Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Το διεθνές δίκαιο και οι ελληνοτουρκικές διαφορές



 

sim_ell_turk

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου μου άρθρου που είχε προκαλέσει κάποιες αντιδράσεις. Κάθε κριτική της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προκαλεί συνήθως το μένος αυτών που έχουν τάξει τον εαυτό τους στην υπεράσπιση του «συμφέροντος της πατρίδας», το οποίο είναι πάντοτε «δίκαιο» απέναντι σε «άδικους και επιθετικούς γείτονες». Δεν έχει νόημα να απαντήσω σε ακροδεξιές πολιτικές «αναλύσεις», σύμφωνα με τις οποίες η διεθνιστική κριτική στην ελληνική εξωτερική πολιτική απορρέει από ανθελληνικά μυστικά κέντρα. Η ακροδεξιά ιδεολογία αποτελεί αντικείμενο της ψυχοπαθολογίας και όχι θέσεις με τις οποίες μπορεί κανείς να συζητήσει.

Ωστόσο, επειδή υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι χωρίς να είναι ακροδεξιοί, έχουν αποδεχθεί μια απλουστευτική λογική, σύμφωνα με την οποία κάθε τι «εθνικό» είναι και δίκαιο (όμως δίκαιο για ποιον;), θα ήθελα να απαντήσω σε κάποιες αντιρρήσεις που εκφράστηκαν για τις «ακραίες» θέσεις που διατύπωσα στην προηγούμενη δημοσίευσή μου.

Οι άρχουσες τάξεις δεν εμφανίζονται, όπως στο παρελθόν, ως κάτι τελείως διαφορετικό από το «λαό» (στη φεουδαρχική εποχή οι άρχοντες εμφανίζονταν ως… γαλαζοαίματοι). Σήμερα ακόμα και ο Βαρδινογιάννης ή ο Κόκκαλης εμφανίζονται ως «λαός». Και επειδή αυτό δεν είναι καθόλου πιστικό (στον πραγματικό κόσμο οι πάντες αντιλαμβάνονται ότι αφεντικά και εργαζόμενοι δεν είναι το ίδιο πράγμα), βρέθηκε η ιδεολογική λύση:

Όποια θέση και να κατέχει κάποιος στην κοινωνική ιεραρχία, είτε είναι στην κορυφή είτε στη βάση, «πάνω απ’ όλα» είναι η εθνικότητά του που μετράει περισσότερο.

Έτσι, στο φαντασιακό επίπεδο, εξισώνεται ένας εργαζόμενος με το αφεντικό του. Τα συμφέροντα των αφεντικών ντύνονται τη λεοντή του «εθνικού δικαίου». Το εκπαιδευτικό σύστημα, τα ΜΜΕ, φροντίζουν να αναπαράγουν αυτή τη λογική μέχρι σημείου πλύσης εγκεφάλου.

967862_bΣε περιόδους οικονομικά χαλεπούς (υψηλή ανεργία, πάγωμα μισθών) νέες θυσίες απαιτούνται από τους εργαζόμενους στο όνομα των «εθνικών κινδύνων». Απαιτούνται δισεκατομμύρια ευρώ για να πλουτίσουν τα αφεντικά της πολεμικής βιομηχανίας και οι μιζαδόροι ενδιάμεσοι προμηθευτές.

Πάνω απ’ όλα, σύμφωνα με την εθνικιστική «λογική», ότι διεκδικεί η «πατρίδα» από τους γείτονές της είναι πάντα «δίκιο». Οι «άλλοι» έχουν πάντοτε «άδικο». Αυτή η προπαγάνδα αναπαράγεται με πανομοιότυπο τρόπο και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου, αποδεικνύοντας την απάτη των εθνικών ιδεολογημάτων. Η κάθε πλευρά (ελληνική ή τουρκική) ισχυρίζεται ότι ενεργεί με βάση το «δίκιο» και ότι ο αντίπαλος είναι «χαϊδεμένο παιδί των αμερικανών», των «ξένων», των «εχθρών του έθνους». Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι τα οικονομικά συμφέροντα των λίγων δισεκατομμυριούχων να βαφτίζονται «εθνικό συμφέρον» και «δίκιο». Αν χρειαστεί θα κληθούν τα παιδιά των εργαζόμενων να πάνε να σκοτωθούν για το αν ο Βαρδινογιάννης και ο Λάτσης θα ελέγχουν τα πετρέλαια του Αιγαίου ή αντίθετα οι Τούρκοι συνάδελφοί τους. Ο εθνικισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο του κάθε απατεώνα που θέλει να πλουτίσει σε βάρος των εργαζομένων.

