Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Προσκύνημα στη Λούρδη (Lourdes)- Μια θρησκευτική κατήχηση (ελαφρώς μεταμοντέρνα)



Κριτική στην ταινία και κριτική στις κριτικές της ταινίας

Στη Λούρδη είδαμε με τα μάτια μας

το θαύμα της καλής αγγελίας του Θεού μας

είδαμε τους ανάπηρους να περπατούν,

τους τυφλούς να βλέπουν,

τους κουφούς να ακούνε

και το Ευαγγέλιο να βιώνεται.

Αλλά εμείς γνωρίζουμε

ότι όλα όσα είδαμε έχουν ελάχιστη αξία

μπροστά στο μεγάλο αόρατο θαύμα που συμβαίνει

στην ψυχή του κάθε προσκυνητή

(Λούρδη: από την προσευχή για τη θεραπεία της ψυχής)

Αυτό που προκαλεί θαυμαστή εντύπωση, μεγαλύτερη ενδεχομένως και από τις θαυμαστές εμφανίσεις της Παρθένου Μαρίας, είναι η ευκολία με την οποία οι περισσότερες κριτικές και παρουσιάσεις της ταινίας Λούρδη, την αντιμετώπισαν με θετικό τρόπο (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και με διθυράμβους), “βλέποντας” στην ταινία πολλά προτερήματα και παραβλέποντας προβληματικά της στοιχεία. Και επειδή οι περισσότερες από αυτές τις κριτικές προέρχονται σε γενικές γραμμές από τον προοδευτικό χώρο, τα σχόλιά τους για την ταινία, τοποθετούνται αναγκαστικά στα πλαίσια μιας προοδευτικής αντίληψης περί των θρησκευτικών ζητημάτων.

Αυτός είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο αποφάσισα να κάνω κάποιες παρατηρήσεις, πάνω στον τρόπο με τον οποίο η σκηνοθέτιδα χειρίζεται το θέμα της από ιδεολογική άποψη. Δηλαδή να προσπαθήσω να αναδείξω εκείνα τα ιδεολογικά στοιχεία που εκδηλώνονται ή υπολανθάνουν στην ταινία σε σχέση με το θρησκευτικό φαινόμενο (δεν θα έβρισκα κανένα άλλο λόγο για να ασχοληθώ με μια τέτοια ταινία).

Πριν όμως προχωρήσω, θα τολμήσω να κάνω δύο σύντομες παρατηρήσεις που αφορούν στην αισθητική πλευρά της ταινίας.

Σε όλες σχεδόν τις κριτικές διατυπώνονται εξαιρετικά εγκώμια για την υποκριτική ικανότητα της πρωταγωνίστριας (της Sylvie Testud. Η Christine της ταινίας). Δηλώνω εντελώς άσχετος πάνω στα ζητήματα της υποκριτικής τέχνης, ωστόσο, αν συγκρίνουμε το παίξιμο της Τεστί στο συγκεκριμένο ρόλο (στον οποίο κεντρικά είναι το πρόσωπο και η εκφραστικότητά του) με άλλους, παρόμοιους ως προς τις απαιτήσεις ρόλους, άλλων γυναικών ηθοποιών, τότε νομίζω ότι ικανότητα της Τεστί είναι μάλλον μέτρια. Βλέποντας τη Λούρδη, μου ήρθαν στο μυαλό η Λιβ Ούλμαν και η Μπίμπι Άντερσον από την ταινία Persona του Μπέρκμαν (έχουν παίξει και σε πολλές άλλες ταινίες του). Η Τεστί σίγουρα δεν φτάνει σε αυτά τα επίπεδα ηθοποιίας, αλλά οπωσδήποτε, οι εκφραστικές ικανότητες ενός/μιας ηθοποιού εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις απαιτήσεις της σκηνοθεσίας και του σεναρίου…

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στην κινηματογραφική γραφή και γλώσσα της ταινίας. Από αυτή την άποψη η Λούρδη εντάσσεται σε μία υπό εξέλιξη κινηματογραφική αισθητική του ευρωπαϊκού κινηματογράφου (ο κινηματογράφος των Kaurismaki, Haneke και άλλων). Αλλά αν δεν θέλουμε να είμαστε φορμαλιστές, θα πρέπει να δούμε τον τρόπο με τον οποίο η σκηνοθέτιδα επιτυγχάνει (ή δεν επιτυγχάνει) να συγκροτήσει μια συνολικά πειστική αφήγηση χρησιμοποιώντας τα εκφραστικά μέσα που έχει επεξεργαστεί ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος ή απλώς αναπαράγει κάποιες μανιέρες. Και σίγουρα δεν πείθομαι ότι η Hausner κάνει το πρώτο.

Ο τόπος της ταινίας είναι ο χώρος της εκκλησίας της Λούρδης και ο χρόνος, η διάρκεια ενός προσκυνήματος. Οι ήρωες και οι ρόλοι που αναπαριστούν αφορούν αποκλειστικά αυτό το προσκύνημα. Οι διάλογοι είναι επίσης σχεδόν αποκλειστικά συσχετιζόμενοι άμεσα με το προσκύνημα, τα θαύματα και την πίστη. Δεν υπάρχει τίποτα στην ταινία που να αφορά κάτι άλλο (τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο κατανόησής της) και από αυτή την άποψη προκαλεί εντύπωση η ευκολία με την οποία, όσοι αναφέρονται στην ταινία, παρακάμπτουν το θέμα της πίστης για να διαγνώσουν κάποιους άλλους (ενδεχομένως βαθύτερους) προβληματισμούς (και ως εκ τούτου και αρετές) της ταινίας. Η άποψη μου είναι ότι πριν περάσει κανείς στις κρυφές χάρες της ταινίας θα πρέπει να πάρει σοβαρά υπ” όψιν του αυτό το οποίο υπάρχει στο πρώτο επίπεδο της αφήγησης, γιατί επί αυτού του επιπέδου διανοίγονται τα όποια βαθύτερα επίπεδα προβληματισμού.

Η ταινία περιγράφει τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε ένα θαύμα και μας καλεί να στοχαστούμε πάνω σε αυτό: μπορεί να γίνει θαύμα; Απαιτούνται προϋποθέσεις για την εκδήλωσή του και ποιες μπορεί να είναι αυτές; Ποια η σχέση μεταξύ των “αντικειμενικών” προϋποθέσεων εκδήλωσης του θαύματος και των υποκειμενικών δυνατοτήτων αποδοχής και κατανόησής του (δηλαδή της πίστης); Σε ποιους μπορεί να εκδηλωθεί; Και τελικά τι είναι ένα θαύμα; Όλα αυτά τα προβλήματα τίθενται με τρόπο εξόφθαλμο στην ταινία και συγκροτούν ένα αρκετά συνεκτικό πλαίσιο προβληματισμού, ώστε οποιαδήποτε αναζήτηση (του στιλ: “κάτι άλλο θέλει να μας πει η ταινία”), θα πρέπει να εκκινεί από αυτό. Αν τίθενται υπαρξιακές ή άλλου τύπου ανησυχίες, τίθενται σε σχέση με αυτά τα ζητήματα και σ” αυτό το πλαίσιο.

Γι’ αυτό και βασικά θα επιμείνω σ” αυτό που με επιμονή μας λέει και η ταινία και το οποίο οι περισσότεροι παρακάμπτουν με ευκολία: στο ζήτημα της θρησκείας και πιο συγκεκριμένα του προσκυνήματος και των θαυμάτων της Λούρδης. Κι αυτό γιατί η παράδοση του συγκεκριμένου προσκυνήματος είναι μια ήδη συγκροτημένη αφήγηση (ένας συγκροτημένος λόγος θα μπορούσαμε να πούμε) πλατιά γνωστή στον καθολικό κόσμο, η οποία αποτελεί το διακειμενικό πλαίσιο της ταινίας. Δηλαδή η ταινία συνομιλεί με αυτή την παράδοση (αμφισβητώντας την ή επιβεβαιώνοντάς την) και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε. Εξετάζοντας την καθολική παράδοση της Παναγίας της Λούρδης, θα δούμε ότι κάποια από τα στοιχεία της αναπαριστώνται στην ίδια την ταινία και καθορίζουν το περιεχόμενό της.

Στη Νότια Γαλλία σε μια σπηλιά των Πυρηναίων κοντά στην πόλη Λούρδη, στα 1858 εμφανίστηκε η Παναγία σε ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, την Bernadette Soubirous. Σύμφωνα με την παράδοση η Μπερναντέτ (ή αλλιώς Βερναρδέττη) ήταν ένα φιλάσθενο κορίτσι (υπέφερε από χρόνιο άσθμα) με καθυστερημένη ανάπτυξη, εξαιτίας μιας σοβαρής ασθένειας που πέρασε όταν ήταν έντεκα ετών. Ήταν εντελώς αναλφάβητη, ενώ η οικογένειά της ήταν μάλλον φτωχή. Στα δεκατέσσερά της χρόνια δεν είχε πάει ούτε στο κατηχητικό και δεν είχε πάρει ούτε την Πρώτη της Μετάληψη. Η παράδοση αναφέρει ότι την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 1858 η Μπερναντέτ είχε την πρώτη της συνάντηση με την Παναγία, όταν μαζί με την αδερφή της και μια φίλη της πήγαν κοντά στη σπηλιά για να μαζέψουν ξύλα. Η Μπερναντέτ είδε την Παναγία χωρίς να καταλάβει ποια είναι (την ανέφερε ως μια κυρία ντυμένη στα λευκά) και εννοείται χωρίς να τη δουν τα άλλα κορίτσια. Έκτοτε η Μπερναντέτ συναντήθηκε άλλες δεκαεφτά φορές με την Παναγία. Στην τρίτη τους συνάντηση η Παναγία προειδοποίησε το φιλάσθενο κορίτσι: “δεν σου υπόσχομαι πως θα είσαι ευτυχισμένη σε αυτή τη ζωή αλλά στην άλλη!” Στην τέταρτη συνάντηση τους, της υπέδειξε την πηγή (άγνωστη μέχρι τότε) και την προέτρεψε, “Πήγαινε να πιεις από την Πηγή και να καθαριστείς”.

