε περάσει τόσα υπό τον τούρκικο ζυγό όταν βρήκε την ευκαιρία πήρε εκδίκιση. Γιατί αυτό είναι τόσο απίστευτο και ακατανόητο. Πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Εγώ δεν μπορώ να φανταστώ άλλο τρόπο. Είναι δυνατόν μετά από τόσα χρόνια σκλαβιάς να έμπαινε ο Ελληνικός στρατός στις πολιορκημένες πόλεις και να έλεγε ευγενικά στους Τούρκους «περάστε έξω παρακαλώ». Εντάξει αυτό είναι κωμικοτραγικό και αδύνατο για πολλούς λόγους…Η εκδίκιση και η σφαγή ήταν ο μόνος δρόμος από όλες τις απόψεις. Αν φυσικά το ζήτημα είναι ποιός ήτανε ποιό βάρβαρος και ποιός έκανε περισσότερες σφαγές, που δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει αυτό ερώτημα πέραν από εθνικιστικούς λόγους, είναι δεδομένο πως οι Τούρκοι ήταν πιο βάρβαροι από τους Έλληνες και από άποψη κουλτούρας αλλά και λόγω του ότι ήτανε κατακτητές για 400 χρόνια. Αν πάλι το θέμα μας είναι ότι και οι Έλληνες δεν ήταν “άγιοι” εντάξει αυτό καλύτερα να το σκεφτόσασταν όλοι εσείς που τους παρουσιάζατε ώς τέτοιους σε όλα τα σχολικά βιβλία και τώρα προσπαθήτε, για δικούς σας λόγους, να αποδείξετε το αντίθετο. Είμαι βέβαιος πως και οι “γείτονες” τα ίδια θα λένε για εμάς και για τους προγόνους τους στα δικά τους βιβλία.

  4. Ο/Η Αντώνης λέει:

    Ο Politis έχει απολύτως λάθος στο σκεπτικό του.
    Αναφέρει περιστατικά όχι εθνοκαθάρσεων αλλά βίας είτε θρησκευτικής (απέναντι σε αλλόθρησκους) είτε σε εξεγερμένους. Οι προκαπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί δεν διαχωρίζονταν με βάση την εθνότητα αλλά τη θρησκεία. Χριστιανοί-μουσουλμάνοι στην περίπτωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Υπήρχε φυσικά θρησκευτική καταπίεση -όπως υπήρχε, αντίστοιχα, καταπίεση των Εβραίων στη δυτική Ευρώπη. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν υπήρχε συστηματική εξόντωση του πληθυσμού με βάση την εθνότητα, αλλά ούτε και τη θρησκεία. Αν υπήρχε θα εξοντωνόταν ολόκληρος ο πληθυσμός των Εβραίων στην μεσαιωνική Ευρώπη ή των χριστιανών στην Οθωμανική αυτοκρατορία, πράγμα που δεν έγινε. Και, για να είμαστε πράγματι δίκαιοι, η μουσουλμανική θρησκεία, και οι Οθωμανοί, ήσαν πολύ πιο ανεκτικοί από τους χριστιανούς ηγεμόνες του μεσαίωνα, τηρουμένων των αναλογιών. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί επιβίωσαν, παρά την καταπίεση, τόσο στην σημερινή Ελλάδα όσο και στη Μικρά Ασία παρά το ξέσπασμα της επανάστασης πολλές δεκαετίες μετά.
    Αντίθετα η εξόντωση των τουρκικών πληθυσμών στο νεοελληνικό κράτος μετά το 1821 πήρε ολοκληρωτική μορφή: εξοντώθηκαν όλοι οι τουρκικοί πληθυσμοί, μηδενός εξαιρουμένου σε σύντομο χρονικό διάστημα και με μεθόδους μαζικής σφαγής. Έτσι έχει δίκιο το άρθρο του Λιθοξόου. Πρόκειται για την πρώτη συστηματική εξόντωση πληθυσμού στα Βαλκάνια με όρους εθνοκάθαρσης.

  5. Ο/Η Ηλίας λέει:

    Για φαντάσου!!!
    Κι όλα αυτά για να έχουμε μια Ελλάδα σαν την σημερινή…

  6. Ενδιαφέρουσα ανάρτηση με αναφορές σε Άγγλους, Γάλλους, Σουηδούς και λοιπούς πρόξενους στην Ελλάδα ή εντεταλμένους γενικά.

    Με αυτή την Αφορμή θα αναφερθώ στις αφηγήσεις ενός Έλληνα πρόξενου, του Ίωνα Δραγούμη, που υπηρέτησε στο Μοναστήρι, την Κων/πολη και την Αγία Πετρούπολη.

    Χάριν ισορροπίας λοιπόν (τουλάχιστον) θα ήταν καλό να μελετούνται και τέτοιες ανταποκρίσεις, ειδικά σε καιρούς που οι εξελίξεις στη βόρεια Ελλάδα σημειώνουν μια κάποια κινητικότητα και ενώ ήδη η διεθνής κοινότητα φαίνεται να αναγνωρίζει ένα κράτος ως «Μακεδονία» ενώ κάποιοι δηλώνουν σταθερά απρόθυμοι να το δεχτούν.

    Είναι νομίζω καιρός να αρχίσουν και οι ελευθεριακοί κύκλοι να τοποθετούνται πάνω σε καίρια ζητήματα σαν αυτό και να μη φοβούνται να τ’αγγίξουν.

Αφήστε μήνυμα