cat7Όταν οι γερμανοί αξιωματικοί του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου πέρασαν από δίκη για εγκλήματα πολέμου ισχυρίστηκαν αυτό που κάθε «πατριώτης» διακηρύσσει: «εκτελούσα εντολές της πατρίδας. Για την πατρίδα δεν υπάρχει δίκαιο ή άδικο. Εκτελείς πάντοτε τις εντολές της». Αυτή είναι η συνταγή για κάθε συμφορά και κάθε έγκλημα. Να λοιπόν γιατί θα πρέπει ιδιαίτερα στα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα» να διατηρούμε το κριτικό μας πνεύμα.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, δεν μου προκαλεί εντύπωση η αντίδραση που προκαλείται όταν κάποιος κάνει (ακόμα και) ήπια κριτική σε «εθνικά ζητήματα» (και η προηγούμενη δημοσίευσή μου ήταν ήπια). Αυτό που, πραγματικά, είναι εντυπωσιακό είναι το ακριβώς αντίθετο: πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός των ανθρώπων απ’ όλο το φάσμα της Αριστεράς (από τον ΣΥΝ έως και τον αντιεξουσιαστικό χώρο) που είναι έτοιμοι να συγκρουστούν με τον εθνικισμό παρά και ενάντια στην πλύση εγκεφάλου του κράτους και των ΜΜΕ. Και αυτό είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό και γεμίζει αισιοδοξία όσους παλεύουν την πολεμοκαπηλία και το ρατσισμό απέναντι στις άλλες εθνότητες.

Το γεγονός ότι οι θέσεις των κυβερνήσεων της Αθήνας για το Αιγαίο δεν είναι ειρηνόφιλες το έχουν πει πολλοί, ακόμα και συντηρητικοί Έλληνες πολιτικοί, διπλωμάτες και δημοσιογράφοι. Πάρτε για παράδειγμα τον Αλέξη Ηρακλείδη, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου. Αν κάνετε μια έρευνα στο διαδίκτυο θα δείτε ότι ο άνθρωπος δέχεται ύβρεις και απειλές από ακροδεξιούς ως «εθνοπροδότης». Πρόκειται για γελοιότητες. Ο άνθρωπος ήταν σύμβουλος ελληνικών κυβερνήσεων και αρθρογραφεί στην καθόλου αριστερή (πολύ περισσότερο ανατρεπτική) εφημερίδα Τα Νέα. Στην πραγματικότητα ισχυρίζεται ακριβώς όσα γράφω στο προηγούμενο άρθρο μου αλλά όχι με αριστερή λογική, αλλά στο όνομα του «ρεαλισμού». Ο Ηρακλείδης λέει το απλούστατο, το αυτονόητο: οι απαιτήσεις της Αθήνας είναι τόσο άκαμπτες που δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει κάποια στιγμή συμβιβασμός με την Τουρκία. Επομένως, μένοντας και οι δυο πλευρές σε άκαμπτες θέσεις εξαντλούνται οικονομικά σε υπέρογκες εξοπλιστικές κούρσες ενώ διαρκώς επικρέμαται ο κίνδυνος πολέμου.