Ούτε οι γονείς της Μπερναντέτ, ούτε ο εφημέριος στον οποίο ανέφεραν τα οράματα της, ούτε ο αξιωματικός της αστυνομίας που την ανέκρινε, ούτε και οι γιατροί πίστεψαν στο θαύμα της εμφανίσεως της Παναγίας. Αλλά και η ίδια η Μπερναντέτ δεν μπορούσε να κατανοήσει ότι η κυρία που της παρουσιαζόταν στη σπηλιά ήταν η Παναγία. Ως εκ τούτου, όταν η Παναγία ζητάει από τους ιερείς, μέσω του κοριτσιού, να της χτίσουν μια εκκλησία, οι ιερείς δεν ικανοποιούν το αίτημά της. Ο εφημέριος συμβουλεύει την Μπερναντέτ, να απαιτήσει από την κυρία να πει το όνομά της και εκείνη, όταν επανεμφανίζεται μετά από μία διακοπή 20 ημερών, συστήνεται: “είμαι η Αμίαντος Σύλληψη” [ο πιο γνωστός όρος είναι μάλλον: “Άσπιλος” ή “Άμωμος Σύλληψις”]. Για την Μπερναντέτ τα λόγια αυτά ήταν εντελώς ακατανόητα. Όμως η αμορφωσιά της ήταν αυτό που έπεισε τελικά τον εφημέριο, ότι η κυρία με τα λευκά ήταν η Παναγία. Το Δόγμα της Αμιάντου Συλλήψεως είχε διακηρυχθεί από τον Πάπα Πίο Θ΄ μόλις το 1854. Συνεπώς η αμόρφωτη και ακατήχητη Μπερναντέτ δεν μπορούσε να το γνωρίζει (και δεν μπορούσε καν να προφέρει αυτά τα λόγια).

Το θέλημα της Παναγίας ικανοποιήθηκε. Στον τόπο της εμφανίσεώς της χτίστηκε εκκλησία, το μέρος έγινε γρήγορα γνωστό στους πιστούς, οι οποίοι άρχισαν να συρρέουν για να καθαριστούν στη θαυματουργή πηγή και η Λούρδη αναδείχθηκε σε έναν από τους βασικούς προορισμούς προσκύνησης των καθολικών, οι οποίοι σήμερα μπορεί να φτάνουν και τα έξι εκατομμύρια. Η Μπερναντέτ παρέμεινε ένα απλοϊκό και φιλάσθενο κορίτσι. Το 1867 μπήκε στο μοναστήρι των Αδερφών του Ελέους της Nevers, όπου και πέθανε σε ηλικία 35 ετών το 1879. Στις 8 Δεκεμβρίου 1933 ο Πάπας Πίος ο ΧΙ (αυτός που συνεργάστηκε με τους φασίστες) την ονόμασε Αγία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας1.

Ενδεχομένως να είναι κάπως βαρετή η ανάγνωση όλων αυτών των χριστιανικών ανοησιών, είναι όμως απαραίτητη καθώς χρησιμοποιούνται για να συγκροτηθεί η αφήγηση της ταινίας Λούρδη. Γιατί αυτά τα στοιχεία της καθολικής παράδοσης υπάρχουν μέσα στην ταινία, μεταπλασμένα βέβαια και προσαρμοσμένα στις ανάγκες της πλοκής.

Μέσα από την αφήγηση της καθολικής παράδοσης σκιαγραφείται ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα της Μπερναντέτ σε σχέση με ένα καθοριστικό ερώτημα, που συναντάμε τόσο στην αφήγηση του θαύματος της Λούρδης (δηλαδή της ιστορίας της Μπερναντέτ) όσο και στην υπόθεση της ταινίας. Το ερώτημα είναι: γιατί το θαύμα να συμβεί σε αυτό το άτομο;

Μέσα από τους διαλόγους της ταινίας αναπτύσσεται ένας έντονος προβληματισμός σε σχέση μ’ αυτό. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και του χαρακτήρα και ποιος ο βαθμός πίστης κάποιου/ κάποιας, για να τον/την επιλέξει ο Θεός (ή η Παναγία, καταλαβαίνουμε ότι εδώ δεν έχει σημασία αυτή η διάκριση) για την απόδοση της χάριτος του; Η απάντηση την οποία εύκολα δίνουν οι περισσότεροι ήρωες της ταινίας (και η οποία υπολανθάνει στην εξιστόρηση των αμφιβολιών των κατοίκων της Λούρδης στην ιστορία της Μπερναντέτ), είναι ότι αυτός/αυτή που θα αξιωθεί να βιώσει το θαύμα, θα πρέπει να παρουσιάζει ισχυρά και έκδηλα τα χαρακτηριστικά της βαθιάς πίστης, πιστοποιημένα θα λέγαμε, από τους ειδικούς επί των θεμάτων πίστης (των ιερέων και της κοινότητας των πιστών). Όμως η ιστορία της Μπερναντέτ και η ιστορία της Κριστίν (στην ταινία) αποδεικνύουν ότι τα κριτήρια είναι διαφορετικά. Είναι η αμορφωσία (στα όρια της πνευματικής καθυστέρησης), η απλοϊκότητα, ακόμα και η άγνοια των βασικών θρησκευτικών ζητημάτων. Φυσικά σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την καλοσύνη, την ικανότητα ειλικρινούς μετάνοιας, την αυταπάρνηση και άλλες αρετές που ο χριστιανισμός με έναν ανεπανάληπτο τρόπο συναρτά με την ηλιθιότητα. Αυτά όσον αφορά στα “πνευματικά χαρίσματα”. Από την άλλη φαίνεται ότι μια βασική προϋπόθεση της εκδήλωσης του θαύματος είναι η σωματική ασθένεια (φυσικά όχι σε κάθε περίπτωση θαύματος, εδώ πάντως είναι από τα βασικά κριτήρια και στις δύο ιστορίες). Επίσης ένα άλλο βασικό κριτήριο για την απονομή της θείας χάριτος μέσω θαύματος, είναι και η άρνηση του πιστού ή της πιστής να αποδεχτεί εύκολα ότι έχει επιλεγεί από το Θεό (ταπεινοφροσύνη), ενώ στην πραγματικότητα πολύ εύκολα μπορεί να πιστέψει στο θαύμα γενικά. Το άτομο στο οποίο συμβαίνει το θαύμα διερωτάται συνήθως, “γιατί να ΄μαι εγώ και όχι κάποιος άλλος;” (εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους οι οποίοι διερωτώνται, “γιατί να συμβαίνει σε κάποιον άλλο και όχι σε μένα;”).

Στην ιστορία της Μπερναντέτ περιγράφονται αυτές τις προϋποθέσεις. Αυτές όμως οι προϋποθέσεις ισχύουν και στην περίπτωση της ιστορίας της Κριστίν.

Στο πρόσωπο της Κριστίν αναπαράγονται κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας της Μπερναντέτ. Η Κριστίν πάσχει κι αυτή από χρόνιο πρόβλημα υγείας (σκλήρυνση κατά πλάκας που την έχει παραλύσει), ενώ κανένα στοιχείο της ταινίας δεν μας κάνει να υποψιαστούμε ότι αποτελεί ένα ιδιαιτέρως ευφυές άτομο. Το συνεχώς ανέκφραστο πρόσωπό της και οι παρατηρήσεις που κάνει (ή δεν κάνει) υποδηλώνουν την απλοϊκότητα της σκέψης της. Όμως στις αρετές της συγκαταλέγονται και η καλοσύνη και η ειλικρινής μετάνοια (προϋπόθεση της καλοσύνης). Τα σχόλιά της είναι μάλλον καλοσυνάτα, όταν έχουν κάποιο περιεχόμενο και είναι το μόνο άτομο, το οποίο η σκηνοθέτιδα επιλέγει να μας το δείξει να ομολογεί στον εξομολογητή της κακές σκέψεις – άρα να μπορεί να τις προσδιορίσει ως κακές και να μετανοήσει ειλικρινά γι” αυτές. Όλοι οι υπόλοιποι κακεντρεχείς ασθενείς που τους ακούμε να μιλάνε, εκφράζουν μόνο την κακεντρέχειά τους, χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν ότι είναι κακεντρεχείς. Και όταν της συμβεί το θαύμα, τότε δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί επέλεξε αυτήν ο Θεός, που σημαίνει ότι η ίδια δεν υποπίπτει στο αμάρτημα να θεωρεί τον εαυτό της σύμβολο πιστότητας (ο πραγματικά πιστός για το χριστιανισμό είναι αυτός ο οποίος συνεχώς κλαψουρίζει ότι σχεδόν είναι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου). Ή για να το πούμε διαφορετικά, ο εκλεκτός ή η εκλεκτή πρέπει να μαρτυρεί με την ύπαρξή του/της το ακατανόητο της θείας θέλησης.

Δεν υπάρχει κανένα εξωτερικό γνώρισμα της Κριστίν που να μαρτυρεί μια βαθιά θρησκευτικότητα και πίστη. Όπως ακριβώς και στην ιστορία της Μπερναντέτ, αλλά και σύμφωνα με την χριστιανική λογική, η πίστη είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να κατανοηθεί από κανέναν παρά μόνο από το Θεό. Στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου, ο εκλεκτός δεν είναι ο επηρμένος εκπρόσωπος και ερμηνευτής της θρησκείας, αλλά ο ταπεινός και αμαρτωλός Τελώνης, ο οποίος όμως μετανοεί ειλικρινά. Η γνώση του θρησκευτικού δόγματος δεν καθιστά κάποιον ικανό να δεχτεί το θαύμα, ούτε καν να το κατανοήσει και να το αποδεχτεί όταν συμβαίνει σε άλλους. Ο ιερέας στις δύο ιστορίες αμφιβάλλει (είναι αλήθεια ότι αμφιβάλλει λιγότερο από τους άλλους και πείθεται πιο γρήγορα, αλλά πάντως αμφιβάλλει). Τόσο η Μπερναντέτ, όσο και η Κριστίν φαίνονται να έχουν μεσάνυχτα από θρησκευτικά ζητήματα. Έχουν όμως πίστη, ότι αυτό που τους συμβαίνει είναι πραγματικό, έστω και αν δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί συμβαίνει σε αυτές.

