Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Η μια αποτυχία διαδέχεται την άλλη: από το Κιότο στην Κοπεγχάγη



Η συνθήκη του Κιότο πλησιάζει στη λήξη της (το 2012) και έχει αποτύχει πλήρως στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, η νέα συνδιάσκεψη που θα πραγματοποιηθεί στην Κοπεγχάγη το Δεκέμβρη του 2009, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε μια συμφωνία που θα βρίσκεται πολύ μακριά από μια πραγματική αντιμετώπιση του προβλήματος. Όπως θα δούμε στη συνέχεια του άρθρου, συνολικά οι ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες έχουν και τις μεγαλύτερες ευθύνες για το οικολογικό πρόβλημα επειδή ρυπαίνουν περισσότερο τον πλανήτη, πέραν της επίδειξης ρητορικής «οικολογικής ευαισθησίας», ουσιαστικά κάνουν ελάχιστα πράγματα για να αποφευχθούν οι καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.

Τα τελευταία χρόνια συνεχή άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, αλλά και πολλά βιβλία, περιγράφουν και προειδοποιούν για τις μεγάλες καταστροφές που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα λόγω της κλιματικής αλλαγής.

Οι ειδικοί προβλέπουν ότι μέχρι και τέσσερις βαθμούς Κελσίου θα ανέβει η μέση θερμοκρασία στον πλανήτη μέχρι τα μέσα του 2050, ενώ στη Μεσόγειο οι βροχοπτώσεις θα μειωθούν κατά 20%i. Τα στρώματα πάγου στην Ανταρκτική και τη Γροιλανδία λιώνουν ταχύτερα από ότι είχε εκτιμηθεί. Σε ορισμένες περιοχές της Ανταρκτικής αναφέρουν στο περιοδικό Nature ερευνητές της βρετανικής αποστολής στην Ανταρκτικήii, ειδικά στα άκρα της ηπείρου, ο ρυθμός με τον οποίο μειώνεται το πάχος του πάγου αυξήθηκε κατά 50% το διάστημα 2003-2007, σε σχέση με την προηγούμενη οκταετία (παρ’ όλα τα «μέτρα» που υποτίθεται ότι πήραν οι κυβερνήσεις που υπέγραψαν τη συνθήκη του Κιότο).

Φυσικά, και για την Ελλάδα οι προβλέψεις των επιστημόνων είναι λίαν ανησυχητικές. Έκθεση του Εθνικού Αστεροσκοπείου σε συνεργασία με την περιβαλλοντική οργάνωση WWF Ελλάς, προβλέπει ότι την περίοδο 2021-2050 η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει ολοένα και μεγαλύτερης διάρκειας καύσωνες και ταυτόχρονα οι κάτοικοι των πόλεων θα ζήσουν «τροπικές» βροχοπτώσεις, ο αριθμός των ακραίων αυτών φαινομένων θα αυξηθούν κατά 10-20%. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, να αυξηθεί σημαντικά και ο κίνδυνος από πλημμύρες.iii

Ωστόσο, οι κυβερνήσεις διαρκώς ολιγωρούν παρά τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων ότι αν δεν παρθούν άμεσα μέτρα, η κλιματική αλλαγή θα είναι μη αντιστρεπτή με καταστροφικές συνέπειες για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων. Ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι οι διεθνείς διαπραγματεύσεις «δεν σημειώνουν πρόοδο». Οι ηγέτες των μεγάλων χωρών αλληλοκατηγορούνται σ’ ένα φτηνό θέαμα όπου πάντοτε οι ευθύνες είναι των… άλλων. Η Ε.Ε. κατηγορεί τις ΗΠΑ (και το αντίστροφο) για το φιάσκο στη σύνταξη μιας νέας συνθήκης που θα διαδεχθεί το Πρωτόκολλο του Κιότο.


Η οικολογική καταστροφή

και οι άνισες συνέπειές της

Η κλιματική αλλαγή είναι μια πανθομολογούμενη επικείμενη καταστροφή την οποία πλέον παραδέχονται και ειδικές επιστημονικές επιτροπές που σύστησαν οι ίδιες οι κυβερνήσεις. Το Φλεβάρη 2007 η έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change [IPCC]), την οποία ίδρυσε ο ΟΗΕ, ήταν εξαιρετικά απαισιόδοξη. Προβλέπει ότι μέχρι το τέλος του αιώνα η παγκόσμια θερμοκρασία θα ανέλθει από 1,8 έως 4 βαθμούς Κελσίου. Το λιώσιμο των πάγων θα προκαλέσει ανύψωση της θαλάσσιας στάθμης κατά 43 εκατοστά ενώ μια ανύψωση ακόμα και κατά ένα μέτρο δεν μπορεί να αποκλειστεί αν συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό η τήξη των πάγων. Τέτοιας έκτασης κλιματική αλλαγή θα έχει καταστροφική επίδραση στη ζωή των ανθρώπων. Πάνω από 200 εκατομμύρια άνθρωποι θα αναγκαστούν να μετακινηθούν από τα παράλια. Επιπρόσθετα, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι θα υποφέρουν από πείνα λόγω παρατεταμένων ξηρασιών ενώ άλλοι θα αντιμετωπίζουν καταστροφικές πλημμύρες. Ασφαλώς το ίδιο καταστροφικό θα είναι το αποτέλεσμα σε πολλά οικοσυστήματα.