Δεν θα μπω εδώ στα ειδικά ζητήματα της διαμάχης στο Αιγαίο (άλλωστε τα έχω καλύψει στην προηγούμενη δημοσίευση). Εδώ θα επικεντρωθώ σ’ ένα ζήτημα που οι «εθνικόφρονες πατριώτες» και οι ελληνικές κυβερνήσεις προβάλουν: ότι το «διεθνές δίκαιο» επιτρέπει την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και επομένως η Ελλάδα επιδεικνύει καλή θέληση που δεν τα έχει επεκτείνει («ως έχει δικαίωμα») ενώ η τουρκική πλευρά δείχνει επιθετικότητα δηλώνοντας ότι θεωρεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο αιτία πολέμου (casus belli).

Πράγματι, το διεθνές δίκαιο των θαλασσών (1982) δίνει τη δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Τη συνθήκη αυτή ωστόσο δεν προσυπέγραψαν ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ούτε η Τουρκία. Η Τουρκία διατύπωσε εγγράφως σε κάθε σελίδας της συνθήκης που αφορούσε στο Αιγαίο την άρνηση της προς προσυπογραφή, με το αιτιολογικό ότι τυχόν εφαρμογή της συνθήκης στο Αιγαίο θα απειλήσει τα ζωτικά της συμφέροντά.

Αλλά ούτε οι ΗΠΑ συμφώνησαν με την επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 12 μίλια, αλλά και πολλές ναυτικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η τότε Σοβιετική Ένωση. Η τότε Σοβιετική Ένωση μάλιστα, διατύπωσε μέσω διπλωματικής νότας τη διαφωνία της σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Μέχρι σήμερα αυτή η πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει. Οι ακροδεξιοί την έχουν… καταβρεί με τον «φίλο» Πούτιν και την αναγέννηση της «ορθόδοξης Ρωσίας». Η αλήθεια είναι ότι και η σημερινή Ρωσία (όπως παλαιότερα η ΕΣΣΔ), είναι αντίθετη με την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων γιατί έχει αυξημένη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο. Το ίδιο εξακολουθεί να συμβαίνει με τις ΗΠΑ (αλλά και με ευρωπαϊκές χώρες). Επομένως η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια θα απαιτούσε αρχικά πόλεμο με την Τουρκία και αμέσως μετά σύγκρουση (πολεμική ή οικονομική) με Ρωσία, ΗΠΑ. Μόνο ψυχοπαθείς ακροδεξιοί μπορούν να προβάλουν ως «ρεαλιστικό» ένα τέτοιο εφιαλτικό σενάριο. Οι ελληνικές κυβερνήσεις γνωρίζουν (ευτυχώς!) ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια είναι ανέφικτη αλλά συνεχίζουν να την προβάλουν ως διαπραγματευτικό όπλο. Με άλλα λόγια, εν γνώσει τους ρίχνουν λάδι στη φωτιά παρά την επίγνωση του ανέφικτου του αιτήματος.

Σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι όλοι οι πόλεμοι έχουν γίνει στο όνομα του «Διεθνούς Δικαίου». Η εμμονή στο γράμμα του «Διεθνούς Δικαίου» αποτελεί αιτία πολέμου, είναι επιθετική πολιτική. Κανένα δίκαιο δεν εφαρμόζεται ποτέ κατά γράμμα, προβλέπονται άλλωστε από την ίδια τη νομοθεσία ένα σωρό υποπεριπτώσεις. Στην περίπτωση του θαλάσσιου χώρου όπου υπάρχουν νησιά και ενδεχόμενο να δημιουργηθεί κλειστό αρχιπέλαγος, επιβάλλεται να γίνουν άμεσες διαπραγματεύσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων πλευρών ώστε να αποφευχθεί η περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων και, ενδεχομένως, πολεμικών εμπλοκών. Αυτό συνέβη με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας που έγινε με διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις ενδιαφερόμενες χώρες (για περισσότερες πληροφορίες πάνω στο θέμα διάβαζε Clyde Sanger: Ordering the ocean). Πολλές χώρες του πλανήτη δεν έχουν επεκτείνει τα χωρικά τους ύδατα στα 12 μίλια για ανάλογους λόγους (ενδεικτικά Ιορδανία, Σιγκαπούρη, Φινλανδία). Στο Αιγαίο υπάρχουν αντίστοιχες συνθήκες. Τα 12 μίλια δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν όταν η απόσταση μεταξύ αρκετών ελληνικών νησιών και των τουρκικών παραλίων είναι μικρότερη των 12 μιλίων. Η επιδίωξη μιας ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών απαιτεί άμεσες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δυο χωρών.