Όπως εξηγεί η Εγκύκλιος Επιστολή της Ιεράς Συνόδου Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος, του 2008 με αφορμή τη συμπλήρωση 150 χρόνων από την πρώτη εμφάνιση της Παναγίας στη Λούρδη και τη συμπλήρωση 2000 ετών από τη γέννηση του Αγίου Παύλου: “συνήθως ο Θεός προτιμά τους φτωχούς και τους αδυνάτους για να φανερώσει τους θησαυρούς της ευσπλαχνίας του έτσι και στις εμφανίσεις στη Λούρδη, η Παρθένος Μαρία φανερώνει σε μια απλή και φτωχή βοσκοπούλα ότι ο Θεός και σήμερα μας μιλάει και επαναλαμβάνει τη θέληση Του για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων”. Το χαρακτηριστικό της ανοησίας δεν αναφέρεται ευθέως, υποκρύπτεται όμως κάτω από τον χαρακτηρισμό “απλή… βοσκοπούλα”2.

Όμως τα χαρακτηριστικά της Μπερναντέτ δεν αποδίδονται αποκλειστικά στην Κριστίν. Τα μοιράζεται κατά κάποιον τρόπο με ένα άλλο πρόσωπο της ταινίας, την αυστηρή και άκαμπτη μοναχή, η οποία πάσχει από καρκίνο. Θα λέγαμε ότι ενώ η Κριστίν αναπαριστά την Μπερναντέτ στην πρώτη φάση της ζωής της (μέχρι να της συμβεί το θαύμα) η αυστηρή μοναχή είναι μια προβολή της Μπερναντέτ ως συμβόλου πίστης και Αγίας. Η μοναχή, όπως και η Μπερναντέτ πάσχει από χρόνια ασθένεια (καρκίνο) από την οποία και τελικά πεθαίνει (όπως πέθανε νέα εξαιτίας της χρόνιας ασθένειάς της και η καλόγρια Μπερναντέτ). Και οι δύο είναι υπάρξεις που ζουν κατά κάποιον τρόπο κάτω από τη χάρη του Θεού. Δεν είναι τυχαίο ότι πληροφορούμαστε για την κατάσταση της μοναχής (μετά την κατάρρευσή της) με τη φράση: “βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου”. Αυτή ήταν όμως η κατάστασή της για μεγάλο χρονικό διάστημα, όχι με την βιολογική έννοια, αλλά ας πούμε και την “πνευματική”: βρισκόταν μεταξύ αυτής της ζωής και της άλλης ζωής (ο θάνατος ως η άλλη ζωή για τους χριστιανούς), άρα βρισκόταν κοντά στο Θεό.

Γι” αυτό και μόνο η συγκεκριμένη μοναχή, όχι μόνο πιστεύει στην αλήθεια του ονείρου της Κριστίν (όταν η Κριστίν βλέπει ότι θεραπεύεται), αλλά βλέπει και η ίδια το, κατά κάποιον τρόπο, ερμηνευτικό συμπλήρωμα του ονείρου της Κριστίν (βεβαιώνοντας ότι είναι η Παναγία που θεραπεύει την Κριστίν). Η μοναχή αποτελεί λοιπόν το δεύτερο μέρος μιας σύνθετης αναπαράστασης της Μπερναντέτ η οποία υπήρξε ένα απλοϊκό και ασθενικό κορίτσι που βίωσε το θαύμα, όπως η Κριστίν και στη συνέχεια μια Αγία μοναχή, η οποία κατεβλήθη από την αθεράπευτη αρρώστια της και η οποία όμως μπορούσε να επιβεβαιώσει το θαύμα, όπως η μοναχή στην ταινία.

Ο χαρακτήρας της μοναχής παρουσιάζει ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί συμπληρώνει την Κριστίν, αλλά και επειδή ο χαρακτήρας της έρχεται σε αντίθεση με μία άλλη ηρωίδα της ταινίας, την νεαρή εθελόντρια. Και τα δύο αυτά πρόσωπα, παίζουν ένα πολύ βασικό ρόλο για τους συμβολισμούς της ταινίας. Σκοπίμως η σκηνοθέτιδα μας παρουσιάζει τους χαρακτήρες τους με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε απ” την αρχή της ταινίας να τείνουμε να συμπαθήσουμε την νεαρή εθελόντρια, πράγμα βέβαια που στη συνέχεια θα αποδειχθεί μέγα λάθος. Το παράδειγμα προς μίμηση δεν είναι η διψασμένη για ζωή εθελόντρια, αλλά η άκαμπτη και στυγνή μοναχή. Γιατί όπως βλέπουμε η αγάπη για τις χαρές της ζωής γεμίζει τη ζωή των ανθρώπων με φθόνο και κακία για τους άλλους (πολύ σοβαρά αμαρτήματα). Η ίδια η Κριστίν εξομολογείται (και γι” αυτό απαλλάσσεται) ότι η λαχτάρα της να είναι σαν τους άλλους, τη γεμίζει με κακία. Η νεαρή εθελόντρια, λαχταρώντας να κάνει σκι αντί να κουβαλάει αμισθί ανάπηρους σε προσκυνήματα, βαριέται, παραμελεί τα καθήκοντά της (η οκνηρία συγκαταλέγεται στα θανάσιμα αμαρτήματα) και όταν ο γόης εθελοντής εκδηλώνει την προτίμησή του για την Κριστίν, η νεαρή εθελόντρια εμφανώς ζηλεύει. Δεν έχει καμιά διάθεση να είναι τυπική στα καθήκοντά της (για παράδειγμα ξεχνάει να προσευχηθεί πάνω από την Κριστίν) και μάλλον δεν εκδηλώνει καμιά συμπάθεια προς τους δυστυχισμένους.

Ο χαρακτήρας της καλόγριας είναι τελείως διαφορετικός. Είναι σχολαστικά τυπική στην τήρηση των καθηκόντων της με έναν τρόπο και σε έναν βαθμό που σε κάνει να υποψιάζεσαι ότι πρόκειται για χειρονομίες καινές περιεχομένου, ότι αυτό που συγκροτεί τις πράξεις της είναι απλός θρησκευτικός φανατισμός και όχι η αγάπη για τον πλησίον. Μέχρι που καταρρέει εν ώρα καθήκοντος και αποκαλύπτεται ότι ενώ έπασχε από καρκίνο (σε προχωρημένη κατάσταση), αυτή έβρισκε το ψυχικό σθένος να αφιερώνει τη ζωή της (τη λίγη που της έμενε) για να φροντίζει τους συνανθρώπους της, των οποίων τα προβλήματα δεν ήταν πάντοτε χειρότερα από το δικό της. Η καλόγρια είναι λοιπόν αυτή που καταφάσκει τη ζωή και όχι η ζηλόφθονη εθελόντρια η οποία μένει με τη ζήλια της στο τέλος.

Θίγεται εδώ ένας από τους κεντρικούς προβληματισμούς της ταινίας. Ο πόνος, η αρρώστια και ο θάνατος και η θρησκευτική αγωνία των ανθρώπων να γλιτώσουν από αυτά. Οι άνθρωποι αναμένουν συνήθως το θαύμα της λύτρωσής τους από αυτά τα κακά, τα οποία όμως δεν αξιολογούνται ως τα σημαντικότερα από πλευράς θείου. Το ξέρουμε γιατί η ίδια η Παναγία το είπε στην άρρωστη Μπερναντέτ: “δεν σου υπόσχομαι πως θα είσαι ευτυχισμένη σε αυτή τη ζωή αλλά στην άλλη!”. Στην ταινία το επαναλαμβάνει η καλόγρια στην Κριστίν (βοηθώντας την να αποκαθαρθεί από τα επίγεια πάθη). Στην ταινία μας δίνεται ένα παράδειγμα του τι σημαίνει να υπερβαίνεις τον πόνο. Η ζωή της μοναχής, παρ” όλο που πλήττεται από την ασθένεια, είναι θα λέγαμε ευτυχισμένη, μέσα από την επικοινωνία με το θείο. Γι” αυτό και μπορεί να αφιερωθεί στην ανακούφιση του συνανθρώπου. Η χριστιανική ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία μόνο η παραίτηση από τη ζωή και η αφιέρωση στον θάνατο και το θεό μπορούν να δημιουργήσουν αγάπη για τον πλησίον, αναπαράγεται χωρίς καμιά διάθεση κριτικής. Αναπαράγεται αμάσητα.

Και τελικά πολλοί (μέσα στην ταινία αλλά και μέσα στης αίθουσες που προβάλλεται) διερωτώνται: τελικά συνέβη το θαύμα; ή πρόκειται απλώς για μια περίπτωση placebo; Μάλιστα το φινάλε της ταινίας μοιάζει να δικαιολογεί την άποψη που λέει, ότι η ταινία ήταν απλώς η εξιστόρηση μιας (προσωρινά) θεραπευτικής αυταπάτης που γέννησαν ο θρησκευτικός ζήλος και η λαχτάρα της ζωής (άρα ένας ύμνος στην αγάπη για τη ζωή που “μπορεί να κάνει θαύματα”… με την καλή έννοια). Πιστεύω ότι η σκηνοθέτιδα με το σκοπίμως αμφίσημο φινάλε, επιχειρεί να επεκτείνει απλώς τα όρια της αμφισβήτησης που προκαλεί η θαυμαστή εμφάνιση του θείου. Με αυτό τον τρόπο εξομοιώνει τους θεατές με το πλήθος των πιστών οι οποίοι όμως είναι δύσπιστοι όταν το θαύμα δεν τους αφορά. Δηλαδή το αμφίσημο φινάλε εγγράφεται στη χριστιανική θρησκευτική παράδοση περί θαυμάτων και δεν αποτελεί μια ειρωνική αμφισβήτηση των θαυμάτων (και κατ” επέκτασιν της πίστης). Αλλά για να απαντήσουμε στο εάν έγινε τελικά το θαύμα θα πρέπει να δούμε τι λέει η ίδια η ταινία και κατά πόσον αυτό που λέει επιβεβαιώνει ή αμφισβητεί τις χριστιανικές αντιλήψεις για τα θαύματα.