Οι επιπτώσεις στην οικονομία, και επομένως και στο βιοτικό επίπεδο, θα είναι τεράστιες όπως επισημαίνουν ακόμα και συντηρητικοί αναλυτές. Ο Sir Nicolas Stern, (οικονομολόγος που ήταν στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, και επικεφαλής της Βρετανικής κυβερνητικής επιτροπής για την κλιματική αλλαγή), προβλέπει ότι η κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει σε μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 5% κάθε χρόνο. Προβλέπει ότι αυτό το ποσοστό μπορεί να φτάσει ακόμα και το 20%! Αντίθετα, ισχυρίζεται ο Stern, απαιτείται μόλις το 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ για να ληφθούν δραστικά μέτρα κατά της κλιματικής αλλαγής. Αν και πολλοί αμφισβητούν τα συμπεράσματα του Stern, ωστόσο οι απόψεις του είναι ενδεικτικές του γεγονότος ότι στην ίδια την άρχουσα τάξη θεωρείται δεδομένο ότι η κλιματική αλλαγή είναι πραγματική και ότι δυνητικά οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις θα είναι τεράστιες.

Η κλιματική αλλαγή προκαλείται από το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» λόγω του εμπλουτισμού της ατμόσφαιρας με αέρια όπως το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) ή το μεθάνιο (CH4), τα οποία επιφέρουν τη θέρμανση του πλανήτη με αποτέλεσμα ξηρασίες, πλημμύρες και τυφώνες να γίνονται ολοένα και συχνότερα φαινόμενα. Αν και η κλιματική αλλαγή πλήττει προφανώς και τις ανεπτυγμένες χώρες, είναι φανερό ότι οι φτωχότερες χώρες θα πληγούν πολύ περισσότερο μιας και δεν έχουν την υποδομή να αντιμετωπίσουν τόσο μεγάλες κλιματικές αλλαγές.

Ωστόσο, ενώ οι φτωχότερες χώρες θα αισθανθούν την κλιματική αλλαγή με πιο δραματικό τρόπο, είναι οι πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αυτές που ευθύνονται περισσότερο για την κλιματική αλλαγή. Οι ΗΠΑ με 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, ευθύνεται για το 30% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από τότε που άρχισε η βιομηχανική εποχή και για το 20% των τωρινών επιπέδων των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η Βρετανία, με 1% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι υπεύθυνη για 6% των ιστορικών εκπομπών CO2 και συνεισφέρει 2% στο σημερινό επίπεδο.

Είναι επίσης σαφές ότι οι φτωχοί θα πληγούν πολύ περισσότερο λόγω της κλιματικής αλλαγής απ’ ότι οι πλούσιοι. Στον καταστροφικό τυφώνα της Νέας Ορλεάνης οι πλούσιοι απλά έφυγαν από την πόλη ενώ οι φτωχοί παρέμειναν με ανεπαρκή σίτιση, ελλείψεις νερού και φαρμάκων. Ο καύσωνας που έπληξε την Ευρώπη τον Αύγουστο του 2003 άφησε πίσω του 35.000 νεκρούς. Στη Γαλλία πέθαναν 15.000, η μεγάλη τους πλειοψηφία φτωχοί που ζούσαν σε σπίτια χωρίς κλιματισμό, άστεγοι και τρόφιμοι γηροκομείων.

Μια επιπλέον συνέπεια, που είναι ήδη υπαρκτή, είναι η αύξηση του ρατσισμού και των κατασταλτικών μηχανισμών λόγω της κλιματικής αλλαγής. Διαρκώς εντείνεται η αστυνομική καταστολή ενάντια σε φτωχούς που έχουν πληγεί από την κλιματική αλλαγή. Στην Νέα Ορλεάνη η αστυνομία εμπόδιζε πρόσφυγες να φύγουν από την πόλη μετά το κτύπημα του τυφώνα Κατρίνα. Η ινδική κυβέρνηση φοβάται ότι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα έχει σαν αποτέλεσμα εκατομμύρια προσφύγων από το Μπανγκλαντές. Για να εμποδίσει τους πρόσφυγες να μετακινηθούν η ινδική κυβέρνηση κατασκευάζει τοίχος 3,5 μέτρων (κόστους 650 εκατομμυρίων ευρώ) στα σύνορα των δυο χωρών ενώ αυξάνει τους συνοριακούς της φρουρούς από 45.000 σε 53.000. Όπως μπορούμε να φανταστούμε, αυτή η κατασκευή μπορεί να λειτουργήσει εγκληματικά, να εγκλωβίσει ανθρώπους σε περίπτωση πλημμύρας οι οποίοι να μην βρίσκουν διέξοδο διαφυγής.