GRTR2Η Αθήνα ωστόσο αρνείται τις άμεσες διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα και κατά καιρούς προβάλλεται η θέση η διαφορά να πάει (με κοινή απόφαση των δυο χωρών) στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ του (επίσημου) ελληνικού πολιτικού κόσμου ως προς το θέμα αυτό. Πολλοί εκφράζουν το φόβο ότι τα διεθνή δικαστήρια έχουν την τάση να συμβιβάζουν τις διαφορετικές απόψεις, με αποτέλεσμα όσοι θέλουν τη μερίδα του λέοντος για τους Έλληνες καπιταλιστές να φοβούνται μια απόφαση που το Αιγαίο θα μοιράζεται με πιο αναλογικό τρόπο. Επιπλέον, η εκδίκαση της υπόθεσης και η έκδοση απόφασης (η οποία θα είναι δεσμευτική για τα δύο μέρη) θα απαιτήσει τουλάχιστο 5 έως 6 χρόνια και συνεπώς η κατάληξη των ελληνοτουρκικών διενέξεων δε θα επέλθει παρά μετά από 6 έως 8 χρόνια στη καλύτερη περίπτωση. Γιατί στη χειρότερη αν κάποια πλευρά θεωρήσει ότι είναι «ριγμένη» θα ανακινήσει διαφορές σε άλλα θέματα, κοινώς μια απόφαση κινδυνεύει να αποτελέσει η ίδια αιτία πολέμου.

Αλλά η υποκρισία (και τα αδιέξοδα) μιας δικαστικής αντιμετώπιση των διαφορών, φαίνεται σήμερα που η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας κίνησε διαδικασία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας. Η Αθήνα κατηγορείται για παραβίαση του άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Μακεδονίας (1995) που προέβλεπε ότι η Ελλάδα δεν θα φέρει αντιρρήσεις για την ένταξη της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ (πράγμα που ωστόσο έκανε η ελληνική κυβέρνηση τον Απρίλιο του 2008). Επειδή υπάρχει σοβαρή περίπτωση να καταδικαστεί η Αθήνα, έξαλλοι υπουργοί και δημοσιογραφίσκοι μίλησαν για «πρόκληση της κυβέρνησης των Σκοπίων». Όταν δεν συμφέρει σε ένα κράτος, το διεθνές δίκαιο απλά ξεχνιέται ή γίνεται ενοχλητικό. Αν καταδικαστεί η Ελλάδα τι θα επακολουθήσει; Εδώ θα είμαστε και θα το δούμε. Εγώ από την πλευρά μου είμαι σίγουρος ότι η Αθήνα θα θυμηθεί όχι μόνο ότι στο όνομα «Μακεδονία» έχει το copyright, αλλά και ότι ο Βουκεφάλας δεν ήταν ένα απλό άλογο (ά-λογο) αλλά ένα υπερήφανο ελληνικό άλογο!

Και κάτι τελευταίο ως προς το θέμα αυτό: υπάρχει πάντοτε κάτι το ειρωνικό όταν μια χώρα επικαλείται το «διεθνές δίκαιο». Κάθε καπιταλιστική χώρα, όταν μπορεί, καταπατά απροκάλυπτα το «διεθνές δίκαιο», γιατί θέτει πάνω απ’ όλα τα οικονομικά και διπλωματικά της συμφέροντα. Το ίδιο πράττουν και οι ελληνικές κυβερνήσεις: στο θέμα του εναέριου χώρου και της στρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου η Αθήνα ξεκάθαρα παραβιάζει το «διεθνές δίκαιο».