Η Κριστίν καταφέρνει να περπατήσει και να ελέγξει όλες τις λειτουργίες του σώματός της, ύστερα από την παρουσία της Παναγίας στο όνειρο το δικό της και της καλόγριας. Στην αρχή οι περισσότεροι δυσπιστούν ότι πρόκειται για θαύμα. Ο γιατρός υποστηρίζει ότι τα συμπτώματα της ασθένειας από την οποία πάσχει η Κριστίν, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να υποχωρήσουν προσωρινά. Άρα έχουμε μια επιστημονική αμφισβήτηση, αλλά το ίδιο δύσπιστοι είναι όλοι: οι προσκυνητές, ο εφημέριος, οι εθελοντές του Τάγματος της Μάλτας, η επιτροπή που εξετάζει τα θαύματα. Εδώ θα μπορούσε κανείς (αδίκως κατά τη γνώμη μου) να διακρίνει κυνισμό και υποκρισία. Ενώ διατείνονται ότι πιστεύουν στα θαύματα, ξέρουν κατά βάθος ότι θαύματα δεν γίνονται. Δεν είναι όμως έτσι. Έχουμε δει στην ιστορία της Μπερναντέτ, ότι οι πάντες (είχαμε και εκεί εφημέριο, γιατρούς, αξιωματικούς) αμφισβήτησαν την ιστορία της Μπερναντέτ, όχι επειδή ήταν άπιστοι και υποκριτές, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ότι η θέληση και τα κριτήρια του Θεού είναι ακατανόητα για τους ανθρώπους. Στην ιστορία της Κριστίν (όπως εξάλλου και στην ιστορία της Μπερναντέτ) όλοι αυτοί τελικά πείθονται ότι πρόκειται για θαύμα. Το επιβεβαιώνει ακόμα και ο γιατρός (επιστημονική επιβεβαίωση του θαύματος). Όμως όλοι τους δεν μπορούν να κατανοήσουν (όπως εξάλλου και στην ιστορία της Μπερναντέτ) γιατί ο Θεός επέλεξε αυτή τη γυναίκα, που δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο και δεν ήταν ούτε καν ιδιαιτέρως πιστή. Η ίδια μοιάζει να είναι σίγουρη ότι πρόκειται για θαύμα, χωρίς ούτε κι αυτή να μπορεί να κατανοήσει γιατί επελέγη (αλλά δεν προσπαθεί να κατανοήσει. Δέχεται χωρίς να ερευνά τη θέληση του Θεού). Στο τέλος όμως συμβαίνει κάτι που επαναφέρει τις αβεβαιότητες. Ενώ χορεύει η Κριστίν πέφτει ξαφνικά κάτω (μια πτώση που θυμίζει την κατάρρευση της καλόγριας), αλλά ξανασηκώνεται. Τότε ο αξιωματικός εθελοντής του Τάγματος της Μάλτας την εγκαταλείπει. Η Κριστίν μένει για λίγο όρθια παρακολουθώντας τον κόσμο που διασκεδάζει και ύστερα με τρόπο απόλυτα φυσικό, κάθεται μόνη της στο αναπηρικό καροτσάκι που της πήγε η αμίλητη γριά, που την βοηθάει όταν εγκαταλείπεται από τις ασυνεπείς εθελόντριες. Άρα τελικά το θαύμα μπορεί και να μην έγινε;

Η Παναγία της Λούρδης είναι γνωστή ως τόπος θαυμάτων, από τότε που εμφανίστηκε η Παναγία στο φιλάσθενο κοριτσάκι. Αυτό ήταν και το πρώτο θαύμα, το καθοριστικό για να θεωρηθεί έκτοτε ο χώρος ο ίδιος θαυματουργός, χώρος δηλαδή επί του οποίου η θαυματουργή αποκάλυψη του θείου επαναλαμβάνεται. Το πρωταρχικό θαύμα λοιπόν είναι και το καθοριστικό. Όπως όμως είδαμε, αυτό το θαύμα δεν αφορούσε κανενός τύπου ίαση από σωματικές ασθένειες και η Παναγία ήταν κατηγορηματική σε αυτό: το κοριτσάκι δεν έπρεπε να αναμένει ίαση του άσθματός του, από το οποίο και τελικά πέθανε, αν και πια είχε γίνει Αγία. Θέλω να πω ότι για την χριστιανική ιδεολογία (τουλάχιστον την κυρίαρχη) το θαύμα αφορά πρώτ’ απ’ όλα και κυρίως την αποκάλυψη της παρουσίας του θείου μεταξύ της ανθρώπινης κοινωνίας. Όταν κάποιος άρρωστος γιατρεύεται, το θαύμα δεν είναι ότι δεν υπάρχει πια η ασθένεια, αλλά το γεγονός ότι με την εξάλειψη της ασθένειας μαρτυρείται η ύπαρξη/παρουσία του θείου.

Από αυτή την άποψη λοιπόν αυτό που βίωσε η Κριστίν ήταν ένα θαύμα, το οποίο συντελέστηκε σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά υπερβαίνει το χρόνο. Η ισχύς και η διάρκεια ενός θαύματος δεν μπορεί να εξαρτηθεί από την χρονική διάρκεια των υλικών αποτελεσμάτων που επιφέρει, γιατί η πιο σημαντική του συνέπεια δεν αφορά τον πεπερασμένο χρόνο αλλά την αιώνια ζωή. Εξάλλου ο χρόνος των ανθρώπων δεν μπορεί να συμπίπτει με τον χρόνο του Θεού. Αυτό το ξέρει πολύ καλά ο Μπόρχες. Στο διήγημα του το μυστικό θαύμα, ο ήρωας Γιάρομιρ Χλάντικ βιώνει ύστερα από παράκλησή του στο Θεό ένα θαύμα. Ο θεός του παραχωρεί το χρόνο που χρειάζεται για να τελειώσει το θεατρικό έργο που μόλις είχε αρχίσει να γράφει, για τον κόσμο όμως δεν παιρνάνε ουτε κάποια κλάσματα δευτερολέπτου (“Το φυσικό σύμπαν σταμάτησε”). Το γεγονός ότι η Κριστίν περπάτησε, (και ο γιατρός πιστοποίησε ότι δεν πρόκειται για προσωρινή υποχώρηση των συμπτωμάτων της αρρώστιας της), είναι μια μαρτυρία ότι η Παναγία εμφανίστηκε μεταξύ της κοινωνίας των πιστών και αυτό είναι το θαύμα. Από αυτή την άποψη δεν μας ενδιαφέρει πόσο θα διαρκέσουν οι συνέπειες αυτής της επαφής στο σώμα της Κριστίν. Γι” αυτά ενδιαφέρονται μόνο όσοι δεν είναι ικανοί να αποδεχτούν τα θαύματα όταν συμβαίνουν στους άλλους (δηλαδή όσοι δεν έχουν καθαρίσει την ψυχή τους από το φθόνο).

Δεν θα έπρεπε επίσης να μας παραξενεύει η μοναξιά και η εγκατάλειψη που φαίνεται να βιώνει η Κριστίν στο τέλος. Γιατί απ” ότι φαίνεται ο γόης της ταινίας στο τέλος την εγκαταλείπει. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αυτό γίνεται επειδή και αυτός, όπως και όλοι οι υπόλοιποι δεν μπορούν να κατανοήσουν το θαύμα (είναι ικανοί να δουν μόνο τις υλικές του συνέπειες). Όμως εδώ υπάρχει και κάτι άλλο. Και σε αυτό το σημείο η ταινία μεταπλάθει προσαρμόζοντας στην πλοκή την παράδοση της θαυμαστής εμφάνισης της Παναγίας, και μάλιστα ένα από τα πιο σημαντικά της στοιχεία. “Que soy Immaculada Councepcion”, αναγράφεται στη βάση του αγάλματος της Παναγίας στη σπηλιά της Λούρδης, “είμαι η Αμίαντος Σύλληψη” συστήθηκε η Παναγία στην Μπερναντέτ. Όπως αναφέρεται στην Εγκύκλιος Επιστολή της Ιεράς Συνόδου Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος, του 2008: “Στη Λούρδη, η Παναγία αποκαλύπτει ότι είναι η «Αμίαντος Σύλληψη», φανερώνει δηλαδή την ολοκληρωτική σωτηρία που πραγματοποίησε στον πρόσωπο της Μητέρας του Υιού του με το να την προφυλάξει από την προπατορική και από κάθε άλλη μορφή αμαρτίας. Η Παναγία με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται ως η νέα Εύα, υπόδειγμα για την Εκκλησία και παρήγορη ελπίδα για τον καθένα από εμάς ότι η σωτηρία που μας έφερε ο Χριστός αλλάζει την ζωή μας και την μετατρέπει σε «εν Χριστώ ζωή”. Δεν θα σχολιάσω εδώ την χριστιανική αντίληψη για τη γυναίκα (ότι μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο καταστέλλοντας ριζικά την σεξουαλικότητά της), αλλά αυτή η αντίληψη βρίσκεται στη βάση της ιστορίας της Κριστίν. Η Κριστίν εγκαταλείπεται από τον άντρα που την θέλγει, επειδή πηγαίνει πιο κοντά στο Χριστό. Θα πρέπει και η ίδια να είναι “αμίαντος” από σεξουαλικές σχέσεις για να μπορεί να γίνει ζωντανό σύμβολο του θαύματος της Παναγίας.

