Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Το Top 10 των 00s (part1)



Αν ψάχνετε μια αντικειμενική γνώμη στο παρακάτω αφιέρωμα, μπορείτε να σταματήσετε εδώ την ανάγνωση και να πάτε είτε για κανένα ποτό είτε για ύπνο. Αν και Μάρτιος πια, θα σας παρουσιάσω τους δέκα δίσκους από τον χώρο της rock που άκουσα, τραγούδησα και έζησα μέσα στην (ομολογουμένως σχετικά φτωχή) προηγούμενη δεκαετία. Τo κριτήριο ήταν όχι η εμπορική τους απήχηση, αλλά η επιρροή που άσκησαν επάνω μου, με τη διαφορετικότητα και την καλλιτεχνική τους υπόσταση. Η επιλογή τους έγινε βάσει των προσωπικών μου εμπειριών και των δικών μου κολλημάτων για τους δίσκους που με ακολούθησαν, με συντρόφεψαν και με οδήγησαν όλα αυτά τα χρόνια με την απλότητα ή την υπερβολή τους. Τα κείμενα γράφτηκαν με τυχαία σειρά, οπότε δεν υπάρχει συνέχεια μεταξύ τους. Το αφιέρωμα ξεκινάει από τη βάση προς την κορυφή, καθώς προσπάθησα να κρατήσω τις ισορροπίες ανάμεσα στα ιδιώματα (όπου μάλλον δεν τα κατάφερα…), και θα ολοκληρωθεί σε δύο μέρη με διαφορά κάποιων ημερών.

PortisheadThird

Silence – Hunter – Nylon Smile – The Rip – Plastic – We Carry On – Deep Water – Machine Gun – Small – Magic Doors – Threads

Γενικά τα reunions δεν με ενθουσιάζουν ιδιαίτερα, και πάντα τα βλέπω με σκεπτικισμό, εκτός αν το αποτέλεσμα τους είναι κάτι παραπάνω από καλό. Η περίπτωση των Portishead ανήκει σ’ αυτή την κατηγόρια, αν και περισσότερο βρίσκεται σ’ αυτή τη δεκάδα λόγω της σκοτεινιάς και της νοσταλγίας που έβγαλαν στο «Third» του 2008. Σίγουρα μέσα στη προηγούμενη δεκαετία υπήρξαν πολύ καλύτεροι δίσκοι, όμως ο συγκεκριμένος είναι ένα υποσυνείδητο κάλεσμα αυτογνωσίας σε σημείο κατάθλιψης, βάζοντάς τον οποίο ακροατή σ’ ένα «τριπάκι» ψυχαναγκαστικής άρνησης του ίδιου του τού εαυτού, αλλά και εκείνου που στέκεται απέναντί του. Τα φώτα έχουν χαμηλώσει και η ωριμότητα έχει πάρει θέση της πάνω στη σκηνή, με την πλατεία από κάτω να είναι άδεια.

Ο δίσκος ρολάρει στους γνωστούς, αργούς, trip-hop ρυθμούς, με εντελώς όμως διαφορετική οπτική. Το «Third» είναι ηλεκτρονικό, πειραματικό και τόσο διαφορετικό από οτιδήποτε έχουμε ακούσει από τους Portishead μέχρι τώρα. Είναι ένα industrial σφυροκόπημα, με την Beth Gibbons να τραγουδά ένα συνεχόμενο εσωτερικό μοιρολόι ανάμεσα σε εικόνες υγρών, σάπιων υπογείων και ερειπωμένων τοπίων, που οι Geoff Barrow και Adrian Utley δημιουργούν με τα σχεδόν βουκολικά, ηχητικά τους μοτίβα, πνιγμένοι στα καλώδια, στους ενισχυτές και στις παραμορφώσεις.