Η κλιματική αλλαγή, επίσης, απειλεί να οξύνει αντιθέσεις στην παγκόσμια σκηνή. Το 2003 μια μελέτη του υπουργείου άμυνας της Βρετανίας υποστήριζε ότι «περιβαλλοντολογικές πιέσεις και αυξανόμενος ανταγωνισμός για ολοένα πιο περιορισμένους φυσικούς πόρους μπορούν να προκαλέσουν συγκρούσεις τόσο στο εσωτερικό των εθνών όσο και μεταξύ εθνών»iv. Τα Φλεβάρη του 2004 μια έκθεση του αμερικανικού Πενταγώνου προειδοποιούσε για «καταστροφικές ελλείψεις σε νερό και ενέργεια από το 2020 που δύσκολα θα αντιμετωπίζονται με αποτέλεσμα ο πλανήτης να οδηγείται σε πολέμους»v.

Αντί ωστόσο οι κυβερνήσεις να παίρνουν ριζικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, προετοιμάζονται για στρατιωτικές συγκρούσεις και για καταστολή των προσφύγων…


Αποτυχία της αγοράς

Οι καπιταλιστές προσπαθούν να «λύσουν» τα περιβαλλοντικά προβλήματα με τον τρόπο που γνωρίζουν (και τους συμφέρει). Εφαρμόζοντας δηλαδή το δόγμα «η αγορά θα λύσει το πρόβλημα». Οι κυβερνήσεις έχουν δημιουργήσει μια αγορά για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Όποια εταιρεία εκπέμπει αέρια του θερμοκηπίου πάνω από ένα όριο πρέπει να αγοράσει «δικαιώματα μόλυνσης» και επομένως έχει κόστος, ενώ όσες μολύνουν λιγότερο (κάτω από το νομοθετημένο από τις κυβερνήσεις όριο) μπορούν να πωλούν «δικαιώματα μόλυνσης» σε άλλες εταιρείες αποκομίζοντας με αυτό τον τρόπο επιπλέον κέρδη πέραν της συγκεκριμένης επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Με αυτόν τον τρόπο, υποτίθεται, στο τέλος θα μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, μιας και όσοι πληρώνουν «δικαιώματα μόλυνσης» θα αναγκαστούν, για να μειώσουν το κόστος, να υιοθετήσουν πιο «καθαρές» τεχνολογίες.

Το σημαντικό εδώ είναι το γεγονός ότι η μόλυνση γίνεται εμπόρευμα που αγοράζεται και πουλιέται, δεν απαγορεύεται στις εταιρείες να μολύνουν.

Το αποτέλεσμα είναι να έχει δημιουργηθεί μια ανθούσα αγορά δισεκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο που αγοράζει και πουλά διακαιώματα ρύπανσης. Με τη λογική (;) της αγοράς εμπορευματοποιείται πλήρως τι ίδιο το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζουν οι άνθρωποι. Η Αφρική θεωρείται ότι βρίσκεται «κάτω του μέσου όρου μόλυνσης» (!) και έτσι πολυεθνικές αγοράζουν δικαιώματα μόλυνσης στην αφρικανική ήπειρο σε χαμηλές τιμές!

Το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας ρύπων (γνωστό ως ETS, European Union Greenhouse Gas Emission Trading System) έχει χάσει κάθε αξιοπιστία. Οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές έχουν μετατρέψει το σύστημα σε ένα τεράστιο καζίνο από το οποίο κερδίζουν απρόσμενα κέρδη. Οι εταιρείες κερδίζουν διπλά, τόσο από τις συνήθεις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους όσο και από το εμπόριο ρύπων. Το «θεσμοθετημένο όριο ρύπανσης» είναι τόσο υψηλό ώστε οι εταιρείες πολύ εύκολα μπορούν να βρεθούν από κάτω του. Το κόστος ρύπανσης για κάθε τόνο εκπομπής CO2 ήταν μόλις 1 δολάριο (!) ασήμαντο ποσό για να αποτελέσει κίνητρο για αντιρυπαντικές επενδύσεις…

Επιπλέον, οι εταιρείες που μολύνουν πάνω από το νομοθετημένο όριο μπορούν παρ’ όλα αυτά να αποφύγουν να πληρώσουν πρόστιμα αν χρηματοδοτήσουν «φιλικές προς το περιβάλλον» καμπάνιες σε αναπτυσσόμενες χώρες (όπως για παράδειγμα, να μην κόβονται δένδρα στο Βόρνεο). Αυτό έχει οδηγήσει σε εκτεταμένα «παιχνίδια» από τις εταιρείες από τη στιγμή που δύσκολα μπορεί να επιβεβαιωθεί αν πράγματι ξοδεύτηκαν λεφτά για αυτό το σκοπό.