Η “εγκατάλειψη” στις τελευταίες σκηνές (αλλά τελικά ποιος εγκαταλείπει ποιον;) απαντάει κατά κάποιον τρόπο και στο ερώτημα εάν έγινε το θαύμα. Γιατί αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει είναι μάλλον μια επανάληψη του θαύματος παρά μια “επιστροφή στη σκληρή πραγματικότητα”. Η Κριστίν πραγματικά καταρρέει κατά τη διάρκεια του χορού, όπως ακριβώς κατέρρευσε και η καλόγρια. Όμως η Κριστίν ξανασηκώνεται και μάλιστα μόνη της, όπως μόνη της είχε σηκωθεί και περπατήσει και την πρώτη φορά. Η Κριστίν είναι σε θέση να μαρτυρεί επαναλαμβάνοντας το θαύμα, άρα δεν μπορεί να έχει μια κανονική ζωή. Η ζωή της είναι πια δοσμένη, όχι στις πρόσκαιρες απολαύσεις του έρωτα κτλ, αλλά στο Θεό. Γι” αυτό και στις τελευταίες στιγμές, όταν η ίδια με τη θέλησή της και χωρίς βοήθεια κάθεται ξανά στο αναπηρικό καροτσάκι (με την άνεση που θα καθόταν κανείς σε μια πολυθρόνα) το πρόσωπό της είναι ήρεμο και γαλήνιο, σχεδόν ευτυχισμένο.

Πολλές κριτικές έχουν εστιάσει την προσοχή τους στις εικόνες εμπορευματοποίησης της θρησκείας, της οικονομικής εκμετάλλευσης του πόνου των πιστών και του κυνισμού των εκπροσώπων του Θεού. Πραγματικά στην ταινία υπάρχουν όλα αυτά και πολλές φορές αναδεικνύονται με τρόπο εξόφθαλμο. Για την ακρίβεια υπερτονίζονται, επειδή ακριβώς ο στόχος της σκηνοθέτριας είναι να παρασύρει τον θεατή σε μια επιφανειακή απόρριψη από την οποία θα προκύψει η απορία του μπροστά στην εμφάνιση του θαυμαστού. Αφενός αυτό. Και αφετέρου επιδιώκει να καταστήσει όσο το δυνατόν πιο ορατή και κραυγαλέα την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην εκφυλισμένη εκδοχή του θρησκευτικού φαινομένου από τη μια (εμπορευματοποίηση της θρησκείας και του πόνου, κυνικοί θρησκευτικοί λειτουργοί, αλλά και κακεντρεχείς και μοχθηροί πιστοί) και από την άλλη την αγνή και σταθερή πίστη (Κριστίν και καλόγρια). Ποια είναι τα συμπεράσματα τα οποία μπορεί να βγάλει κανείς από αυτή την αντίθεση; θα μπορούσε να πει ότι από τη μια υπάρχουν οι κάποιοι αγνοί αλλά αφελείς πιστοί, τους οποίους εκμεταλλεύονται κάποιοι επιτήδειοι άπιστοι (που εμφανίζονται ως θεματοφύλακες της πίστης). Πρόκειται για μια αρκετά κοινότοπη κριτική του θρησκευτικού φαινομένου, η οποία εκτός πολλών άλλων προβλημάτων, δεν φαίνεται να συνάδει και με τα δεδομένα τόσο της ταινίας, όσο και αυτής της ίδιας της θρησκευτικής παράδοσης. Γιατί και στις δύο περιπτώσεις, η αφέλεια (στα όρια της βλακείας) φαίνεται να είναι η προϋπόθεση εκδήλωσης του θαύματος. Επειδή όλοι οι υπόλοιποι είναι κυνικοί κτλ. το θαύμα εκδηλώνεται σε αυτούς που βρίσκονται στο άλλο άκρο. Θα μπορούσε επίσης να πει κανείς, ότι παρά τον εκφυλισμό, στον πυρήνα του θρησκευτικού φαινομένου, μπορούμε να διακρίνουμε την αγνότητα, την αυταπάρνηση και την ανυπόκριτη πίστη. Μια τέτοια κριτική που ανακαλύπτει μια υποτίθεται υγιή ουσία του χριστιανισμού, η οποία διασώζεται κάτω από τη λάσπη της αμαρτίας των επισήμων εκπροσώπων, δεν υπάρχει στην ταινία ούτε καν σαν υπαινιγμός. Αντιθέτως μάλιστα, ένα από τα παραδείγματα ολόψυχης αφοσίωσης στον πλησίον, είναι ένα στέλεχος του εκκλησιαστικού μηχανισμού (η καρκινοπαθούσα καλόγρια).

Στην ταινία όμως νομίζω ότι προτείνεται μια άλλη λύση σ” αυτή την αντίφαση. Η προτεινόμενη λύση καθιστά την ταινία, από ιδεολογικής άποψης, αντιδραστική και θρησκόληπτη.

Η Κριστίν, η οποία έχει πάρει σειρά και γυρίζει στους χώρους των καθολικών προσκυνημάτων (μόνο ο γόης του Τάγματος της Μάλτας την έχει συναντήσει και στο προσκύνημα στη Ρώμη), είναι ένα άτομο, που όπως είδαμε συγκεντρώνει όλα τα απαραίτητα κριτήρια για να επιλεγεί από τον Θεό για την απονομή της χάριτός του. Εντούτοις όμως, η θεία χάρις δεν απονέμεται όπου κι όπου. Δεν συμβαίνει το θαύμα για παράδειγμα στο διαμέρισμα της Κριστίν, στην κρεβατοκάμαρά της ή στην τουαλέτα της. Το θαύμα της ταινίας συμβαίνει μόνο στον συγκεκριμένο χώρο στον οποίο καταφεύγει και η Κριστίν αναμένοντάς το. Συμβαίνει δηλαδή σε αυτόν τον χώρο, τον οποίο η εκκλησιαστική φιλαργυρία έχει μετατρέψει σε καπιταλιστική επιχείρηση εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου. Το ουσιαστικό είναι νομίζω να καταλάβουμε ότι το θαύμα συμβαίνει εκεί, όχι παρά τα χαρακτηριστικά εκφυλισμού, αλλά κατά κάποιον τρόπο εξ αιτίας αυτών. Ο χώρος του προσκυνήματος, για να είναι χώρος προσκυνήματος (χώρος στον οποίο μπορεί να συμβεί το θαύμα) θα πρέπει αναγκαστικά να έχει και αυτά τα χαρακτηριστικά (του εκφυλισμού και της αμαρτίας). Η απαίτηση για έναν χώρο προσκυνήματος χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά, ισοδυναμεί με απαίτηση για κατάργηση του προσκυνήματος. Δεν μπορεί να υπάρξει ένα “καθαρό” προσκύνημα. Η κάθαρση είναι αποτέλεσμα της επαφής του πιστού με το θείο, που μπορεί να συμβεί μόνο στον συγκεκριμένο τόπο. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τους κυνικούς θρησκευτικούς λειτουργούς (οι οποίοι είναι απαθείς και κυνικοί) και για τους θρησκευτικούς κανόνες (οι οποίοι είναι παράλογοι και σκληροί). Ο πιστός για να μπορέσει να αξιωθεί της θείας χάριτος, θα πρέπει να αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα όλα αυτά τα φαινόμενα εκφυλισμού που ανοίγουν το δρόμο προς το θαύμα (όπως αδιαμαρτύρητα αφήνεται στα χέρια των μοναχών η παράλυτη Κριστίν).

Στην ιστορία του χριστιανισμού η άποψη αυτή αποτέλεσε ιδεολογικό όπλο της εκκλησίας εναντίον των διάφορων αιρέσεων που εκδηλώθηκαν απαιτώντας κάθαρση του χριστιανισμού από τα φαινόμενα εκφυλισμού του κλήρου. Σήμερα μπορούμε να κατανοήσουμε ότι τα αιρετικά κινήματα των προνεωτερικών εποχών εξέφραζαν (μαζί με διάφορους άλλους πόθους, διαφορετικούς κατά περιόδους) και τον πόθο για κοινωνική δικαιοσύνη. Ξέρουμε επίσης ότι η εκκλησία έσφαξε εκατοντάδες χιλιάδων αιρετικών, όχι μόνο για να τηρηθεί μια συγκεκριμένη ερμηνεία των γραφών αντί μιας άλλης, αλλά και για να διαιωνιστεί η κοινωνική αδικία. Το επιχείρημα ότι δεν μπορείς να απαιτείς την “καθαρή” εφαρμογή ενός ιδανικού χωρίς να το ακυρώνεις, αποσκοπεί πάντοτε στην διαιώνιση της αδικίας.

Κλείνοντας θα ήθελα να αναφερθώ εν τάχει σε δύο άλλες ταινίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, που αναφέρονται στο θαύμα και στο προσκύνημα. Το Θεώρημα του Παζολίνι και το Γαλαξία του Μπουνιουέλ. Και στις δύο ταινίες ο χειρισμός του θρησκευτικού φαινομένου είναι ριζικά διαφορετικός. Ο Μπουνιουέλ φανατικός άθεος, ο Παζολίνι με μια πιο περίπλοκη σχέση με το ζήτημα της πίστης, εντούτοις και οι δύο παρουσιάζουν το μεταφυσικό με τρόπο που σε υποχρεώνουν να το δεχτείς ως φυσική συνέπεια της πλοκής της ταινίας, ή ίσως ακόμα και ως ένα φυσικό γεγονός. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνουν μια ειρωνική οπτική του μεταφυσικού (το μεταφυσικό που γίνεται φυσικό, ακυρώνεται). Στην ταινία της Χάουσνερ η διαδρομή είναι μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εισάγοντας στην πλοκή της ταινίας το στοιχείο της αμφισβήτησης στο θαύμα, το καταξιώνει ως δυνατό να συμβεί.

Κώστας Κ.