Το «Third» είναι μπουκωμένο και εναλλακτικό, με τις εκρήξεις του να περιορίζονται σε λιγότερο ή περισσότερο συμβατικούς ρυθμούς. Το «Silence» ξεκινά κλειστοφοβικό και τίγκα στο μπλιµπλίκι, αργόσυρτο, εισαγωγικό και ορχηστρικό. Το «Hunter» και το «Nylon Smile» είναι βγαλμένα από το παρελθόν, σαν ένα déjà-vu που δεν έπαψε να λειτουργεί, απλώς έπεσε για κάποια χρόνια σε χειμερία νάρκη και ήρθε η ώρα του να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Το υποχθόνιο «Plastic», άλλοτε νωχελικό, άλλοτε σπαρακτικό και τόσο space. Ακολουθεί το «We Carry On» με το αποκρουστικό του tempo. Η καλύτερη στιγμή του δίσκου, όμως, είναι το «Machine Gun», με τον σαρωτικό του ρυθμό να επαναλαμβάνεται βαρύς, ηλεκτρικός και τόσο καθολικός, που πέρασα τουλάχιστον οκτώ ώρες με το rewind πατημένο πάνω του. Το φανταστικό «Magic Doors» είναι ό,τι ακριβώς και ο τίτλος του. Το πέρασα στα έγκατα του γυμνού εαυτού μας. Πραγματικά υπέροχο. Για το τέλος, το «Threads» χάνεται στα βασανίστηκα μονοπάτια της ύπαρξης αλλά και της εύθραυστης διαύγειας.

Το «Third» μπορεί να μην είναι το αριστούργημα του συγκροτήματος από το Bristol. Δεν είναι όμως και ένας δίσκος που απλώς τον ακούς κάνα δυο φορές και μετά τον ξεχνάς. Είναι ο δίσκος που, αν τον αφήσεις, μπορεί να σε διαβάλει και να σε αλλοιώσει. Σε τρώει σαν τη θάλασσα του στοιχειωμένου λιμανιού που μάζεψε τα κομμάτια των χρόνων του σ’ ένα δίσκο, χωρίς να περιμένει τη συμπάθεια ή την αναγνώριση. Ο λόγος του είναι η ανάγκη και ο ήχος του είναι η απόρροιά της. Τόσο σύγχρονο, τόσο μουντό, τόσο πειραματικό, τόσο αντισυμβατικό, τόσο εγκεφαλικό, τόσο Portishead.

«Magic Doors»

Shora – Malvan

Parhelion – Arch & Hum – Siphrodias – Klarheit

Οι Ελβετοί Shora είναι ένα από τα λίγα συγκροτήματα του χώρου του instrumental post-rock που, με την κυκλοφορία του «Malvan» το 2005, έθεσαν νέα δεδομένα και στεγανά σε αυτό το δαιδαλώδες ιδίωμα, χάρη στην πολυπλοκότητα και την αφαιρετική τους διάνοια. Οι πρώτες τους δουλειές χαρακτηρίζονταν από έναν χαοτικό noise-core ήχο που μέσα στο «Malvan» μεταλλάχτηκε σ’ έναν σκοτεινά επικό, post-rock λαβύρινθο. Αν και ο χώρος χαρακτηρίζεται ως μια απέραντη, αστείρευτη επανάληψη των συγκροτημάτων που τον εκπροσωπούν (εκτός των λιγοστών εξαιρέσεων), οι Shora επέλεξαν να τον χαρτογραφήσουν, να πειραματιστούν και να εξερευνήσουν ηχοτοπία και συνθέσεις που μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας από εμάς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχουν μέσα σ’ αυτό το υποτιμημένο ιδίωμα.

Το «Malvan» είναι ένα μαθηματικό ψυχεδελικό παραλήρημα που αποτελείται από instrumental κομμάτια, γεμάτα σκοτεινά και νεφελώδη επίπεδα, progressive επαναλαμβανόμενα mantra και εξελικτικές συνθέσεις που πηγάζουν από το τεράστιο ταλέντο των τεσσάρων μελών του συγκροτήματος, περασμένα με τέτοιο τρόπο στο δίσκο, ώστε να γυρίζεις σχεδόν πάντα στην αρχή του. Εδώ οι Shora κατάφεραν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, με την απώλεια των στίχων να ελευθερώνει τον άνθρωπο που το κρατάει στα χέρια του, να τον αφήνει χωρίς προορισμό και αίσθηση του χρόνου και να τον παρασύρει μέχρι τα αχανή πεδία των συναισθημάτων και της φαντασίας.