Αναζήτηση διεξόδου

142905-poster180

Έχω, ωστόσο, αντιρρήσεις με τις «διπλωματικές» προσεγγίσεις των ελληνοτουρκικών διαφορών. Ο Αλέξης Ηρακλείδης (αλλά και ο νεοφιλελεύθερος Στέφανος Μάνος) μοιάζει να πιστεύει ότι οι αντιμαχόμενες πλευρές στο Αιγαίο θα φερθούν κάποια στιγμή με απολύτως ορθολογικό τρόπο. Κατανοώντας (η ελληνική και η τουρκική πλευρά) ότι ακολουθούν μια μη-ρεαλιστική πολιτική θα εξαναγκασθούν να καθίσουν σε «στρογγυλό τραπέζι».

Στην πραγματικότητα, η εξωτερική πολιτική είτε είναι ρεαλιστική είτε δεν είναι για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Εάν δεν είναι ρεαλιστική θα έπρεπε ήδη να έχουν παραιτηθεί και να έχουν χαράξει άλλη (διαθέτουν τα επιτελεία για να αξιολογούν το ρεαλισμό και το επιτεύξιμο της πολιτικής τους). Ο λόγος που δεν παραιτούνται έχει να κάνει με το γεγονός ότι παραίτηση από την πολιτική που ακολουθούν θα ισοδυναμούσε με ενδυνάμωση της θέσης του αντιπάλου σαν περιφερειακή δύναμη (σε Βαλκάνια, Αιγαίο, Μέση Ανατολή, το γεωγραφικό δηλαδή πεδίο στο οποίο «παίζουν» οι δύο χώρες). Η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι από αυτή την άποψη ρεαλιστική, εάν πάρει κανείς υπ’ όψη του τις επιδιώξεις της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης, τον μεταξύ τους συσχετισμό δύναμης, τις παγκόσμιες συνθήκες και τις συμμαχίες στις οποίες εντάσσονται και προσπαθούν να αξιοποιήσουν για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Η αναπαραγωγή ενός αδιεξόδου και μιας κατάστασης σχεδόν εμπόλεμης («σε ποιον ανήκει το Αιγαίο;») είναι και αυτό μια ρεαλιστική πολιτική.

Η ελληνική αστική τάξη κάνει εξωτερική πολιτική με βάση μια ορθολογιστική εκτίμηση της κατάστασης και των συμφερόντων της και όχι με βάση ανορθολογικές προσεγγίσεις και ιδεοληψίες. Η προβολή ανορθολογικών «επιχειρημάτων» (όπως ο Βουκεφάλας, ο Μέγας Αλέξανδρος, η γοργόνα, και δεν ξέρω τι άλλο) είναι για τους από κάτω, για τους εργαζόμενους, οι οποίοι μπορεί να οδηγηθούν σε σφαγή με βάση τέτοια παράλογα ιδεολογήματα. Αντίθετα η άρχουσα τάξη έχει πλήρη συναίσθηση των πραγματικών οικονομικών και γεωπολιτικών της συμφερόντων.

Η συνεχής επέκταση των ορίων της ελληνικής επικράτειας από τότε που φτιάχτηκε το ελληνικό κράτος, δείχνει ότι η πολιτική της ελληνικής αστικής τάξης είναι όχι μόνο ρεαλιστική αλλά και αρκετά διορατική (οι Έλληνες καπιταλιστές συντάχθηκαν και στους δυο μεγάλους πολέμους με αυτούς οι οποίοι τελικά νίκησαν).

Από αυτή την άποψη η μη ρεαλιστική πολιτική είναι αυτή που προτείνει ο Ηρακλείδης, ο οποίος πιστεύει ότι μπορεί να προσεγγίσει το πρόβλημα με βάση έννοιες και αξίες (υποτίθεται) κοινές για όλους: διεθνές δίκαιο, ειρηνικές διευθετήσεις κτλ., παραβλέποντας ότι η εξωτερική πολιτική αποσκοπεί στην αναπαραγωγή ταξικών συμφερόντων.