Παρά τις αλλαγές (υποτίθεται επί το αυστηρότερο) του ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας ρύπων το γεγονός είναι ότι οι μόνες που έχουν επωφεληθεί είναι οι εταιρείες. Από την αρχή της εφαρμογής του σχεδίου υπολογίζεται ότι οι επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας έχουν κερδίσει, χάρις στις επιδοτήσεις περί τα 6 δισεκατομμύρια δολάρια! Με άλλα λόγια το σχέδιο έχει λειτουργήσει για να αυξήσουν τα κέρδη τους οι εταιρείες με μηδενικό αποτέλεσμα στον περιορισμό των ρύπωνvi.

Το πρόβλημα επιδεινώνεται και από το γεγονός ότι κάθε ευρωπαϊκή χώρα είναι ξεχωριστά υπεύθυνη για το πώς θα ελέγχει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και έτσι η κάθε μια είναι ύποπτη ότι κρύβει τις πραγματικές εκπομπές αερίων. Σύμφωνα με την Wall Street Journal, στην πραγματικότητα οι εκπομπές αερίων στη Ευρώπη έχουν αυξηθεί χάρις στο εμπόριο ρύπων.

Η λογική της αγοράς έχει πλήρως αποτύχει στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Από το 1997 οι εκπομπές CO2 της Βρετανίας έχουν αυξηθεί κατά 5,5% ενώ από το 2005 παρουσιάζεται επιπλέον επιδείνωση. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνεισφέρουν μόλις κατά 2,7% στην παραγωγή ενέργειας της χώρας ενώ οι επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες για ανανεώσιμες πηγές είναι το 2,5% της επιδότησης που λαμβάνουν τα πυρηνικά εργοστάσια της χώρας!

Πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι, για να είναι αντιστρέψιμη η πορεία προς την κλιματική αλλαγή, χρειάζεται οι εκπομπές CO2 να μειωθούν τουλάχιστον κατά 60% μέχρι το 2030. Το Πρωτόκολλο του Κιότο (1997) προβλέπει μείωση μόλις κατά 5,2% των ανεπτυγμένων χωρών μέχρι το 2012…


Περιβαλλοντική καταστροφή-
καπιταλιστική αποτυχία

Υπάρχει διαμάχη (ακόμα και στην Αριστερά) αν η αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα είναι εφικτή στον καπιταλισμό ή απαιτείται η ανατροπή του. Όσοι ισχυρίζονται το πρώτο έχουν ως επιχειρήματα την ικανότητα του καπιταλισμού να αναπτύσσει νέες τεχνολογίες, να εκμεταλλεύεται νέες πηγές ενέργειας, τη γενικότερη προσαρμοστικότητα του συστήματος.

Ωστόσο ένα είναι το αδιαμφισβήτητο δεδομένο: για να αποφευχθεί η δραματική (και διαρκώς εξελισσόμενη) κλιματική αλλαγή θα πρέπει να παρθούν άμεσα ριζικά μέτρα. Και σε αυτό οι καπιταλιστικές χώρες έχουν αποτύχει παταγωδώς. Ο λόγος της αποτυχίας είναι η λειτουργία του συστήματος με βάση το κέρδος, το γεγονός ότι θα πρέπει να προσαρμοστεί ο ρυθμός των οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών με την ανάγκη των καπιταλιστών για άμεσα και διαρκώς αυξανόμενα κέρδη. Οι μεγάλες εταιρείες παρεμβαίνουν αποτελεσματικά στις κυβερνήσεις για να διαμορφώνονται τα διάφορα νομοσχέδια για το περιβάλλον προς όφελός τους. Οι εταιρείες πετρελαίου στις ΗΠΑ αύξησαν τον προϋπολογισμό τους για τον επηρεασμό (λόμπι) του Κογκρέσου το 2008 κατά 73% (!) και μόνο τους τρεις πρώτους μήνες του 2009 ξόδεψαν 44,5 εκατομμύρια δολάρια.