Οι ίδιοι, προσγειωμένοι, αρνούνται το χαρακτήρα του «Malvan» λέγοντας: «Είναι απλώς ένας ακόμα δίσκος από μια ακόμα μπάντα»…

Και οι τέσσερις συνθέσεις του δίσκου έχουν δουλευτεί στα άκρα, και μέσα από τα βασικά όργανα –κιθάρα, μπάσο, τύμπανα και keyboards– μοιάζει με μήτρα που γεννά ένα νέο υβρίδιο. Η άριστη κατάρτιση και το δέσιμο των δημιουργών του χαράζουν ένα πολύπλοκο αλλά και εκκωφαντικό ταξίδι, χωρίς να χρησιμοποιούν στην υπερβολή τους noise ή παραμορφώσεις. Από το artwork μέχρι το site της μπάντας, η math-prog αισθητική τους είναι παντού, αλλά κυρίως βρίσκεται μέσα στη μουσική τους, καθιστώντας τους Shora ένα από πιο τα ελπιδοφόρα post σχήματα των ημερών μας.

Δεν χρειάζεται να γράψω περισσότερα για το «Malvan», και έτσι επιλέγω να μιλήσει η ίδια η μουσική του, μέσα από το «Arch & Hum».

«…!»

A Perfect Circle – Thirteenth Step

The Package - Week And Powerless - The Noose - Blue - Vanishing - A Stranger - The Outsider – Crimes - The Nurse Who Loved MePetLullabyGravity

Το «Thirteenth Step» μπορεί να μην έκανε μεγάλη αίσθηση με την κυκλοφορία του, το 2003, αλλά βρίσκεται σε αυτή τη λίστα γιατί, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, μοιάζει να με έχει στοιχειώσει τόσο με εικόνες και συναισθήματα, που, όταν ψάχνω τη μορφή «εκείνης», απλώς πατάω το play για να επιστρέψω για μια ακόμη φορά στα ονειρικά του δάση που ζωντανεύουν το όνομα και την εικόνα της. Το «Mer de Noms» του 2000 ήταν αυτό που άνοιξε τον κύκλο. Το «Thirteenth Step», όμως, ήταν αυτό που έκλεισε μέσα του όλη την εσωτερικότητα και έναν σκοτεινό λυρισμό τόσο γνώριμο όσο ο δεύτερος εαυτός μας. Παγανισμός και αιρετική αντιμετώπιση των πραγμάτων, με τον διάβολο να διαφθείρει τους γιους και τις κόρες του σε ένα παιχνίδι εγωισμού και εξουσίας, κόντρα στη μόδα της εποχής, που ήθελε μελοδραματικά ατμοσφαιρικά πυροτεχνήματα να ξεπηδάνε από παντού σαν άγευστα μανιτάρια. Το «Thirteenth Step» στέκεται πιο ώριμο από το «Mer De Noms», με τους τόνους να είναι εμφανώς πιο χαμηλωμένοι, αλλά με τις εκρήξεις του πιο σταθερές και ολοκληρωμένες. Άρτιο σε όλη τη διάρκειά του, γεμάτο ιδέες, αποπροσανατολίζει παίζοντας με την ασάφεια. Είναι μια θυσία στη Θεά. Είναι για εκείνη που θυμάσαι, για εκείνη που μέμφεσαι, για εκείνη που μισείς, για εκείνη που λατρεύεις. Από το αρκετά καλό layout του Steven R. Gilmore, μου έχει κάνει περισσότερο αίσθηση η tribal γραμματοσειρά που έχει εφεύρει το συγκρότημα (η οποία μου έφαγε αρκετές ώρες μέχρι να την αποκωδικοποιήσω), που δίνει μία ακόμα μαγεμένη νότα στους A Perfect Circle.

