Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Συνεκδοχή, Νέα Υόρκη



Η πλειοψηφία των κριτικών βρήκε την ταινία ακατανόητη, παρ’ όλα αυτά τη θεώρησε… εξαιρετική. Ο Δανήκας της έβαλε “10 με τόνο” αν και ομολογεί ότι δεν κατάλαβε τίποτα!

Εγώ αντιθέτως βρήκα την ταινία εξαιρετικά κατανοητή, μερικές φορές δε, υπερβολικά προφανή…

Η ταινία (δηλαδή ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης) από την αρχή δεν αποκρύπτει την πηγή της έμπνευσης της. Είναι ο Θάνατος ενός Εμποράκου του Μίλλερ, ενδεχομένως το μεγαλύτερο (ότι και αν σημαίνει αυτό…) θεατρικό αριστούργημα του 20ου αιώνα. Ο πρωταγωνιστής μεταλλάσσεται από εκπρόσωπο της εργατικής τάξης (στο έργο του Μίλλερ) σε μικροαστό διανοούμενο στον Κάουφμαν. Βρίσκω περισσότερα κοινά στη συγκεκριμένη ταινία μεταξύ του Κάουφμαν και του Γούντι Άλεν και όχι με τον Φελίνι και με το έργο του “81/2”, που διείδαν οι κριτικοί κινηματογράφου. Γενικά θεωρώ τον Κάουφμαν έναν εκσυγχρονισμένο(;) Γούντι Άλεν.

Όπως στο έργο του Μίλερ, ο πρωταγωνιστής αισθάνεται ότι ξόδεψε όλη του τη ζωή χωρίς νόημα με ψευδαισθήσεις για τον εαυτό του και τους γύρω του ενώ στο τέλος να προδίδεται (ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει) από όσους πίστευσε. Σε αντίθεση με τον εμποράκο του Μίλλερ ο διανοούμενος του Κάουφμαν (είναι σκηνοθέτης) έχει τη δυνατότητα – πλεονέκτημα(;) να αναπαραστήσει (εξ’ ου και συνεκδοχή) ένα εικονικό κόσμο μέσω της τέχνης. Πιστεύει μάλιστα ότι η τέχνη μπορεί να είναι τόσο “αληθινή” όσο και ο πραγματικός κόσμος αποτελώντας μια (συν) εκδοχή του. Ωστόσο στην πορεία καταλήγει (στο μάλλον απαισιόδοξο, για τον ίδιο, συμπέρασμα) ότι και η τέχνη δεν μπορεί να ξεφύγει από τις αντιφάσεις, τις αποτυχίες της πραγματικής ζωής. Η συνεκδοχή μπορεί να γίνει εξ’ ίσου ακατανόητη και άθλια όσο και η “πραγματική” εκδοχή. Ο σκηνοθέτης-ήρωας αδυνατεί να εκπληρώσει το στόχο του (που αποτελεί την πλέον γνωστή νεύρωση των διανοουμένων και όχι μόνο…) να αφήσει πριν πεθάνει κάτι σπουδαίο πίσω του. Για άλλη μια φορά, σε αντίθεση με τον Εμποράκο του Μίλλερ όπου ο θάνατος έχει μια σχεδόν ηρωική διάσταση (τη μορφή της θυσίας) ο ήρωας του Κάουφμαν απλώς πεθαίνει, ως ένοχος των ίδιων του, των ατομικών, νευρώσεων και αποτυχιών.

Η σύγκριση με το έργο του Μίλλερ είναι αναπόφευκτη (ηθελημένη άλλωστε από τον ίδιο τον Κάουφμαν): παρά την τραγικότητα του ήρωα του Μίλλερ και την τελική αυτοκτονία του, το έργο λειτουργεί κυρίως ως κοινωνική καταγγελία, κάνει την προσοχή του θεατή να στραφεί όχι μόνο στο “εσωτερικό” του τραγικού ήρωα αλλά και στον “πραγματικό” κόσμο ως την πηγή (και επεξήγηση) της τραγικότητας. Το έργο του Μίλλερ γράφτηκε σε μια εποχή που παρά τις τραγικές εμπειρίες (αμέσως μετά την σφαγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) υπήρχε διάχυτη στην κοινωνία η πίστη ότι ο πραγματικός κόσμος μπορούσε και να εξηγηθεί, αλλά και να αλλάξει. Πίστη που τη μεγέθυνε η ανάπτυξη τεράστιων κοινωνικών κινημάτων.

Αντίθετα το έργο του Κάουφμαν παραμένει μια “εσωτερική” ερμηνεία του κόσμου, γι’ αυτό και το θεωρώ γουντιαλενικό: ο κόσμος μέσα από τα μάτια μιας μικροαστικής διανόησης. Η μόνη δυνατή διαδραστικότητα με τον κόσμο είναι η ατομική, η προσωπική σχέση. Η τραγικότητα του ατόμου συνίσταται στο ότι οποιαδήποτε εκδοχή (ή συνεκδοχή) του κόσμου το βρίσκει στο τέλος εκμηδενισμένο σ’ ένα κόσμο κατά βάση μη γνώσιμο, και γι’ αυτό ακατανόητο.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η οπτική του Μίλλερ είναι (αναγκαστικά) καλύτερη από του Κάουφμαν. Σημαίνουν ωστόσο… άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Υπάρχουν εποχές όπου η ατομικότητα μεγεθύνεται μέσα από τη συλλογικότητα, και εποχές όπου η ατομικότητα συνθλίβεται μέσα στην ίδια της την ατομικότητα.

Άγγελος Κ.

Category: Κριτική κινηματογράφου



Σχόλια (1)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η gatouleas λέει:

    Έγώ θα είμαι πιο αυστηρός ακόμη. Νομίζω ο Κάουφμαν έπεσε στην «παγίδα» που πήγε να στήσει στον ήρωα του. Θέλησε να δημιουργήσει μία ταινία που να τον κατετασε στο κλαμπ των «ποιοτικών» σκηνοθετων. Να ξεφύγει από τις «ενδιαφέρουσες αλλά ποπ ταινίες».
    Πήγε να στήσει ένα μπαροκ «συνολικής» κριτικής, αλλά του έλειπε το πιο ουσιαστικό… η κριτική να έιναι μεστή και στο κόκαλο. Αυτό, δηλαδή, που έκανε ο Μίλερ.
    Προφανώς θα περιμένω με προσμονή την επόμενη ταινία του, αλλά όχι λόγω της «Συνεκδοχής».
    Welcome to blogging, mr Duke…

Αφήστε μήνυμα