Τα καπιταλιστικά συμφέροντα λοιπόν είναι ο λόγος που οι κυβερνήσεις κάνουν διαρκώς μπρος-πίσω στην αντιμετώπιση του προβλήματος με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ουσιαστικά καμία πρόοδος. Πάρτε για παράδειγμα τις ΗΠΑ. Θα βρείτε ύμνους στις ελληνικές εφημερίδες για τον Ομπάμα και την (υποτιθέμενη) στροφή του σε σχέση με την πολιτική του Μπους σε ζητήματα περιβάλλοντος. Ο Ομπάμα προβάλει ένα πιο «οικολογικό» προφίλ. Στην πραγματικότητα οι «οικολογικοί» νόμοι που προωθεί στο Κογκρέσο ευνοούν τις μεγάλες επιχειρήσεις και καθόλου το περιβάλλον. Το νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση Ομπάμα προβλέπει μείωση κατά 17% των εκπομπών CΟ2 αλλά ως βάση λαμβάνεται όχι το 1990 (όπως στο πρωτόκολλο του Κιότο) αλλά το 2005. Που σημαίνει (αν επιτευχθεί ο στόχος) μείωση μόλις κατά 4% σε σχέση με το 1990.vii Καθόλου τυχαία λοιπόν το νομοσχέδιο Ομπάμα έχει την υποστήριξη των πλέον ρυπογόνων εταιρειών του πλανήτη: Shell, Duke Energy, Rio Tinto, DuPont, ConocoPhillips, Dow and BP. Η Greenpeace έχει τόσες διαφωνίες με άρθρα του νομοσχεδίου ώστε δηλώνει ότι είναι καλύτερα να μην υπήρχε καθόλου νομοσχέδιο.


Αναζήτηση διεξόδου

Οι περισσότεροι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι είναι δυνατόν στα πλαίσια μιας βιομηχανικής κοινωνίας να περικοπούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Η λύση αρχικά εμφανίζεται απλή: να μειωθούν δραστικά οι εκπομπές των αερίων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και που προέρχονται από την καύση των ορυκτών καυσίμων (πετρέλαιο, άνθρακας, φυσικό αέριο). Υπάρχει συμφωνία ως προς αυτό, αλλά τεράστιες διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο που θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Οι λύσεις που προτείνονται είναι από την αλλαγή της προσωπικής συμπεριφοράς (να καταναλώνουμε λιγότερο, να χρησιμοποιούμε λάμπες εξοικονόμησης ενέργειας, να ανακυκλώνουμε προσεκτικά, κλπ) μέχρι εντατικές επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο είναι προφανές ότι οι αλλαγές πρέπει να είναι σε πολύ μεγάλη κλίμακα και ελάχιστοι συγγραφείς και σχολιαστές μας εξηγούν πως θα επιτευχθεί αυτό με ρεαλιστικό τρόπο στο σύγχρονο καπιταλισμό. Οι αλλαγές αυτές θα απαιτούσαν τεράστιες επενδύσεις που δεν θα είχαν ως στόχο το κέρδος μιας και εμπλέκουν ριζική επέκταση των δημόσιων συγκοινωνιών και λιγότερα ΙΧ, καλύτερα σπίτια με μονωτικά υλικά, μαζικές επενδύσεις από τις κυβερνήσεις σε έρευνα και ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται το γεγονός ότι ο καπιταλισμός στηρίχτηκε και στηρίζεται για την ανάπτυξή του στα οργανικά καύσιμα (αρχικά στο κάρβουνο και μετά στο πετρέλαιο) και αυτό εξηγεί γιατί οι πολιτικοί του συστήματος έχουν αποτύχει να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής.

Εκτιμάται ότι το 2006 για την παραγωγή ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο χρησιμοποιήθηκαν κατά 36,8% πετρέλαιο, κατά 26,6% κάρβουνο, φυσικό αέριο κατά 22,9%, δηλαδή χρησιμοποιήθηκαν ορυκτά καύσιμα κατά 86% (σε αυτό το ποσοστό θα πρέπει να προστεθεί και η ατομική ενέργεια που ανέρχεται στο 6%)viii. Οι ανανεώσιμες πηγές συμπεριλαμβάνουν την υδροηλεκτρική ενέργεια (6,3%), και την ενέργεια από τον άνεμο, τον ήλιο, τη γεωθερμική ενέργεια που συμβάλει μόλις κατά 0,9%! Την ίδια στιγμή η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας αυξάνει κατά 2,3% το χρόνο, μεγαλώνοντας την πίεση για άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος.

Λίγες χώρες από τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο έχουν επιτύχει μια σχετική καλή επίδοση σε επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η Δανία παράγει το 20% της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η Φινλανδία 26%, η Σουηδία 46%.

Οι επιδόσεις των μεγαλύτερων οικονομιών είναι σαφώς μικρότερες. Της Γερμανίας βρίσκεται στο 15%, των ΗΠΑ στο 13% (συμπεριλαμβανομένων όμως και των βιοκαυσίμων), η Γαλλία δίνει έμφαση στην πυρηνική ενέργεια με την οποία παράγεται το 80 % της ηλεκτρικής ενέργειας με ότι αυτό συνεπάγεται για το περιβάλλον.