greekf4Οι εξοπλισμοί είναι κι αυτοί απόλυτα λογικοί (και επομένως ρεαλιστικοί). Είναι αναγκαίοι για τις δύο άρχουσες τάξεις του Αιγαίου προκειμένου να μπορούν να διατηρούν τις θέσεις τους ο καθένας απέναντι στον άλλο. Ο περιορισμός των εξοπλισμών θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο εάν έπαυε ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αρχουσών τάξεων, δηλαδή εάν η μία από τις δύο άρχουσες τάξεις (ή και οι δύο) παραιτούνταν από την διεκδίκηση των συμφερόντων της. Αυτό όμως θα ήταν ο απόλυτος παραλογισμός, στον οποίο μια άρχουσα τάξη μπορεί να κατρακυλήσει μόνο εάν υπάρξει ένα κίνημα που θα την αναγκάσει να παραιτηθεί από την ρεαλιστική πολιτική εξυπηρέτησης των συμφερόντων της. Ή αν ηττηθεί στο πεδίο της στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Ή αν αλλάξουν οι διεθνείς συσχετισμοί δύναμης και η κάθε μια άρχουσα τάξη επιχειρήσει να αντικαταστήσει τον εξοπλιστικό ανταγωνισμό με άλλους ανταγωνισμούς (πχ καθαρά οικονομικο-πολιτικούς). Όμως η ρεαλιστική εξέταση της κατάστασης δεν δείχνει να είμαστε σε μια τέτοια φάση.

Οι εξοπλισμοί είναι παραλογισμός μόνο στο επίπεδο που οι λαϊκές μάζες τους υποστηρίζουν. Τα χρήματα για τα όπλα αποσπούνται από τους εργαζόμενους (οι αστοί δεν ξοδεύουν τίποτα για εξοπλισμούς) και γι’ αυτό ο εργαζόμενος που υποστηρίζει τους εξοπλισμούς είναι παράλογος, ταξικό κορόιδο. Ο καπιταλιστής όμως είναι απόλυτα λογικός όταν υποστηρίζει τη στρατιωτική θωράκιση του κράτους του (επομένως και των συμφερόντων του) απέναντι στο αντίπαλο κράτος.

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο ορθολογισμός της άρχουσας τάξης μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις που από την πλευρά των εργαζομένων φαίνονται (και είναι!) απολύτως παράλογες. Αυτό θα απαιτούσε όμως οι εργαζόμενοι να βλέπουν του εθνικούς ανταγωνισμούς με καθαρά ταξικά κριτήρια. Θα αναφερθώ στα Ίμια.

Την επομένη μέρα από την αρχή της κρίσης πήγα στη δουλειά μου. Με περίμενε με ανυπομονησία μια μητέρα που ο γιός της ήταν τότε ναύτης. Με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της σχεδόν ουρλιάζοντας μου είπε:

«Είναι ψυχοπαθείς! Ετοιμάζονται να πάνε σε πόλεμο για έναν βράχο στο πέλαγος! Να τους τον χαρίσουν! Θα σκοτωθεί ο γιός μου και άλλα παιδιά, δεκάδες χιλιάδες θα μείνουν άνεργοι και όλοι μας θα πεινάσουμε για έναν βράχο στο πέλαγος. Και οι δυο πλευρές παραλογίζονται».

Η αντίδραση της γυναίκας ήταν απολύτως σωστή, ταξικά ορθή. Αντελήφθη ότι οι ανταγωνισμοί μεταξύ των δυο χωρών ήταν τόσο οξείς που μπορούσαν να οδηγήσουν σε πόλεμο για ασήμαντη αφορμή. Και δεν δεχόταν αυτή να πληρώσει το λογαριασμό.