Ο Billy Howerdel με τις κιθάρες του, αφαιρετικές, heavy, μελωδικές, να ουρλιάζουν για την προδοσία και τον όλεθρο, καθώς ο Maynard James Keenan εξερευνά μονοπάτια τόσο διαφορετικά από εκείνα των «Tool» δημιουργώντας απογυμνωμένες ερμηνείες και στίχους γεμάτους εκρήξεις συναισθημάτων. Ο Josh Freese, τεχνικός και επιβλητικός ντράμερ, ενώ ο Jeordie Orsborne White δένεται με τον James Iha των Smashing Pumpkins σαν ένα σώμα με δύο κεφάλια και τέσσερα χέρια.

Το «The Package» είναι το πρώτο τραγούδι που ανοίγει το «Thirteenth Step»• ύπουλο και υποτονικό στην αρχή, ανεβάζει απότομα την ένταση, με τον Keenan να δηλώνει με σαδισμό πως ήρθε η ώρα να πάρει ό,τι του ανήκει. Το «Week and Powerless», γραμμένο πάνω σε ακουστική κιθάρα, καταραμένο σε μια μάχη με την εξάρτηση του εύθραυστου σώματος ή της αδύναμης ψυχής. Διάλεξε και πάρε. «The Noose». Ένα από τα αγαπημένα μου μέσα από το «Thirteenth Step», αποπνέει μια νεφελώδη ατμόσφαιρα και ένα τόσο ονειρικό ξέσπασμά στο τέλος. «Blue». Όταν αρνείσαι το επέκεινα, όταν αρνείσαι να αφήσεις τον άλλον, όταν αρνείσαι το θάνατό του. Το «Vanishing», όμως, και η απώλειά του σε προσγειώνει στη ζοφερή πραγματικότητα για το αναπόφευκτο. Στο «The Outsider», ο ναρκισσισμός, και η σκοτεινή πλευρά της θηλυκότητας περνάνε μπροστά από τα μάτια σου. Το «Pet» είναι μάλλον ένα από τα καλύτερα κομμάτια των A Perfect Circle, βασισμένο σε έναν σχεδόν πειραματικό και συμπαγή ρυθμό, με την προπαγάνδα των Μέσων να σε προτρέπει «Go back to sleep…», ώστε να συνεχίζει τα εγκλήματα της κατά των παραπλανημένων. Ο κύκλος κλείνει με το «Gravity», και τη θέληση για ζωή να πλημμυρίζει τις γεμάτες δηλητήριο φλέβες μας σαν κάποιο ελιξίριο, σαν φως, σαν ελπίδα.

Το «Thirteenth Step» των A Perfect Circle δεν είναι ο δίσκος που θα σε καθηλώσει με την πρωτοτυπία του, σε τραβάει όμως στα έγκατα της ψυχής του με τη βαρύτητα του περιεχομένου του, καθώς είναι ένα βήμα προς την αλήθεια, γεμάτο αντικρουόμενα συναισθήματα που απαντώνται μέσα σ’ αυτόν τον «τέλειο κύκλο», που αντικατοπτρίζουν την «τέλεια» γυναίκα, που αναπνέουν μέσα στην «τέλεια» ύπαρξη της, που προκαλούν την «τέλεια» ζωή της.

«They have wright about you»

Queens Of The Stone Age – Songs For The Deaf

You Think I Ain’t Worth a Dollar, But I Feel like a Millionaire – No One Knows - First It Giveth – A Song for the Dead – The Sky Is Fallin’ – Six Shooter – Hangin’ Tree – Go with the Flow – Gonna Leave You – Did It Again – God Is the Radio – Another Love Song – A Song for the Deaf – Mosquito Song (Hidden Track) – The Lost Art of Keeping a Secret (live) – Everybody’s Gonna Be Happy

Μονολιθικό stoner rock, ερμητικό desert rock, αρχετυπικό hard rock, πειραματικό heavy rock, δεμένα πάνω σε μια pop ευφυΐα. Το «Songs for the Deaf» μπορεί να κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2002, αλλά μοιάζει να ήρθε κατευθείαν από την αιωνιότητα των 70s. Η διαφορά του είναι, ίσως, ότι ακούγεται καλύτερο! Όλες οι επιρροές, όλες οι καταβολές, όλες οι εμμονές, όλες οι επιθυμίες των Queens Of The Stone Age μεταλλάχτηκαν και έβγαλαν μέσα από τα πηγάδια της αμερικανικής ερήμου τον μαστουρωμένο ογκόλιθο που ονομάζεται «Songs for the Deaf».