Οι ηγέτες των κρατών σε φαντασμαγορικά σόου υποτίθεται ότι κάνουν προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ωστόσο οι συνθήκες που υπογράφονται (όπως αυτή του Κιότο) είναι εξαιρετικά μετριοπαθείς στους στόχους τους, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Και η απόδειξη είναι ότι το πρόβλημα επιδεινώνεται χρόνο με τον χρόνο. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ οι εκπομπές CO2 αυξήθηκαν με μεγαλύτερο ρυθμό τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα (3,1%) απ’ ότι τη δεκαετία του 1990 (1,1%). Αντί για μείωση από τα επίπεδα του 1990 κατά 5,2% μέχρι το 2012 που προέβλεπε η συνθήκη του Κιότο, προβλέπεται ότι μέχρι το 2025 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα έχουν αυξηθεί κατά 53%! Στις αναπτυσσόμενες χώρες οι εκπομπές θα έχουν τριπλασιαστεί. Το Κιότο υπήρξε μια πλήρης αποτυχία…

Το γεγονός ότι στην καρδιά του οικολογικού ζητήματος είναι η καπιταλιστική λογική της ανάπτυξης, αποκαλύπτεται στην περίπτωση της πιο γρήγορα αναπτυσσόμενης καπιταλιστικής χώρας σήμερα: την περίπτωση της Κίνας. Η ανάπτυξή της μπορεί να χαρακτηριστεί ως «περιβαλλοντική αυτοκαταστροφή». Εφτά από τις δέκα πιο μολυσμένες πόλεις του κόσμου βρίσκονται στην Κίνα. Το καλλιεργήσιμο και κατοικήσιμο έδαφος έχει μειωθεί κατά 50% τα τελευταία 50 χρόνια.

Την ίδια περιβαλλοντική καταστροφή εμφανίζουν και η Αμερικανική ήπειρος. Υπολογίζεται ότι η Αμερική χάνει κάθε χρόνο δυο εκατομμύρια καλλιεργήσιμα εκτάρια που οφείλεται σε διάβρωση, αύξηση του βαθμού αλμυρότητας του εδάφους, πλημμύρες και εξάντλησης του εδάφους από την εντατική καλλιέργεια.


Προσωπική ευθύνη

ή κοινωνικός έλεγχος;

Προσπαθώντας να αποσιωπήσουν την ευθύνη του καπιταλισμού διάφοροι απολογητές του βρίσκουν κατά καιρούς πολλούς «υπεύθυνους:» για την κλιματική αλλαγή. Τον υπερπληθυσμό, τη βιομηχανική ανάπτυξη «που πρέπει να περιοριστεί» και ακόμα τον απλό άνθρωπο που είναι «υπερκαταναλωτικός» και θα πρέπει να «αυτοπεριοριστεί». Όλα αυτά λέγονται σε μια περίοδο αυξανόμενης ανεργίας, καθηλωμένων μισθών και υπερχρέωσης των εργαζομένων στις τράπεζες για την εξασφάλιση ακόμα και βασικών αναγκών. Σε τέτοιες συνθήκες θα πρέπει να είναι κανείς πολύ θρασύς να μιλά για «υπερκαταναλωτισμό».

Όσον αφορά τον «υπερπληθυσμό». Έχει αποδειχθεί ότι το οικονομικό επίπεδο μιας χώρας σχετίζεται άμεσα με το ρυθμό αύξησης των γεννήσεων. Όσο πιο ανεπτυγμένη οικονομικά είναι μια χώρα τόσο χαμηλότερος είναι ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού. Επομένως η λύση του προβλήματος είναι η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις αναπτυσσόμενες χώρες μέσω της οικονομικής ανάπτυξης που θα επιφέρει αναπόφευκτα και τη μείωση των γεννήσεων.

Τα φερέφωνα του συστήματος προσπαθούν κυρίως να μας πείσουν ότι η λύση στο οικολογικό πρόβλημα είμαστε… εμείς σε ατομικό επίπεδο και η συμπεριφορά μας! Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που εξυμνεί τον ατομικισμό και επομένως η προπαγάνδα του συστήματος στοχεύει να αποδοθούν ευθύνες όχι σε κοινωνικό επίπεδο αλλά καθαρά εξατομικευμένα. Πρέπει μας λένε να καταναλώνουμε λιγότερο, να περιορίσουμε τις μετακινήσεις μας με αυτοκίνητα-αεροπλάνα, να ανακυκλώνουμε με προσοχή, να χρησιμοποιούμε λαμπτήρες φθορισμού, να επιβραβεύουμε τα «πράσινα προϊόντα». Κάποια από αυτά θα μπορούσε κάποιος να τα θεωρήσει επιβεβλημένα. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: κατά πόσο η προσωπική στάση του καθενός μπορεί πράγματι να αντιστρέψει την οικολογική επιδείνωση.