Ο τότε υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας σε συνέντευξη τύπου που έδωσε κάποιες μέρες μετά δήλωσε: «Η Τουρκία είναι μεγάλη χώρα, δεν θα πάμε σε πόλεμο για μερικά βράχια». Για να «συνέλθουν» οι κυβερνήσεις των δυο χωρών, χρειάστηκε μια κρίση που η μια πλευρά (η ελληνική) θέλησε να παρουσιάσει ένα βράχο ως κατοικούμενο (και άρα έχοντα υφαλοκρηπίδα) και η άλλη πλευρά (η τουρκική) αντέδρασε με παράλογη υπερβολή, έτοιμη ακόμα και για πόλεμο.

image_476Η πεποίθησή μου λοιπόν είναι ότι τόσο το ενδεχόμενο πολέμου όσο και οι παράλογες εξοπλιστικές κούρσες μπορούν να τερματιστούν μόνο με την παρέμβαση του μαζικού κινήματος. Παλεύοντας οι δυο λαοί στο εσωτερικό των χωρών τους ενάντια στον εθνικισμό και τα ψεύδη της κατευθυνόμενης κρατικής προπαγάνδας. Και, ασφαλώς, παλεύοντας για πραγματικές αυξήσεις μισθών και κοινωνικές παροχές (στις οποίες οι δυο χώρες είναι πρωταθλήτριες της μιζέριας). Έτσι οι άρχουσες τάξεις των δυο χωρών θα αναγκαστούν, έχοντας να αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό ταξικό τους αντίπαλο, να περιορίσουν τις πολεμικές δαπάνες και τη αναμεταξύ τους ένταση.

Ασφαλώς υπάρχει μεγάλο έδαφος για αισιοδοξία. Σε έρευνα που έγινε στις δυο χώρες για τον εθνικισμό και τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό των πολιτών τους είχαμε πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα (http://archive.enet.gr/online/online_text/c=110,id=20573804).

Ενώ το 75% στη Ελλάδα δέχεται ότι υπάρχουν «αλύτρωτες πατρίδες», στο ερώτημα αν πρέπει να επανακτήσουμε τα «πάλαι ποτέ εδάφη του Ελληνισμού με στρατιωτικά μέσα» η απάντηση είναι καθαρά αρνητική με ποσοστό 80,35%, έναντι μόλις 17,7% που απαντά «ναι».

Επίσης, το 57,4% αποδίδει στον εθνικισμό αρνητική έννοια και με βαθμολόγηση από το 1 ως το 10 (όπου το 1 αντιστοιχεί στο καθόλου εθνικιστής και το 10 στο πολύ εθνικιστής) το 43,2% των Ελλήνων καταγράφεται από το 1 ως το 4. Το 49,1% των Ελλήνων επιλέγει τον χαρακτηρισμό «πολίτης της Ελλάδας», το 33,5% «πατριώτης», το 25,1% «πολίτης του κόσμου» και το 19,9% «πολίτης της Ευρώπης» έναντι μόλις 6,7% που συγκεντρώνει ο χαρακτηρισμός «εθνικιστής».

Τα παραπάνω ευρήματα επιβεβαιώνει το γεγονός ότι το αυθόρμητο ταξικό ένστικτο των εργαζομένων τους οδηγεί στην απόρριψη των εθνικιστικών απόψεων. Αντιλαμβάνονται ότι σε κάθε όξυνση του εθνικισμού καλούνται αυτοί να πληρώσουν το (οικονομικό) μάρμαρο. Σύμφωνα με υπολογισμούς, οι ελληνικές κυβερνήσεις θα ξοδέψουν σε εξοπλιστικές δαπάνες τα επόμενα 15 χρόνια το ιλιγγιώδες ποσό των 56 δισεκατομμυρίων δολαρίων! Αυτές οι δαπάνες γίνονται όταν επί πολλά χρόνια οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι δεν παίρνουν οποιαδήποτε πραγματική αύξηση στις αποδοχές τους με τη δικαιολογία ότι «δεν υπάρχουν χρήματα». Χειρότερα, αυτές οι δαπάνες δεν προοιωνίζουν τίποτα καλό: ενδεχομένως κάποια στιγμή να ζητηθεί από τους εργαζόμενους να συνεισφέρουν στα κέρδη των καπιταλιστών με το αίμα το δικό τους και των παιδιών τους.

Άγγελος Καλοδούκας

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Αφήστε μήνυμα