1 Άντλησα αυτά τα στοιχεία από το 17σέλιδο φυλλάδιο των Freres Maristes (Μαριανοί Αδελφοί), Λούρδη, 1858 – 2008, 150 χρόνια από τις εμφανίσεις της Παναγίας, Λεόντειο Λύκειο Νέας Σμύρνης και Λεόντειο Λύκειο Πατησίων, 2008. Βρίσκεται στο:

http://www.marist-leonteios.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=130:1858–2008150——&catid=50:2009-03-13-18-31-58&Itemid=70.

2 Εγκύκλιος Επιστολή της Ιεράς Συνόδου Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος, 2008

http://www.cathecclesia.gr/hellas/index.php?option=com_content&view=article&id=76:-2008&catid=24:2008-05-13-11-04-27&Itemid=92

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Σχόλια (3)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η Τι με βάζεις και γράφω πρωί πρωί λέει:

    Υπάρχει στη φιλοσοφία η έννοια της αναμόρφωσης που περιγράφει το πως η οπτική με την οποία προσεγγίζεται ένα αντικείμενο, προσκολλάται πάνω σε αυτό με αποτέλεσμα να το αναμορφώνει ώστε να επιβεβαιώνεται η αυτή οπτική. Στην περίπτωση της συγκεκριμένης ταινιοκριτικής η αναμόρφωση αγίζει ακράια επίπεδα, με συνέπεια να καθιστά την ταινία σχεδόν αγνώριστη.

    Υποστηρίζεις πως το κεντρικό θέμα της ταινίας είναι το ζήτημα της πίστης και ιδιαίτερα το θαύμα, χρησιμοποιώντας ως χώρο – πλαίσιο τη Λούρδη και με εργαλείο – συμβολισμό την ιστορία της Λούρδης και της κοπέλας στην οποία οφείλεται η φήμη του εν λόγω χώρου, ως θαυματουργού. Με αυτά τα υλικά η σκηνοθέτιδα – σεναριογράφος πλέκει μία απολογητική, προπαγανδιστική υπέρ της καθολικής εκκλησίας και της θρησκευτικής πίστης, ιστορία. Ακόμη και η κριτική που φαίνεται να ασκεί στην αρχή της ταινίας, στην εμπορευματοποίηση και τον κυνισμό των εκκλησιαστικών λειτουργών, δεν λειτουργέι παρά ως μηχανισμός που καθιστά το βαθύτερο νόημα της πίστης, του θαύματος και της εκκλησίας εν τέλει, πιο έντονο με συνέπεια να νομιμοποιείται ακόμη περισσότερο στα μάτια των θεατών.

    Σε αυτό το πλαίσιο εγκαλείς τους άλλους κριτικούς επειδή αγνούν αυτά τα προφανή στοιχεία τα οποία κατά την άποψή σου συνθέτουν την «πρώτη» αφήγηση της ταινίας και αντίθετα προσπαθούν να την πραγματευτούν επικεντρώνοτας σε κάποια βαθύτερα ή δευτερεύοντα στοιχεία της. Είναι όμως έτσι; είσαι συνεπής με το κριτήριο περί προφανών στοιχείων και πρώτης αφήγησης το οποίο εσύ ο ίδιος θέτεις; Θα δούμε πως μάλλον όχι.

    Προκειμένου να τεκμηριώσεις τη θέση σου πως η ταινία διαμεσου του προσωπου της πρωταγωνίστριας Κριστίν αναβιώνει το πρωταρχικό θαύμα της μικρής αγράμματης και άρρωστης Μπερναντέτ, στην οποία οφείλεται η φήμη της Λούρδης κάνεις μία σειρά από λογικούς ακροβατισμούς. Ας αφήσουμε στην άκρη το γεγονός πως η ιστορία της Λούρδης, με τις λεπτομέρειες που παραθέτεις, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή (αμφιβάλω αν είναι και στους καθολικούς) και ας εξετάσουμε τις ομοιότητες της πρωταγωνίστριας με τη μικρή Μπερναντέτ, που παραθέτεις. Προκειμένου να κάνεις τη σύνδεση με την αγραμματοσύνη της μικρής, χαρακτηρίζεις την πρωταγωνίστρια σχεδόν ηλίθια (οι πτωχοί τω πνεύματι είναι προσφιλή άτομα στο θεό, σύμφωνα με τη χριστιανική μυθολογία), επειδή όμως δεν μπορείς να το τεκμηριώσης από πουθενά αυτό το στοιχείο, χρησιμοποιείες την σοφιστική έκφραση: «ενώ κανένα στοιχείο της ταινίας δεν μας κάνει να υποψιαστούμε ότι αποτελεί ένα ιδιαιτέρως ευφυές άτομο». Θα μπορούσε κάποιος να αντιστρέψει το ερώτημα: από που προκύπτει από την ταινία πως δεν είναι ευφυής; Αντίθετα μάλιστα, σε σχέση με τα άλλα πρόσωπα – ασθενείς που συμμετέχουν στους διαλόγους δείχνει πολύ πιο έξυπνη. Οι διάλογοι των υπολοίπων φανερώνουν από απλοϊκούς μέχρι αστείους προβληματισμούς, ενώ η ίδια δείχνει αποστασιοποιήμένη και πιο οξυδερκής στις παρατηρήσεις της, σε σχέση πάντα με τους υπόλοιπους. Στην άρρωστεια της Μπερναντέτ αντιπαραβάλλεις τη σκλύρυνση κατά πλάλας της πρωταγωνίστριας. όμως όπως θα επισημάνω παρακάτω η συγκεκριμένη ασθένεια δεν επιλέχθηκε τυχαία, για να δηλώσει απλά την αρρώστεια της Κριστίν και την κοινότητα της με την πρώτη. Τέλος για να ολοκληρώσεις της σύνδεση της πρωταγωνίστριας με τη μικρή Μπ., φέρνεις και ένα δεύτερο πρόσωπο στο καδρο, αφού ο χαρακτήρας της πρωταγωνίστριας δεν είναι αρκετός να καλύψει όλες τις πτυχές της ιστορίας της μικρής. Το δεύτερο πρόσωπο είναι η άρρωστη, ιδιαίτερα πιστή, μοναχη που καταρέει στο μέσο της ταινίας. Θα δούμε όμως πως ο συγκεκριμένος ρόλος μπορεί να εξηγηθεί πιο απλά χωρίς να καταφύγει κανείς στις ακροβασίες που επιχειρείς.

    Υποστηρίζω πως το βασικό θέμα της ταινίας δεν αφορά το θαύμα. Αντίθετα αυτό δεν συνιστά παρά τον μηχανισμό μέσα από τον οποίο η σκηνοθέτιδα πραγματεύεται τη θεματολογία της, που δεν είναι αλλη από τη δυναμική και τη διαλεκτική σχεση ανάμεσα στην ελπίδα, την ευτυχία και την πίστη. το θαύμα λειτουργεί, σύμφωνα και με τα λόγια της σκηνοθέτιδας1 ως παραβολή που της επιτρέπει να μιλήσει για τα πραπάνω. Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Θα παρκάμψω το πρώτο κομμάτι της ταινίας που παρουσιάζει με σχεδόν ντοκιμαντερίστικό τρόπο το προσκύνημα, τις ρουτίνες και το τελετουργικό της Λούρδης. Την μετριοπαθή κριτική που ασκεί στην εμπορευματοποίηση και τον κύνισμό (μέχρι μαύρο χιούμορ) των εκκλησιαστικών λειτουργών. Και λέω μετριοπαθή γιατι δεν παρουσιάζει μία εικόνα ενός αδίστακτου επιχειρηματικού οργανισμού που εκμεταλλέυεται κάποιους αθωους – θύματα, βαριά αρρώστους. Οι ασθενείς εμφανίζονται εξίσου κυνικοί, κακεντρεχείς και μνησίκακοι, με αποτέλεσμα να περιπλέκονται οι ρόλοι του θύτη και του θύματος. Ενώ ο παπάς του χώρου παρουσιάζεται μάλλον συμπαθητικά, αφού προσπαθεί με υπομονή και κατανόηση να απαντήσει σε όλα τα απίθανα ερωτήματα που του θέτουν. Είναι εμφανές πως βασικό θέμα την ταινίας δεν είναι μία κριτική προς την εκκλησία.