Η τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων του πλανήτη ζει σε άθλιες συνθήκες, ο «καταναλωτισμός» τους δεν μπορεί να ευθύνεται κατά κανένα τρόπο για την κλιματική αλλαγή. Αλλά και στις ανεπτυγμένες χώρες ένα αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού (σύμφωνα με επίσημες μελέτες από 15-25%, εξαρτάται από τη χώρα) ζει σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας, κάθε άλλο παρά διαβιώνει σε συνθήκες «υπερκαταναλωτισμού».

Σε κάθε περίπτωση, η προπαγάνδα περί «υπερκαταναλωτισμού» είναι εξόφθαλμα μια απροκάλυπτη κοροϊδία. Ο καπιταλισμός είναι συνώνυμος με την κατανάλωση, διαρκώς επιδιώκει την αύξηση της παραγωγής και επομένως της αγοράς και της κατανάλωσης. Οι άνθρωποι διαρκώς καλούνται από τις κυβερνήσεις να καταναλώσουν για να «κινηθεί η οικονομία» την ίδια στιγμή που καμώνονται ότι «ενδιαφέρονται για το περιβάλλον». Επομένως το πρόβλημα δεν είναι η «υπερκατανάλωση» (που αφορά στη πραγματικότητα μια μικρή μειοψηφία των κατοίκων του πλανήτη) αλλά το παραγωγικό μοντέλο που έχουν επιβάλει οι καπιταλιστές για να μεγιστοποιούν διαρκώς τα κέρδη τους. Το καπιταλιστικό παραγωγικό μοντέλο ευνοεί, για τη μεγιστοποίηση του κέρδους, την αλόγιστη σπατάλη φυσικών πόρων ακόμα και όταν η κατανάλωση είναι μικρή συγκριτικά με τον πληθυσμό.

Ας δούμε, για παράδειγμα, τη συσσώρευση τεράστιων ποσοτήτων σκουπιδιών που καθιστά δύσκολη υπόθεση τη διαχείρισή τους. Αυτό δεν οφείλεται στην «απροσεξία» των καταναλωτών. Η συσσώρευση σκουπιδιών προέρχεται από την επιδίωξη των καπιταλιστών για μεγιστοποίηση του κέρδους μέσω της ολοένα και μεγαλύτερης αύξησης της παραγωγής. Συνειδητά δημιουργούν προϊόντα που δεν διαρκούν στο χρόνο (τους υπολογιστές πρέπει να τους αλλάξεις κάθε 3-5 χρόνια, τα αυτοκίνητα κάθε 5-6 χρόνια), οι οικονομολόγοι το ονομάζουν αυτό «σχεδιασμένη γήρανση των προϊόντων». Ήδη από τα 1960 η εφημερίδα Wall Street Journal έγραφε ότι οι κατασκευαστές αυτοκινήτων φτιάχνουν τα αυτοκίνητα με τρόπο:

«…ώστε να μετατρέπονται σ’ ένα σωρό παλιοσίδερα όσο το δυνατόν συντομότερα… σήμερα σχεδόν από τη στιγμή που τα αυτοκίνητα κυκλοφορούν, φορτωμένα όπως είναι με πολλά μικρομηχανήματα, χρειάζονται αντικατάσταση αρκετά μέρη του αυτοκινήτου»ix.

Οι συσκευασίες των προϊόντων αποτελούν άλλη μια τεράστια πηγή μόλυνσης. Υπολογίζεται ότι το 30% των σκουπιδιών μιας ανεπτυγμένης πόλης αποτελούνται από τις συσκευασίες των εμπορευμάτων (οι οποίες κατά 40% αποτελούνται από πλαστικό). Τα πλαστικά κάνουν από διακόσια έως χίλια χρόνια να αποσυντεθούν. Ωστόσο η συσκευασία αποτελεί συστατικό στοιχείο για τον καπιταλισμό, αφού είναι μέρος να πειστεί ο αγοραστής για το προϊόν και άρα να πραγματοποιηθεί το κέρδος του καπιταλιστή μέσω της αγοράς.

Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, η συζήτηση για την ανακύκλωση και τη διαχείριση σκουπιδιών δεν είναι πρόσφατη. Στα τέλη του 19 αιώνα (!) και στις αρχές του 20ου, τα σκουπίδια διαχωρίζονταν για επαναχρησιμοποίηση διαφόρων υλικών. Ωστόσο, μετά την ανακάλυψη του πλαστικού και την ανάπτυξη της βιομηχανίας πλαστικών τα τελευταία εξήντα χρόνια η επαναχρησιμοποίηση υλικών εγκαταλείφτηκε σαν πρακτική και επικράτησε η λογική τα πάντα να είναι μιας χρίσης. Ο λόγος; Απλούστατα, αυτό αύξανε διαρκώς την παραγωγή και επομένως και τα κέρδη.