Ένας δίσκος που από την αρχή μέχρι το τέλος του προβάλλει ένα συμπαγές χωνευτήρι ιδεών με τσαμπουκά και λάγνες εντάσεις, που, αν και ο ίδιος έλαβε αρκετή εμπορική επιτυχία, η ουσία και η αφθονία του έχωσαν το όποιο αναμάσημα της εποχής κατευθείαν για ορθοσκόπηση εντέρου χωρίς αναισθησία και ενοχή. Αν και ο ήχος των Queens Of The Stone Age έχει κοινές αναφορές αλλά συγχρόνως και πολλές διαφορές σε σχέση με αυτόν των Kyuss (αφού τα δυο ιδρυτικά τους μέλη, Homme και Oliveri, προέρχονται από τις στάχτες αυτού του μεγαθήριου των ’90s), το «Songs for the Deaf» καταφέρνει σχεδόν να φτάσει τα επίπεδα του «Welcome to the Sky Valley» όσον αφορά τη συνοχή και τη δραστικότητά του.

Ο Josh Homme είναι ο αναμφισβήτητος ηγέτης, ενώ βρίσκεται πίσω από κάθε μπουκωμένη νότα, κάθε βρόμικο στοίχο, κάθε διαβολεμένη έκρηξη. Ο Nick Oliveira, με το μπάσο του να συνουσιάζεται με τις κιθάρες σ’ ένα παιχνίδι ωμότητας και κυριαρχίας, και ο πρώην ντράμερ των «Nirvana» και νυν frontman των μετριότατων Foo Fighters Dave Groll δίνει ό,τι καλύτερο έχει σε θέματα τεχνικής και ικανοτήτων πίσω από τα τύμπανα, αφού η συμβολή του στους «Queens Of The Stone Age» αποδείχτηκε καταλυτική για τον ήχο του «Songs for the Deaf». Ο τέταρτος της παρέας είναι ο γερόλυκος Mark Lenagan των Screaming Trees, o οποίος, εκτός από τα φωνητικά, έχει γράψει μαζί με τον Homme τρία κομμάτια.

Το «You Think (…) like a Millionaire» σε βάζει κατευθείαν στο σαρκαστικό ύφος του δίσκου, με τις κιθάρες και τον Josh να ξεκινάνε την «καφρίλα». Το «No One Knows» συνεχίζει με το περίεργο tempo του, και με τον Oliveira να δίνει ρεσιτάλ γκαζώνοντας απότομα, για να ακολουθήσει το «First It Giveth», στεγνό και εκρηκτικό. «A Song for the Dead». Βρόμικο hard rock, σκοτεινό και αρρωστημένο, με τον Homme να παίζει με doom και stoner riffs και τον Groll να πυροβολεί τον άμαχο-ανυποψίαστο που έκανε το λάθος να παίξει με το «Songs for the Deaf». «The Sky Is Fallin’», και ο ουρανός στο κεφάλι του Εγώ. Στο «Hangin’ Tree», ο Lenagan θυμίζει ένδοξες μέρες του παρελθόντος, ενώ το «Go With the Flow» υπόσχεται ένα μέλλον γεμάτο άρνηση και σαδιστική αυτοκαταστροφή. «Gonna Leave You», και ο Josh ματώνει για έναν καταρρακωμένο εγωισμό και για την εκδίκηση που δεν είναι ποτέ αρκετή. Το «Another Love Song» απλώς επιβεβαιώνει όλα τα παραπάνω με lead κιθάρες και την απάντηση σε ό,τι βαρετό και προβλεπόμενα συναισθηματικό. Το ομότιτλο φέρνει τους θεούς Kyuss πίσω στην έρημο όπου λατρεύτηκαν. Ο δίσκος κλείνει με το hidden track «Mosquito Song», το εκπληκτικό «The Lost Art of Keeping a Secret» σε live εκτέλεση και το πειραματικό «Everybody’s Gonna Be Happy».