    Θα επικεντρώσω στην πρωταγωνίστηρια και ιδιως στο δεύτερο μέρος, όπου η ταινία εστιάζει πάνω της, κάτι που παρακάμπτεις εντελώς. Η πρωταγωνίστρια λοιπόν δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιστο άτομο. Ομόλογεί στην αρχή πως πηγαίνει σε αυτά τα μέρη διότι είναι ο μόνος τρόπος να βγει από το σπίτι και να αποκτήσει κοινωνικές σχεσεις. Χαριτολογώντας μάλιστα σε κάποιο σημείο με τον γόη της ταινίας, ισχυρίζεται πως προτιμά τη Ρώμη από τη Λούρδη, ως πιο κουλτουριάρική… Γίνεται εμφανές σε όλη τη διάρκεια της ταινίας πως είναι ένα άτομο, μία νέα γυναίκα που θέλει να ζήσει τη ζωή που η ασθένεια της στέρησε. Τόσο από την πολύ έντονη εκφραστικότητα του προσώπου της, που κάνει πολύ εμφανή τα συναισθήματα της, αλλά και από πράγματα που λέει και κάνει. Καθώς και από συγκεκριμένα πλάνα της ταινίας. Κάτι απου αντιβαίνει σε αυτό που θέλεις να την εμφανίσεις, ως ένα παθητικό άτομο που την κουβαλάνε συνέχεια και που απλά λειτουργει ως εργαλείο μέσα από το οποίο εκδηλώνεται το θαύμα. Καταρχήν από πολύ νωρός γίνεται εμφανές πως φλερτάρει, πιάνει συζήτηση με τον γόη, επισημαίνοτάς του πως τον είχε δει και στη Ρώμη. Αρκετές φορές στην ταινία εστιάζει στους νεαρούς και νεαρές εθελοντες που φλερτάρουν συνεχώς. Το διατυπώνει ρητά τόσο σε μία συζήτηση, αλλά κυρίως στην εξομολόγηση, όπου εκτός από την απορία της: “γιατί αυτή και όχι κάποιος άλλος», δηλώνει πως θέλει να γίνει καλά για να αποκτήσει πλέον ζωή (une sense de vie είναι η ακριβής έκφραση που χρησιμοποιεί στα γαλλικά). Ζηλεύει όταν εντοπίζει πως η εθελόντρια βοηθός της φλερτάρει τον ίδιο άντρα. Ενώ συνολικά γίνεται εμφανής η αντίθεση ανάμεσα στο πανέμορφο τοπίο, τους νεαρους όλο ζωή βοηθούς και τη δική της κατάσταση. Το επιβεβαιώνει και όταν το πλάνο εστιάζει πάνω της όταν ανακοινωνεται η εκδρομή στο βουνό, αλλά πως όσοι είναι σε καροτσάκι δεν θα μπορέσουν να πάνε, δείχνοντας την απογοήτευση (η κάνοντας μας να καταλάβουμε την απογοήτευση που θα αισθάνθηκε εκείνη τη στιγμή)… Τελικά πάει στην εκδρομή λόγω της θεραπέιας της, όπου φιλιέται με τον άντρα, ενώ στο πάρτι η ίδια σηκώνεται και του ζητά να χορέψουν. Στο λεώφορείο πίανει συζήτηση στην οποία μία γυναίκα της λεέι πως τώρα θα μπορούσε να κάνει και οικογένεια, με την ίδια να συμφωνεί. Υπάρχουν και άλλα σημεία που δείχνουν πως η Κριστίν, ως πρόσωπο είναι κεντρικό στην ταινία, ως μία νέα γυναίκα που θέλει να χαρεί τη ζωή ητς και η θεραπεία «θαύμα» πλέον της το επιτρέπει, ενώ πραγματεύνονται με αρκετά λεπτομερή τρόπο τα συναισθήματα που βιώνει. Πράγματα τα οποία αγνοείς εντελώς στην κριτική σου, αφορούν όμως πάνω από τη μισή ταινία και τους διαλόγους της.

    Το θαύμα
    Η άποψη μου είναι, όπως είπα πως το θαύμα λειτουργεί ως μηχανισμός, ως παραβολή και δεν συνιστα το κεντρικό θέμα. Γιατί; Καταρχήν από τη επιλογη της ασθένειας. Η σκλύρηνση κατά πλάκας είναι μία ασθένεια που επηρεάζεται πολύ από την ψυχολογία του ασθενούς, ενώ εμφανίζει έντονες μεταπτώσεις, με διαστήματα ύφεσης και έξαρσης. Το δεύτερο μάλιστα διατυπώνεται ρητά και στην ταινία από τον γιατρό που την εξετάζει. Ο λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε η συγκεκριμένη αρρώστεια είναι ακριβώς για να βοηθήσει την σκηνοθέτιδα να δημιούργήσει αμφιβολίες μέχρι τέλους, για το κατά πόσο συντελέστηκε θαύμα, ή πρόκειται για φυσιολογική εξέλιξη της αρρωστειας, το γεγονός ότι ξαναπερπατά. Κάτι που επανέρχεται πιο έντονα όταν καταρέει στο χορό. Η αμφιβολία ακριβώς είναι ένα από τα στοιχεία που καθιστά το θαύμα εργαλείο και καταδεικνύει πως δεν θέλει να εστιάσει εκεί η ταινία. Ο γιατρός στη γνωμάτευση του δηλώνει εντυπωσιασμένος από την εξέλειξη, αλλά δεν αποκλείει να οφείλεται στη φύση της αρρώστειας. Ο παπάς είναι ο πρώτος που πιστεύει στο θαύμα.
    Το γεγονός πως το «θαύμα» διεξάγεται σε δόσεις. Τη μία μέρα σηκώνει το χέρι και αγγίζει το βράχο, την επόμενη σηκώνεται και περπατάει. Θα μπορούσε να επιλέξει μια μη αμφιλεγόμενη ασθένεια και το θαύμα να γίνει κατευθείαν, άσχετα αν κρατούσε η όχι. ( Σύμφωνα με την καθολική εκκλησία θάυμα συνιστά η εμφάνιση τηςε θείας χάρης με ορατά υπερφυσικό τρόπο, καθώς υπάρχει και η θεία χάρη που γίνεται αντιλληπή βιωματικά)
    Η ίδια δεν φαινεται να πολυπιστεύει στο θαύμα ακόμη και όταν περπατά, αισθάνεται αμήχανα όταν πρέπει να μιλήσει στο πλήθος, ψάχνοτας τα λόγια που θα ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους.

    Το κεντρικό θέμα.
    Όπως ανέφερα και πριν η ταινία πραγματεύεται τη δυναμική και διαλεχτική σχέση ανάμεσα στην πίστη, την ελπίδα και την ευτυχία. Ο χώρος, η Λούρδη λειτουργεί μεγεθυντικά, ως κατεξοχήν σημείο πίστης, ένω η αναπηρία καθιστά πολύ πιο έντονα τα παραπάνω συναισθήματα. Πιο συγκεκριμένα, μία ανάπηρη νεα κοπέλα, που θελει να ζήσει τη ζωή της, βρίσκεται για λόγους συνανστροφής περισσότερο και όχι πίστης σε ένα χώρο τέλεσης «θαυματων». Ο συνδυασμός του όμορφου τοπίου, του φλέρτ και όλου του σκηνικού της ύπαρξης μέσα σε «κανονικούς» ανθρώπους, της δημιουργούν μία έντονη επιθυμία να θεραπευτεί για να «ζήσει». Εδώ η σκηνοθέτιδα παίζει αριστετοτεχνικά με την ασθένεια, την αυθυποβολή, την πίστη και το θαύμα, με τρόπο που να μην μπορεί να πει κανέις με βεβαιότητα τι ακριβώς συμβαίνει, μέχρι και το τέλος. Η έντονη αυτή επιθυμία την κάνει να βλέπει όνειρα πως η Παναγία την επισκέπτεται και την θεραπεύει, τα οποία εκμυστηρεύεται στην άρρωστη μοναχή η οποία λόγω της κατάστασής της και της έντονής πίστης της ταυτίζεται μαζί της, με αποτέλεσμα να βλέπει και η ίδια όνειο πως πράγματι η Παναγία επισκέφτηκε την Κριστίν. όμως η πιστή μοναχή καταρρέει ένω η όχι και τόσο πιστή Κριστίν θεραπέυεται. Μία ακόμη αμφισημία: ο Θεός δουλεύει με μυστήριους τροπους; ή απλά ένα κυνικό σχόλιο; Η σκηνοθετιδα πάντως σε συνέντευξή της ήθελε απλά με αυτή τη σκηνη να παρουσιάζει αυτή την αντίθεση (της πιστης που πεθαίνει και της άπιστης που θεραπέυεται)2.

    Το ζήτημα της ευτυχίας.
    Από διάφορες σκηνές της ταινίας γίνεται εμφανές πως η πρωταγωνίστρια θέλει να έχει μία φυσιολογική ζωή ως νέα γυναίκα (όπως λέει και η ίδια). Θεωρεί πως η ασθένεια την αποτρέπει. όταν λοιπον θεραπέυεται, με θαύμα η μη, αρχίζει να ζει σαν φυσιολογική κοπέλα: πάει εκδρομή, φλερτάρει, φιλιέται, χορεύει, αισθάνεται ευτυχισμένη. όταν όμως καταρρέι στο χωρό δύο πράγματα συμβαίνουν, αφενός με βάση το ιστορικό της αρρώστειας αρχίζει να έχει αμφιβολίες για το κατά πόσο θεραπέυτηκε, αφετέρου ο άντρας την εγκαταλείπει. Εδω η σκηνοθέτιδα μας καλέι να προβληματιστούμε πάνω στο ζήτημα της ευτύχίας, μαζί με την Κριστίν. Είναι αρκετή η θεραπέια για να γίνει ευτυχισμένη; Μήπως η αρτιμέλεια δεν εξασφαλίζει αυτόματα την ευτυχία όπως τόσο πολύ πίστευε; Ένας Λακανικός θα μπορούσε να ανακαλέσει τον αιώνια φεαυγαλέο χαρακτήρα της επιθυμίας, η οποία δεν μπορεί να ενσαρκωθεί για πάντα σε ένα συγκεκριμένο «αντικείμενο», αφού απόρρέει από την έλλειψη αυτή καθε αυτή… Οι αμφιβολίες για την ίασή της και η απογοήτευση από την εγκατάλειψη από τον άντρα και άρα από την ευτυχία, σε συνδυασμό με το έντονο βλέμμα του πλήθους που καρφώνεται πάνω της, λόγω της αμφισβήτησς του θάυματος, οδηγούν την Κριστίν στην αποδόχή της ήττας της (σε όλα τα επίπεδα, από το αν θεραπέυτηκε μέχρι τον αν θα βρει την ευτυχία). Κάθεται λοιπόν στο καροτσάκι, χαμογελώντας αμήχανα στο πλήθος (μάλλον νιώθει πως τους απογοήτευσε και αυτούς καθώς δεν υπήρξε πραγματικό θαύμα) που συνεχίζει να την κοιτάζει επίμονα (δεν φένεται πιο πιθανή αυτή η εξήγηση με βάση την «πρώτη αφήγηση» της ταινίας , από τη δική σου που θέλει την πρωταγωνίστρια να κάθεται ευχριστημένη στο καροτσάκι, αποφασισμένη να εγαταλείψει τα εγκόσμια και να ταχθει στο θεό που την άγγιξε με τη χάρη του στα χνάρια της Μπερναντέτ, ενώ λιγο πρίν χόρευε και φλέρταρε; Αυτό μάλλον συνιστά μεγαλύτερο θάυμα από την πιθανή ίασή της). End of story.