Ασφαλώς η ανακύκλωση είναι καλύτερη από το… τίποτα. Ωστόσο, απ’ όσα μαζεύονται για ανακύκλωση, το μεγαλύτερο τους μέρος καταλήγει στις χωματερές. Στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι το 50% των χαρτιών, το 75% των γυαλιών και το 50% του αλουμινίου που υποτίθεται ότι έπρεπε να πάει για ανακύκλωση τελικά καταλήγει σε χωματερές. Μόλις το 5% των πλαστικών ανακυκλώνεται!

Η όλη προσπάθεια γύρω από την πρεμούρα για την «αποτελεσματική ανακύκλωση» και «να μην ρίχνουμε σκουπίδια στο περιβάλλον» είναι να ενοχοποιηθεί το άτομο που ρυπαίνει και όχι να επιβληθούν στις εταιρείες νόμοι που να καθιστούν τη ρύπανση και τη σπατάλη υλικών απαγορευτικές στο παραγωγικό στάδιο. Δήθεν, το μόνο που χρειάζεται είναι να βάζουμε τα σκουπίδια στο σωστό κάδο. Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Σε κάθε τόνο σκουπιδιών που αντιστοιχεί σε οικιακά απορρίμματα (και… θυμηθείτε, απορρίμματα που στην πραγματικότητα τα επιβάλλει η λειτουργία της αγοράς) αντιστοιχούν 70 τόνοι απορριμμάτων που δημιουργήθηκαν από τη βιομηχανία, τα πετροχημικά, τα ορυχεία και την αγροτική παραγωγή.

Στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, η κατανάλωση της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων δεν αποτελεί «πολυτέλεια» αλλά αναγκαιότητα για πράγματα που είναι βασικής ανάγκης για το σύγχρονο κόσμο.

Το ΙΧ αυτοκίνητο με τις άθλιες δημόσιες συγκοινωνίες (εκτός κάποιων εξαιρέσεων σε δυτικοευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις-βιτρίνες) καθίσταται αναγκαίο. Καμιά καπιταλιστική χώρα δεν παίρνει σοβαρά μέτρα για τον περιορισμό τους γιατί οι αυτοκινητοβιομηχανίες (και συνακόλουθα οι εταιρείες παραγωγής χάλυβα, πλαστικών κλπ) θα αντιδρούσαν. Επιπλέον αυτό θα μείωνε τα κέρδη συνολικά ενός συστήματος που στηρίζεται στη διαρκή αύξηση της παραγωγής μέσω της σπατάλης πρώτων υλών με σκοπό το κέρδος και όχι για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών.

Αντί να μας προσφέρει ποιότητα ζωής η καπιταλιστική λειτουργία της κατανάλωσης απειλεί τις ζωές μας και το φυσικό περιβάλλον. Ποια θα μπορούσε να είναι η λύση;

Όχι βέβαια η επί πλέον λιτότητα για τους εργαζόμενους. Οι εργαζόμενοι δεν ευθύνονται σε τίποτα για την κλιματική αλλαγή γιατί δεν έχουν λόγο στην παραγωγική διαδικασία. Δεν ερωτώνται πως παράγονται τα προϊόντα, ούτε πως αυτά κατανέμονται, ούτε σε τι ποιότητας πόλεις ή σπίτια ζουν. Η λύση θα ήταν λοιπόν, επαρκής και καλή ποιότητας τροφή για όλους, σπίτια υψηλής ποιότητας που να προσφέρουν επαρκή μόνωση για εξοικονόμηση ενέργειας. Ένα σύστημα δημόσιων συγκοινωνιών που να εξυπηρετεί τις ανάγκες του κόσμου, πράσινο και ανοικτοί χώροι για να μπορούν οι άνθρωποι να μετακινούνται ευχάριστα με τα πόδια. Μείωση του εργάσιμου χρόνου και περισσότερος ελεύθερος χρόνος για να χαίρονται τη ζωή τους και να έχουν ποιότητα ζωής, πράγμα που θα μειώσει προβλήματα όπως του λεγόμενου «υπερπληθυσμού».

Όλα αυτά ωστόσο απαιτούν δημόσιο έλεγχο, έλεγχο της παραγωγής από τους ίδιους τους εργαζόμενους, μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία που, ακριβώς επειδή θα ελέγχεται απ’ τους ίδιους τους απλούς ανθρώπους, θα έχει σαν στόχο την κάλυψη των ανθρωπίνων αναγκών και όχι το κυνήγι του κέρδους από τους λίγους και προς όφελος των λίγων.

Άγγελος Κ

v Στο ίδιο.

Share

Category: Διεθνή, Οικολογία



Σχόλια (1)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. […] Η μια αποτυχία διαδέχεται την άλλη: από το Κιότο στην Κ… […]

Αφήστε μήνυμα