Το «Songs for the Deaf» είναι ένας δίσκος που δεν μπορεί να κατανοηθεί στατικά. Μπορεί να λειτουργήσει βιωματικά και μόνο από τη θέση του οδηγού. Η ένταση του είναι στο τέρμα και, καθώς μασάς τα φρένα σου, βάζει φωτιά σ’ αυτή την ερημωμένη πόλη. Με τη γυναίκα δίπλα σου ή όχι, το πορτμπαγκάζ γεμάτο διεγερτικά ναρκωτικά και αναμνήσεις, σε προκαλεί ώστε να μην κοιτάξεις ούτε στιγμή πίσω, παρά μόνο τη μεγάλη ευθεία μπροστά σου μέχρι το τέλος αυτού του δρόμου.

«I can go with the flow… Don’t say it doesn’t matter (with the flow) anymore»

Pain Of Salvation – Be

Animae Partus (I Am) – Deus Nova – Imago (Homines Partus) – Pluvius Aestivus – Lilium Aestivus – Nauticus – Dea Pecuniae – Vocari Dei – Difidentia (Breaching the Core) – Nihil Morari – Latericius Valete – Omni – Iter Impius – Martius_Nauticus II – Animae Partus II

Καθ’ όλη τη διάρκεια συγγραφής αυτού του αφιερώματος και παρά τη διαφορετικότητα των συγκροτημάτων, στο πίσω μέρος του μυαλού μου «χτύπαγε» η φράση: Τι θα γράψω για το «Be»; Τι θα γράψω για αυτόν το δίσκο των Pain Of Salvation, ώστε να φωτίσω, στο βαθμό που μου επιτρέπει ο λόγος, το μεγαλείο της έμπνευσης και της γνώσης που αναβλύζει σε όλη τη διάρκειά του. Τι θα γράψω για την αγνότερη, ίσως, μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης που συνάντησε το progressive rock από την εποχή των Pink Floyd μέχρι σήμερα. Τι μπορώ να γράψω γι’ αυτό το φιλοσοφικό πόνημα, γι’ αυτό το επιστημονικό έργο τέχνης που εξελίσσεται σε πραγματεία ιδεών και θεωριών πάνω στη δημιουργία του ανθρώπου. Το «Be» είναι η αρχή, είναι η ύπαρξη, είναι η αναζήτηση. Κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2004 και, πραγματικά, μέχρι και σήμερα, δεν ξέρω από πού να το πιάσω. Από το δαίδαλο του παρελθόντος του, και τις απαρχές του ανθρώπινου είδους, που μέσω της συνειδητοποίησης του δημιουργού του αντιλαμβάνεται την εικόνα του. Από το παρόν και τον αγώνα του μέσα στο σήμερα, με το «γιατί» να τρώει τα σωθικά και την ψυχή του, ή από την ιδέα του μέλλοντος και της ανάγκης μας να δημιουργούμε εικόνες του εαυτού μας ώστε να κατανοήσουμε μέσα από αυτές την προέλευσή μας, σ’ έναν κύκλο όπου η κάθε δημιουργία είναι ο θεός της επομένης, χωρίς όμως στην ουσία να είναι καμιά από αυτές είτε θεός είτε απλή δημιουργία…

Το «Be» είναι έργο του συνθέτη και ερμηνευτή των Pain Of Salvation Daniel Gildenlöw, ο οποίος συνέλαβε, μελέτησε και υλοποίησε ένα από τα πιο πολυδιάστατα concept της μεταλλικής μουσικής ιστορίας (η ιδέα του «Be» είχε ξεκινήσει να τον τρώει από το 1996), με τους υπόλοιπους τέσσερις, τον Fredrik Hermansson στα πλήκτρα, τον Johan Hallgren στις κιθάρες, τον Kristoffer Gildenlöw στο μπάσο και τον Johan Langell στα τύμπανα, να ακολουθούν τυφλά το ένστικτό τους, εμπιστευόμενοι τον Gildenlöw, που τους οδήγησε στην εξέλιξη και στον επαναπροσδιορισμό. Το layout του δίσκου έγινε και αυτό κάτω από τη οξυδερκή ματιά του mastermind Gildenlöw, ενώ, στην advanced έκδοση του CD, υπάρχει η σχετική με το όλο concept βιβλιογραφία.