    Συμπέρασμα.
    Η κριτική σου είναι έντονα ιδεολογικοποιημένη, τόσο που σε κάνει να αγνοείς τη μισή σχεδόν ταινία, ενώ η κεντρική υπόθεση στην οποία στηρίζεις την προβληματική σου παραβιάζει το λεγόμενο «ξυράφι του Όκαμ», που θέλει την πιο απλή εξήγηση (αυτή με τις λιγότερες υποθέσεις) να είναι συνήθως και η πιο σωστή.

    1.http://archive.catholicherald.co.uk/features/f0000545.shtml

    2.http://www.afc.at/jart/prj3/afc/main.jart?rel=de&reserve-mode=active&content-id=1164272180506&print_mode=yes&artikel_id=1249995913803

  2. Ο/Η aformi λέει:

    Κώστας Κ.

    Νομίζω ότι πρόκειται για παρεξήγηση. Εγώ αναφέρομαι στην ταινία Λούρδη και συ σε κάποια άλλη. Αν παρ” όλ” αυτά αναφέρεσαι στην ίδια τότε το μόνο που έχω να σου πω είναι ότι δεν παίρνεις καθόλου υπ” όψιν του το θρησκευτικό πλαίσιο της ταινίας (γιατί όπως και να το κάνουμε πρόκειται για μια ταινία που αναφέρεται σε θρησκευτικά ζητήματα, μάλιστα δεν υπάρχει κανένα στοιχείο της ταινίας το οποίο να μην τίθεται σε σχέση με τη θρησκεία). Επειδή και συ υποψιάζεσαι ότι το ζήτημα της θρησκείας έχει τη σημασία του στην ταινία, το προσπερνάς με έναν αστείο ελιγμό: “Ας αφήσουμε στην άκρη το γεγονός πως η ιστορία της Λούρδης, με τις λεπτομέρειες που παραθέτεις, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή (αμφιβάλω αν είναι και στους καθολικούς)”. Έτσι λοιπόν “αφήνοντάς το στην άκρη” μπορούμε να πούμε ότι θέλουμε και να καταλήξουμε σε βαθυστόχαστα συμπεράσματα (του στιλ “η δύναμη της ζωής που κάνει θαύματα”), αντί των “απλών εξηγήσεων”. Για καλύτερη κατανόηση της ταινίας θα σου πρότεινα να την συγκρίνεις με τις δύο ταινίες που αναφέρω (του Παζολίνι και του Μπουνιουέλ), ακόμα και με την ταινία του Γιάνναρη, Δεκαπενταύγουστος. Κι αυτό γιατί μια ταινία δεν υπάρχει από μόνη της. Υπάρχει σε σχέση με άλλες ταινίες και καλό είναι να το παίρνουμε υπ” όψιν μας όταν θέλουμε να πούμε κάτι.

  3. Ο/Η Τι με βάζεις και γράφω μέρα μεσημέρι λέει:

    Δεν παρακάμτω το ζήτημα της θρησκείας και η φράση που αναφέρεις δεν αποσκοπεί εκέι. Απλά θέλω να δείξω πως ακόμα και αν δεχτεί κανείς την δική σου εξηγηση για την ταινία, για να φτάσει εκέι θα πρεπει να έχει α) γνώση της ιστορίας της Λούρδης με τις λεπτομέρειες που αναφέρεις και όχι απλά ότι στο συγκεκριμένο μέρος, κάποια στιγμή εμφανίστηκε η Παναγία σε ένα κοριτσάκι και έκτοτε γίνονται θαύματα. β) γνώση για την ερμηνεία των θαυμάτων από την καθολική εκκλησία σε δεύτερο, ανώτερο επίπεδό. Αυτό δηλαδή που ανέπτυξαν οι καθολικοί θεολόγοι, για να προστατεύσουν την εκκλησία από λογικές αντιφάσεις και αργότερα από κριτικές οπως του Σπινόζα ή του Χιούμ, οι οποία αρνούνταν την ύπαρξη και αναγκαιότητα των θαυμάτων. Για την μάζα των πιστών με τους οποίους η εκκλησία καλλιεργεί και αναπαράγει μία πιο πρωτόλεια σχέση «δούναι και λαβείν», για αυτό άλλωστε συσσωρεύονται τόσοι κάθε χρόνο στη Λούρδη, για να θεραπεύσουν τη φυσική αναπηρία τους και όχι για να τους αγγίξει η «χάρη του θεού» απλά, αυτή η αντίλληψη περί θαυματων δεν είναι γνωστή. γ) Αφού ο θεατής είνα γνώστης των δύο παραπάνω, να μπορεί σχετικά εύκολα να τα αναγνωρίσει στην ταινία ως το κεντρικό θέμα, κάνοντας τις απαραίτητες συνδέσεις με του πρωταγωνιστές και μάλιστα με τις λιγότερες υποθέσεις, σε σχέση με κάποια αλλη ερμηνεία της ταινίας, όπως απαιτεί το θεώρημα της απλότητας.

    Με βάση τα παραπάνω θεωρώ πως η τοποθέτηση σου για το κεντρικό νόημα της ταινίας είναι λάθος. Το νόημα ενός έργου τέχνης δεν υπάρχει ξέχωρα από αυτν που το παρατηρεί. Το τι του λέει εξαρτάται εξίσου από το ιδεολογικό και πολιτισμικό (και πολιτικό) πλαίσιο που συμμερίζεται ο θεατής, όσο και με του δημιουργού. Για να μπορεί καποιος να φτάσει σε μία συγκεκριμένη ερμηνεία για ένα έργο τέχνης το οποίο αποτελεί ένα σύνολο σημαινόντων, πρέπει να είναι σε θέσει να προσκολήσει σε αυτά συγκεκριμένα σημαίνόμενα και να τα ιεραρχίσει – ταξινομήσει με ιδιαίτερο τρόπο, ώστε να παραχθεί η δεδομένη αφήγηση. όταν στην περίπτωση της ταινίας η μεγάλη μάζα των θεατών και κριτικών αγνοεί τα δύο στοιχεία που είναι απαραίτητα για να στηρίξουν τη δική σου ερμηνεία (α,β) όπως προκύπτει από τις διάφορες ταινιοκριτικές, ακόμη και πιστών καθολικών που είναι πιο πιθανό να τα γνωρίζουν. Αλλά ακόμη και αν τα γνωρίζουν δεν είναι βέβαιο πως θα τους δόσουν τη σημασία που τους δίνεις εσύ ή θα τους προσδώσουν την ίδια κεντρικοτητα που δίνεις εσύ, εκτοπίζοντας μάλιστα άλλες ερμηνείες. Εκτός και αν πιστεύεις πως ένα έργο τέχνης έχει οντολογικό στάτους και δεν συνιστά μία αφήγηση, όσο και αν αυτή δεν είναι αυθαίρετη, με την ένιαια πως ηγεμονικές ιδεολγικές προκέιμενες την αρθρώνουν;

    όπως αναφέρω στο πρώτο σχόλιο, δεν παρακάμτω το ζήτημα της πίστης και της θρησκείας. Πιστεύω πως είναι ένα από τα θέματα της ταινίας, αλλά όχι το μόνο και όχι κεντρικό από μόνο του. Μπαίνει ως θέμα στη σχέση του με την ελπίδα και την ευτυχία. Επειδή η ταινία διεξάγεται σε ένα θρησκευτικό τόπο θα πρέπει αποκλειστικά να αναφέρεται, ως εκ τούτου, στη θρησκεία; Δεν μπορεί να είναι αλληγορική και το μέρος να λειτουργεί ως μηχανισμός που διευκολύνει τη σκηνοθέτιδα να πραγματευθεί (και) άλλα θέματα; Αναλυτικά μπορεί να είναι δόκιμο να τα διαχωρίζουμε αυτά τα τρία. όταν όμως εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο βιώνονται από τα υποκείμενα (και μάλιστα από άρωωστους ανθρώπους που βιώνουν τα εν λόγω συναισθηματα, ή την απουσία τους πολύ πιο έντονα), ένος τέτοιος διχωρισμός είναι απαράδεκτος, πρέπει να τα δούμε στη δυναμική αλληλεπίδραση τους. Αυτό κάνει η σκηνοθέτιδα, γι αυτό στο δεύτερο μέρος της ταινίας εστιάζει πάνω στην Κριστίν, σε αυτά που βιώνει και στα συναισθήματά της. Κάτι που ο reductionist, μονοαιτιατικός τρόπος που προσεγγίζεις την ταινία δεν σου επιτρέπει να δεις. Σε κάθε περίπτωση, σκόπιμα δεν ανέπτυξα το θέμα της πίστης και της θρησκείας στο πρώτο μου σχόλειο, όχι επειδή υποβαθμίζω την ΄υπαρξή τους, αλλά επειδή ήθελα να επικεντρώσω σε εκείνα τα στοιχεία που εσύ παρακάμπτεις εντελώς, κάνοντας στην πορεία την ταινία αγνώριστη. Πως τοποθετήσαι σε όλα αυτά που ανέφερα στο πρώτο σχόλιο για το δεύτερο μέρος της ταινίας που στηρίζουν τη δική μου αφήγηση; Τα αρνείσαις τα θεωρείς μη ουσιώδη;

    Τέλος, ενδιαφέρον το ότι αναφέρεις τον Μπουνιουέλ, καθώς η σκηνοθέτιδα, στη μία συνέντευξη της που παρέθεσα στο πρώτο σχόλιο, ομολογεί πως τον χρησιμοποιεί ως έμπνευση κυρίως στην κριτική και στο μάυρο χιόμορ απέναντι στην εκκλησία, που υπάρχουν στην ταινία. Απλά δεν τον ακολουθεί πιστά, είτε κασταφατικά ή απορρίπτωντάς τον όπως υποστηρίζεις. Η ίδια οικοδομεί το δικό της αντικείμενο, το οποίο δεν είναι αυτό του Μπουνιουέλ, είναι τόσο δύσκολο να το δεχτείς;

Αφήστε μήνυμα