Μουσικά το «Be» αποτελείται από ενορχηστρωμένα κομμάτια και όχι τραγούδια, τοποθετημένα με την ακρίβεια και την πολυπλοκότητα ενός χρονογαλαξία όπου οι πλανήτες έχουν συγκεκριμένη τροχιά γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Gildenlöw έφτιαξε ένα άπειρο έργο με γνώμονα όχι το να ικανοποιήσει τον κόσμο, αλλά να τον εξηγήσει. Τα κομμάτια, λοιπόν, ρέουν το ένα μετά το άλλο σ’ ένα ταξίδι στο χρόνο της δημιουργίας, με το βάρος και την εσωτερικότητά τους να κατακλύζουν το μικρόκοσμό μας περιμένοντας επανειλημμένες ακροάσεις ώστε να μπορέσουν να βγουν στη επιφάνεια. Πειραματικό και σχεδόν μεταφυσικό σε όλη τη διάρκειά του, γεμάτο ορχηστρικά σημεία, υπόκωφους εξωγήινους ήχους και σκοτεινές κιθάρες που εμφανίζονται και φεύγουν, μετρημένες και λιγοστές, με λόγο ύπαρξης, που δίνουν άλλη διάσταση στο μεγαλείο του «Be». Αυτοσχεδιαστικό και τόσο προοδευτικό, που σε ξενίζει με την απλότητα αλλά και την πολυπλοκότητά του.

Δεν θα σταθώ στα κομμάτια του δίσκου μεμονωμένα, καθώς το «Be» πιστεύω ότι είναι ένας ζωντανός οργανισμός που δεν μπορεί να διασπαστεί και να αναλυθεί αποσπασματικά και ίσως, καμιά φορά, και αυθαίρετα. Το νόημά του είναι τόσο προσωπικό και εσωτερικό, που ο καθένας εκεί έξω θα δει μέσα του τα δικά του θέλω και τις δικές του προβολές. Από το «Animae Partus (I Am)», με την αυτοσυνείδηση να ξεκινά, στο «Deus Nova» με την «ανάβαση» του είδους –από την αρχή του πολιτισμού, το 10.000 π.Χ., μέχρι το σήμερα– να συνεχίζεται στο αναγεννησιακό μάθημα του «Imago (Homines Partus)». Από τον τηλεφωνητή του Θεού, «Vocari Dei», με τα μηνύματα ανθρώπων και την ανάγκη ή την εμμονή τους (δική μου διαπίστωση) να ανατρέχουν σ’ εκείνον για απαντήσεις, αλλά και το σπαρακτικό «Iter Impius», όλες οι ελπίδες και οι απελπισίες του είδους μας συναντώνται μέσα στο χάος και το σκότος του «Be» απαντώντας έτσι τον σκοπό και το λόγο ύπαρξης αυτού του έργου τέχνης.

Ένας δίσκος που μόνο ένας σκεπτόμενος θα πρέπει να αποκτήσει, ένας δίσκος που μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να περιφρονήσει, ένας δίσκος που μόνο ένας εξωγήινος θα μπορούσε να αξιολογήσει, ένας δίσκος που μόνο ένας θεός θα μπορούσε να δημιουργήσει.

«Iter Impius»

To be continued… Όσοι αιρετικοί προσέλθετε…

Anti

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Σχόλια (1)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. [...] Το Top 10 των 00s (part1) Αν ψάχνετε μια αντικειμενική γνώμη στο παρακάτω αφιέρωμα, [...] [...]

Αφήστε μήνυμα